ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΕΩΣ

Έπεσε η αυλαία του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα με την απονομή των βραβείων της διοργάνωσης, σε μια λιτή τελετή λήξης, το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013, στο Ολύμπιον.
Την τελετή λήξης προλόγισε ο Διευθυντής του Φεστιβάλ Δημήτρης Εϊπίδης, επισημαίνοντας: «Ένα ακόμη Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται αύριο. Ένα Φεστιβάλ που, από την ίδρυσή του 15 χρόνια πριν, δεν έπαψε ποτέ να εξελίσσεται και να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του. Το ντοκιμαντέρ συνιστά ένα δυνατό ιδεολογικό όπλο στα χέρια του δημιουργού. Προβληματίζει και εμψυχώνει. Είναι ταυτόχρονα μια πολιτική πράξη. Είναι ακτιβισμός. Στόχος μας από την αρχή, ήταν και συνεχίζει να παραμένει ο θεατής. Η διοργάνωση δημιούργησε έναν ισχυρό πυρήνα θεατών, οι οποίοι αντιλήφθηκαν γρήγορα την αξία των ταινιών τεκμηρίωσης. Με μεγάλη ικανοποίηση είδαμε και φέτος τις αίθουσες του Φεστιβάλ γεμάτες και τις περισσότερες από τις προβολές μας... Αυτή είναι για μας η μεγαλύτερη ανταμοιβή». Ο κ. Εϊπίδης ευχαρίστησε τους συνεργάτες του, τους εθελοντές που εργάστηκαν σκληρά για την επιτυχία αυτής της διοργάνωσης, καθώς και «όλους όσους στάθηκαν στο πλάι μας: Το Υπουργείο Πολιτισμού, το Δήμο Θεσσαλονίκης και το Δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, την ΕΡΤ, την ΕΤ3, το πρόγραμμα..., και ασφαλώς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΕΣΠΑ. Επίσης, όλους τους χορηγούς και τους υποστηρικτές του Φεστιβάλ», όπως σημείωσε. Κλείνοντας, ο κ. Εϊπίδης τόνισε: «Ραντεβού λοιπόν στην Αθήνα, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος από 28 Μαρτίου έως 7 Απριλίου για μια συναρπαστική διαδρομή στις προβολές του αφιερώματος για τα 15 χρόνια του Φεστιβάλ, και του χρόνου το Μάρτιο στο επόμενο, 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης».
Αμέσως μετά, ακολούθησε η διαδικασία απονομής των βραβείων του 15ου ΦΝΘ. Το πρώτο βραβείο που δόθηκε ήταν εκείνο της Διεθνούς Αμνηστίας για την καλύτερη ταινία της ενότητας «Ανθρώπινα Δικαιώματα» του Φεστιβάλ. Τη φετινή επιτροπή αποτελούσαν οι εκπρόσωποι της Διεθνούς Αμνηστίας, Ειρήνη Τσολάκη, Κατερίνα Καλογερά, Μάρω Σαββοπούλου και Μαριάννα Λεονταρίδου. Στη σκηνή ανέβηκε η κ. Τσολάκη, αντιπρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, η οποία απένειμε το βραβείο στην ταινία Λέγε με Κούτσου των Κάθριν Φέρφαξ Ράιτ και Μάλικα Ζουχάλι-Ουόρολ, επισημαίνοντας επίσης και το σκεπτικό της επιτροπής: «Η βράβευσή μας θέλει να αναδείξει τον σημαντικό ακτιβιστή για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, Ντέιβιντ Κάτο, τη δολοφονία του οποίου είχε καταγγείλει η Διεθνής Αμνηστία. Η παντελής έλλειψη δικαιωμάτων των γκέι στην Αφρική είναι κάτι με το οποίο η διεθνής κοινότητα και ελληνική κοινωνία δεν είναι εξοικειωμένοι κι αυτό ακριβώς το θέμα θέλαμε να προβάλλουμε».
Το βραβείο της ... για την καλύτερη ταινία της ενότητας «Κοινωνία και Περιβάλλον» απονεμήθηκε στην ταινία (αρλουμποφράγκικος τίτλος) του Νίκου Νταγιαντά. Η φετινή κριτική επιτροπή απαρτιζόταν από τους εκπρόσωπους της ... Ελλάς, Γιώργο Βελλίδη, Ιάσων Κάντα και Κωνσταντίνο Λιαρίκο. Την απονομή πραγματοποίησε ο Υπεύθυνος Ενεργειακής Πολιτικής της ... Ελλάς Μιχάλης Προδρόμου, αναφέροντας, μεταξύ άλλων: «Η έννοιες βιωσιμότητα και αειφόρος ανάπτυξη χρησιμοποιούνται πολύ συχνά και η ταινία (αρλουμποφράγκικος τίτλος) πραγματεύεται ακριβώς αυτό: την αρμονική συμβίωση με τη φύση, το συνάνθρωπο, αλλά και την έλλογη αξιοποίηση των φυσικών πόρων». Παραλαμβάνοντας το βραβείο, ο Νίκος Νταγιαντάς σημείωσε: «Χαίρομαι που η ταινία εντάχθηκε σε αυτή την κατηγορία, αν και δεν ασχολούνταν αποκλειστικά με το περιβάλλον, αλλά με τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση σε ένα βαθύτερο επίπεδο, τη σχέση του με το χρόνο και με τους άλλους ανθρώπους, γιατί τελικά αυτό είναι ένα. Θα ήθελα να πιστεύω σε ένα διαφορετικό μέλλον, το οποίο προσεγγίσαμε κάπως μέσα από την ταινία. Αν δε διορθώσουμε τη σχέση μας με τους άλλους και κατά προέκταση με αυτό που μας περιβάλλει, δε θα τα πάμε καλά. Η ταινία ήταν ένα λιθαράκι προς αυτή την κατεύθυνση. Το βραβείο είναι αφιερωμένο σε όλες τις ταινίες του Φεστιβάλ, οι οποίες ξέρω ότι είναι φτιαγμένες από ανθρώπους που νοιάζονται πάρα πολύ για αυτό που κάνουν. Όσο περνάει ο καιρός και έρχομαι στο Φεστιβάλ, νιώθω ότι το ντοκιμαντέρ είναι ο μόνος καθρέφτης που έχει μείνει για να δούμε αυτό που είμαστε. Ελπίζω το ντοκιμαντέρ να συνεχίσει να υπάρχει, να το στηρίζει η ΕΡΤ και οι συνάδελφοί μου να συνεχίσουν αυτό που κάνουν τόσο καλά».

Στη συνέχεια, απονεμήθηκε το βραβείο τηλεοπτικής προβολής της ΕΤ3 σε ντοκιμαντέρ της ενότητας «Κοινωνία και Περιβάλλον». Η φετινή κριτική επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από τους Γιώργο Μπότσο, Δημήτρη Βέτα και Γρηγόρη Γκίνο, απένειμε το βραβείο εξ ημισείας στις ταινίες (αρλουμποφράγκικος τίτλος) του Νίκου Νταγιαντά και Νομάδες του χειμώνα του Μανιέλ φον Στιρλέρ. Η διάκριση συνοδεύεται από έπαθλο 1.500 ευρώ για καθεμιά ταινία, ενώ οι βραβευμένες ταινίες θα προβληθούν από την ΕΤ3. Εκπροσωπώντας τον τηλεοπτικό σταθμό εκ μέρους της διοικούσας επιτροπής, ο κ. Γρηγόρης Τσόκας έκανε την απονομή, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων: «Με κρίση ή χωρίς, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ κλείνει φέτος αισίως τα 15 του χρόνια. Η ΕΤ3 ήταν παρούσα καθ’ όλο αυτό το διάστημα ποικιλοτρόπως, είτε ως χορηγός είτε ως αθλοθέτης, όπως σήμερα. Φέτος είχαμε και μία πρωτιά, καθώς η ΕΤ3 πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, ενώ επίσης παρουσίασε στη διοργάνωση τουλάχιστον έξι ντοκιμαντέρ παραγωγής της». Ο Νίκος Νταγιαντάς, παραλαμβάνοντας το βραβείο του, υπογράμμισε: «Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να ανέβω δεύτερη φορά στο βήμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ την ομάδα μου στην (αρλουμποφράγκικος τίτλος), το Στέλιο, τη Ρέα, το Γιούρι, τον Λεωνίδα, την Ηλέκτρα, τη Δανάη. Είμαστε οικογένεια κι αυτό το βραβείο είναι για όλους μας».

Έπειτα, έγινε η απονομή του βραβείου «(αρλουμποφράγκικος τίτλος)» της ΕΡΤ, που αφορά στο καλύτερο project του (αρλουμποφράγκικος τίτλος) του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ EDN και αντιστοιχεί σε χρηματικό έπαθλο 7.000 ευρώ. Τη κριτική επιτροπή αποτελούσαν οι tutors που παρακολουθούν τις προτάσεις ντοκιμαντέρ στο (αρλουμποφράγκικοι τίτλοι). Το βραβείο απονεμήθηκε στο (αρλουμποφράγκικος τίτλος)σε σκηνοθεσία Αννέτας Παπαθανασίου και παραγωγή Φωτεινής Οικονομοπούλου. Την απονομή έκανε ο πρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΡΤ Νίκος Τέλλης, αναφέροντας, μεταξύ άλλων: «Είμαι περήφανος για τα 15 χρόνια Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μέσα στα οποία ο θεσμός όχι μόνο κατέκτησε την καρδιά της πόλης αλλά και μια περίοπτη θέση στο διεθνές στερέωμα σαν ένα από τα τρία καλύτερα πανευρωπαϊκά φεστιβάλ. Η ΕΡΤ στηρίζει και θα στηρίζει το Φεστιβάλ έχοντας συνείδηση του χρέους και του ρόλου της. Η τέχνη και ο κινηματογράφος είναι το οξυγόνο της κοινωνίας και σε δύσκολες στιγμές χρήζει υποστήριξης». Παραλαμβάνοντας το βραβείο, η σκηνοθέτιδα Αννέτα Παπαθανασίου σημείωσε: «Θέλω να ευχαριστήσω την ΕΡΤ για τη χρηματική βράβευση, η οποία είναι πολύ σημαντική για εμάς, καθώς και το ... που μέσα από αυτή τη διαδικασία του σεμιναρίου του μας κάνει καλύτερους. Ελπίζω στο μέλλον να μπορούμε να κάνουμε ντοκιμαντέρ με κάποια αξιοπρέπεια». Με τη σειρά της, η παραγωγός Φωτεινή Οικονομοπούλου, αφού ευχαρίστησε επίσης το ..., είπε: «Μακάρι η ΕΡΤ να συνεχίσει να δίνει αυτό το βραβείο, μακάρι να συνεχίσει να υπάρχει το ‘’(αρλουμποφράγκικος τίτλος)’’ και τα ανεξάρτητα ντοκιμαντέρ να έχουν τη θέση που τους αξίζει».

Για πρώτη φορά στο πλαίσιο του 15ου ΦΝΘ απονεμήθηκε το βραβείο (αρλουμποφράγκικος τίτλος) της Αγοράς του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που αντιστοιχεί σε υπηρεσίες (αρλουμποφράγκικος τίτλος) αξίας 15.000 ευρώ, από την εταιρεία (αρλουμποφράγκικος τίτλος). Η κριτική επιτροπή απαρτιζόταν από τους (αρλουμποφράγκικος τίτλος), Αριάνα Μεϊντανά και... Το βραβείο απέσπασε το ντοκιμαντέρ (αρλουμποφράγκικος τίτλος) σε σκηνοθεσία και παραγωγή των Σάλβα Μουνιόθ και Μανού Τζερόσα. Την απονομή έκανε ο Πάνος Μπίσδας της εταιρείας (αρλουμποφράγκικος τίτλος), λέγοντας: «Πολύ χαίρομαι που το κράτος βοηθά, αλλά κι εμείς οι ιδιώτες είμαστε εδώ και βοηθάμε ανθρώπους που θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό». Παραλαμβάνοντας το βραβείο, ο Σάλβα Μουνιόθ είπε: «Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το Φεστιβάλ και τους ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτό, που μας έδωσαν την ευκαιρία να συμμετέχουμε». Ο Μανού Τζερόσα με τη σειρά του, υπογράμμισε: «Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Ήταν η πρώτη φορά που δείξαμε αποσπάσματα της ταινίας μας σε κοινό και κριτική επιτροπή, και ήταν η καλύτερη πρεμιέρα που θα μπορούσε να γίνει. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τη μητέρα και τη θεία μου, τις οποίες κινηματογραφήσαμε τόσο καιρό».

Τη σκυτάλη πήρε αμέσως μετά ο κ. (αρλουμποφράγκικο όνομα), πρόεδρος της κριτικής επιτροπής (αρλουμποφράγκικος τίτλος), η οποία φέτος απαρτιζόταν από τους (αρλουμποφράγκικα ονόματα) και Νίκο Τσαγκαράκη. Αρχικά, ο κ. (αρλουμποφράγκικο όνομα) σημείωσε: «Γνωρίζω τον Δημήτρη Εϊπίδη εδώ και 35 χρόνια και θεωρώ ότι είναι ένας από τους πιο ικανούς ανθρώπους στο χώρο. Σε ευχαριστώ πολύ, Δημήτρη. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τους συνεργάτες του και τους εθελοντές του 15ου Φεστιβάλ. Ήταν χαρά για μένα να παρακολουθήσω το θεσμό από το ξεκίνημά του και πλέον να είμαι μάρτυρας του πώς παρ’ όλες τις προκλήσεις, το κοινό του Φεστιβάλ και η ελληνική και διεθνής βιομηχανία ντοκιμαντέρ αναπτύχθηκαν μέσα στα χρόνια. Θέλω ακόμη να ευχαριστήσω τους συναδέλφους κριτές, που μετά από μια εβδομάδα σκληρής δουλειάς ξεχώρισαν τις καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ. Ευχαριστώ επίσης τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (αρλουμποφράγκικο όνομα), την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου και τις Ενώσεις Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας, της Γερμανίας και της πόλης μου, του Κεμπέκ στον Καναδά». Κατόπιν, ο κ. (αρλουμποφράγκικο όνομα) ανακοίνωσε το βραβείο για καλύτερη ξένη παραγωγή, καθώς και το σκεπτικό της επιτροπής: «Το βραβείο απονέμεται στην ταινία Μέρη μιας οικογένειας του Διέγο Γκουτιέρες. Το ντοκιμαντέρ σκιαγραφεί το πορτραίτο ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, εγκλωβισμένου σε 50 χρόνια ενός -κάποτε αγαπημένου- γάμου, στα δεσμά της μεγαλοαστικής αφθονίας, σε μια απομονωμένη έπαυλη στο Μεξικό. Πρόκειται για μια κινηματογραφικά ξεχωριστή σπουδή μιας ασφυκτικής σχέσης που κάποτε λεγόταν αγάπη». Το βραβείο παρέλαβε ο (αρλουμποφράγκικο όνομα), φίλος και συμπαραγωγός του σκηνοθέτη, διαβάζοντας ένα μήνυμα εκ μέρους του: «Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να είμαι μέρος αυτού του Φεστιβάλ. Είναι μεγάλη τιμή αυτό το βραβείο, ήταν τιμή να παρευρεθώ σε αυτό το Φεστιβάλ, να περπατήσω στην πόλη, να γευτώ το φαγητό της. Ήταν τιμή να κάνω μια ταινία με τόσο αξιοσημείωτους ανθρώπους και να έρθω κοντά σε ανθρώπους όπως εσείς, οι φίλοι μου και η οικογένειά μου. Έτσι δε νιώθω μόνος».

