ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΗΣ 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 14-23 Μαρτίου 2014

H αυλαία του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα έπεσε με την απονομή των βραβείων της διοργάνωσης, το Σάββατο 22 Μαρτίου 2014, στο Ολύμπιον. 
Την τελετή λήξης παρουσίασε η δημοσιογράφος Μάγια Τσόκλη, η οποία αναφέρθηκε στον πολύτιμο φίλο του Φεστιβάλ που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, τον διακεκριμένο Καναδό ντοκιμαντερίστα Πίτερ Ουιντόνικ, αφιέρωμα στο έργο του οποίου πραγματοποίησε η φετινή διοργάνωση. «Δυστυχώς μας χαρίστηκε μία και μοναδική ζωή, την οποία προσπαθούμε απελπισμένα να επιμηκύνουμε, εμπλουτίζοντας τον όγκο και την ποικιλία των εμπειριών και των αναμνήσεών μας. Η αξία του ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς αυτή», επεσήμανε η κ. Τσόκλη. Η ίδια, κάνοντας αναφορές σε ορισμένα από τα ντοκιμαντέρ του 16ου Φεστιβάλ, πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Κάνοντάς μας κοινωνούς αληθινών καταστάσεων που δεν θα βιώναμε ποτέ, αλλά τις οποίες μπορούμε να καταχωρήσουμε στο συρτάρι της προσωπικής εμπειρίας και ανάμνησης, το ντοκιμαντέρ επιμηκύνει τη ζωή μας. Σήμερα νιώθω ότι έζησα στα χαρακώματα της Χομς και ανησυχώ πραγματικά για τη μοίρα του Μπάσετ, για τον οποίο ρωτούσα να μάθω αν είναι ακόμη ζωντανός. Αναρωτιέμαι αν ο πατέρας του Ορ αποδέχτηκε τελικά την απόφαση του γιου του κι αν ο μικρός Λίναρ ζει μια φυσιολογική ζωή. Σκέφτομαι τις γυναίκες στο Αφγανιστάν, που παίζουν κάθε μέρα με τη φωτιά, και με απασχολεί πραγματικά πόσο ασφαλής μπορεί να νιώθει ο Λουκάς χαμένος στα παράδοξα της ζωής του. Ακούστε πόσα πρόσωπα ανέφερα. Όλα αυτά τα πρόσωπα μπήκαν στη ζωή μου τις τελευταίες μέρες και έγιναν μέρος των αποσκευών μου». Κλείνοντας, η κ. Τσόκλη ανέφερε: «Το 16ο Φεστιβάλ, που συνεχίζει με την ίδια αυθάδη διάθεση να εξερευνά και να προτείνει, ολοκληρώνεται με εκπληρωμένους τους υψηλούς στόχους του μεν, βαθιά ανήσυχο για το μέλλον του δε».
Στον χαιρετισμό του ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης, τόνισε: «Ακόμα ένα επιτυχημένο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ έφτασε στο τέλος του. Καταφέραμε να πετύχουμε τους στόχους που είχαμε θέσει, το κοινό μας ανταποκρίθηκε και πάλι με ενθουσιασμό. Οι αίθουσες γέμισαν ξανά και οι προβολές μας έγιναν πεδίο συζήτησης και δημιουργικής τριβής. Αποσπάσαμε τα πιo θετικά σχόλια από τους καλεσμένους μας και κάθε χρόνο που περνά, το Φεστιβάλ ακούγεται όλο και πιο πολύ ανά τον κόσμο. Η Θεσσαλονίκη έχει πλέον καθιερωθεί ως ιδανικός προορισμός για κάθε κινηματογραφόφιλο από κάθε άκρη του κόσμου. Με τη στήριξη και του κοινού της πόλης λοιπόν, θεωρώ δεδομένη τη μελλοντική επιτυχία του θεσμού»...

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Το16οΦεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ουΑιώνα ταξιδεύει και φέτος σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα με τη συνεργασία των τοπικών αρχών και τη στήριξη πολιτιστικών οργανώσεων και πανεπιστημίων, στο πλαίσιο των Περιφερειακών Εκδηλώσεών του. Οι Περιφερειακές Εκδηλώσεις, οι οποίες αποτελούν τον δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της έδρας του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και των πόλεων της περιφέρειας, εναρμονίζονται με την επιθυμία του θεσμού να φέρει σε επαφή τους φίλους του ντοκιμαντέρ με την πρόσφατη ελληνική και διεθνή παραγωγή ταινιών τεκμηρίωσης.
Σε αυτό το ξεχωριστό κινηματογραφικό οδοιπορικό που διοργανώνεται από το τμήμα προγράμματος του Φεστιβάλ, έχουν προστεθεί νέοι προορισμοί, νέες στάσεις, αγκαλιάζοντας και χώρους όπου οι εικόνες και τα μηνύματα φτάνουν πιο δύσκολα, όπως σωφρονιστικά καταστήματα και ιδρύματα αγωγής.
Οι φετινές Περιφερειακές Εκδηλώσεις ξεκινούν την περιπλάνησή τους από τη Βόρεια Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θράκη και φτάνουν μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, 25 είναι οι πόλεις που θα φιλοξενήσουν τις Περιφερειακές Εκδηλώσεις του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και είναι οι εξής: Αίγινα, Αλεξανδρούπολη, Αμοργός, Άμφισσα, Άνδρος, Βόλος, Γρεβενά, Ηράκλειο, Ιτέα, Καβάλα, Καστοριά, Κιλκίς, Κοζάνη, Κως, Λαμία, Λιβαδειά, Νάξος, Ξάνθη, Πάτρα, Πρέβεζα, Ρέθυμνο, Σάμος, Φλώρινα, Χανιά και Χίος.
Εκτός Ελλάδος, οι Περιφερειακές Εκδηλώσεις θα ταξιδέψουν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας.

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ - 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 14-23 Μαρτίου 2014

ΒΡΑΒΕΙΑ ΚΟΙΝΟΥ

Βραβείο Κοινού που αφορά σε ταινίες άνω των 45’ απονέμεται:
i. Για ελληνική παραγωγή στην ταινία Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου (Ελλάδα)
ii. Για ξένη παραγωγή («Βραβείο Κοινού Πίτερ Ουιντόνικ») στην ταινία
Με διαφορά τεσσάρων γραμμάτων – Παιδιά στην εποχή του ΣΔΠΥ σε σκηνοθεσία του Έρλεντ Ε. Μο (Δανία)

Βραβείο Κοινού που αφορά σε ταινίες κάτω των 45’ απονέμεται:
i. Για ελληνική παραγωγή στην ταινία Κοινωνικό Ωδείο-Νότες σε σκηνοθεσία της Θέκλας Μαλάμου και της Αλεξάνδρας Σαλίμπα (Ελλάδα)
ii. Για ξένη παραγωγή στην ταινία Το αγόρι της πλαζ σε σκηνοθεσία του Εμίλ Λάνγκμπαλε (Μεγ. Βρετανία)

ΒΡΑΒΕΙΑ "ΦΙΠΡΕΣΚΙ"
Η φετινή κριτική επιτροπή της ΦΙΠΡΕΣΚΙ απαρτίζεται από τους: Άννικα Γκούσταφσον - Πρόεδρος (Σουηδία), Αλεξέι Γκούσεφ (Ρωσία), Φριτς ντε Γιονγκ (Ολλανδία), Μάικλ Πάτισον (Μεγ. Βρετανία), Φρεντερίκ Πονσάρ (Γαλλία), και απονέμει τα Βραβεία:
i. Για ελληνική παραγωγή στην ταινία Καλάβρυτα-Άνθρωποι και Σκιές του Ηλία Γιαννακάκη (Ελλάδα). Το σκεπτικό της επιτροπής: "Το βραβείο ΦΙΠΡΕΣΚΙ για το καλύτερο ελληνικό ντοκιμαντέρ απονέμεται στην ταινία Καλάβρυτα-Άνθρωποι και σκιές, διότι διερευνά ένα ιστορικό τραύμα του ελληνικού λαού το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς κι επειδή τεκμηριώνει τη σημασία του αντιφασιστικού αγώνα στο παρελθόν κάνοντας παράλληλα και αναφορά στο παρόν".
ii. Για ξένη παραγωγή στην ταινία Στο χείλος του Κόσμου σε σκηνοθεσία Κλάους Ντρέξελ (Γαλλία). Το σκεπτικό της επιτροπής:«Το βραβείο ΦΙΠΡΕΣΚΙ για το καλύτερο ξένο ντοκιμαντέρ απονέμεται στην ταινία Στο χείλος του κόσμου, διότι εισάγει τον θεατή στο ασταθές περιβάλλον όπου ζουν οι παριζιάνοι ‘’κλοσάρ’’ με έναν μαγευτικό και απροσδόκητο τρόπο. Ο σκηνοθέτης Κλάους Ντρέξελ και ο διευθυντής φωτογραφίας Συλβαίν Λεσέρ επιδεικνύουν πλήρη στυλιστικό έλεγχο, κινηματογραφώντας τους χαρακτήρες τους από μια απόσταση και προνομιακή σκοπιά, που κάνει αυτούς τους άστεγους ανθρώπους να ξεχωρίζουν ως άτομα με αξιοπρέπεια και σοφία».

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΜΝΗΣΤΙΑΣ
Η φετινή κριτική επιτροπή για το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας που απονέμεται σε ταινία της ενότητας «Ανθρώπινα Δικαιώματα», απαρτίζεται από τους αντιπρόσωπους της Διεθνούς Αμνηστίας Ειρήνη Τσολάκη, Κατερίνα Καλογερά, Μάρω Σαββοπούλου και Μαριάννα Λεονταρίδου, καθώς και τους Έφη Βουτυρά (ανθρωπολόγος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) και Άρη Χατζηστεφάνου (δημοσιογράφος – σκηνοθέτης).
Το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας απονέμεται στο ντοκιμαντέρ Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί σε σκηνοθεσία Μπενεντέτα Αρτζεντιέρι, Κλάουντιο Καζάτσα, Κάρλο Πρεβόστι, Ντούτσο Σέρβι και Στέφανο Ζόγια (Ιταλία-Τουρκία).

ΒΡΑΒΕΙΟ WWF
Η φετινή κριτική επιτροπή για το βραβείο της WWF που απονέμεται σε ταινία της ενότητας «Περιβάλλον», με θέμα το περιβάλλον και την αμφίδρομη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, απαρτίζεται από τους εκπρόσωπους της WWF Ελλάς, Γιώργο Βελλίδη, Ιάσωνα Κάντα και Αλέξανδρο Κανδαράκη.
Το βραβείο της WWF απονέμεται στην ταινία Χειμώνας σε σκηνοθεσία Κριστίνα Πίκι (Ρωσία).

ΒΡΑΒΕΙΟ "ΝΤΟΚΣ ΙΝ ΠΡΟΓΚΡΕΣ"
Φέτος, για δεύτερη φορά στα Ντοκς ιν Πρόγκρες της Αγοράς του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης απονέμεται βραβείο το οποίο αντιστοιχεί σε υπηρεσίες ποστ-προντάκσιον αξίας 15.000 ευρώ, από την εταιρεία Ωθοργουέρ. Την κριτική επιτροπή απαρτίζουν Αν Γκρολερόν (Αρτε, Γαλλία), Κλόντια Νόιχαουζερ (ORF, Αυστρία) και Εύη Παπαμιχαήλ (ΡΙΚ, Κύπρος). Το βραβείο Ντοκς ιν Πρόγκρες απονέμεται στο ντοκιμαντέρ Σαντ Πιπλ Φάκτορι (Γαλλία), σε σκηνοθεσία Μισέλ ΝτομονΊτσι.

ΒΡΑΒΕΙΟ "ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΤΎΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ" (EDN)
Το καθιερωμένο βραβείο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ (EDN), το οποίο τιμά πρόσωπα και οργανισμούς από την Ευρώπη με μεγάλη συνεισφορά στον τομέα του ντοκιμαντέρ, απονεμήθηκε φέτος στον Τούε Στιν Μιουλερ, μια εξέχουσα φυσιογνωμία στο χώρο των ταινιών τεκμηρίωσης, με σπουδαίο έργο στο ενεργητικό του.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 14-23 Μαρτίου 2014

ΑΠΟΝΟΜΗ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ
Μέσα σε φιλικό κλίμα, σε μια λιτή τελετή που πραγματοποιήθηκε στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ, απονεμήθηκαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014 στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι δυο υποτροφίες που χορηγούν για δεύτερη φορά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το ΙΕΚ ΑΚΜΗ, σε μαθητές του Διαπολιτισμικού Λυκείου Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Οι υποτροφίες παρέχουν τη δυνατότητα στους δύο μαθητές να εγγραφούν στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ και να πραγματοποιήσουν σπουδές στους τομείς του κινηματογράφου, της φωτογραφίας και της δημοσιογραφίας. 
Τις υποτροφίες απέσπασαν η Μαρινέλλα Μέκκα και ο Γκέρσι Αλίγια, μαθητές της Γ’ Λυκείου του Διαπολιτισμικού Λυκείου. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης, ο διευθυντής του ΙΕΚ ΑΚΜΗ Βορείου Ελλάδος κ. Σταύρος Καπελιώτης, η διευθύντρια του Διαπολιτισμικού Λυκείου κ. Δόμνα Ιωαννίδου, ο κ. Σπύρος Βούγιας, καθώς και πολλοί μαθητές και καθηγητές του σχολείου.
Στο χαιρετισμό του ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης έδωσε θερμά συγχαρητήρια στα παιδιά που διέπρεψαν με τις επιδόσεις τους και τους ευχήθηκε καλή επιτυχία και καλή σταδιοδρομία στις νέες τους σπουδές. Ο ίδιος σημείωσε επίσης: «Το Φεστιβάλ δίνει σε αυτά τα παιδιά ένα χέρι βοηθείας για να ξεφύγουν από την ανασφάλεια της μετανάστευσης, σε έναν τόπο όπου επίσης επικρατεί ανασφάλεια για το μέλλον». 
«Σήμερα ευοδώνεται μια προσπάθεια που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2010, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την έμπνευση και υποστήριξη του τότε υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Σπύρου Βούγια. Το ΙΕΚ ΑΚΜΗ στάθηκε αρωγός και το όνειρο έγινε πραγματικότητα», υπογράμμισε με τη σειρά της η Ελένη Ράμμου, υπεύθυνη γενικού συντονισμού του Φεστιβάλ.
Από την πλευρά του, ο διευθυντής του ΙΕΚ ΑΚΜΗ Β. Ελλάδος Σταύρος Καπελιώτης  τόνισε ότι ο εκπαιδευτικός οργανισμός δεν θα μπορούσε να μην είναι αρωγός σε αυτή την προσπάθεια του Φεστιβάλ. Ο ίδιος πρόσθεσε: «Εμείς οι Έλληνες θα πρέπει να θυμόμαστε ότι κάποτε ήμασταν στη θέση αυτών των ανθρώπων, ως μετανάστες στη Γερμανία, την Αυστραλία και τον Καναδά, και προσπαθούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας». Επιπλέον, ο ίδιος ανακοίνωσε ότι το ΙΕΚ ΑΚΜΗ θα συνεχίσει να παρέχει υποτροφίες σε μαθητές του Διαπολιτισμικού Λυκείου Ανατολικής Θεσσαλονίκης.
Το «παρών» στην εκδήλωση έδωσε και ο Σπύρος Βούγιας, ο οποίος απευθυνόμενος στους δυο υπότροφους, ευχήθηκε χαρακτηριστικά, αφού ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, να προβάλλουν στο μέλλον τις ταινίες τους στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 
Η διευθύντρια του Διαπολιτισμικού Λυκείου κ. Δόμνα Ιωαννίδου συνεχάρη το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το ΙΕΚ ΑΚΜΗ για την εξαιρετική πρωτοβουλία της χορήγησης υποτροφιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «ο βασιλικότερος τρόπος να αποκτήσεις φίλους είναι η ευεργεσία». Η ίδια τόνισε επίσης: «Κάθε μέρα σκέφτομαι πώς μπορούμε να ανοίξουμε δρόμους σε αυτά τα παιδιά. Είναι εξαιρετικά παιδιά, κοπιάζουν περισσότερο γιατί έχουν διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα, ενώ επιπλέον αντιμετωπίζουν κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες», και ευχήθηκε στα δύο παιδιά «να ακολουθήσουν το δρόμο της καρδιάς τους». 
Κλείνοντας την εκδήλωση, το λόγο πήραν οι δυο βραβευθέντες. «Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί το περίμενα πολύ καιρό. Τελικά όταν κάποιος βάζει στόχους μπορεί να τα καταφέρει. Ευχαριστώ το ΙΕΚ ΑΚΜΗ και ελπίζω να συνεχίσουν να δίνονται ευκαιρίες στους νέους για ένα καλύτερο αύριο», δήλωσε η Μαρινέλλα Μέκκα. Με τη σειρά του, ο Γκέρση Αλίγια εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την υποτροφία, προσθέτοντας «ελπίζω να καταφέρουμε να φανούμε αντάξιοί της».