Στη συνέχεια, στο βήμα ανέβηκε ο Νίκος Τσαγκαράκης για να απονείμει το βραβείο (αρλουμποφράγκικος τίτλος) για καλύτερη ελληνική παραγωγή, το οποίο απέσπασε η ταινία (αρλουμποφράγκικος τίτλος) του Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Ο κ. Τσαγκαράκης αναφέρθηκε στο σκεπτικό της επιτροπής ως εξής: «Πρόκειται για μια αιχμηρή, συγκινητική, χιουμοριστική και πολυεπίπεδη αποτίμηση αυτού που αποκαλούμε ζωή. Ένα ουμανιστικό φιλμ, που διερευνά τη φιλία μεταξύ ομοφυλοφίλων, την αρρώστια, την οικειότητα, τη σεξουαλική ταυτότητα, τη φτώχια, τη συντροφικότητα, εν τέλει αυτό που αποκαλούμε αγάπη». Παραλαμβάνοντας το βραβείο του, ο κ. Ευαγγελίδης σημείωσε: «Ευχαριστώ την επιτροπή και το Φεστιβάλ, την παραγωγό μου Αμάντα Λιβανού και τους λιγοστούς συνεργάτες μου. Ευχαριστώ κι εσάς και αφιερώνω αυτό το βραβείο στους ήρωες της ταινίας μου, τον Τζιμ και τον Μάικλ, που ξέρω ότι θα τους άρεσε πολύ να είναι εδώ, να βγουν και λίγο από το σπίτι».

Η απονομή των βραβείων του 15ου ΦΝΘ ολοκληρώθηκε με τα τέσσερα βραβεία κοινού (αρλουμποφράγκικο όνομα), τα οποία αφορούν σε ελληνικό και ξένο ντοκιμαντέρ άνω και κάτω των 45 λεπτών. Την απονομή έκανε ο (αρλουμποφράγκικο όνομα) της εταιρείας (αρλουμποφράγκικο όνομα) Γιώργος Μακρυγιαννάκης, σημειώνοντας: «Θα ήθελα να συγχαρώ όλους τους δημιουργούς του Φεστιβάλ και ειδικά τους εθελοντές, που στηρίζουν πάντα αυτούς τους θεσμούς. Η μπύρα (αρλουμποφράγκικο όνομα) στηρίζει σταθερά θεσμούς του πολιτισμού και της τέχνης. Φέτος, για πρώτη φορά στηρίζουμε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ απονέμοντας το Βραβείο Κοινού. Το χειροκρότημά μας αξίζουν όλες οι ταινίες, που παρά τις αντιξοότητες, αναδεικνύουν διαφορετικές φάσεις της πραγματικότητας, εμπνέουν και μας δίνουν το αισιόδοξο μήνυμα που τόσο έχουμε ανάγκη. Ευχαριστούμε θερμά το κοινό που στήριξε με την ψήφο του τα βραβεία κοινού και τους διοργανωτές».

Το Βραβείο Κοινού (αρλουμποφράγκικο όνομα) για ξένη παραγωγή κάτω των 45’ απέσπασε η ταινία H υψηλή τιμή του χρυσού του Ρος Ντόμονι, ενώ καλύτερη ξένη παραγωγή άνω των 45’ ανακηρύχθηκε το ντοκιμαντέρ Ο εξ αίματος αδελφός του Στιβ Χούβερ.

Στη συνέχεια, απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινού Fischer για ελληνική παραγωγή κάτω των 45’, το οποίο απέσπασε το ντοκιμαντέρ Μια κληρονομιά: Με την ψυχή στο στόμα σε σκηνοθεσία Κυριακής Μάλαμα. Η σκηνοθέτιδα παραλαμβάνοντας το βραβείο της υπογράμμισε: «Ευχαριστώ ειλικρινά το κοινό και την ΕΤ3 που δίνει τη δυνατότητα στους δημιουργούς να κάνουν ταινίες. Μία καλή ταινία έχει πάντα καλούς συνεργάτες, θα ήθελα λοιπόν να αναφέρω και να ευχαριστήσω τους συντελεστές του ντοκιμαντέρ, τη σεναριογράφο Φανή Τουπαλγίκη, τον διευθυντή φωτογραφίας Γιάννη Παρίση, τη Σόνια Μπρέλλου που έκανε ένα εκπληκτικό μοντάζ, τον ηχολήπτη Δημήτρη Κούφτα και όσους βοήθησαν στην παραγωγή αυτής της ταινίας».

Ολοκληρώνοντας την απονομή, ακολούθησε το Βραβείο Κοινού (αρλουμποφράγκικος τίτλος) για την καλύτερη ελληνική παραγωγή άνω των 45’, το οποίο απέσπασε το ντοκιμαντέρ Ο μανάβης του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Ο σκηνοθέτης παραλαμβάνοντας το βραβείο τόνισε: «Ευχαριστώ το κοινό για την μεγάλη τιμή που μας έκανε. Θέλω να αφιερώσω αυτό το βραβείο στους κατοίκους των ορεινών κοινοτήτων του Δήμου Πύλης Τρικάλων, οι οποίοι αγκάλιασαν την ταινία και δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας ένα πολύτιμο κομμάτι από τη ζωή τους. Όπως γνωρίζετε, οι ταινίες στην Ελλάδα γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και πιο δύσκολα, με προσωπικό κόστος. Γι’ αυτό ίσως το μεγαλύτερο ‘’ευχαριστώ’’ να αξίζει στους συνεργάτες μου, τον Χάρη Φάρρο, τον Αποστόλη Αγρογιάννη και το Γιώργο Σαβόγλου, χωρίς τη βοήθεια των οποίων η ταινία δε θα πραγματοποιούνταν, καθώς είναι ανεξάρτητη παραγωγή».

Την τελετή λήξης του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τίμησαν με την παρουσία τους, μεταξύ άλλων, οι: (ασήμαντοι άνθρωποι).

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

ΣΤΟ ΛΥΚΟ / ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟΤΕΡΟ ΑΚΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαριάννα Οικονόμου, Γιώργος Μουστάκης και Νίκος (Οι αθάνατοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης) και Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ (Στο λύκο).
Αρχικά, τον λόγο πήραν οι Γιώργος Μουστάκης και Νίκος, δημιουργοί της ταινίας Οι αθάνατοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, όπου εστιάζουν σε μια ιδιότυπη κοινότητα που συγκροτήθηκε και λειτούργησε για περίπου 15 χρόνια στη Γαύδο. Μέλη της, επτά Ρώσοι επιστήμονες, που έφτασαν εκεί μετά την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ το 1986, ίδρυσαν Σχολή Αποκρυφισμού στα χνάρια της πυθαγόρειας σκέψης και καλλιέργησαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Ο Νίκος στάθηκε στον τρόπο με τον οποίο η κοινότητα αυτή προσεγγίζει το θέμα της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, τονίζοντας: «Μάθαμε ότι είχαν φτιάξει αυτοσχέδιους μηχανισμούς ενέργειας με μπουκάλια μπύρας και άλλα παρόμοια αντικείμενα. Εκείνη την εποχή έλεγαν ότι είχαν καταφέρει να είναι αυτάρκεις κατά 90% σε ενέργεια, ενώ μόνο κατά 10% χρησιμοποιούσαν γεννήτρια. Μας είπαν μάλιστα ότι το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να διαθέτουν κάποια τεχνογνωσία και λίγη θέληση». Από την πλευρά του, ο Γιώργος Μουστάκης συμπλήρωσε σχετικά: «Τα μέλη αυτής της κοινότητας πίστευαν ότι οι φυσικοί πόροι σταδιακά εξαντλούνται και ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η ανθρωπότητα είναι η πυρηνική ενέργεια. Αυτή είναι μία από τις αντιφάσεις που εντοπίσαμε στη θεωρία τους και μας προβλημάτισε». Όσο για τις σχέσεις των ξένων επιστημόνων με τους κατοίκους της Γαύδου, ο κ. Μουστάκης επεσήμανε: «Στα 15 χρόνια που έζησαν στο νησί, οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν καλές σχέσεις με όλους. Αυτό έγινε πιο εύκολο χάρη στην τεχνογνωσία τους, γιατί έκαναν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει άλλος. Επιπλέον, το σπίτι τους ήταν ανοιχτό, έκαναν συνέχεια συναντήσεις, τραπέζια. Οι σχέσεις με τους ντόπιους ψυχράθηκαν όταν αποφάσισαν να χτίσουν ναό στο νησί, με σκοπό να κάνουν μυστήρια που τελούνταν στην αρχαία Ελλάδα. Έτσι ήρθε το τέλος μίας περιόδου αθωότητας».
Σε εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η ταινία της Μαριάννας Οικονόμου, στην οποία πρωταγωνιστεί η Ελληνίδα μάνα και η αγάπη της για τα παιδιά της, με επίκεντρο τα τάπερ με σπιτικό φαγητό που στέλνουν οι μητέρες στα παιδιά που βρίσκονται μακριά από την οικογενειακή εστία. Αναφερόμενη σε αυτό το οικείο σε όλους τους Έλληνες μητρικό πρότυπο που την ενέπνευσε για να γυρίσει την ταινία της, η κ. Οικονόμου εξήγησε: «Η Ελληνίδα μάνα έχει λατρεία για τα παιδιά της, τα οποία τής είναι αδύνατον να αποχωριστεί, θεωρώντας ότι δεν μεγαλώνουν ποτέ. Ακόμη κι όταν τα στέλνει στο πανεπιστήμιο, επινοεί ένα σύστημα για να τα κρατήσει κοντά της, κι εδώ παίζει σημαντικό ρόλο το φαγητό». Η δημιουργός διευκρίνισε ότι δε βασίστηκε σε προσωπικά βιώματα, είχε όμως να αντλήσει έμπνευση από πολλά παραδείγματα στον φιλικό της περίγυρο. «Όταν ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία έβλεπα για χρόνια τους φίλους μου να παραλαμβάνουν ταπεράκια με φαγητό από τη μητέρα τους. Το ενδιαφέρον για μένα ήταν να δω τι εμπεριείχαν αυτά, να διερευνήσω τον συμβολικό ρόλο του φαγητού». Πώς αντιδρούν τα παιδιά στη διαδεδομένη αυτή μητρική πρακτική; Η κ. Οικονόμου σχολίασε σχετικά: «Τα παιδιά δείχνουν γενικά να ντρέπονται, δεν θέλουν και πολύ να φαίνεται ότι παραλαμβάνουν φαγητό από το σπίτι. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που το απολαμβάνουν. Πιστεύω λοιπόν ότι όλη αυτή η ιστορία έχει να κάνει και με τις δύο πλευρές και το πώς αντιλαμβάνονται το θέμα του τάπερ. Τα παιδιά, δηλαδή, μπορεί να ντρέπονται, αλλά παράλληλα τα βολεύει όλη αυτή η διαδικασία». Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, η συνεχής τροφοδοσία από τη μητέρα στο παιδί δείχνει και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας. «Αυτή τη στιγμή η πραγματικότητα ωθεί την ελληνική κοινωνία να ενταχθεί στο δυτικό μοντέλο ζωής και η Ελληνίδα μάνα βρίσκεται σε διχασμό. Όπως η κοινωνία μας βρίσκεται σε κρίση, έτσι και η ελληνική οικογένεια περνάει κι αυτή τη δική της κρίση», τόνισε η δημιουργός.
Το μοντέλο της ελληνικής ιδιαιτερότητας, αλλά μέσα από μια διαφορετική διαδρομή, ακολουθεί και η ταινία Στο λύκο των Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ. Με φόντο ένα απομακρυσμένο χωριό στα βουνά της Ναυπακτίας, το ντοκιμαντέρ καταγράφει τη ζωή δυο βοσκών και των οικογενειών τους, που μάχονται για επιβίωση. Η κ. Κουτσοσπύρου εξήγησε πώς βρέθηκε στη δυσπρόσιτη αυτή ορεινή περιοχή: «Καθώς κατάγομαι από τη Ναυπακτία, έκανα συχνά διακοπές σε αυτό το μέρος. Την αρχική έμπνευση μάς έδωσε το καφενείο του χωριού. Μας άρεσε ο τρόπος που βλέπαμε να χτίζονται εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις. Όταν κάποια στιγμή έκλεισε το καφενείο, τα πράγματα άλλαξαν. Οι άνθρωποι δεν είχαν πλέον πού να πάνε εκτός σπιτιού. Βρήκαμε ότι είχε ενδιαφέρον αυτός ο αποκλεισμός και έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε την ταινία». Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο επέλεξε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ, η ίδια παρατήρησε: «Τον Γιώργο και την οικογένειά του τους γνώριζα από μακριά. Τον Πάχνη τον βρήκα τυχαία μαζί με τη γυναίκα του. Είναι τρομερές οι φυσιογνωμίες τους - άνθρωποι επιθετικοί στον τρόπο που μιλούν, κάπως άγριοι, που κρύβουν όμως ομορφιά κι αγάπη. Τους γνωρίσαμε και μας άρεσε ο τρόπος που επικοινωνούσαν με την κάμερα». Από την πλευρά του, ο ιρλανδικής καταγωγής συν-σκηνοθέτης της ταινίας Άραν Χιουζ θυμήθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκε στο χωριό της Ναυπακτίας: «Έφτασα εκεί πριν από τρία χρόνια για διακοπές. Μου άρεσε ο κόσμος του χωριού. Για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωσα οικεία». Η ταινία προσεγγίζει το ζήτημα της κρίσης που πλήττει την ελληνική κοινωνία, όπως εξήγησαν ωστόσο οι δύο δημιουργοί προτεραιότητά τους δεν ήταν να κάνουν ένα άμεσο σχόλιο πάνω στο σοβαρό αυτό φαινόμενο. «Μας ενδιέφερε περισσότερο να εστιάσουμε στους ανθρώπους και τη ζωή τους. Η κρίση στη ταινία ‘’βγαίνει’’ μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από τη χρήση της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου περνά στο κοινό», τόνισε η κ. Κουτσοσπύρου. Η ταινία διαδραματίζεται στο κλειστοφοβικό περιβάλλον των σπιτιών του χωριού, παράλληλα όμως, στα πλάνα βάζει τη σφραγίδα της η δραματική φωτογραφία. «Το διάστημα που κάναμε τα γυρίσματα, η περιοχή έζησε έναν από τους πιο βροχερούς Απριλίους των τελευταίων 20 ετών. Αντιμετωπίσαμε ένα βρεγμένο χωριό και για το λόγο αυτό βγαίνει κάτι ποιητικό στην εικόνα που μας άρεσε και το κρατήσαμε. Όταν ξεκινήσαμε τις δοκιμές είδαμε ότι το φως, τόσο το εξωτερικό όσο και μέσα στα σπίτια, δημιουργούσε μία ατμόσφαιρα από μόνο του, είχε κάτι μεσαιωνικό που μας άρεσε και πρόσθετε βαρύτητα στους χαρακτήρες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα. Σε ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο τον υποδέχτηκαν οι ντόπιοι στο χωριό τους, ο Άραν Χιουζ απάντησε: «Υπήρξε από την αρχή μία σύνδεση. Δεν νιώθω πλέον καθόλου ξένος εκεί, συνήθισα. Μου άρεσε μάλιστα τόσο πολύ η ζωή στο χωριό που θα έπαιρνα ίσως μερικές κατσίκες και θα ζούσα εκεί». Για το θέμα αυτό, η κ. Κουτσοσπύρου πρόσθεσε: «Οι Έλληνες είμαστε ζεστοί άνθρωποι. Οι ντόπιοι δεν άργησαν να καλέσουν τον Άραν στα σπίτια τους. Στην αρχή έπαιζα εγώ το ρόλο του διερμηνέα, σύντομα όμως βρήκαν το δικό τους τρόπο επικοινωνίας, αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένα είδος κατανόησης όπου δεν χρειαζόταν τη δική μου παρέμβαση».