ΜΑΣΤΕΡΚΛΑΣ
Στο πλαίσιο του Φόρουμ 2014 του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, μάστερκλας με τίτλο «Διανέμοντας ένα ντοκιμαντέρ του δημιουργού-μια μελέτη περίπτωσης τον ... με τον Μπεν Κέμπας».
Εισηγητής του μάστερκλας το οποίο αποτελεί συν-διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ ... και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν ο Μπεν Κέμπας, παραγωγός Μάρκετινγκ και Διανομής στο Ινστιτούτο Ντοκιμαντέρ της Σκωτίας και επικεφαλής της διανομής και προώθησης του διακεκριμένου ντοκιμαντέρ...
Στο ..., το οποίο συντόνισε ο..., έδωσε το «παρών» και η Έμα Ντέιβι, σκηνοθέτιδα του... (συν-σκηνοθεσία με τον Μόραγκ ΜακΚίνον). Ο Μπεν Κέμπας μοιράστηκε με το κοινό στρατηγικές και εργαλεία χάρη στα οποία μπορεί μια ταινία να συναντήσει μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Ο ίδιος αναφέρθηκε βήμα προς βήμα σε όλη τη διαδικασία παρουσίασης του ... σ’ ένα μεγαλύτερο κοινό, η οποία επικεντρώθηκε γύρω από το ... (Παγκόσμια Ημέρα Προβολών), ένα μεγάλο πείραμα συμμετοχικής διανομής που οδήγησε σε περισσότερες από 300 δράσεις σε 40 χώρες. Ανάμεσα στα ζητήματα που έθιξε στο ο κ. Κέμπας, ήταν η συνεργασία με πολλαπλούς εταίρους, η ανάπτυξη μιας «φορητής πλατφόρμας χρηματοδότησης» για κοινοτικές προβολές και δωρεές, η κατασκευή και διαχείριση μιας ομάδας υποστηρικτών πέρα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και τα καινοτόμα συστήματα διανομής ταινιών.
Όπως σημείωσε ο κ. Κέμπας στην εισαγωγή του, είναι δύσκολο οι δημιουργοί να είναι ταυτόχρονα και παραγωγοί, αλλά και να ασχολούνται με τη διανομή με το μάρκετινγκ της ταινίας τους. Ωστόσο, υπάρχουν διαδικτυακά εργαλεία τα οποία δημιουργούν διάδραση με το κοινό σε κάθε στάδιο δημιουργίας της ταινίας, με αποτέλεσμα όταν αυτή ολοκληρωθεί, να έχει ήδη δημιουργηθεί μια ομάδα υποστηρικτών που ιδανικά θα ακολουθεί τον δημιουργό από το ένα πρότζεκτ στο επόμενο. Ως ειδικός μάρκετινγκ διανομής, ο ίδιος προσπαθεί να βρίσκει νέες στρατηγικές για προσέγγιση και σύνδεση της ταινίας με το κοινό. «Όλοι έχουμε σελίδες στο ..., αλλά το ζητούμενο είναι να υπάρχει μια πλατφόρμα όπου να μπορείς να ελέγχεις το κοινό σου χωρίς να εξαρτάσαι από τρίτους», είπε ο κ. Κέμπας, δίνοντας ως παραδείγματα τις πλατφόρμες
Από την άλλη, το ... είναι μια πλατφόρμα που διαθέτει έναν player και βοηθά τους δημιουργούς να πουλήσουν την ταινία τους, καθώς υπάρχουν σχετικές επιλογές για ενοικίαση και αγορά σε διάφορες ποιότητες προβολής. Ο player αυτός μπορεί να ενσωματωθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Με αυτό τον τρόπο, ο δημιουργός μπορεί να δίνει στο κοινό μια πρόγευση της ταινίας του, να ενημερώνει για το πότε θα είναι διαθέσιμη, να βλέπει τα προφίλ των αγοραστών και να πληροφορεί για τα σημεία προβολής. Αυτό είναι κάτι που δεν παρέχει το ..., γιατί δεν σου λέει ποιος .. τη θετική ψήφο», υπογράμμισε σχετικά ο κ. Κέμπας. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι οι δύο αυτές πλατφόρμες μπορούν να «συνεργαστούν», με αποτέλεσμα όποιος εγγράφεται στο ... να εμφανίζεται αυτόματα και στο σύστημα του ...
Στη συνέχεια, ο Μπεν Κέμπας χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για μελέτη περίπτωσης το ντοκιμαντέρ, για το οποίο υπήρξε παγκόσμια κινητοποίηση μέσω των ... αλλά και άλλων εξειδικευμένων διαδικτιακών εργαλείων. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την ιστορία του 33χρονου Νιλ Πλατ, ο οποίος πάσχει από την ίδια, νευρολογικής φύσης ασθένεια, από την οποία πάσχει και ο βρετανός επιστήμονας Στίβεν Χόκινγκ. Ο Νιλ, ο οποίος έχασε τον πατέρα του από την ίδια ασθένεια, είχε μπροστά του έξι μήνες ζωής όταν γυριζόταν η ταινία. Επιθυμία του ήταν, μέσα στο χρόνο που του απέμενε, να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, έτσι ώστε να συγκεντρωθούν δωρεές που θα επιτρέψουν τη συνέχιση των ερευνών για τη θεραπεία της ασθένειας. Μέσω του μπλογκ του, είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο δίκτυο φίλων και κάλεσε σκηνοθέτες να προβάλλουν το θέμα κινηματογραφώντας τον. «Τελικά η κοινότητα που δημιουργήθηκε γύρω από το ντοκιμαντέρ έγινε η επέκταση της ταινίας», σημείωσε σχετικά η σκηνοθέτιδα Έμα Ντέιβι.
Αφού προβλήθηκε ένα απόσπασμα του ντοκιμαντέρ, ο Μπεν Κέμπας ανέλυσε τη στρατηγική προώθησής του, η οποία υλοποιήθηκε σε πολλά επίπεδα. Τα χρήματα που εξασφαλίστηκαν αρκούσαν μόνο για την παραγωγή της ταινίας και όχι για το μάρκετινγκ. Έτσι, η ομάδα της ταινίας απευθύνθηκε αρχικά σε ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν σχέση με την ασθένεια, όπως συγγενείς ασθενών, ιατρικό προσωπικό, ερευνητικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ένα από αυτά τα ιδρύματα, πρότεινε να γίνει την 21η Ιουνίου -παγκόσμια ημέρα ενημέρωσης για την ασθένεια- ένας παγκόσμιος κύκλος προβολών του ντοκιμαντέρ.
Επιπλέον, μέσω του ..., ενός ιδρύματος που υποστηρίζει την συνεργασία οργανισμών που αφορούν σε καλλιτεχνικά έργα, τεχνολογία και έρευνα, η ομάδα του ντοκιμαντέρ έλαβε χρηματοδότηση για την τεχνολογική ανάπτυξη του ... μέσω του οποίου ο κόσμος θα συμμετείχε στην χρηματοδότηση του ., θέτοντας σε εφαρμογή το γνωστό ... «Σκεφτήκαμε, για παράδειγμα, να δώσουμε ένα ποσοστό σε όποιον  ενσωμάτωνε τον ... στη σελίδα του, οπότε μέσω αυτού γινόταν η διανομή της ταινίας σε ένα ακόμη σημείο προβολής. Θέλαμε επίσης να είναι αυτόματη η ανταπόδοση στον μικροχρηματοδότη, παρέχοντάς του ως αντάλλαγμα, π.χ. κάποιο από τα προηγούμενα φιλμ μας, αφίσες, καθώς και διάφορες ποιότητες προβολής εάν έκανε μόνο ... ή επέλεγε αποστολή ... στο σπίτι του». 
Παράλληλα, όπως είπε ο Μπεν Κέμπας, «χρησιμοποιώντας το NationBuilder αρχίσαμε να συλλέγουμε δεδομένα για ανθρώπους που δουλεύουν σε οργανισμούς σχετικούς με την ασθένεια. Από μια μεγάλη αλυσίδα μηνυμάτων αλληλογραφίας με άτομα σε όλο τον κόσμο βρήκαμε 300 άτομα που μπορούσαν να φιλοξενήσουν την προβολή, σε κινηματογραφική αίθουσα, σε ιδιωτικό χώρο ή οπουδήποτε αλλού. Σκοπός μας ήταν να έχουμε όσο περισσότερες προβολές γινόταν εκείνη την ημέρα». Εκτός από τη διαδικτυακή καμπάνια ακολουθήθηκε παράλληλα και η «κλασική» οδός προώθησης της ταινίας μέσω των φεστιβάλ και των ΜΜΕ. «Είχαν προηγηθεί προβολές στο φεστιβάλ Εδιμβούργου και Λονδίνου, κάτι που μας έδωσε τη δυνατότητα να προβληθεί η ταινία στα μέσα ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι είχαν μια συγκλονιστική ιστορία να διηγηθούν, ενώ η σύζυγος του Νιλ βοήθησε στην προβολή του θέματος δίνοντας συνεντεύξεις σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές», υπογράμμισε η Έμα Ντέιβι.
Στο πλαίσιο του ..., ακολούθησε συζήτηση με το κοινό σχετικά με το κόστος και τη χρήση κάθε πλατφόρμας προώθησης, τις τεχνικές που προσελκύουν και διατηρούν το ενδιαφέρον του κοινού, τη μέθοδο του ..., καθώς και άλλα συγγενή θέματα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΚΑΝΤΟΣ/ΕΚΤΟΣ ΔΡΟΜΟΥ/ΙΣΟΒΙΑ ΔΕΣΜΑ/ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ελίζα Αμορούζο (Εκτός δρόμου), Τσάρλι Πέτερσμαν (Κάντος), Γιαρόν Σανί (Ισόβια δεσμά) και Ναβίνα Χατίμπ (Το σπίτι του φωτός).