Η ΓΗ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ / Η ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Νικόλα Ζαμπέλι
(Η γη του αύριο-Πώς αποφασίσαμε να γκρεμίσουμε το αόρατο τείχος – συν-σκηνοθεσία με τον Αντρέα Πάκο Μαριάνι), Τινατίν Γουρτσιάνι (Η μηχανή που κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται) και Νίκος Νταγιαντάς.
Η ταινία Η γη του αύριο – Πώς αποφασίσαμε να γκρεμίσουμε το αόρατο τείχος διαδραματίζεται στο παλαιστινιακό χωριό Ατ-Tουάνι, το οποίο δέχεται διαρκείς επιθέσεις από τους Ισραηλινούς εποίκους που ζουν στο γειτονικό συνοικισμό του Μαόν. Ως απάντηση, οι ντόπιοι έχουν αναπτύξει έναν τρόπο μη βίαιης αντίστασης, με «όπλο» τις κάμερες, καταγράφοντας τα τεκταινόμενα, όπως υπογράμμισε ο Νικόλα Ζαμπέλι, ένας εκ των δύο σκηνοθετών. «Μπαίνοντας στο χωριό παίρνεις μια πρώτη γεύση του τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη: πρόκειται για έναν  ψυχρό πόλεμο, αν και δεν συμβαίνουν εχθροπραξίες. Υπάρχουν ένα σωρό σημεία ελέγχου, η είσοδος είναι πολύ δύσκολη, αλλά το πιο απογοητευτικό είναι να συνηθίσεις ότι αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι εκεί. Τα ΜΜΕ επικεντρώνονται στις συρράξεις και όχι στη σκληρή καθημερινότητα κι αυτό είναι μια πολιτική απόφαση, γιατί οι πολιτικές ελίτ θέλουν να διαιωνίσουν τη σύρραξη, ενώ ο πληθυσμός υποφέρει», τόνισε ο κ. Ζαμπέλι. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας είναι ο εκφοβισμός που υφίστανται οι μαθητές καθοδόν προς το σχολείο. «Οι έποικοι δεν επέτρεπαν στα παιδιά να φτάσουν στο σχολείο και  γι’ αυτό οι γονείς τους ξεκίνησαν περιπολίες συνοδείας. Είναι συγκλονιστική ως εικόνα, αλλά το βασικό θέμα είναι ότι τους παίρνουν τη γη, με τη στρατηγική δημιουργίας ασφαλών περιοχών και τελικά την αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού», είπε ο σκηνοθέτης. Στην Παλαιστίνη πολλοί άνθρωποι έχουν βιντεοκάμερες για την καταγραφή πράξεων βίας και τις χρησιμοποιούν ως μέσο άμυνας. «Στη μη βίαιη στρατηγική είναι σημαντικό να καταγράφεις τα γεγονότα. Φυσικά και η αντίπαλη πλευρά κάνει το ίδιο. Πρόκειται για έναν ‘’πόλεμο αναπαράστασης’’, όπου νικητής είναι αυτός που αποτυπώνει την ιστορία», σημείωσε ο δημιουργός.
Το ντοκιμαντέρ Η μηχανή που κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται της Τινατίν Γουρτσιάνι είναι ένα κολάζ συνεντεύξεων από ανθρώπους που μιλούν για τη σύγχρονη Γεωργία. «Έζησα πολλά χρόνια στην Ευρώπη και όταν επέστρεψα στη χώρα μου ήθελα να κάνω μια ταινία μυθοπλασίας για να γεφυρώσω αυτό το χάσμα. Έκανα λοιπόν ένα κάλεσμα σε ακρόαση και είδα ότι κάθε πρόσωπο που ήρθε σε αυτή είχε και μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί. Έτσι αποφάσισα να γυρίσω την πραγματική ιστορία πραγματικών ανθρώπων», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. «Νομίζω ότι όσοι συμμετείχαν στην ακρόαση ήθελαν να μοιραστούν συναισθήματα και εμπειρίες ζωής, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι έντονα συγκινησιακό», σημείωσε η κ. Γουρτσιάνι. Στη διαδικασία αυτή, η έκπληξη για τη δημιουργό ήταν «ο τρόπος που οι άνθρωποι μπορούν να ανοιχτούν μπροστά στους άλλους, χάρη στη μαγεία του σινεμά». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ιστορία μιας κοπέλας που η μητέρα της την εγκατέλειψε όταν ήταν μικρή. «Ήθελε να συναντηθεί με τη μητέρα της και έψαχνε ένα λόγο για να ξεπεράσει το θυμό της. Τελικά διαπίστωσα ότι μητέρα και κόρη είχαν ανάγκη να υπάρχει κάποιος τρίτος στην κουβέντα». Όσο για το εάν το ντοκιμαντέρ είναι η εικόνα της σημερινής Γεωργίας, η κ. Γουρτσιάνι είπε: «Η ταινία δεν εστιάζει στη χώρα, είναι η δική μου υποκειμενική άποψη για αυτήν. Επέλεξα νεαρά άτομα έτσι ώστε να λειτουργήσω ως καταλύτης και να μου αφηγηθούν την κατάσταση στη χώρα. Νομίζω ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτή και δεν μπορούν να ξεκινήσουν τη ζωή τους εκεί». 
Παίρνοντας το λόγο στη συνέντευξη Τύπου, ο Νίκος Νταγιαντάς αναφέρθηκε στην ταινία του, που ακολουθεί τον 35χρονο Θοδωρή, ο οποίος με την έναρξη της κρίσης, εγκαθίσταται στην Ικαρία και μυείται στα μυστικά της αξιοσημείωτης μακροβιότητας των κατοίκων του νησιού. Όπως υπογράμμισε αρχικά ο σκηνοθέτης, επισκέφτηκε το νησί ιδιαίτερα αναστατωμένος. «Ο λόγος ήταν ότι μέχρι τότε στην επαγγελματική μου πορεία έκανα ό,τι μπορούσα για να επιβιώσω και συνειδητοποίησα ότι κρέμομαι από μια κλωστή. Αν κάποια στιγμή κατέρρεε η ΕΡΤ και δεν μπορούσα να κάνω ντοκιμαντέρ, μάλλον θα ασχολιόμουν με γάμους και βαφτίσεις για να επιβιώσω. Πήγα στην Ικαρία λοιπόν μην ξέροντας εάν θα έχω την ευκαιρία να κάνω άλλη ταινία μετά από αυτή. Ένιωθα ότι δεν έχω κανέναν έλεγχο στη ζωή μου.. Εκεί, όμως, διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι δεν μιλούσαν για κρίση, αλλά για πράγματα απλά: τα ζώα τους, τα χωράφια, το διπλανό χωριό που θέλει να αλλάξει όνομα... Εκεί οι άνθρωποι παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της τροφής τους και κάνουν περισσότερα από ένα επαγγέλματα. Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας έχει ζώα, ελιές, αμπέλια, μέλισσες, ένα μαγαζί, κάνει και μεταφορές. Σκέφτηκα λοιπόν ότι κι εγώ θα θελα να μάθω περισσότερα, να ξεφύγω από το ένα που ξέρω να κάνω», αφηγήθηκε ο κ. Νταγιαντάς. Στην πορεία προέκυψε και η φιλοσοφική αναζήτηση. «Οι ικαριώτες ζουν με βάση τις κύριες φιλοσοφικές θέσεις των αρχαίων Ελλήνων - ‘’τα πάντα ρει’’, ‘’παν μέτρον άριστον’’-, μόνο που γι’ αυτούς δεν είναι θεωρία, είναι βίωμα. Ήθελα όλα αυτά να τα συμπυκνώσω σε ένα ‘’χάπι’’ με μορφή ταινίας, προκειμένου να αλλάξει οπτική γωνία ο κόσμος επάνω στο θέμα», σημείωσε σχετικά ο σκηνοθέτης.

KOYBENTIAZONTAΣ 21/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ελιάνα Αμπραβανέλ, Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), Σόουραβ Σάρανγκι (Τσαρ... Το νησί φάντασμα), Κεσάνγκ Τσετέν (Ποιος θα γίνει Γκούρκα) και Πετρ Λομ (Πίσω στην πλατεία).
Αρχικά, κάνοντας μια εισαγωγή για την ταινία της Οι δημιουργοί, η Λόρα Γκάμσι υπογράμμισε: «Εστιάζει σε νέους καλλιτέχνες από τη Νότια Αφρική, ένα μέρος στιγματισμένο από φυλετικούς διαχωρισμούς. Έχει πολύ ενδιαφέρον η τέχνη που δημιουργούν οι ήρωές μου και το πώς εκφράζεται η ιστορία της χώρας μέσα από αυτούς. Αυτό με παρακίνησε να κάνω το ντοκιμαντέρ».
Σε μια άλλη γωνιά του κόσμου διαδραματίζεται η ταινία Τσαρ... Το νησί φάντασμα του Σόουραβ Σάρανγκι, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός εφήβου και μέσω αυτού την ιστορία ενός νησιού ανάμεσα σε Ινδία και Μπαγκλαντές, το οποίο δεν ανήκει σε καμία από τις δύο χώρες, αλλά βρίσκεται ακριβώς πάνω στο φυσικό τους σύνορο, τον Γάγγη ποταμό. «Πηγαίνοντας εκεί, είδα εικόνες που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Στο νησί αυτό εγκαταστάθηκαν άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους όταν παλιότερα είχε πλημμυρίσει ο ποταμός και ουσιαστικά από πολίτες, έγιναν μετανάστες», εξήγησε ο σκηνοθέτης.
Με φόντο το Νεπάλ, η ταινία Ποιος θα γίνει Γκούρκα του Κεσάνγκ Τσετέν, έχει ως θέμα την ταξιαρχία των Γκούρκα, μια ειδική μονάδα του βρετανικού στρατού όπου επιστρατεύονται οι πιο μαχητικοί νεαροί νεπαλέζοι στρατιώτες. Ο δημιουργός επεσήμανε σχετικά: «Ξεκίνησα να κάνω μια ταινία για τον ανδρισμό και είχα επιλέξει τέσσερα διαφορετικά περιβάλλοντα όπου αυτός κυριαρχεί, ανάμεσα στα οποία και ο στρατός. Τελικά αντιλήφθηκα ότι οι Γκούρκα έπρεπε να γίνουν μια ξεχωριστή ταινία. Δεν ήθελα να κάνω συνεντεύξεις -στο παρελθόν ήμουν δημοσιογράφος-, αλλά να παρατηρήσω και να εξερευνήσω».