Το ντοκιμαντέρ Το σπίτι του φωτός της Ναβίνα Χατίμπ (συν-σκηνοθεσία με την Αλεξάντρα Βελτς) καταγράφει την καθημερινότητα ενός ορφανοτροφείου στο Περού. Η κ. Χατίμπ αναφέρθηκε στο πώς προέκυψε το θέμα της ταινίας: «Η πρώτη μου επίσκεψη εκεί έγινε το 2007 ως εθελόντρια. Από τότε γεννήθηκε η ιδέα του ντοκιμαντέρ, αλλά δεν είχα τα χρήματα. Όταν επέστρεψα μετά από χρόνια, αρχικά κανείς δεν ήθελε να μου μιλήσει κι έτσι έμεινα παραπάνω και δημιούργησα φιλίες με τα άτομα που εργάζονταν εκεί. Τελικά το 2012 ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, έχοντας ως αρχική ιδέα να ασχοληθούμε με την ανακαίνιση του σπιτιού. Γρήγορα καταλάβαμε ότι η ιστορία του ήταν πολύ ευρύτερη. Μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, τα οποία ήταν δύσκολο να συνδυάσουμε και να συμπεριλάβουμε στο υλικό μας. Κατά ένα τρόπο, η ταινία δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του μοντάζ, όπου χρειάστηκε να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις για το τι θα συμπεριλάβουμε σε αυτή». Η μοντέρ της ταινίας Άνα Πεσαβέντο, η οποία έδωσε επίσης το «παρών» στη συνέντευξη Τύπου, συμπλήρωσε σχετικά: «Το μοντάζ διήρκεσε τρεις μήνες και η επιμέλεια του ηχητικού μέρους της ταινίας ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα μήνα». Όσο για το τι συμβαίνει στο ορφανοτροφείο τώρα, η σκηνοθέτιδα Ναβίνα Χατίμπ σημείωσε: «Είμαι καλή φίλη με όλους, ιδιαίτερα με τον υπεύθυνο του σπιτιού και διατηρώ επαφή μαζί τους. Ελπίζω ότι η ταινία θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου και ότι ενδεχομένως θα προσελκύσει οικονομική βοήθεια, γεγονός που ήταν και ένας από τους στόχους της εξαρχής: να βοηθήσουμε αυτά τα παιδιά».
Μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ντοκιμαντέρ Κάντος του Τσάρλι Πέτερσμαν, το οποίο εστιάζει σε τέσσερις ανθρώπινες ιστορίες με φόντο τη σημερινή Κούβα. «Το σκεπτικό ήταν να κάνω μία ταινία όχι για το καθεστώς της χώρας, αλλά για το πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι εκεί. Δεν ήθελα να είμαι σαφώς υπέρ ή κατά. Κατά τη διάρκεια της αραβικής άνοιξης άρχισε να με ενδιαφέρει όχι το πώς γεννιούνται οι επαναστάσεις, αλλά το τι έπεται αυτών», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Δεν είχα ξαναπάει στην Κούβα πριν. Με ενδιέφερε να κάνω μία ταινία όπου θα έπρεπε μόνος μου να καταλήξω στο πώς βλέπω τη χώρα, απαλλαγμένος από προκαταλήψεις. Έκανα έρευνα επί ένα μήνα και κατά τη διάρκεια της διαμονής μου εκεί, μπόρεσα πραγματικά να απαρνηθώ τις ιδέες που είχα εκ των προτέρων και να ανακαλύψω τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του θέματός μου, αυτά που βρίσκονται στη γκρι ζώνη και όχι στο άσπρο-μαύρο». Ο κ. Πέτερσμαν αναφέρθηκε και στο πώς ανακάλυψε τους χαρακτήρες του: «Ήθελα να κάνω τέσσερα πορτρέτα: ένα άτομο από κάθε γενιά Κουβανών, εκ των οποίων μία γυναίκα κι ένα παιδί. Η γυναίκα που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ είναι υπεύθυνη ενός μπλογκ που λειτουργεί παράνομα, κι έτσι κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί της και να με φέρει σε επαφή με άλλους bloggers και άτομα». Όσο για τον τίτλο του ντοκιμαντέρ, ο οποίος σημαίνει «τραγούδια», ο δημιουργός εξήγησε: «Στην κουλτούρα των Κουβανών η μουσική είναι πανταχού παρούσα, το ίδιο και στη ζωή των αντιφρονούντων που γνώρισα μέσω του διαδικτύου. Όσο ήμουν στην Κούβα, έτυχε να διαβάσω και μια φράση του Μπέκετ που λέει ‘’εάν είσαι μέχρι το λαιμό στα σκατά, το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να αρχίσεις να τραγουδάς’’, ρήση που με επηρέασε βαθιά και αποφάσισα ότι το ‘’...’’ θα ήταν ο ιδανικός τίτλος».
Πολιτική αλλά και βαθιά ανθρώπινη χροιά έχει το ντοκιμαντέρ Ισόβια δεσμά του Γιαρόν Σανί (συν-σκηνοθεσία με τη Νουρίτ Κεντάρ), το οποίο αναδεικνύει το ισραηλινοπαλαιστινιακό ζήτημα μέσα από μια απίστευτη οικογενειακή ιστορία. Ο κ. Σανί μίλησε για αυτή την περίπλοκη περίπτωση: «Ο ήρωας της ταινίας, Νίμερ Φάουζι, είναι ένας παλαιστίνιος με ισραηλινή υπηκοότητα ο οποίος τη δεκαετία του '60 ερωτεύτηκε μία Εβραία, την παντρεύτηκε παρά την αντίθεση των οικογενειών τους και απέκτησαν ένα γιο και μία κόρη. Στον πόλεμο του 1967, μέσα σε έξι ημέρες το Ισραήλ νίκησε επτά αραβικές γείτονες χώρες γκρεμίζοντας το παλαιστινιακό όνειρο. Ο Νίμερ ήταν εξοργισμένος και αποφάσισε να εκτελέσει ισχυρές τρομοκρατικές πράξεις μόνος του, χωρίς να είναι μέλος κάποιας οργάνωσης. Δεν το γνώριζε κανείς, ούτε καν η οικογένειά του, η οποία μετά τη σύλληψή του στιγματίστηκε. Η μητέρα άφησε τα δυο παιδιά σε ένα ορφανοτροφείο και έφυγε. Εκεί τα παιδιά κακοποιήθηκαν και ζούσαν αποκλεισμένα ως παιδιά τρομοκράτη. Η μητέρα επέστρεψε και τα πήρε μαζί της στον Καναδά, σε μία αυστηρή Εβραϊκή κοινότητα, αποκρύπτοντάς τους την καταγωγή τους. Όταν ο Νίμερ κατάφερε να τους επισκεφθεί μετά από χρόνια, μόνο τότε έμαθαν ότι έχουν πατέρα». Μιλώντας για το γιο της οικογένειας, στις μαρτυρίες του οποίου εστιάζει το ντοκιμαντέρ, ο κ. Σανί ανέφερε: «Σε αντίθεση με τη μητέρα και την κόρη, ο γιος του Νίμερ δε διάλεξε πλευρά. Ο πατέρας του έγινε ακραίος εθνικιστής, ενώ η μητέρα και η αδελφή του ακραία θρησκευόμενες Εβραίες. Εκείνος δεν πήρε το μέρος κανενός, γιατί αντιλήφθηκε ότι αυτά τα σύνορα είναι φαντασιακά, ήθελε απλά να είναι ελεύθερος. Πρόκειται για ένα μοναχικό άνθρωπο, χωρίς ταυτότητα και με τραυματική παιδική ηλικία. Δείχνοντας τη στάση του στην ταινία, προσπάθησα να εναντιωθώ στην καταπίεση και το πώς αυτή υπεισέρχεται στην καθημερινή μας ζωή, καθώς και να στείλω ένα μήνυμα για όσα πράγματα θεωρούμε δεδομένα αλλά μπορούν να προκαλέσουν τόσο πόνο. Ο ήρωας αυτός είναι ένας ευγενής, γενναίος και ήπιος άνθρωπος, δύσκολος να προσεγγιστεί, γιατί δεν είχε επαφή με τα συναισθήματά του. Του πήρε χρόνο να βρει τα λόγια να εκφράσει τον πόνο του».
Μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, αν και εντελώς διαφορετική, είναι και ο ήρωας του ντοκιμαντέρ Εκτός δρόμου της Ελίζα Αμορούζο. Πρόκειται για τον Πίνο, έναν μηχανικό αυτοκινήτων και οδηγό ράλι που γίνεται γυναίκα (Μπεατρίτσε) και παντρεύεται μία άλλη γυναίκα, τη Μαριάννα. «Τον / την βρήκα -δεν ξέρω σε τι γένος να μιλήσω-, μέσω μίας φίλης που πήγαινε στο συνεργείο του / της. Μόλις μπήκα στο γραφείο του, μου έκαναν εντύπωση οι τοίχοι: Από τη μία πλευρά έβλεπα φωτογραφίες του ως Πίνο και πρωταθλητή ράλι και από την άλλη φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρό, του ινδάλματός του. Υπήρχε μία τεράστια αντίθεση και κατάλαβα ότι εκεί υπήρχε μία ενδιαφέρουσα ιστορία», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια τόνισε: «Όταν του ζήτησα να μιλήσει για την ιστορία του, ο Πίνο μου είπε ότι πρώτα έπρεπε να πάρει άδεια από τη γυναίκα του. Όταν την πρωτογνώρισα με ζήλευε, όπως ζήλευε όλους όσοι προσέγγιζαν τον Πίνο ή τη θηλυκή πλευρά του, τη Μπεατρίτσε. Σιγά σιγά όμως η σχέση μου με τη Μαριάννα βελτιώθηκε. Τα γυρίσματα είχαν πλάκα και η ταινίας είναι πράγματι αστεία, γι’ αυτό και στην Ιταλία άρεσε πολύ». Η σκηνοθέτιδα μίλησε για τη γνωριμία