Με τη σειρά της, η Ελιάνα Αμπραβανέλ μίλησε για την Μπάμπι, την ηρωίδα της ταινίας της. «Γνώρισα τη Μπάμπι, μια φιλιππινέζα που εργάζεται ως κομμώτρια στην Ελλάδα, εντελώς τυχαία, πηγαίνοντας μια φορά να κουρευτώ. Κατά κάποιο τρόπο δεν τη επέλεξα, αλλά το αντίστροφο. Στην αρχή μου έκανε εντύπωση η πολύπλευρη προσωπικότητά της και κάθε φορά που την επισκεπτόμουν ανακάλυπτα και κάτι διαφορετικό. Μου έλεγε την ιστορία της και αρχικά νόμιζε ότι θα την χρησιμοποιήσω για το σενάριο ταινίας μυθοπλασίας. Για λίγο διάστημα την άφησα να το πιστεύει και όταν της αποκάλυψα ότι θα την κινηματογραφούσα για ντοκιμαντέρ, είχαμε πλέον γίνει φίλες. Η Μπάμπι συντηρεί την οικογένειά στις Φιλιππίνες, πράγμα πολύ συνηθισμένο εκεί, ενώ κάτω από την ελκυστική γυναικεία εμφάνισή της, κρύβεται ένας άντρας, καθώς είναι τραβεστί».
Από διαφορετική αφετηρία ξεκίνησε και ο Πετρ Λομ, στο ντοκιμαντέρ Πίσω στην πλατεία. «Ενώ προετοίμαζα μια ταινία με θέμα τον νομπελίστα Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι, ξέσπασε η επανάσταση στην Αίγυπτο. Εκείνος πήγε εκεί, εγώ τον ακολούθησα και στην πορεία συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να εστιάσω στους απλούς ανθρώπους και στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνέβαινε εκεί. Έμεινα στην Αίγυπτο ένα χρόνο και η ταινία ολοκληρώθηκε το 2013. Χαίρομαι που προβάλλεται τώρα στο 15ο ΦΝΘ, αν και θα ήλπιζα όσα δείχνει να ήταν πλέον παρελθόν», τόνισε ο δημιουργός.
Παρόμοια εμπειρία αλλαγής προσανατολισμού βίωσε και η Λόρα Γκάμσι: «Με χρηματοδότηση του πανεπιστημίου επρόκειτο να κάνω μια ταινία με θέμα την τέχνη και τα κοινωνικά κινήματα στη Νότια Αφρική – πράγμα μάλλον βαρετό. Όταν έφτασα εκεί ήρθα αντιμέτωπη με πολλές διαφορετικές υφές της πραγματικότητας: Μπορεί να βρεθείς στο κέντρο της πόλης και να νομίζεις ότι είσαι στο Λονδίνο και δέκα λεπτά με το αμάξι από εκεί, να δεις ένα βρέφος να πεθαίνει. Υπάρχουν πολύ μεγάλες διακρίσεις και αντιθέσεις και θεώρησα ότι οι καλλιτέχνες θα ήταν το ιδανικό μέσο για να ασχοληθώ με το θέμα».
Από την πλευρά του, ο Σόουραβ Σάρανγκι σχολίασε: «Είναι πολύ φυσικό να αλλάζεις κατεύθυνση. Αν ξέρεις από την αρχή τι θέλεις να κάνεις και τα έχεις βάλει κάτω ακριβώς όπως τα θες, θα προκύψει μια εκπαιδευτική ταινία. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ σημαίνει μετάπλαση-μεταμόρφωση. Μια ιδέα μπορεί να αλλάξει όλο το φιλμ. Στη διαδικασία διαπραγματεύεσαι με τον εαυτό σου, ώστε να γίνει ξεκάθαρο το αντικείμενο σε σένα και μετά στους άλλους. Η απουσία ελέγχου είναι θεμελιώδης. Εάν τα ξέρεις όλα από την αρχή, η ταινία θα είναι βαρετή. Πρόκειται για εξερεύνηση, όχι για διδασκαλία. Δεν είναι μια συνέντευξη το ντοκιμαντέρ, αλλά μια συζήτηση. Έτσι όπως δεν ξέρεις πού θα καταλήξει μια κουβέντα, έτσι δεν γνωρίζεις πού θα καταλήξει το ντοκιμαντέρ».
Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το θέμα ύπαρξης ή όχι γραπτού σεναρίου, και οι σκηνοθέτες διατύπωσαν διάφορες απόψεις. Ο κ. Λομ παρατήρησε ότι το γραπτό σενάριο είναι προαπαιτούμενο και αναγκαίο κακό για τις αιτήσεις χρηματοδότησης, ενώ ο κ. Σάρανγκι σημείωσε: «Είναι μέρος της διαδικασίας και χρειάζεται για να δείξει ο σκηνοθέτης ότι έχει την ικανότητα να αφηγηθεί μια ιστορία. Το σενάριο είναι ένα σημείο αναφοράς, δεν είναι αυτό που τελικά θα κινηματογραφήσεις».
Μιλώντας για το απρόοπτο της δημιουργικής διαδικασίας, η κ. Αμπραβανέλ υπογράμμισε: «Κινηματογραφούσα την Μπάμπι για τρία χρόνια και πάντα προέκυπταν νέα στοιχεία. Για παράδειγμα, μου είχε πει ότι δούλευε στην Ιαπωνία σαν χορεύτρια και τραγουδίστρια, αλλά ότι δεν είχε καμία φωτογραφία από τότε. Έπειτα, όμως, θυμήθηκε ότι υπήρχαν κάποιες βιντεοταινίες κι ένα μήνα μετά, όταν μας τις έστειλε, σκονισμένες από το υπόγειο, ήταν σαν θησαυρός για μένα και χρησιμοποίησα μέρος τους. Νομίζω ότι όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας είναι πιο συναρπαστικά από το τελικό αποτέλεσμα». Ο κ. Σάρανγκι συμφώνησε: «Οι εκπλήξεις είναι η χαρά και η διασκέδαση στο να φτιάχνεις μια ταινία».

Μιλώντας για τις σχέσεις μεταξύ των κινηματογραφιστών και των χαρακτήρων τους, οι σκηνοθέτες ανέφεραν ποικίλα παραδείγματα. Η κ. Γκάμσι επεσήμανε: «Κατά τα γυρίσματα, οι φτωχοί άνθρωποι πάντα με καλούσαν σπίτι τους, τρώγαμε μαζί, κοιμόμασταν σπίτι μου και σπίτι τους και τελικά γίναμε φίλοι. Οι πλούσιοι κρατούσαν απόσταση και δε ήθελαν να δω το σπίτι τους, γιατί αυτό θα φαινόταν άσχημα στην ταινία. Σε μια προσπάθεια προσέγγισης, τους ρώτησα για την ακτιβιστική δράση των γονέων τους ενάντια στο Απαρτχάιντ, γιατί θεώρησα ότι αυτό θα τους έκανε να φανούν καλύτεροι στην ταινία, όμως η αντίδρασή τους δεν ήταν καλή. Θεώρησαν ότι θα το διαστρεβλώσω και δεν ήθελαν να μιλήσουν γι’ αυτό, θύμωναν και τελικά κατέληγαν κατά λάθος να μιλούν για το ακριβώς αντίθετο και για το πώς θεωρούν ότι στους λευκούς αξίζει η γη την οποία πήραν από τους Νοτιοαφρικανούς. Τελικά, κράτησα κάποιες στιγμές από αυτές και άλλες τις έκοψα».
Στο ίδιο θέμα ο Σόουραβ Σάρανγκι πρόσθεσε: «Υπάρχουν πάντα σχέσεις πολιτικής ανάμεσα στα δύο μέρη. Το να κινηματογραφείς είναι μια παρέμβαση και η ύπαρξη της κάμερας είναι συμμετοχή. Σε μια άλλη ταινία μου, ο πρωταγωνιστής ήταν ένα παιδί με τυφλούς γονείς. Είχα μεγάλη σύγκρουση μέσα μου για το πώς να τραβήξω τυφλούς ανθρώπους, παρόλο που δεν είχαν πρόβλημα οι ίδιοι. Τελικά τους είπα ότι όταν με ακούν ή με μυρίζουν -γιατί είχαν υπερευαίσθητη όσφρηση- ότι είμαι εκεί να θεωρούν ότι υπάρχει κάμερα, ότι εγώ είμαι η κάμερα». Με αφορμή την ιστορία του κ. Σάρανγκι, ο κ. Τσετέν σχολίασε επάνω στο ζήτημα της ηθικής: «Ηθικά ερωτήματα αντιμετωπίζει ο καθένας στη δουλειά του. Ο σκηνοθέτης ωστόσο έχει την εξουσία και ελέγχει το πώς θα είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς του».
Το πρωτοποριακό εγχείρημα «Ντοκιμαντέρ σε Ταυτόχρονη Μετάδοση» συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την προβολή των ελληνικών ταινιών του Νίκου Νταγιαντά και της Μαριάννας Οικονόμου, στην κατάμεστη αίθουσα Ολύμπιον.
Για τρίτη χρονιά, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εφαρμόζει το συγκεκριμένο πρόγραμμα σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ηλεκτροακουστικής και Τηλεοπτικών Συστημάτων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Γιώργου Παπανικολάου. Χάρη στις νέες τεχνολογίες, το ΦΝΘ «ταξιδεύει» σε 5 πόλεις της Ελλάδας - Κέρκυρα, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ξάνθη και Ρέθυμνο– καθώς και στη Λευκωσία της Κύπρου, σε συνεργασία με τα κατά τόπους Πανεπιστημιακά Ιδρύματα (Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Πανεπιστήμιο Πατρών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Ξάνθης, ΤΕΙ Κρήτης και). Η ταυτόχρονη μετάδοση αφορά στις προβολές του Φεστιβάλ που πραγματοποιούνται στο Ολύμπιον μέχρι και την Παρασκευή 22/3 στις 20.30.
Οι ταινίες των Νίκου Νταγιαντά και Μαριάννας Οικονόμου εστιάζουν στην ελληνική πραγματικότητα, μέσα από δυο διαφορετικές θεματικές. Στο ο Νίκος Νταγιαντάς ακολουθεί τον 35χρονο Θοδωρή, ο οποίος με την έναρξη της κρίσης, εγκαθίσταται στην Ικαρία με σκοπό να ζήσει από τη γη. Εκεί ανακαλύπτει μια νέα ζωή, αλλά και τα μυστικά της αξιοσημείωτης μακροβιότητας των κατοίκων του νησιού. Από την άλλη, στο Food for Love η Μαριάννα Οικονόμου θέτει στο επίκεντρο τρεις ελληνίδες μητέρες, οι οποίες στέλνουν τάπερ με σπιτικό φαγητό στα παιδιά τους που σπουδάζουν μακριά από το σπίτι, αναδεικνύοντας τους δεσμούς της ελληνικής οικογένειας.
Μετά την προβολή των ταινιών, ακολούθησε η διαδικασία των ερωταπαντήσεων, στις οποίες συμμετείχαν εκτός από το κοινό του Ολύμπιον και οι θεατές των πόλεων όπου πραγματοποιείται η ταυτόχρονη μετάδοση. Αρχικά, οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο πώς προέκυψε το θέμα των ταινιών τους. Ο Νίκος Νταγιαντάς σημείωσε σχετικά: «Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από μία πρόταση του καναλιού πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, για ταινίες που αφορούν στην Ελλάδα, με το σκεπτικό να ξεπερνούν τα στερεότυπα της κρίσης. Αναζητώντας το κατάλληλο θέμα, μια συνεργάτιδα πρότεινε την μακροζωία στην Ικαρία και καταλήξαμε εκεί». Με τη σειρά της, η Μαριάννα Οικονόμου επεσήμανε: «Αν κι εγώ δεν είχα εμπειρία με τα ταπεράκια που στέλνουν οι μαμάδες από την Ελλάδα στα παιδιά τους, οι φίλοι μου στην Αγγλία λάμβαναν τέτοια πακέτα. Τελευταία, μου ήρθε ξανά η ιδέα στο μυαλό, γιατί έβλεπα ότι το φαγητό στην Ελλάδα συνεχώς κινείται από τις μαμάδες στα παιδιά και από τις γιαγιάδες στα δικά τους παιδιά, αλλά και ότι γενικά παίζει κεντρικό ρόλο στη ζωή των Ελλήνων».
Μέχρι ποιο βαθμό φτάνει το φαινόμενο με τα τάπερ φαγητού και πώς επηρεάζει την προσωπικότητα των παιδιών; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, η κ. Οικονόμου παρατήρησε: «Δεν ξέρω σε τι ποσοστό συμβαίνει, αλλά συμβαίνει σαφώς πολύ περισσότερο από όσο περίμενα και εγώ. Ήταν μια έκπληξη το πόσες μαμάδες μπαίνουν σε τόσο κόπο και μαγειρεύουν τόσα φαγητά τα οποία στέλνουν στα παιδιά τους. Για το ρόλο που παίζει αυτό το φαινόμενο όσον αφορά στα ίδια τα παιδιά, είναι επίσης δύσκολο να πω. Πέρα από το φαγητό, αυτός ο ρόλος είναι συμβολικός, εσωκλείει την αγάπη και φροντίδα των μαμάδων. Από τη μια πλευρά βοηθά, αλλά από την άλλη ίσως δυσκολεύει τα παιδιά να γίνουν πιο ανεξάρτητα».
Στη συνέχεια, οι σκηνοθέτες απάντησαν στην ερώτηση εάν νιώθουν ότι είπαν όσα ήθελαν μέσα από την ταινία τους. Η κ. Οικονόμου υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Σαφώς υπάρχουν περισσότερα να πεις και μπορείς να δώσεις μεγάλο βάθος στο θέμα. Η αρχική ιδέα ήταν να συμπεριληφθούν και τα παιδιά στο εξωτερικό, αλλά για λόγους παραγωγής αυτό δεν έγινε». Από την πλευρά του, ο κ. Νταγιαντάς σχολίασε: «Κάθε σκηνοθέτης φυσικά και θα έλεγε ότι θα ήθελε μια μεγαλύτερη ταινία. Θεματικά, ό,τι ήθελα να πω το είπα -αν και πιστεύω ότι υπάρχει και μεγαλύτερη εκδοχή- όμως από εκεί και πέρα ίσως έχει να κάνει μόνο με τη φόρμα και με πιο πλούσια αφήγηση. Είμαι πάντως πολύ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα».
Απαντώντας στο ερώτημα για το αν κρίνει τη σχέση που παρουσιάζεται στην ταινία της ως προβληματική, η κ. Οικονόμου εξήγησε: «Χρειάζεται μια ισορροπία και από τις δύο πλευρές. Το οξύμωρο είναι ότι οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να προχωρήσουν και να σπουδάσουν, αλλά από την άλλη θέλουν να τα κάνουν να μην ξεχάσουν το σπίτι. Αυτό που είδα είναι ότι η χαρά των παιδιών είναι πάντα μεγάλη όταν λαμβάνουν τα πακέτα: τους θυμίζουν το σπίτι, τη μαμά τους και μια θαλπωρή – αυτά είναι όμορφα συναισθήματα».
Κλείνοντας, ο κ. Νταγιαντάς αναφέρθηκε στο πώς αντέδρασαν οι Ικαριώτες κατά τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ: «Ήταν οι πλέον άνετοι άνθρωποι που έχω συναντήσει σε τέτοια περίσταση. Το πιο δύσκολο ήταν να διεκδικήσεις το χρόνο τους, γιατί οι Ικαριώτες θέλουν να κάνουν κάτι όταν το θέλουν».

Στο πλαίσιο του 2013 του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, με τίτλο «Ανατομία της Πράξης του φόνου». Εισηγήτριες του, το οποίο αποτελεί συν-διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ EDN και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν η παραγωγός Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν και η αντιπρόσωπος πωλήσεων Φιλίπα Kοβάρσκι.

Αφορμή για το εργαστήριο στάθηκε Η πράξη του φόνου των Τζόσουα Όπενχαϊμερ, Κριστίν Σιν και ανώνυμου σκηνοθέτη, ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα ευρωπαϊκά ντοκιμαντέρ της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο προβάλλεται στη φετινή επετειακή διοργάνωση. Οι εισηγήτριες αποτελούν δύο από τους βασικούς συντελεστές που συνέβαλαν στην επιτυχία του φιλμ.
Πράξη του φόνου έχει προκαλέσει θόρυβο στους κύκλους της διεθνούς βιομηχανίας ντοκιμαντέρ το τελευταίο διάστημα, ενώ απέσπασε το βραβείο κοινού στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι πρώην εκτελεστές που έδρασαν στην Ινδονησία, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν η κυβέρνηση της χώρας ανατράπηκε με πραξικόπημα, οι οποίοι στο ντοκιμαντέρ αναπαριστούν με τη μορφή ταινίας και θεατρικού έργου τους φόνους που διέπραξαν.
Η παραγωγός και η αντιπρόσωπος πωλήσεων του ντοκιμαντέρ εξήγησαν βήμα-βήμα πώς εργάστηκαν στα διάφορα στάδια της δημιουργίας της ταινίας και στη συνέχεια στην προώθηση και διανομή της στη διεθνή αγορά. Πρόκειται για ένα δυνατό ντοκιμαντέρ, το οποίο όμως δεν «πουλάει» από μόνο του, λόγω της δύσκολης θεματολογίας του και γι’ αυτό χρειάστηκε πολλή δουλειά, όπως επισήμανε στην αρχή της συζήτησης ο εκπρόσωπος του EDN, Όβε Ρίσε Γιένσεν.
H Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν είναι διευθύνουσα σύμβουλος και παραγωγός της εταιρίας, που εδρεύει στην Κοπεγχάγη. Όπως εξήγησε η ίδια, η ενασχόλησή της με την ταινία άρχισε πριν από πέντε χρόνια. «Άκουσα για πρώτη φορά για αυτό το ντοκιμαντέρ στο πλαίσιο ενός workshop σε κάποιο φεστιβάλ. Αναζήτησα τον σκηνοθέτη, Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο οποίος βρισκόταν στην Ινδονησία, ρωτώντας τον εάν χρειαζόταν παραγωγό. Αυτός ξαφνιάστηκε και μου έστειλε τη διατριβή του, που σχετιζόταν με την κινηματογραφική του δουλειά. Τη διάβασα και του τηλεφώνησα ξανά και πιστεύω ότι η επιμονή αυτή που έδειξα –μου είπε ότι κανείς άλλος εκτός από εμένα και τον ίδιο δεν είχαμε διαβάσει τη διατριβή- τον έκαναν να πιστέψει ότι αξίζει να ασχοληθεί μαζί μου. Αρχίσαμε να μιλάμε, να βλέπουμε το υλικό που είχε συγκεντρώσει και να αναρωτιόμαστε πώς θα λειτουργούσε μια τέτοια ταινία σε ευρύ κοινό. Αυτή ήταν η μεγάλη μας πρόκληση».
Η ταινία είναι συμπαραγωγή Νορβηγίας και Βρετανίας, ενώ υποστηρίχθηκε οικονομικά από τηλεοπτικά κανάλια όπως το και το, καθώς και από το Δανέζικο και το Νορβηγικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. «Η διαδικασία των συμπαραγωγών είναι περίπλοκη, δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος για να εξασφαλίσεις χρηματοδότηση για τέτοια μεγάλα πρότζεκτ και να προσεγγίσεις το μεγάλο κοινό», παρατήρησε η κ. Σέρενσεν. Και πρόσθεσε: «Ήταν μία διαδικασία δύσκολη, που κράτησε χρόνια για μία ταινία που δεν έγινε με συνηθισμένο τρόπο. Ήταν δύσκολο να μιλάς για κάτι που ανάλογό του δεν είχε δει κανείς ως τότε». Περίπλοκη ήταν και η στρατηγική που ακολούθησαν οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ όσον αφορά στην προώθησή του. Η κ. Σέρενσεν ανέφερε σχετικά με αυτό το στάδιο: «Λίγο καιρό πριν ολοκληρωθεί το, αρχίσαμε να στέλνουμε επιστολές σε αντιπροσώπους πωλήσεων. Για να είμαι ειλικρινής δεν πήραμε πολλές απαντήσεις. Αναζητούσαμε κάποιον που θα καταλάβαινε την ταινία και θα την αγαπούσε, κάποιον που δεν θα ενδιαφερόταν μόνο να την πουλήσει σε τηλεοπτικά κανάλια, αλλά να την προωθήσει και σε φεστιβάλ και κινηματογραφικές αίθουσες. Ήμασταν τυχεροί που βρήκαμε το κατάλληλο πρόσωπο».
Εν προκειμένω, το κατάλληλο πρόσωπο ήταν η Φιλίπα Κοβάρσκι, που πήρε το λόγο αμέσως μετά, στο masterclass. «Αυτό το ντοκιμαντέρ δεν ήταν από τα πιο εύκολα, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν με ενδιαφέρουν τα εύκολα, δεν ξέρω πώς να τα χειριστώ. Με συγκίνησε όταν σε κάποιο ήρθε η Σίγκνε και μου είπε: ‘’αυτό το φιλμ αξίζει να το βάλεις στον κατάλογό σου’’. Κι όταν είδα το –κατά σύμπτωση στη διάρκεια μιας πτήσης- δεν μπορούσα να περιμένω να προσγειωθεί το αεροπλάνο για να αναλάβω δράση. Ήρθα σύντομα σε επαφή με τη Σίγκνε και ξεκινήσαμε αμέσως τις συζητήσεις για τη στρατηγική που θα ακολουθούσαμε για την προώθηση της ταινίας».
Δύο γεγονότα είχαν καίρια σημασία για την ταχύτατη διάδοση της φήμης του ντοκιμαντέρ: η προβολή του στα Φεστιβάλ του και του Τορόντο. «Το πρώτο είναι ένα σχετικά μικρό φεστιβάλ, που διαρκεί μόλις τρεις – τέσσερις μέρες, σε μία ορεινή περιοχή του Ντένβερ και δεν περιλαμβάνει πάνω από 20 ταινίες. Αν πας όμως εκεί, είναι σίγουρο ότι όλοι θα δουν την ταινία σου. Έτσι, όταν στη συνέχεια βρεθήκαμε σε μία πολύ μεγάλη διοργάνωση, το Φεστιβάλ του Τορόντο, είχαμε αποκτήσει «αποσκευές», καθώς είχε ήδη αρχίσει να υπάρχει μία φημολογία για την Πράξη του φόνου. Όλοι έλεγαν ‘’πρέπει να τη δεις αυτήν την ταινία’’», θυμήθηκε η κ. Κοβάρσκι. Και συνέχισε: «Στο Τορόντο η ταινία είχε να αντιμετωπίσει ισχυρό ανταγωνισμό, μεγάλες παραγωγές που δεν ανήκουν στον χώρο του ντοκιμαντέρ, όπως το Argo, αφίσες του οποίου κυκλοφορούσαν σε όλα τα λεωφορεία της πόλης». Παρά τον ανταγωνισμό, το ντοκιμαντέρ προκάλεσε αίσθηση και πήρε «διαβατήριο» για πολλά ακόμη μεγάλα φεστιβάλ, όπως η Μπερλινάλε, όπου πραγματοποίησε και την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της. «Από εκεί και πέρα, μας καλούσαν παντού», τόνισε η κ. Σέρενσεν, προσθέτοντας πάντως ότι «στο Βερολίνο, ανάμεσα σε τόσο μεγάλες ταινίες και διάσημα ονόματα, νιώσαμε κάπως έξω από τα νερά μας».
Επιπλέον, η κ. Σέρενσεν επεσήμανε ότι για την προώθηση ενός ντοκιμαντέρ όπως η Πράξη του φόνου δεν αρκεί ένα τυπικό «πακέτο», λέγοντας: «Δεν αρκούσε ένα τριών λεπτών. Έπρεπε να εξηγήσουμε όλη την ιστορία του φιλμ». Επάνω στο ζήτημα αυτό η κ. Κοβάρσκι συμπλήρωσε: «Καθώς τόσο ο Τζόσουα Οπενχάιμερ όσο και η Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν έχουν ακαδημαϊκό υπόβαθρο, είναι σε θέση αν γράψουν πολύ καλά κείμενα, πράγμα το οποίο εκμεταλλευτήκαμε στο σημείωμα της παραγωγής. Φυσικά δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να γράψει έτσι. Υπάρχουν όμως καλοί συγγραφείς παντού. Αν βρείτε έναν καλό συγγραφέα να ξέρετε ότι θα κάνετε καλύτερη εντύπωση στα ΜΜΕ, πράγμα που είναι κρίσιμο για τη διαδρομή μιας ταινίας».
Σε ερώτηση για τις δυσκολίες που συνάντησαν στα γυρίσματα, η κ. Σέρενσεν απάντησε: «Παραδόξως, δεν υπήρξε δυσκολία στο να κάνουμε τον βασικό ήρωα Ανουάρ Κόνγκο και τους φίλους του –όλοι τους μαζικοί εκτελεστές- να μιλήσουν. Συμφώνησαν πρόθυμα να μας πουν τις ιστορίες τους και μάλιστα με υπερηφάνεια. Κανείς δεν μας ζήτησε να βγάλουμε κάποια άδεια και μάλιστα η αστυνομία ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί. Δυσκολίες αντιμετωπίσαμε μόνο όταν χρειάστηκε να μιλήσουμε με οικογένειες θυμάτων». Η ταινία έχει ήδη παρουσιαστεί σε ειδικές προβολές στην Ινδονησία. Η κ. Σέρενσεν πρόσθεσε σχετικά: «Ήμασταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και συνεργαστήκαμε με οργανώσεις που εμπιστευόμασταν. Οι αντιδράσεις των θεατών ήταν απρόσμενες. Ο ίδιος ο Ανουάρ, που υποδύεται στην ταινία τον εαυτό του και αναπαριστά τις αποτρόπαιες πράξεις του, συγκινήθηκε στην προβολή. Ο άνθρωπος αυτός είναι διχασμένος, έχει αρχίσει να νιώθει τύψεις για τις πράξεις του. Δεν λέω ότι πρόκειται να δουλέψει σε... ανθρωπιστική οργάνωση, έχει αρχίσει όμως να αλλάζει».

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ Κ»

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος του Μουσείου Κινηματογράφου-Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης, η παρουσίαση του βιβλίου «Αναζητώντας τον Κ», της αυτοβιογραφίας του Ντίνου Κατσουρίδη.
Τη βιβλιοπαρουσίαση πραγματοποίησε ο κριτικός κινηματογράφου Νίνος Φένεκ Μικελίδης, παρουσία της σκηνοθέτιδας και συντρόφου του Ντίνου Κατσουρίδη Ισαβέλλας Μαυράκη, καθώς και της κόρης του, παραγωγού Σίβυλλας Κατσουρίδη. Στην εκδήλωση μίλησε ο σκηνοθέτης Περικλής Χούρσογλου, ενώ ο ηθοποιός Δημήτρης Κοτζιάς διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο. Έπειτα, ακολούθησε η προβολή του ντοκιμαντέρ Ντίνος Κατσουρίδης: Mια ζωή σαν σινεμά της Ισαβέλλας Μαυράκη, στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη.
«Κάθε φορά που μιλάω για τον Ντίνο Κατσουρίδη, θυμάμαι την ταινία The Playhouse, όπου ο Μπάστερ Κίτον ενσαρκώνει… όλη την εννεαμέλη ορχήστρα, τον βλέπουμε να παίζει όλα τα όργανα. Κάπως έτσι ήταν και ο Ντίνος: διευθυντής φωτογραφίας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός μαζί. Κουβαλούσε και τις μηχανές κι έκανε και το φωτογράφο του πλατό, μεταξύ άλλων. Ήταν τελειομανής, περνούσε ολόκληρα 24ωρα στο μοντάζ. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι καθόταν κάτω από την τέντα μας στην παραλία και διάβαζε ένα εγχειρίδιο για το avid. Είμαι σίγουρος ότι στις δώδεκα μέρες των διακοπών, το είχε μάθει απ’ έξω», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης. Όπως συμπλήρωσε ο ίδιος, «ο Ντίνος Κατσουρίδης ήταν ντόμπρος και επαναστάτης, δεν μασούσε τα λόγια του».
Ο Ντίνος Κατσουρίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1927. Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, όπως ήθελε ο πατέρας του. Ήταν όμως και σινεφίλ –«αντίθετα από τους σκηνοθέτες της εποχής του», όπως παρατήρησε ο κ. Μικελίδης- και άρχισε να τον ελκύει ο κινηματογράφος. Γράφτηκε στη σχολή Σταυράκου, όπου ταυτόχρονα ξεκίνησε να διδάσκει και μοντάζ, ενώ τις δεκαετίες ’50 και ‘60 συνεργάστηκε με τη Φίνος Φιλμ. «Αν και ο Φίνος ήθελε να έχει το, ο Ντίνος με επιμονή και πείσμα τον παραμέρισε κι άρχισε να επιβάλλεται, γιατί είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Στον Φίνο ανέπτυξε ο Ντίνος τα ταλέντα του σε κάμερα και μοντάζ. Παραδεχόταν την προσφορά του Φίνου στο ελληνικό σινεμά, αλλά παράλληλα έλεγε ότι δεν είχε σχέση με καλλιτεχνικό κινηματογράφο, ότι τον ενδιέφερε μόνο το εμπόριο», σχολίασε ο κ. Μικελίδης. Κάποια στιγμή ο Κατσουρίδης αποφάσισε να σκηνοθετήσει, αλλά τσακώθηκε με τον Φίνο και έτσι γύρισε αλλού την ταινία Έγκλημα στα παρασκήνια, από το μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή. «Ο Κατσουρίδης ήταν ο πρώτος που τόλμησε να κάνει φιλμ νουάρ στην Ελλάδα. Οι φωτισμοί, η ατμόσφαιρά του, δείχνουν πόσο μελέτησε τον αμερικάνικο κινηματογράφο», ανέφερε ο κ. Μικελίδης. Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι στην καλλιτεχνική πορεία του Ντίνου Κατσουρίδη ήταν η συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο. «Από τις πρώτες ταινίες, ξεχώρισε το ταλέντο του Θανάση και σκηνοθέτησε κάποια από τα καλύτερα φιλμ του μαζί του, όπως το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», υπογράμμισε ο κ. Μικελίδης.
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Ντίνος Κατσουρίδης συνεργάστηκε με νέους τότε κινηματογραφιστές, όπως ο Παντελής Βούλγαρης. «Θυμάμαι ότι ο Παντελής έψαχνε τον Ντίνο να τον βοηθήσει με τα μηχανήματα για την ταινία Το προξενιό της Άννας, την οποία ο Βούλγαρης σχεδίαζε να κάνει μικρού μήκους. Ο Ντίνος ανέλαβε παραγωγός και του πρότεινε να την κάνει μεγάλου μήκους και έπειτα η ταινία είχε την πορεία που είχε. Με τον Βούλγαρη και τον Βαφέα ξεκινά η συνεργασία του με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Θυμάμαι ότι από την τελειομανία του αγόρασε ένα μηχάνημα που άξιζε περισσότερο από την ταινία», είπε ο κ. Μικελίδης. Ο ίδιος θυμήθηκε ακόμη ότι στην πρώτη ταινία του Βασίλη Βαφέα Ο έρωτας του Οδυσσέα, ο Κατσουρίδης κρεμάστηκε από ελικόπτερο, δεμένος από τη μέση, για να γυρίσει μια σκηνή, όπως την είχε στο μυαλό του. «Ήταν τολμηρός, έβρισκε λύση, δεν τον ένοιαζε ο κίνδυνος. Βοηθούσε τους νέους, έδινε τα μηχανήματά του δωρεάν σε νέους σκηνοθέτες. Στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου προσπαθήσαμε μαζί να βοηθήσουμε νέα ταλέντα. Ο Ντίνος πρόσφερε πολλά στον κινηματογράφο, τόσο στον παλιό εμπορικό όσο και στον νέο», πρόσθεσε ο ίδιος.
Παίρνοντας το λόγο στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης Περικλής Χούρσογλου επεσήμανε: «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν δύο και  βάλε ζωές. Ο Ντίνος ήταν ένας από αυτούς. Τον χαρακτήριζε το πάθος για τον κινηματογράφο. Έχοντας μια καριέρα 60  ετών στο σινεμά, ενώνει τρεις γενιές κινηματογραφιστών». Μιλώντας για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κατσουρίδη, ο κ. Χούρσογλου σημείωσε ότι χαρακτηρίζεται από καταπληκτικό μοντάζ, ενώ σε ορισμένα σημεία είναι σαν να κάνει voice over, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ενώ σε άλλα μιλά για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο. Ο κ. Χούρσογλου αναφέρθηκε και στο καλλιτεχνικό όραμα του Ντίνου Κατσουρίδη, την αυστηρότητα, τη σοβαρότητα και την πειθαρχία που τον διέκρινε, σχολιάζοντας: «Στην ταινία μου Μάτια από νύχτα ένιωθα δέος που συνεργαζόμουν με τον Κατσουρίδη στο μοντάζ. Ήταν βέβαια και δύσκολο να του πεις ‘’όχι’’. Ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος  άνθρωπος. Όταν διάβασα το βιβλίο, διαπίστωσα ότι μιλά για τους ανθρώπους που συνάντησε στα 60 χρόνια της πορείας του. Μας ‘’σκάναρε’’, έγραψε την εκτίμησή του με αυστηρότητα αλλά και με συναίσθημα. Επίσης, μας έδωσε και από μια συμβουλή, λέγοντάς μας εμμέσως ‘’αυτό είναι το σημαντικό για σένα’’. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε και μου έμαθε».