του ζευγαριού: «Η Μαριάννα ήρθε στην Ιταλία από ένα μικρό χωριό της Ρουμανίας και φρόντιζε τη μητέρα του Πίνο. Έτσι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν, χωρίς όμως η Μαριάννα να μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει και χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει διεμφυλικό άτομο. Όταν τελικά παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, φορώντας και οι δύο νυφικά, ο Πίνο αναγκάστηκε να δείξει την ταυτότητά του που έγραφε Τζουζέπε για να γίνει ο γάμος. Εντυπωσιάστηκα από την ομορφιά της σχέσης τους και αυτή την ιστορία αγάπης. Οι δυο τους μπόρεσαν να φτιάξουν ένα νέο μοντέλο οικογένειας. Η Μαριάννα είχε ήδη ένα γιο δεκαπέντε χρόνων ο οποίος αποκαλεί τον Πίνο πατέρα». Αναφερόμενη στον ήρωά της, η δημιουργός συμπλήρωσε: «Ο Πίνο λέει ότι έχει τρεις ταυτότητες, τον Πίνο, τον Τζιρέλο -όπως τον γνωρίζουν στον κόσμο του ράλι- και τη Μπεατρίτσε. Δεν του αρέσουν οι ετικέτες. Θαυμάζω το θάρρος του να μην ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων, αλλά και την Μαριάννα που αγαπά σε εκείνον τόσο τον άνδρα όσο και τη γυναίκα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΩ Ή ΝΑ ΦΥΓΩ / ΗΘΟΠΟΙΟΙ: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΠΟΥΔΗΣ / ΣΤΟΡΓΗ ΣΤΟ ΛΑΟ / ΚΙΣΜΕΤ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μενέλαος Καραμαγγιώλης Να μείνω ή να φύγω), Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής), Βασίλης Δούβλης (Στοργή στο λαό) και Νίνα Μαρία Πασχαλίδου (Κισμέτ).
Η ταινία του Βασίλη Δούβλη έχει ως θέμα της τη λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο την περίοδο της δικτατορίας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης «η ερευνά κράτησε χρόνια γιατί το υλικό ήταν αταξινόμητο και διάσπαρτο, στην  Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Υπουργείο Εξωτερικών και αλλού». Στο ντοκιμαντέρ μιλούν πολλοί έλληνες δημιουργοί, ανάμεσά τους, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. «Η ταινία αποτυπώνει τη γελοιότητα και τον παραλογισμό της μισαλλοδοξίας αλλά και την προσπάθεια των δημιουργών να υπερβούν τα προβλήματα και να αρθρώσουν λόγο. Ο Αγγελόπουλος λέει πώς αυτή η συνθήκη επηρέασε την αισθητική του, ειδικά στην ταινία Μέρες του ’36 που χρησιμοποιεί πολύ τον έμμεσο λόγο», εξήγησε ο Βασίλης Δούβλης. Αυτό που τον εξέπληξε ήταν η επιχειρηματολογία που ανέπτυσσαν οι λογοκριτές στις εκθέσεις τους. Για παράδειγμα μια ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ κόπηκε γιατί ο λογοκριτής θεώρησε ότι στερείται καλλιτεχνικής αξίας, ενώ μια ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ χαρακτηρίστηκε ως αποκορύφωμα ασυναρτησίας.  Αναφορικά με τη λογοκρισία στις μέρες μας, ο σκηνοθέτης είπε: «Σήμερα λογοκρισία υπάρχει σε αρκετές χώρες στον κόσμο, όπου υπάρχουν ανελεύθερα καθεστώτα. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες υπάρχει μια άλλης μορφής λογοκρισίας. Με την επανεμφάνιση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας ομάδες φανατικών προσπαθούν να εμποδίσουν διάφορα έργα τέχνης που δεν ταιριάζουν στα πιστεύω τους να εκτίθενται, ενώ πολλές φορές δημιουργείται ένα κλίμα ζόφου που κάποιες φορές οδηγεί τον καλλιτέχνη σε αυτολογοκρισία».
Στην ταινία του Ηθοποιοί ημερολόγιο σπουδής ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος παρακολουθεί μια ομάδα νέων κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σε μια δραματική σχολή. Ο ίδιος, διδάσκει υποκριτική κινηματογράφου και γνωρίζει από πρώτο χέρι τη σκληρή δοκιμασία που περνούν όσοι επιλέγουν να γίνουν ηθοποιοί. «Ένα κρίσιμο σημείο στο ντοκιμαντέρ είναι πως καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους που κινηματογραφούμε. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν αφού νιώσαμε ότι είχαμε κερδίσει αυτή την εμπιστοσύνη. Ως σεναριακή προσέγγιση χρησιμοποιήσαμε ερωτήματα που επανέρχονται κατά τη διάρκεια των σπουδών των παιδιών. Με αυτό τον τρόπο παρατηρούσαμε πώς τα παιδιά αλλάζουν καθώς περνάει ο χρόνος και δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο αιώνιο ερώτημα πως γίνεται κανείς ηθοποιός. Η διαδικασία της σπουδής της υποκριτικής τέχνης είναι μια διαδικασία γνωριμίας με τον εαυτό τους, το σώμα τους», τόνισε ο σκηνοθέτης. Το ενδιαφέρον για τον ίδιο είναι πως «αν και οι νέοι γνωρίζουν ότι υπάρχει σχεδόν 90% ανεργία στο επάγγελμα, η απόφασή τους να γίνουν ηθοποιοί είναι συνειδητή. Ίσως ο τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτό που ζούμε σήμερα είναι να κυνηγάμε με πείσμα τα όνειρά μας», κατέληξε. 
Το ..., μια παράσταση θεάτρου ντοκουμέντου, ενέπνευσε τον τίτλο του ντοκιμαντέρ του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. «Βλέπουμε καθημερινούς ανθρώπους, στην Αθήνα και το Βερολίνο που παίρνουν κομμάτια της ζωής τους και τα κάνουν θέατρο, βλέπουμε το πως οι κανόνες του ντοκιμαντέρ μπορούν να μεταφερθούν και να γίνουν θέατρο. Το έργο στο θέατρο ντοκουμέντου γράφεται στις πρόβες», επισημαίνει ο σκηνοθέτης. Ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως εξηγεί είναι ότι, τόσο στην Αθήνα, όσο και στο Βερολίνο, οι παραστάσεις είναι soldout, κι αυτό ήταν κάτι απρόσμενο, καθώς σημαίνει ότι αφορά τον κόσμο. Το ντοκιμαντέρ ωστόσο δεν αναφέρεται μόνο στη θεατρική τέχνη αλλά και στη μετανάστευση. Το θέμα θίγεται μέσα από μετανάστες διαφορετικών γενεών: από τον 70χρονο γκασταρμπάιτερ, την γυναίκα που μετανάστευσε την περίοδο της δικτατορίας, μέχρι τους νέους μετανάστες που φεύγουν λόγω της κρίσης στην Ελλάδα. «Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ταινία τέχνης αλλά για μια ταινία για την κρίση. Οι νέοι μετανάστες διαχειρίζονται το θέμα με άλλο τρόπο, δεν ντρέπονται να πουν 'δεν έχω δουλειά'. Προσπαθούν να βρουν λύση και η παράσταση έστω και προσωρινά είναι για εκείνους μια λύση. Οι νέοι μετανάστες δεν κυνηγούν τα χρήματα ως αυτοσκοπό, μπορεί να καθαρίζουν σκάλες ή να κουβαλούν κρέατα στην αγορά, αλλά συνεχίζουν με έναν τρόπο να κυνηγούν αυτό που θέλουν», υπογράμμισε ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης.
Το ντοκιμαντέρ της Νίνας Μαρίας Πασχαλίδου, παρουσιάζει την επιρροή που έχουν οι τούρκικες σαπουνόπερες σε θέματα χειραφέτησης γυναικών στον αραβικό κόσμο. «Οι γυναίκες στις αραβικές χώρες εμπνέονται από τις ηρωίδες των τουρκικών σίριαλ και διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Για παράδειγμα μια γυναίκα στο Άμπου Ντάμπι που είχε υποστεί βία από τον άντρα της και είχε μείνει κλεισμένη στο σπίτι επί 12 χρόνια, με μόνη παρέα της τη Φατμαγκιουλ, αποφάσισε να ζητήσει διαζύγιο και να απελευθερωθεί από τη φυλακή του σπιτιού της. Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η Σαμίρα, γνωστή ακτιβίστρια στην Αίγυπτο που υπέστη σεξουαλική παρενόχληση από αξιωματούχους του στρατού, μήνυσε τον αιγυπτιακό στρατό και κατάφερε να σταματήσει τα τεστ παρθενίας στο Κάιρο», είπε η σκηνοθέτις. Στη συνέχεια εξήγησε ότι ειδικά στην Αίγυπτο, της έκανε εντύπωση ότι οι γυναίκες ψάχνουν για νέα πρότυπα και τα βρίσκουν στις ηρωίδες των τούρκικων σειρών.