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΛΕΤΡΑΣ ΤΕΛΙΚΆ, ΚΑΙ ΤΙ ΝΤΕΦΙ ΒΑΡΑΕΙ;

Η απάντηση του "ΦΚΘ", για έναν τιποτίτα Έλληνα του εξωτερικού -αν είναι αυτός που εμείς ψάξαμε και βρήκαμε στοιχεία της βιογραφίας του- ο οποίος πιθανώς να νόμισε ότι ένα ταξιδάκι τζάμπα στην Ελλάδα ΟΛΑ πληρωμένα, δεν θα του ήταν και καθόλου ευκαταφρόνητο. 
Να σας δηλώσουμε υπεύθυνα ότι η συμπεριφορά του "ΦΚΘ" προς τους δημοσιογράφους και τα "ΜΜΕ", τις επιτροπές, είναι υποδειγματική, άψογη, και καλύτερη δεν μπορεί να γίνει. 
Καλύπτουμε επίσημα το "ΦΚΘ" ανελλειπώς και για μια 10ετία περίπου, χωρίς κανένα σοβαρό ή ουσιαστικό πρόβλημα, παράπονο.
Οι άνθρωποι που δουλεύουν πλάι στον καταξιωμένο διεθνώς και ικανότατο, ταλαντούχο κ. Δημήτριο Εϊπίδη, είναι νέοι με ευγένεια, με ήθος, με τσαγανό, και προπαντός με μεγάλη όρεξη για δουλειά, είδος εν ανεπαρκεία τα τελευταία χρόνια στους Οργανισμούς ή σε θέσεις ΝΠΔΔ. 
Και στα δύο Φεστιβάλ (κανονικό και ντοκιμαντέρ), λειτουργούν άψογα και πλήρως εξοπλισμένα Γραφεία Τύπου, για τα οποία αρκετοί συνάδελφοι του εξωτερικού, έχουν γράψει λόγια κολακευτικά, ή εκφράστηκαν σε συζητήσεις με θαυμασμό.
Δείτε παρακάτω την ανακοίνωση του "ΦΚΘ", γι' αυτόν τον κύριο ανύπαρκτο, που θέλει να το παίζει... και βαρύ πεπόνι.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠANΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Ουδέποτε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης -το τρίτο σημαντικότερο στην Ευρώπη- απέκλεισε δημοσιογράφο απ’ το να εξασκήσει το δημοσιογραφικό του λειτούργημα. 
Η διαπίστευση της διοργάνωσης και το δημοσιογραφικό υλικό που είναι απαραίτητα για κάθε εκπρόσωπο των ΜΜΕ, είναι διαθέσιμα όποτε ζητηθούν, όπως συμβαίνει σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ του κόσμου. 
Το ότι το φεστιβάλ έχει τη δυνατότητα να προσφέρει φιλοξενία σε ορισμένους εκπροσώπους του Τύπου στη δύσκολη οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, αυτό είναι ένα ευτύχημα που καλύπτεται αποκλειστικά από ευρωπαϊκά κονδύλια τα οποία καταφέραμε να εξασφαλίσουμε. 
Φυσικά και δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν όλοι οι δημοσιογράφοι.
Ουδέποτε λοιπόν το φεστιβάλ, απέκλεισε τον Νίκο Αλέτρα απ’ το να εξασκήσει το δημοσιογραφικό του λειτούργημα. 
Σε καμία περίπτωση, η φιλοξενία ή μη, δε συνεπάγεται και την εξάσκηση του επαγγέλματος του δημοσιογράφου. 
Και φυσικά η διοργάνωση δεν απαγόρευσε ποτέ στην ΠΕΚΚ να απονείμει το καθιερωμένο βραβείο της στη διάρκεια του 53ου Φεστιβάλ. 
Αντιπρότεινε την απονομή του βραβείου, εκτός τελετής λήξης, σε εναλλακτικό χώρο επιλογής της ΠΕΚΚ. Είναι αυτονόητο ότι το φεστιβάλ είναι πάντα ανοιχτό στην κριτική, τόσο των δημοσιογράφων, όσο και του κοινού.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

KOYBENTIAZONTAΣ 19/3

O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τρίτη 19 Μαρτίου 2013 με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Στέλας Αλισάνογλου (Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο), Ντάνιελ Άμπμα (Πέρα από το Βρίτσεν), Αλίσια Κάνο (Η Μπέλα Βίστα), Χάρι Φρίλαντ (Στη σκιά του ήλιου), Βόλκερ Γκέτσε (Γκριό) και Διέγο Γκουτιέρες (Μέρη μιας οικογένειας).

Στην ιδιαίτερα ζωντανή και διαδραστική συζήτηση, θίχτηκαν μεταξύ άλλων θέματα όπως η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και τους χαρακτήρες του, ενώ αρχικά οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στους λόγους που τους ώθησαν να κάνουν τα ντοκιμαντέρ τους.

Με αφορμή την ταινία του Μέρη μιας οικογένειας, ο Διέγο Γκουτιέρες μίλησε για την κινηματογράφηση σαν τρόπο επικοινωνίας: «Μου αρέσει να φτιάχνω ταινίες επειδή έτσι μπορώ να αντέξω τη μοναξιά, είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι με άλλους ανθρώπους. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι ένα πορτρέτο των γονιών μου και της σχέσης τους ως ζευγάρι. Ο υποσυνείδητος λόγος που το έκανα θεωρώ ότι είναι επειδή η δεύτερη σχέση που βιώνει κάποιος, έπειτα από αυτή που έχει με τον γονιό του, είναι η σχέση των γονιών του μεταξύ τους. Με ενδιέφερε λοιπόν να εξερευνήσω την πολυπλοκότητά της».

Στο ντοκιμαντέρ Γκριό ο Βόλκερ Γκέτσε παρακολουθεί τη ζωή του περίφημου σενεγαλέζου τραγουδοποιού και «γκριό» (θεματοφύλακα των επικών ιστοριών της πατρίδας του) Αμπλαγέ Σισοκό. Ο σκηνοθέτης υπογράμμισε σχετικά: «Όντας και ο ίδιος μουσικός, ήθελα να μοιραστώ την ιστορία και την εμπειρία που είχα με αυτόν τον ξεχωριστό αφρικανό καλλιτέχνη, ο οποίος εκτός από μουσικός είναι και ζωντανός φορέας της παράδοσής του».

Με τη σειρά του, ο Ντάνιελ Άμπμα μίλησε για την ταινία του Πέρα από το Βρίτσεν, που εστιάζει στις ζωές τριών εφήβων μετά την αποφυλάκισή τους. Ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Ο λόγος που έκανα την ταινία είναι επειδή δούλευα σαν κοινωνικός λειτουργός στη συγκεκριμένη φυλακή και ήμουν μάρτυρας του μεγάλου αριθμού αποφυλακισμένων οι οποίοι εγκληματούσαν και επέστρεφαν ξανά εκεί, γεγονός που με προβλημάτισε. Θέλησα να δείξω τη ζωή μετά τον εγκλεισμό, καθώς και ότι κάτι δεν πάει καλά στη διαδικασία επανένταξης».

Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο Χάρι Φρίλαντ αναφέρθηκε στην ταινία του Στη σκιά του ήλιου, η οποία παρακολουθεί σε βάθος έξι ετών δύο αλμπίνους, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην Τανζανία, κόντρα στις προκαταλήψεις. «Έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ διότι ήθελα να πληροφορήσω και να ευαισθητοποιήσω το κοινό επάνω στο ζήτημα των αλμπίνων στην Αφρική. Θεωρώ ότι όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε εν μέρει με αυτό, καθώς έχουμε νιώσει μοναξιά και απομόνωση στις κοινότητές μας».

Σε διαφορετικό κλίμα εκτυλίσσεται η ταινία Η Μπέλα Βίστα της Αλίσα Κάνο, η οποία καταγράφει μια ασυνήθιστη ιστορία με φόντο ένα χωριό στην Ουρουγουάη. Η δημιουργός σημείωσε σχετικά με το κίνητρό της: «Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το ότι τρεις διαφορετικοί οργανισμοί οι οποίοι σχετίζονται με τις φαντασιώσεις μας - ένας οίκος ανοχής, μια εκκλησία και ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος - αγωνίζονταν να παραμείνουν στον ίδιο φυσικό τόπο, αυτό το σπίτι που καταγράφω στο ντοκιμαντέρ. Επίσης και τα τρία μέρη ανήκουν στην “ανδρική σφαίρα”, στην οποία ήθελα να εξερευνήσω σαν γυναίκα».

Ένα πορτρέτο του γιατρού και πεζογράφου Δημήτρη Παπαδούλη ο οποίος πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, σκιαγραφεί η Στέλα Αλισάνογλου στο ντοκιμαντέρ Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο. Η σκηνοθέτιδα επεσήμανε για τον ήρωά της: «Τον γνώρισα χάρη σε ένα κοινό φίλο και το σημείο επαφής μας ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, παρόλο που εκείνος είναι περιορισμένος στο σπίτι. Επειδή η ίδια είμαι πεσιμίστρια, μου έδωσε έμπνευση και δύναμη να νιώσω ότι η ζωή είναι ένα πραγματικό δώρο».

Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το ζήτημα της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τους χαρακτήρες του. Η Στέλα Αλισάνογλου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Χρειάζεται να είσαι 100% ειλικρινής, αλλιώς δε θα πετύχει αυτό που κάνεις. Στο πρώτο μας γύρισμα με τον Δ. Παπαδούλη ήμουν πολύ συντηρητική στον τόπο κινηματογράφησης. Μου πήρε είκοσι μήνες να το ξεπεράσω –όσο και ο χρόνος γυρισμάτων- αλλά ήμουν ο εαυτός μου, γι’ αυτό κι εκείνος ένιωσε ότι δεν είχε τίποτα να κρύψει».

Από την πλευρά του, ο Χάρι Φρίλαντ επεσήμανε ότι ξεκίνησε γυρίσματα έπειτα από δύο μήνες γνωριμίας με τους χαρακτήρες του και μετά από εκτεταμένη έρευνα, προσθέτοντας: «Επίσης, πιστεύω ότι το γεγονός ότι κινηματογραφούσα μόνος μου, χωρίς ένα μεγάλο επιτελείο, βοήθησε στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τους ήρωές μου». Η Αλίσια Κάνο σχολίασε ότι παίζει ρόλο η προσωπικότητα των σκηνοθετών: «Πιστεύω ότι πάντα κινηματογραφούμε την απόσταση που μας ενώνει ή μας χωρίζει με τους χαρακτήρες μας». Ο Ντάνιελ Άμπμα εξήγησε επάνω στο ίδιο θέμα: «Έχω την ανάγκη να βρίσκω πάντα κάτι που αγαπώ στους πρωταγωνιστές μου. Ο ένας από αυτούς έχει σκοτώσει και ήταν νεοναζί, πράγμα απαράδεκτο στην αντίληψή μου, ωστόσο βρήκα στοιχεία της προσωπικότητάς του που μπόρεσα να αγαπήσω, αλλιώς δε θα μπορούσα να συνεχίσω να τον κινηματογραφώ για τόσο καιρό».

Αναφερόμενοι στο ρόλο που διαδραματίζει η παρουσία της κάμερας στη διαμόρφωση της πραγματικότητας η οποία εκτυλίσσεται μπροστά της, αλλά και στην έννοια της αναπαράστασης, η Αλίσια Κάνο παρατήρησε: «Πάντα υποδυόμαστε - αναπαριστούμε τους εαυτούς μας, καθώς δεν είναι μια φυσική κατάσταση να βρίσκεσαι μπροστά από την κάμερα. Οι δικοί μου χαρακτήρες -οι τραβεστί και οι μάτσο ποδοσφαιριστές- ήταν ήδη κατά κάποιο τρόπο ηθοποιοί. Όταν ξεκίνησα να αφηγηθώ την ιστορία τους, λοιπόν, μάζεψα όλα τα στοιχεία με χρονολογική σειρά και πήγα στο πραγματικό μέρος να τα καταγράψω. Αυτό είναι το δύσκολο στο ντοκιμαντέρ, πώς να είσαι σινεματικός για το παρελθόν, πώς να κινηματογραφήσεις την απουσία».

Ως προς τη διαμόρφωση μιας ιστορίας, οι σκηνοθέτες συμφώνησαν στη ζωντανή εξέλιξη της ταινίας, με τον κ. Φρίλαντ να επισημαίνει ότι: «Η ιστορία μου με πήγε σε πολλές κατευθύνσεις, όμως δεν ήμουν δεμένος με μία ιστορία στο μυαλό μου». Ο κ. Γκέτσε σημείωσε: «Στη δική μου περίπτωση, πριν ξεκινήσω την ταινία είχα σκεφτεί να κινηματογραφήσω τον πρωταγωνιστή μου με τον πατέρα του, δείχνοντας πώς περνά η παράδοση από γενιά σε γενιά. Όμως όταν ο πατέρας του πέθανε πριν φτάσω, ήταν σαν κάποιος να μου τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις στο τέλος».