MIA ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ / ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ / Ο ΚΑΛΟΣ ΓΙΟΣ / ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ / ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΖ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Σαμάνθα Γκραντ Ουίσλερ (Μια επισφαλής εμπιστοσύνη: λογοκλοπή, εξουσία κι ο Τζέισον Μπλερ στους Νιου Γιορκ Τάιμς), Σίρλι Μπέρκοβιτς (Ο καλός γιος), Άννα Μπρας (Αφήνοντας την Ελλάδα), Μάικλ Όμπερτ (Τραγούδι από το δάσος) και Εμίλ Λάνγκμπαλε (To αγόρι της πλαζ).
Αρχικά το λόγο πήρε η Σίρλι Μπέρκοβιτς, το ντοκιμαντέρ της οποίας Ο καλός γιος ακολουθεί τον νεαρό Ορ στο ταξίδι του στην Ταϊλάνδη όπου κάνει αλλαγή φύλου, χωρίς να το έχει πει στην οικογένειά του. Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε στη γνωριμία της μαζί του: «Ο Ορ είχε δει την προηγούμενη ταινία μου και ήρθε κυριολεκτικά στην πόρτα μου και με βρήκε, ζητώντας μου να τον ακολουθήσω στο ταξίδι του και να τον κινηματογραφήσω. Ήταν σαν να είχα κερδίσει το λαχείο. Ξεκίνησα άμεσα. Πούλησα το αυτοκίνητό μου, άφησα το σκύλο μου στο γείτονα, αγόρασα εισιτήριο και πήγα στην Ταϊλάνδη. Έμεινα μαζί του για ένα μήνα στον καναπέ του νοσοκομείου. Ήθελα να έχω όσο το δυνατόν περισσότερο ακατέργαστο υλικό». Αναφερόμενη στην απόφαση του ήρωά της, η κ. Μπέρκοβιτς σημείωσε: «Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση. Για να κάνει την εγχείρηση, πήρε χρήματα από τους γονείς του, λέγοντάς τους ότι θα σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αυτό είναι ενάντια στις αρχές μου, θεωρώ ότι το σωστό είναι να μιλάς ανοιχτά. Ωστόσο, όταν γνώρισα τον χαρακτήρα αυτό καλύτερα, κατάλαβα ότι δεν είχε άλλες επιλογές. Οι άνθρωποι δεν θα τον αποδέχονταν διαφορετικά. Είχε το θάρρος να κυνηγήσει το όνειρό του. Άρχισα να τον θαυμάζω που διαθέτει το θάρρος να κάνει αυτό που πιστεύει. Οι περισσότεροι απλώς το ονειρευόμαστε».
Αμέσως μετά, η Σαμάνθα Γκραντ Ουίσλερ αναφέρθηκε στo θέμα του ντοκιμαντέρ Μια επισφαλής εμπιστοσύνη: λογοκλοπή, εξουσία κι ο Τζέισον Μπλερ στους Νιου Γιορκ Τάιμς. Πρωταγωνιστής είναι ο Τζέισον Μπλερ, πρώην δημοσιογράφος των ..., ο οποίος προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο όταν αποκαλύφθηκε ότι έκλεβε και επινοούσε ψευδή στοιχεία στα ρεπορτάζ του. «Ο Τζέισον είναι ένα περίπλοκο και δύστροπο άτομο. Η σχέση μας δεν ήταν εύκολη. Η ιστορία του είχε καλυφθεί εκτεταμένα από τα μέσα ενημέρωσης, όμως δε θεωρούσα ότι είχε καλυφθεί σε βάθος. Υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες γνώμες κι αυτό ήθελα να δείξω στην ταινία μου. Ήθελα να δώσω λόγο σε όλους τους εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο, αλλά φυσικά όταν πρόκειται για σκάνδαλο κανείς δε θέλει να μιλήσει», είπε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια πρόσθεσε σχετικά: «Λειτούργησα ως δημοσιογράφος, βρήκα τις σωστές πηγές και έστειλα μέιλ στον Τζέισον, ζητώντας του την άποψη του για το θέμα. Δεν έλαβα απάντηση και συνέχισα για πολλές εβδομάδες χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που βρήκα τη διεύθυνσή του και του έγραψα ότι θα τον επισκεφθώ. Αυτό του τράβηξε την προσοχή και τελικά ένα χρόνο μετά, συμφώνησε να μου μιλήσει». Η κ. Γκραντ Ουίσλερ σχολίασε και τη στάση των ΜΜΕ απέναντι στο γεγονός: «Δεν ξέρω εάν ο Τύπος έχει καταλάβει τι πήγε στραβά σε αυτή την ιστορία. Ο Τύπος είναι σαν ένα ακέφαλο σώμα. Βρίσκω κυρίως προβληματικό το πώς καταγράφηκε και εξελίχθηκε η ιστορία του Τζέισον, αφού τα ΜΜΕ επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι είναι Αφροαμερικανός, πράγμα άσχετο με την ουσία του θέματος. Μέσα από την ταινία, το κοινό μπορεί να αντλήσει διδάγματα και να προβληματιστεί για τον ρόλο των ΜΜΕ».
Το ντοκιμαντέρ Το αγόρι της πλαζ του Εμίλ Λάνγκμπαλε μας μεταφέρει στην Αφρική εστιάζοντας στην επί πληρωμή σχέση ενός νεαρού Κενυάτη με μία μεσήλικη Βρετανίδα παραθερίστρια. «Κάποιοι ίσως θα αποκαλούσαν ζιγκολό αυτό τον νεαρό Κενυάτη, εγώ όμως θα τον έλεγα τυχοδιώκτη. Είναι ένας φτωχός άνθρωπος που δεν έχει επιλογές», εξήγησε ο σκηνοθέτης και συνέχισε: «Πηγαίνοντας στην Κένυα νόμιζα ότι θα συναντήσω έναν άντρα - θύμα της αποικιοκρατίας. Όταν όμως γνώρισα περισσότερο τον κόσμο εκεί, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μία παράξενη ισορροπία μεταξύ των δύο πλευρών. Ο ένας εκμεταλλεύεται τον άλλο, τον ταΐζει όνειρα και ψέματα. Αυτή η τουρίστρια έχει την οικονομική δύναμη, ενώ ο νεαρός Κενυάτης τη βιολογική. Δεν ήθελα να δείξω μία σκοτεινή πλευρά του αγοραίου έρωτα στις χώρες αυτές, όπως κάνει η ταινία μυθοπλασίας Παράδεισος του Έρωτα του Ούλριχ Ζάιντλ, που πραγματεύεται το ίδιο θέμα». Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε και στη γνωριμία του με το ζευγάρι: «Ήταν εύκολο να τους πείσω να κινηματογραφηθούν. Στην παραλία της Μουμπάσα συναντάς πολλά τέτοια ζευγάρια τα οποία συνήθως δε θέλουν να μιλήσουν. Τους συνάντησα σε ένα μπαρ μερικές φορές και νομίζω ότι κυρίως επειδή περνούσαμε καλά μαζί, συμφώνησαν να εμφανιστούν στην ταινία. Τα γυρίσματα είχαν πλάκα, παρά τη βαρύτητα του θέματος και νομίζω ότι υπάρχει και αρκετό χιούμορ στην ταινία».
Στη συνέχεια η σκηνοθέτιδα Άννα Μπρας μίλησε για το πώς καταπιάστηκε με το θέμα του ντοκιμαντέρ της Αφήνοντας την Ελλάδα, εστιάζοντας στους μετανάστες που φτάνουν στη χώρα μας με σκοπό να φύγουν για άλλες χώρες της Ευρώπης. «Με ενδιέφερε το πολιτικό πλαίσιο του θέματος. Δε γνώριζα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα για τους μετανάστες. Διαβάζοντας ένα άρθρο ενδιαφέρθηκα για το ζήτημα, καθώς έμαθα ότι πολλοί μετανάστες χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθεια διαφυγής τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αρχικά πήγα στη Λέσβο, όπου βρίσκεται το πιο γνωστό κέντρο υποδοχής μεταναστών, γνώρισα τους ανθρώπους που ζούσαν και εργάζονταν εκεί και εντόπισα τους χαρακτήρες της ταινίας μου», είπε η κ. Μπρας, δίνοντας στη συνέχεια άλλη μια διάσταση της ταινίας της: «Το ντοκιμαντέρ αφορά στο να είσαι πρόσφυγας, αλλά επίσης μιλά για τη φιλία και την αγάπη. Για παράδειγμα, ο ένας από τους ήρωες είναι ερωτευμένος με μία Γερμανίδα η οποία είναι έγκυος στο παιδί του, και προσπαθεί να πάει στη Γερμανία. Νομίζω ότι ένα σημαντικό πρόβλημα στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος είναι η ιδρυματοποίηση. Οι φορείς κάνουν τη δουλειά τους, αλλά με απρόσωπο τρόπο, παρόλο που κάθε μετανάστης έχει τη δική του, προσωπική ιστορία. Από την άλλη, είναι δύσκολο να λειτουργήσει κάποιος έτσι, γιατί θα εμπλακεί στην κατάσταση, όπως έγινε και με εμένα. Κρατώ ακόμα στενή επαφή με τους τρεις πρωταγωνιστές μου. Καταφέραμε να τους φέρουμε στη Γερμανία και τώρα νιώθω κάπως υπεύθυνη για αυτούς. Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν να μην έχει τελειώσει η ταινία».
Μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ Τραγούδι από το δάσος του Μάικλ Όμπερτ. Πρόκειται για τον αμερικανό Λούις Σάρνο, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει εδώ και πολλά χρόνια με μια φυλή πυγμαίων στην Αφρική. Ο σκηνοθέτης υπογράμμισε σχετικά: «Ο Λούις στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 άκουσε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, το οποίο τον συνεπήρε. Ψάχνοντας τι είναι, ανακάλυψε ότι ήταν της φυλής πυγμαίων Μπαγιάκα, η οποία ζει στην Κεντρική Αφρική και την επισκέφτηκε. Από τότε έμεινε εκεί, παντρεύτηκε μια ιθαγενή και απέκτησε ένα γιο, τον Σαμντί. Όταν ο γιος του ήταν πολύ μικρός, αρρώστησε βαριά και ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι εάν επιζήσει θα του δείξει από πού προέρχεται, δηλαδή τη Νέα Υόρκη. Δεκατρία χρόνια μετά, κάνουν αυτό το ταξίδι μαζί, από τη μία ‘’ζούγκλα’’ στην άλλη». Για τη ρομαντική διάσταση της ιστορίας του Λούις, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Αυτή η διάσταση σίγουρα υπάρχει στον πρωτόγονο τρόπο ζωής της φυλής, είναι κατά μία έννοια σαν τη ζωή πριν το διωγμό από τον παράδεισο. Από την άλλη, όμως, η ιστορία αγγίζει και άλλα θέματα πολύ γήινα, όπως ‘’πού είναι ο τόπος μου;’’, ‘’πώς θα βγω από το σύστημα;”. Ο Λούις είναι μία μοναδική περίπτωση, γιατί κατάφερε να ενσωματωθεί στη φυλή. Ξεκίνησε ως ο πιο άχρηστος, σαν βάρος σχεδόν, γιατί δεν ήξερε να κυνηγά και χανόταν στο δάσος, αλλά πλέον νομίζω είναι ο πιο χρήσιμος. Η φυλή βρίσκεται σε κίνδυνο, υπάρχουν πολλά προβλήματα στην περιοχή, όπως λαθροθηρία και μαφία στην Ακτή Ελεφαντοστού. Η ιστορία λοιπόν δεν είναι στ’ αλήθεια ρομαντική». Μιλώντας για τη σχέση του με τον Λούις, ο κ. Όμπερτ εξήγησε: «Είναι το ... μου, αγαπούμε και οι δύο τη φύση, τη μουσική και τα ταξίδια. Όμως εγώ έχω ανάγκη να επιστρέφω και να διηγούμαι τις εμπειρίες μου. Τον θαυμάζω πολύ που ζει εκεί και θεωρώ ότι αντιπροσώπευε πολλούς ρόλους για μένα – ήταν φίλος, αδερφός αλλά και πατρική φιγούρα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΦΙΛΙΜΠΕΡ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ο γάλλος δημιουργός Νικολά Φιλιμπέρ, με αφορμή το αφιέρωμα που παρουσιάζει η φετινή διοργάνωση στο έργο του. Το συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε ο Δημήτρης Κερκινός, ο οποίος επιμελήθηκε το αφιέρωμα. 