Πώς αλλάζουν οι ίδιοι οι σκηνοθέτες μέσα από την εμπειρία κινηματογράφησης; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, η κ. Αλισάνογλου υπογράμμισε: «Βρίσκω οικεία και συναρπαστική τη διαδικασία αυτής της εξερεύνησης». Από την πλευρά της, η κ. Κάνο παρατήρησε: «Όσο καιρό κάνω μια ταινία αναρωτιέμαι γιατί την κάνω και η απάντηση συνεχώς αλλάζει. Αυτό είναι από μόνο του όμορφο». Ο κ. Άμπμα ανέφερε ότι για εκείνον η ταινία λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία, εξηγώντας ότι: «Μεγάλωσα σε ένα χωριό και δεν ήταν εύκολη η εφηβεία μου. Μισούσα τύπους σαν τους χαρακτήρες μου και τώρα έκανα μια ταινία για αυτούς».

Κλείνοντας, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ευθύνη του κινηματογραφιστή προς τους χαρακτήρες του σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Ο κ. Γκουτιέρες ανέφερε: «Έδειξα την ταινία στους γονείς μου μόλις την ολοκλήρωσα, αλλά δεν ανησυχούσα για αυτό. Εάν διαφωνούσαν με κάτι, θα το άλλαζα». Από την άλλη, η κ. Κάνο σχολίασε: «Έδειξα την ταινία στους πρωταγωνιστές αφού είχε ολοκληρωθεί και ήταν αργά για οποιαδήποτε αλλαγή. Από την αρχή εξήγησα ότι πρόκειται για τη δική μου οπτική πάνω στην ιστορία και ένιωθα πολύ καλά με αυτό. Έκανα στον εαυτό μου πολλές ερωτήσεις περί ηθικής. Στο τέλος όμως ήξερα ότι ήμουν ειλικρινής μαζί της από την αρχή και καθ’ όλη τη διάρκεια».

KOYBENTIAZONTAΣ 20/3

O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Στεφανί Άργκεριχ (Παλιοκόριτσο), Ηλίας Χωραφάς (ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας), Τζέι Πι Πάσι (Το σύνδρομο του πανκ), Ντίτερ Ζάουτερ (Αντίο Κωνσταντινούπολη), Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον (Στάχτη) και Μπρινό Σουινάρ (Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής).

Τη συζήτηση άνοιξε η Στεφανί Άργκεριχ, η οποία αναφέρθηκε στην απόφασή της να καταγράψει με την κάμερα τη μητέρα της, τη διεθνούς φήμης πιανίστρια Μάρτα Άργκεριχ, στην ταινία της Παλιοκόριτσο. «Με ενδιέφερε πέρα από την σπουδαία καλλιτέχνιδα, την οποία γνωρίζει πολύς κόσμος, να δείξω τον άνθρωπο, τη μητέρα και να εστιάσω στις οικογενειακές σχέσεις, στη σχέση της μαζί μου», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.

Κεντρικοί ήρωες στην ταινία του Ηλία Χωραφά ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας, είναι τα τετράποδα της πρωτεύουσας. «Περισσότερο από τα ίδια τα ζώα, με ενδιέφερε να εστιάσω σε αυτό που συμβολίζουν τα αδέσποτα, την ανάγκη να μην σε κρατάει κανείς από ένα λουρί και να σε καθοδηγεί. Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια διαδήλωσαν πολλές φορές υπέρ της απελευθέρωσής τους από διάφορες δεσμεύσεις και τα αδέσποτα που διακρίνουμε συχνά να συμμετέχουν με τον τρόπο τους σ' αυτές τις πορείες, αντιπροσωπεύουν αυτό το αίσθημα», ανέφερε σχετικά ο σκηνοθέτης.

Για τον καναδό σκηνοθέτη Μπρινό Σουινάρ, η έμπνευση για το ντοκιμαντέρ Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής κρυβόταν σε μία... καμινάδα. «Ο ήρωάς μου είναι καπνοδοχοκαθαριστής, ένας ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος. Τον ακολούθησα με την κάμερα για περίπου 15 μέρες, κατέγραψα συναντήσεις του με πελάτες, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο τον σέβονται. Όταν τον πρωτοείδα να δουλεύει ανεβαίνοντας σε μια καμινάδα, καθηλώθηκα. Αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου ήταν σαν εικαστική τέχνη», σημείωσε ο κ. Σουινάρ.
Στις στάχτες, αυτή τη φορά όμως από ένα ηφαίστειο, επικεντρώνεται και ο Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον στο ντοκιμαντέρ Στάχτη. «Παρακολουθώ τρεις οικογένειες αγροτών που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις στη ζωή τους από την ηφαιστειακή έκρηξη στην Έιγιαφιαλαγέκουλ της Ισλανδίας το 2010», ανέφερε ο ισλανδός σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Γύρισα την ταινία για να εστιάσω το ενδιαφέρον μου όχι στο ίδιο το γεγονός της έκρηξης, αλλά στους ανθρώπους. Τους παρακολούθησα με την κάμερα για περίπου ένα χρόνο, τους γνώρισα, τους αγάπησα και κατέληξα με 90 ώρες υλικού. Ολοκλήρωσα την ταινία πριν από λίγους μήνες και εδώ, στη Θεσσαλονίκη, προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα, πράγμα το οποίο βρίσκω υπέροχο».

Το φινλανδικό πανκ συγκρότημα Pertti Kurikan Nimipäivät, τα μέλη του οποίου αντιμετωπίζουν διανοητικά προβλήματα, είναι οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ Το σύνδρομο του πανκ. Ο Τζέι Πι Πάσι σημείωσε ότι σκηνοθέτησε την ταινία από κοινού με τον Γιούκα Κάρκαϊνεν και παρατήρησε: «Καταγράφουμε την πορεία της μπάντας για περίπου 18 μήνες, περισσότερο όμως μας ενδιέφερε να δείξουμε στην οθόνη τις προσωπικές ιστορίες των μελών της, την ξεχωριστή ενέργεια καθενός από τους μουσικούς».

Ο γερμανός σκηνοθέτης Ντίτερ Ζάουτερ συμμετέχει στο 15ο ΦΝΘ με το φιλμ Αντίο Κωνσταντινούπολη. «Ζω στην Κωνσταντινούπολη πάνω από 20 χρόνια και θέλησα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ για να παρουσιάσω την ιστορία της εκεί ελληνικής κοινότητας, που ήταν πολύ ισχυρή μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Σήμερα δεν απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη παρά 600 οικογένειες Ελλήνων, που κι αυτές σταδιακά λιγοστεύουν. Με ενδιέφερε να δω πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι αυτοί που απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη και παράλληλα να διερευνήσω την ιστορία των Ελλήνων που ζούσαν εκεί».

Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το ερώτημα εάν αλλάζουν οι αντιδράσεις των προσώπων που βρίσκονται μπροστά στην κάμερα όταν αρχίζει η κινηματογράφηση. «Όταν μπαίνει η κάμερα, πράγματι οι συμπεριφορές αλλάζουν», επισήμανε ο Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον και πρόσθεσε: «Το πιο σημαντικό είναι να αφηγηθείς μέσα από την ταινία την αλήθεια σου. Αν υπάρχουν δέκα πρόσωπα σε μία ιστορία, θα εντοπίσεις δέκα διαφορετικές εμπειρίες και δέκα διαφορετικές αλήθειες. Εγώ, όταν γυρίζω μία ταινία, ξέρω ότι λέω τη δική μου αλήθεια». Με τη σειρά της, η Στέφανι Άργκεριχ παρατήρησε: «Διαπίστωσα ότι ακόμη κι όταν ξέρεις καλά ένα πρόσωπο, όπως εγώ τη μητέρα μου, όταν το παρακολουθείς με τον κινηματογραφικό φακό, το βλέπεις διαφορετικά, ανακαλύπτεις πράγματα που δεν είχες προσέξει μέχρι τότε». Ο Ντίτερ Ζάουτερ συμφώνησε: «Όταν γνωρίζεις καλά τα πρόσωπα που είναι μπροστά στην κάμερα, μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι από όσα δείχνουν είναι ψεύτικο και τι αληθινό. Μερικές φορές πάντως το πιο δύσκολο είναι να δεις την πραγματικότητα όπως συμβαίνει γύρω σου και όχι όπως την έχεις φτιάξει από πριν στο μυαλό σου».

Ιδιαίτερη σχέση ανέπτυξε με τους πρωταγωνιστές της ταινίας του και ο Ηλίας Χωραφάς. «Όταν γύριζα την ταινία ξυπνούσα πολύ νωρίς το πρωί και ακολουθούσα για ώρες τα αδέσποτα σκυλιά στο κέντρο της Αθήνας. Στην αρχή αυτά με κοίταζαν παραξενεμένα, όσο περνούσαν οι ώρες όμως, κατάλαβα ότι όχι μόνο με είχαν συνηθίσει, αλλά με έψαχναν με τα μάτια να δουν ότι συνέχιζα να τα ακολουθώ», επεσήμανε ο σκηνοθέτης.

Από την άλλη, εντελώς ανεπηρέαστα από την κάμερα ήταν τα μέλη της πανκ μπάντας στην ταινία Το σύνδρομο του πανκ, ωστόσο αυτός που κάποιες φορές είχε πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο δημιουργός, Τζέι Πι Πάσι. «Για έναν σκηνοθέτη συχνά είναι δύσκολο να παρακολουθεί ένα πρόσωπο με την κάμερα, να βρίσκεται τόσο κοντά του. Καμιά φορά μπορεί να νιώσεις άβολα, μπορεί να ντραπείς. Οι μουσικοί πάντως στην ταινία δεν είχαν κανένα πρόβλημα», είπε ο σκηνοθέτης.

Στη συζήτηση παρενέβη από το κοινό η σκηνοθέτιδα Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), που θέλησε να μάθει εάν οι σκηνοθέτες του πάνελ χρησιμοποιούν κάποια τρικ για να καθοδηγούν τα πρόσωπα που καταγράφουν. Οι περισσότεροι δημιουργοί απάντησαν αρνητικά. «Η μέθοδος που ακολουθώ είναι να κάνω πολλές ερωτήσεις στα πρόσωπα, αλλά να παραμένω διακριτικός ως παρουσία, να με αγνοούν σταδιακά», είπε ο κ. Σβέινμπγιορνσον. Με τη σειρά του, ο Ντίτερ Ζάουτερ υπογράμμισε: «Όταν γυρίζεις μία ταινία δεν υπάρχουν κανόνες και τρικ. Αυτό κάνει το ντοκιμαντέρ τόσο δύσκολο, αλλά και τόσο ενδιαφέρον». Από την πλευρά της, η Στεφανί Άργκεριχ εξήγησε ότι ένα τέχνασμα που χρησιμοποίησε όταν κινηματογράφησε την αδελφή της ήταν να ανατρέξει στο προσωπικό της άλμπουμ αναμνήσεων. «Αυτή ήταν η πιο οδυνηρή στιγμή της ταινίας για μένα, καθώς η αδερφή μου εγκαταλείφθηκε από τους γονείς μας όταν ήταν παιδί. Ήταν δύσκολο να αφηγηθώ την ιστορία της και αυτό που έκανα στην ταινία ήταν να θυμηθώ πώς εγώ η ίδια έμαθα την ιστορία της, να ανασύρω το δικό μου χρονολόγιο, τις δικές μου αντιδράσεις. Τελικά, όταν η αδερφή μου είδε την ταινία συγκινήθηκε, της άρεσε».

Στη συνέχεια, το ερώτημα που έθεσε η κ. Άργκεριχ στους συναδέλφους της είναι ο τρόπος που χειρίζονται στις ταινίες τους τα «αρνητικά» πρόσωπα ή τα δυσάρεστα θέματα. Ο Τζέι Πι Πάσι σημείωσε ότι το πρόσωπο που επέλεξε για την πρώτη ταινία του ήταν ένας άθλιος αν και δημοφιλής παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής. «Διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν απίστευτα ρατσιστής, σεξιστής και προκλητικός. Για να τον προσεγγίσω του είπα ότι με ενδιέφερε ως αμφιλεγόμενο πρόσωπο», είπε. Με τη σειρά του, ο Ηλίας Χωραφάς υπογράμμισε: «Το 2004, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, εξαφανίστηκαν από την Αθήνα τα αδέσποτα. Υπήρχαν φήμες ότι κάποιοι τα δηλητηρίασαν ή ότι τους έγινε ευθανασία. Θέλησα να εξετάσω και την πλευρά των ανθρώπων που δεν ήθελαν τα σκυλιά μέσα στην πόλη, κανείς όμως δεν ήθελε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο μπροστά στην κάμερα. Τελικά βρήκα κάποιον, με έντονα ρατσιστικό λόγο εναντίον των ζώων, δε θέλησα όμως να τον βάλω στην ταινία. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν τα σκυλιά στις πόλεις, δεν ήθελα όμως να τους εκπροσωπεί ένας τέτοιος άνθρωπος, ούτε ήθελα να δώσω φωνή σε κάποιον που δεν σέβομαι».

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ : «Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης:
Λάθη, διδάγματα και ελπίδες»

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης: Λάθη, διδάγματα και ελπίδες», με αφορμή το αφιέρωμα που πραγματοποιεί η φετινή διοργάνωση στον χιλιανό ντοκιμαντερίστα Πατρίσιο Γκουσμάν. Ο δημιουργός, ο οποίος δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη λόγω πρόσφατου ατυχήματος, συμμετείχε μέσω Skype στο πάνελ, το οποίο αποτελούνταν από τον σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Γιώργο Αυγερόπουλο, τον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιάννη Σταυρακάκη και τον μεξικανό δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό Φερνάντο Μορένο.

Στο ξεκίνημα της συζήτησης, ο συντονιστής Δημήτρης Κερκινός ανέφερε: «Το έργο του Πατρίσιο Γκουσμάν είναι συνυφασμένο με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στη Χιλή από τις αρχές του 1970 και μετά. Η πεμπτουσία του έργου του είναι η διάσωση της μνήμης. Σε αντίθεση με την επίσημη ιστορία της χώρας, τα ντοκιμαντέρ του διαφυλάσσουν τη μνήμη και λειτουργούν ως αντίβαρο στη μεθόδευση της αμνησίας». Με αφετηρία την εμπειρία της διακυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τις συνέπειες της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή, γεγονότα τα οποία καταγράφουν τα ντοκιμαντέρ του Π. Γκουσμάν, η συζήτηση κινήθηκε γύρω από τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, την ιστορική μνήμη, την οικονομική κρίση, τη δημοκρατία και τη στάση των λαών.