«Συγγνώμη, δε μιλάω ελληνικά, o πατέρας μου όμως είχε ασχοληθεί με τα αρχαία ελληνικά, κι αυτό ήταν κάτι που πάντα με εντυπωσίαζε», είπε καλωσορίζοντας το κοινό ο Νικολά Φιλιμπέρ. Μιλώντας για τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν τα ντοκιμαντέρ του, είπε χαρακτηριστικά: «Αυτό που κατ’ αρχάς συνδέει τις ταινίες μου είναι το γεγονός ότι προσπαθώ πάντα να εισέλθω, να «γλιστρήσω» σε μια ομάδα ανθρώπων. Οι ταινίες μου δείχνουν ανθρώπους που εργάζονται, αλλά πιστεύω πως κυρίως το έργο μου περιστρέφεται γύρω από τη γλώσσα, το λόγο, τη φωνή. Με ενδιαφέρει ο ήχος, οι θόρυβοι και η γλώσσα, αυτά είναι το κοινά στοιχεία των ταινιών μου. Επίσης, στις ταινίες μου πάντα υποβόσκει ένα θέμα πολιτικό, ένα θέμα ηθικής. Βασικά, τίθεται το ερώτημα: Τι στο καλό κάνω εδώ;»
Ο ίδιος πιστεύει ότι το θέμα δεν είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια ταινία. «Ζούμε σε έναν κόσμο της επικοινωνίας, της εικόνας και των ήχων. Εναπόκειται σε μας να θέτουμε ερωτήματα για αυτή τη χιονοστιβάδα των εικόνων και των ήχων που μας περιβάλλουν. Θεωρώ ότι εμείς θα πρέπει κάποια στιγμή να προτείνουμε να κόψουμε αυτή τη βρύση των εικόνων και των ήχων που ξεχύνονται γύρω μας. Το σινεμά μου ίσως να στρέφει το βλέμμα αλλού. Είναι περισσότερο ένα θεαθήναι. Με ποια έννοια; Υπάρχει πάντα ένα θέμα, ένα κεντρικό θέμα, αλλά λειτουργεί ως πρόσχημα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να κάνω ένα βήμα πέραν αυτού, να ασχοληθώ με την ανθρώπινη κωμωδία. Το θέμα είναι μια πύλη εισόδου. Οι καλές ταινίες είναι αυτές που είναι μεγαλύτερες από το θέμα που διαπραγματεύονται»
Όσον αφορά τη μέθοδο με την οποία εργάζεται, ο Νικολά Φιλιμπέρ ανέφερε: «Η αλήθεια είναι πως δε μου αρέσει να προετοιμάζομαι για μια ταινία. Όσο το δυνατόν λιγότερα ξέρω, ιδίως στην αρχή, τόσο το καλύτερο. Δε διαβάζω σχετικά, δε συναντώ ειδικούς και αναλυτές. Εκτιμώ τη δουλειά τους, σαφώς, αλλά προτιμώ να μη γνωρίζω πολλά. Θέλω να δουλεύω βάση της άγνοιάς μου, για να διατηρώ ανοιχτή την περιέργειά μου. Αλλιώς δεν θα είχα την όρεξη, τη διάθεση να κάνω μια ταινία. Για παράδειγμα, πριν κάνω τα γυρίσματα για το Παραμικρό, είχα επισκεφτεί την ψυχιατρική κλινική De La Borde. Την πρώτη φορά που είχα πάει, συναντήθηκα με το διευθυντή, ο οποίος με καλωσόρισε και αναρωτήθηκε αν θα γυρίσω εκεί ταινία. Εγώ του είπα ότι «δεν ξέρω, θα δούμε, θα το σκεφτώ». Εκείνος προσπάθησε να μου εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες του μέρους και τη φιλοσοφία του, αλλά εγώ τον σταμάτησα, δεν ήθελα να μου τα εξηγήσει όλα αμέσως. Όταν κάνω ταινίες δε θέλω να παρουσιάζω τη γνώση. Έτσι υπάρχει κίνδυνος να «χαθεί» το σινεμά. Γιατί ο κινηματογράφος δεν ανήκει στη σφαίρα της παρουσίασης γνώσης. Στην ουσία δε θέλω να υπερέχω του θεατή, να στέκομαι πάνω από αυτόν. Αν γνωρίζει κανείς πολλά, τότε, όταν έρθει η ώρα για τα γυρίσματα, προσπαθεί να τα ελέγξει βάσει όσων έχει αποκομίσει εκ των προτέρων. Προσωπικά με ενδιαφέρει όχι η άνεση στη βεβαιότητα, αλλά ο εύθραυστος χαρακτήρας του απρόβλεπτου. Η αθέατη πλευρά είναι που έχει ενδιαφέρον».
Σχετικά με το τι τον τράβηξε στο ντοκιμαντέρ, ο Φιλιμπέρ εξήγησε: «Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία σκέφτηκα να κάνω ντοκιμαντέρ γιατί θεωρούσα ότι θα ήταν πιο εύκολο από μια ταινία μυθοπλασίας. Έλεγα μάλιστα πως θα ξεκινούσα με ντοκιμαντέρ και μετά θα περνούσα στη μυθοπλασία. Αλλά μου άρεσε, είχα όρεξη και έκανα κι άλλο, και μετά άλλο ένα, κι άλλο ένα. Τώρα που βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη αντιλαμβάνομαι πως έχει εξελιχθεί πολύ η κατάσταση για το ντοκιμαντέρ, υπάρχει κοινό, οι αίθουσές σας είναι γεμάτες. Για πολύ κόσμο το ντοκιμαντέρ δεν είναι πραγματικό σινεμά. Έχω ένα θείο που έρχεται κάθε φορά στην πρεμιέρα των ταινιών μου. Του αρέσουν, αλλά κάθε φορά με ρωτά πότε θα κάνω επιτέλους αληθινή ταινία! Έχω μια θεωρία: Το ντοκιμαντέρ είναι ένας άλλος τρόπος να κάνεις μυθοπλασία. Όπως ακριβώς και οι αδελφοί Λιμιέρ στα τέλη του 19ου αιώνα».
Για τους λόγους που επιλέγει να κάνει τις συγκεκριμένες ταινίες, ο γάλλος δημιουργός εξήγησε: «Η αλήθεια είναι ότι πρέπει κανείς να υπερβαίνει τον εαυτό του. ‘Γιατί κάνω ταινίες;’, αναρωτιέμαι. Ίσως για να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου, να τοποθετηθώ σε σχέση με το θέμα μου. Η αλήθεια είναι ότι στο τέλος μιας ταινίας δεν γνωρίζω τελικά γιατί επέλεξα το συγκεκριμένο θέμα - άρα περνάω στην επόμενη ταινία! Για μένα τα πράγματα δεν είναι αυτονόητα. Τι σημαίνει άλλωστε να πας να τοποθετήσεις μια κάμερα σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου οι άνθρωποι δεν είναι καλά και τους χρειάζεται ηρεμία; Δεν είναι μια κίνηση χωρίς συνέπειες, είναι μάλλον παρεμβατική. Γιατί να γυρίσω μια ταινία για το ραδιόφωνο; Γιατί να κάνω μια ταινία για ένα μέσο η δύναμη και η ομορφιά του οποίου είναι στον αόρατο χαρακτήρα του; Τέτοιου είδους ερωτήματα με υποκινούν. Δεν ξέρω αν μπορώ να πάρω τις απαντήσεις, αλλά θέτω παρ’ όλ’ αυτά τις ερωτήσεις».
Τέλος, ο Νικολά Φιλιμπέρ αναφέρθηκε και στην βαθύτερη πολιτική διάσταση των ταινιών του. «Μια ταινία δεν είναι μια εικόνα που κάτι θέλει να πει. Προσωπικά δεν έχω κάποιο μεγάλο μήνυμα να δώσω στον κόσμο πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Δεν υπάρχει κάτι που εγώ πρέπει να εικονογραφήσω για να σας το παρουσιάσω γιατί πρέπει να το γνωρίζετε. Μπορεί κανείς να κάνει ταινίες με σχεδόν τίποτα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το θέμα, όσο το βλέμμα. Στο Σπίτι του ραδιοφώνου βλέπεις απλά ανθρώπους να δουλεύουν. Βλέπει όμως κανείς και τη ζωντάνια, το πάθος τους για δουλειά, το χιούμορ, αλλά και το ενδιαφέρον και την προσοχή τους για τους άλλους και τους καλεσμένους τους. Αυτές είναι οι μικρές, αλλά και οι σημαντικές λεπτομέρειες. Γιατί το ραδιόφωνο αφορά τη φωνή, αλλά και το πώς ακούμε τους άλλους. Σε έναν κόσμο μάλιστα όπου οι άνθρωποι ακούνε ολοένα και λιγότερο τους διπλανούς τους. Γι’ αυτό πιστεύω ότι υπάρχει μια σαφέστατη πολιτική διάσταση στην ταινία μου. Πάντα πιστεύω ότι υπάρχει αυτή η πολιτική διάσταση στις ταινίες μου, η οποία όμως δεν εκφράζεται ξεκάθαρα. Δε χρειάζομαι σλόγκαν. Το συγκεκριμένο ραδιόφωνο είναι μια μεγάλη επιχείρηση με 5000 υπαλλήλους. Θα μπορούσα να είχα κάνει μια πιο ανοιχτά πολιτική ταινία. Εγώ ήθελα να κάνω όμως ένα φόρο τιμής στο πώς ακούμε ο ένας τον άλλον, στην διαφορετικότητα και τη δημιουργικότητα που συνεχίζει να υφίσταται ακόμα και σ’ αυτόν το δύσκολο κόσμο. Όλα αυτά όμως είναι πολύ εύθραυστα γιατί αρχίζει να αναρωτιέται κανείς για πόσο ακόμα θα υπάρχει αυτός ο ραδιοφωνικός σταθμός. Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει σε έναν κόσμο που είναι ολοένα και πιο ομογενοποιημένος μια εκπομπή ειδικού τύπου, που επιτρέπει να ακούγονται φωνές που συνήθως δεν ακούγονται. Αν υπήρχε ένα σλόγκαν γι’ αυτήν την ταινία τότε αυτό ίσως να ήταν: Μακάρι να συνεχίσει να υφίσταται το δημόσιο ραδιόφωνο».