Ο Πατρίσιο Γκουσμάν αρχικά αναφέρθηκε στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που οδήγησε στην άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία. «Τη δεκαετία του '60 και του '70, η Χιλή ήταν μια φτωχή χώρα, δεν υπήρχε ανάπτυξη ούτε στη γεωργία ούτε στη βιομηχανία. Ο Αλιέντε πρότεινε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στη φτώχεια. Επίσης, πρότεινε να ανακτηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, όπως ο χαλκός και ο σίδηρος, καθώς και η ιδιοκτησία της γης να μην παραμείνει στα χέρια των λίγων. Όλες αυτές οι αλλαγές πρότεινε να γίνουν μέσω της συνταγματικής οδού. Στις εκλογές του 1972 έλαβε το 36% των ψήφων κι έτσι ξεκίνησε τις μεταρρυθμίσεις. Δύο χρόνια μετά κι ενώ οι ΗΠΑ του Κίσινγκερ τον χτυπούσαν ανελέητα, σταμάτησαν οι εισαγωγές πρώτων υλών, η αστική τάξη μποϊκόταρε τη διανομή τροφίμων και πλήρωσε τους οδηγούς φορτηγών για να κάνουν απεργίες, ενώ ο λαός είχε μείνει χωρίς τρόφιμα, θέρμανση και μέσα μεταφοράς. Στις εκλογές του 1972 ο Αλιέντε έλαβε το 43,4% των ψήφων, δηλαδή ψηφίστηκε σχεδόν από τον μισό πληθυσμό. Οι ΗΠΑ πανικοβλήθηκαν όταν θριάμβευσε, φοβήθηκαν μήπως μεταδοθεί αυτή η “συνταγματική επανάσταση”, η οποία δεν περνούσε μέσα από εμφύλιο και δεν κατέστρεφε τον κρατικό μηχανισμό. Δεν ήταν αντάρτικο, όπως στο Περού, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η συμμετοχή ήταν ανοιχτή για όλους, είτε ήταν μέλη του κόμματος είτε όχι», αφηγήθηκε ο κ. Γκουσμάν. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι εκείνη η εποχή τον σημάδεψε: «Ήταν μια εξαιρετική στιγμή λαϊκής κινητοποίησης γύρω από μια λαϊκά εκλεγμένη κυβέρνηση, με στόχο να χτυπήσει τον κοινό εχθρό. Μια χώρα βιώνει κάτι τέτοιο μια φορά στα 100 χρόνια».

Πόσο σημαντική είναι η ιστορική μνήμη για την κοινωνία στη Χιλή σήμερα; Ο Πατρίσιο Γκουσμάν επεσήμανε: «Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας, όπως ήταν κάποτε τα δικαιώματα των γυναικών, των αυτοχθόνων και των ομοφυλοφίλων». Όπως πρόσθεσε ο δημιουργός, μετά από τόσα χρόνια το 60% των υποθέσεων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή εξακολουθεί να μην έχει εκδικαστεί: «Γιατί η δικαιοσύνη δεν κινείται πιο γρήγορα; Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Αυτή είναι μια ανοιχτή πληγή στη Χιλή, αλλά όλοι κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, ο κόσμος λέει ‘’εγώ δεν ξέρω, δεν είδα’’. Είμαστε ένας λαός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρελθόν του». Ο ρόλος του ντοκιμαντέρ στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, είναι θεμελιώδης, σύμφωνα με τον κ. Γκουσμάν: «Αυτό συμβαίνει επειδή το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως αντιπληροφόρηση, μπορεί να πει ελεύθερα τα πράγματα που το κράτος και οποιοσδήποτε κύκλος εξουσίας αποσιωπά. Πολλά θέματα που η χιλιανή τηλεόραση δεν τολμά να θίξει –τις εκτρώσεις, την εκκλησία, κ.ο.κ.- μπορεί να τα αναδείξει μια ομάδα ντοκιμαντεριστών. Δεν αναφέρομαι στο ποιητικό ντοκιμαντέρ, αλλά για στο ντοκιμαντέρ άμεσης κινηματογράφησης, που μπορεί να γίνει με λίγα μέσα και να υπερβεί τα ΜΜΕ».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν η Ευρώπη και η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από την περίπτωση Αλιέντε, ο Πατρίσιο Γκουσμάν τόνισε: «Η διακυβέρνηση του Αλιέντε ήταν μια μοναδική στο είδος της εμπειρία, είναι πολύ δύσκολο να εξαχθεί ένα συμπέρασμα πιο γενικό. Κάθε χώρα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο. Ο Αλιέντε αναζήτησε τη δημοκρατική οδό, τη συναίνεση. Ήθελε να αποφύγει τις ρήξεις, προσπάθησε να συνενώσει όλες τις δυνάμεις, γιατί ήξερε ότι αν διαρραγεί ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να υπάρξει κρατική επανάσταση. Από την άλλη, η δεξιά ήθελε εμφύλιο. Το έσχατο μέσο του ήταν ένα λαϊκό δημοψήφισμα και τότε συνέβη το πραξικόπημα».

Το λόγο πήρε αμέσως μετά ο δημοσιογράφος Φερνάντο Μορένο, ο οποίος σημείωσε: «Όταν μιλάμε για μνήμη μπορούμε να πέσουμε στην κοινοτοπία ότι το παρελθόν ήταν καλύτερο. Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται δέσμιος της νοσταλγίας. Ένα ‘’αντίδοτο’’ για αυτό είναι να δουλεύεις με νέους ανθρώπους, γιατί μαθαίνεις από αυτούς. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η μνήμη είναι κάτι που διαμορφώνεται καθημερινά». Όπως είπε ο ίδιος, το Μεξικό δεν βίωσε πραξικόπημα, αλλά την κυριαρχία ενός κόμματος που ήταν στην εξουσία 70 χρόνια χωρίς καμία πολιτική εναλλαγή. Επίσης, παρέθεσε και ένα πρόσφατο γεγονός, ενδεικτικό του πώς η μνήμη ασκείται και βιώνεται από τους νέους: Το κίνημα ‘’Εγώ είμαι ο 132ος’’, που ξεκίνησε από τη διαμαρτυρία 131 φοιτητών κατά του τότε υποψήφιου –και νυν- προέδρου του Μεξικό, το οποίο εξαπλώθηκε ραγδαία με μαζικές διαδηλώσεις και αίτημα την ισότιμη πρόσβαση στην πληροφόρηση και τη διαφάνεια.

Με τη σειρά του, ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Γιώργος Αυγερόπουλος σχολίασε ότι εάν υπάρχει μια αόρατη γραμμή που συνδέει τη χούντα του Πινοσέτ με την Ευρώπη της κρίσης, αυτή ονομάζεται «νεοφιλελευθερισμός». «Ό,τι έζησε η Χιλή, που ήταν πειραματόζωο του Φρίντμαν και των ‘’παιδιών του Σικάγο’’, το ζει τρεις δεκαετίες μετά η Ευρώπη. Το 2008, η τόσο άπληστη νεοφιλελεύθερη οικονομία πυροβόλησε το ίδιο της το πόδι και για να γιατρευτεί αποφάσισε ότι χρειάζεται περισσότερος νεοφιλελευθερισμός», παρατήρησε. Και ανέφερε ως παράδειγμα την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων, που το νεοφιλελεύθερο δόγμα αντιμετωπίζει ως προϊόν και όχι κατ' ανάγκη ως δημόσιο αγαθό. Όπως είπε ο ίδιος, μεταξύ άλλων, το 1981 ο Πινοσέτ υπέγραψε τον λεγόμενο «κώδικα του νερού» που θεμελίωνε το νερό ως ιδιωτικό προϊόν και όχι ως δημόσιο αγαθό. «Έτσι κατέληξαν ιδιωτικές εταιρείες να κατέχουν ποτάμια και λίμνες, καθώς και τα ισόβια δικαιώματα χρήσης τους. Μπορεί οποιοσδήποτε ιδιώτης αν θέλει, να αγοράσει μια λίμνη και να μη αντλήσει καθόλου νερό, παρά να κερδοσκοπήσει μέχρι η τιμή του να ανέβει», εξήγησε.

Αμέσως μετά, ο Γιάννης Σταυρακάκης, ανατρέχοντας στους λόγους επικράτησης του πρώιμου καπιταλισμού, σημείωσε ότι ήταν εξαρχής πολιτικοί και όχι οικονομικοί, ενώ πρόσθεσε ότι το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Αλιέντε, θέτοντας σε κίνδυνο συμφέροντα του διεθνούς συστήματος και των εγχώριων ελίτ. «Δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ο Πινοσέτ ασπαζόταν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αλλά τον χρησιμοποίησε για να αναδιατάξει τα πάντα στη χώρα, μέσω της δικτατορίας. Πολλές χώρες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, από την αντίστροφη, δηλαδή ξεφεύγοντας από μια δικτατορία. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε μια οριακή περίπτωση. Θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις η σχέση δημοκρατίας και καπιταλισμού. Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά που συνέβησαν στη Χιλή ακούγονται οικεία. Είναι το ίδιο πλαίσιο, μόνο που αντί για τα ‘’παιδιά του Σικάγο’’ εδώ έχουμε τους τεχνοκράτες, με μπροστάρη το ΔΝΤ. Μέσα από το έργο του Π. Γκουσμάν, αναρωτιόμαστε μήπως τα πειραματόζωα του σήμερα έχουν κάτι από τα πειραματόζωα του χθες», επεσήμανε ο κ. Σταυρακάκης.

Στη συνέχεια της ανοιχτής συζήτησης, το κοινό συμμετείχε διατυπώνοντας ερωτήματα. Το πρώτο από αυτά αφορούσε στο εάν είναι πιθανή σήμερα μια δικτατορία λατινοαμερικάνικού τύπου στην Ελλάδα, όπου εντείνονται οι ταξικές διαμάχες, δημιουργούνται νέες αντιδράσεις και νέα κόμματα. «Νομίζω ότι δύσκολα θα υπάρξει δικτατορία στην Ευρώπη όπως αυτή του Πινοσέτ», εκτίμησε ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ο οποίος όμως επεσήμανε ότι το έλλειμμα ηγεσίας της Ε.Ε. που παραβλέφθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια οδηγεί σε οικονομική και πολιτική καταστροφή. «Δεν πρέπει να περιμένουμε από το κράτος, πρέπει οι πολίτες να βγούμε μπροστά και να παλέψουμε για καλύτερο κόσμο. Να μην κάτσουμε περιμένοντας την κ. Μέρκελ να διαχειριστεί την οικονομία, να βγούμε στους δρόμους» τόνισε χαρακτηριστικά. Από την πλευρά του, ο κ. Μορένο υποστήριξε ότι «είναι απίθανο να δούμε ίδιες δικτατορίες με αυτές του παρελθόντος, γιατί είναι διαφορετική η ιστορική στιγμή». Από την πλευρά του, ο κ. Αυγερόπουλος είπε: «Δεν χρειάζεται μια δικτατορία, γιατί ήδη το σύστημα έχει κάνει τη δουλειά του. Ο φόβος έχει απλωθεί παντού στη μεσαία τάξη, σε αυτούς που τρώνε αλύπητο ξύλο όταν διαμαρτύρονται. Εάν διαφωνήσεις με κυρίαρχη ιδέα, είσαι ‘’προδότης’’ της πατρίδας». Ο κ. Σταυρακάκης συμπλήρωσε: «Μιλάμε για το δίπολο δικτατορία-δημοκρατία, όμως δεν είναι όλες οι δημοκρατίες ίδιες. Θα πρέπει να δούμε και την ποιότητα της δημοκρατίας, αν δηλαδή διολισθαίνει και δεν διαφέρει πολύ από άλλους είδους πολιτεύματα».

Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση ερωτήθηκαν για το εάν τελικά το ντοκιμαντέρ συμβάλλει στο να περάσουμε στη δράση ή απλώς ενημερώνει για όσα αποκρύπτει η εξουσία. «Βλέπουμε πολλά ντοκιμαντέρ π.χ. για το ζήτημα του νερού ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είναι κακής ποιότητας, είναι βαρετά και τελικά δεν συγκινούν το κοινό», απάντησε ο κ. Γκουσμάν. Δεν μπορείς να κάνεις ντοκιμαντέρ μόνο με καλές προθέσεις, πρέπει να συγκινήσεις το κοινό, να χτίζεις την αφήγηση, να βρίσκεις χαρακτήρες που να συγκινούν το κοινό. Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ παρουσιάζουν απλά μια θέση, χωρίς ουσία. Το θέμα αυτό καθαυτό δεν εγγυάται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πρέπει να κάνουμε ποιητικά, δημιουργικά ντοκιμαντέρ, με φαντασία. Αυτό είναι το καθήκον μας», πρόσθεσε. Για τον Γιώργο Αυγερόπουλο, «το ντοκιμαντέρ είναι μια αμιγώς πολιτική πράξη. Είναι ουτοπικό να περιμένουμε όλοι να βγουν στο δρόμο μέσα από την προβολή ενός ντοκιμαντέρ, αλλά πιστεύω πως ναι, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, γιατί αλλάζει τον άνθρωπο, τη σκέψη».

Στην κουβέντα τέθηκε επίσης και το επίκαιρο ζήτημα για όσα συμβαίνουν τώρα στην Κύπρο. «Θα τη δούμε να ηγείται της απελευθέρωσης από την κακή Ευρώπη; Ή να υφίσταται δεινά που προαναγγέλλουν όσοι στηρίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική μνημονίων;» ρώτησε ένας θεατής. Ο Πατρίσιο Γκουσμάν συνέδεσε κατά μία έννοια τη Χιλή με την Κύπρο μέσα από την τέχνη του ντοκιμαντέρ, παρατηρώντας ότι στην ταινία Η μάχη της Χιλής υπήρχε έμπρακτη δράση, όπως υπάρχει δράση και στην περίπτωση της Λευκωσίας. «Όταν υπάρχει δράση και ο λαός είναι στους δρόμους, πρέπει να βγεις και εσύ στο δρόμο να κάνεις αυτό που λεμε άμεσο κινηματογράφο, αφήνοντας όμως χώρο στο θεατή για αντιληφθεί μόνος του τα πράγματα. Εγώ μπήκα στον πειρασμό, αλλά δεν έφτασα ποτέ να στρατευτώ σε κόμμα. Βέβαια, αντιμετωπίζω το ντοκιμαντέρ ως χώρο στοχασμού. Ας είναι υποκειμενικό, ποτέ δεν ήμουν αντικειμενικός, αλλά έδωσα λόγο και στους αντιπάλους. Όσο πιο υποκειμενικό, τόσο καλύτερο, πιο παθιασμένο και πειστικό. Αλλιώς δεν θα διαφέρει από τα πλάνα που τραβούν οι κάμερες στις τράπεζες».