Το 15ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΓΑΛΛΟΦΩΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Θεσσαλονίκη : Πέμπτη 27 Μαρτίου έως Τετάρτη 2 Απριλίου 2014 - Ολύμπιον

Η επιτυχημένη συνεργασία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης συνεχίζεται και φέτος στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας, το οποίο μετά την Αθήνα (19 έως 26 Μαρτίου 2014) «ταξιδεύει» στη Θεσσαλονίκη από τις 27 Μαρτίου έως τις 2 Απριλίου 2014, στο Ολύμπιον.
Πιο συγκεκριμένα, θα προβληθούν 14 ταινίες από το πρόγραμμα του 15ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας, οι οποίες εντάσσονται στις ενότητες «Διαγωνιστικό τμήμα», «Πανόραμα Γαλλόφωνου Κινηματογράφου», «...», «Η νέα ταξιαρχία του γαλλικού σινεμά» και «Λευκή κάρτα», η οποία είναι ανάδοχος της φετινής διοργάνωσης.
Ακολουθεί το πρόγραμμα προβολών και οι συνόψεις των ταινιών:
Πέμπτη 27/3
20.30 Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν του Κέμπριτς Κλάπιτς, Γαλλία, 2013, 114’
Ο Xavier είναι 40 χρόνων. 15 χρόνια μετά το και δέκα μετά τις Ρωσικές Κούκλες, η ζωή του δεν είναι ιδιαίτερα τακτοποιημένη και όλα μοιάζουν να γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Είναι πλέον πατέρας δύο παιδιών και το μικρόβιο του ταξιδιού τον παρασέρνει στη Νέα Υόρκη, στο μέσο της... Ο Χαβιέ προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη θέση του σαν γιος, σαν πατέρας, σαν άνθρωπος. Χωρισμός. Νέα Οικογένεια. Ομοφυλόφιλοι γονείς. Μετανάστευση. Παράνομη εργασία. Παγκοσμιοποίηση. Η ζωή του Xavier έχει μετατραπεί σε κινέζικο παζλ.
22.30 Μια πορνογραφική σχέση του Φρέντερικ Φοντεγιέν, Γαλλία, Ελβετία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, 1999, 80’
Μια γυναίκα αποφασίζει να πραγματοποιήσει μια σεξουαλική της φαντασίωση. Ένας άντρας αποφασίζει να τη μοιραστεί. Την πρώτη τους συνάντηση θα ακολουθήσουν κι άλλες. Και χωρίς να το καταλάβουν, μια σχέση θα γεννηθεί. Το σεξ δεν είναι πλέον το μόνο πράγμα που τους ενώνει, καθώς γεννιούνται συναισθήματα.
Παρασκευή 28/3 20.30 Το κορίτσι της επανάστασης του Αντονιν Περετζάκο, Γαλλία, 2013, 88’
Είναι καλοκαίρι στο Παρίσι, έχει αφόρητη ζέστη και λίγο πριν τους εορτασμούς της 14ης Ιουλίου για την επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, ο Hector γνωρίζει την Truquette. Την προσκαλεί σε ταξίδι αναψυχής μαζί με έναν φίλο του, τον Πάτορ και μία φίλη της ..., την Σαρλότ. Τα σχέδιά τους θα χαλάσουν καθ’ οδόν, όταν η γαλλική κυβέρνηση αποφασίζει να περικόψει τις καλοκαιρινές διακοπές κατά ένα μήνα λόγω οικονομικής κρίσης.
22.15 Μίκαελ Κόλχας του Αρνώ Ντε Παλίερ, Γαλλία, Γερμανία, 2013, 122'
Cévennes, 16ος αιώνας. Ο Μίκαελ Κόλχας, έμπορος αλόγων, εύπορος και ευτυχισμένος οικογενειάρχης, πέφτει θύμα αδικίας από έναν άρχοντα. Αυτός ο ευσεβής και τίμιος άνθρωπος, οργανώνει στρατό και σκορπά φωτιά και όλεθρο στη χώρα για να ξαναβρεί το δίκιο του. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του...
Σάββατο 29/320.30 “9” του Αλμπέρ Ντουποντέλ, Γαλλία, 2013, 82’
Η Αριάν και εργένισσα. Το ακόμα πιο απίστευτο είναι ότι μετά από το τεστ πατρότητας, πατέρας του παιδιού είναι ο Μπομπ, ένας εγκληματίας ο οποίος έχει συλληφθεί για άγρια επίθεση! Η Αριάν που δεν θυμάται τίποτα, προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε και τι την περιμένει.
22.15 Κε Ντορσέ του Μπερνάρ Ταβερνιέ, Γαλλία, 2013, 113'
Ο Αλέξανδρος είναι μεγάλος και τρανός, αρέσει στις γυναίκες και, από σπόντα, Υπουργός Εξωτερικών. Με την γκρίζα του χαίτη και κορμί αθλητικό, βρίσκεται παντού, από τις συναντήσεις των Ηνωμένων Εθνών ως την Ουμπάνγκα. Με τη δύναμη της διπλωματίας, κατατροπώνει τους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς, τους διεφθαρμένους Ρώσους και τους άπληστους Κινέζους.
Κυριακή 30/3
20.30 Λα Μπατέλ ντι Σολφερίνο της Τζαστίν Τριέ, Γαλλία, 2013, 94’
6 Μαΐου 2012, Σολφερίνο - Ιταλία. Η Λετίτσια, δημοσιογράφος της τηλεόρασης, καλύπτει τις προεδρικές εκλογές. Aλλά εμφα-νίζεται ο Βόνσεντ, ο πρώην άνδρας της, για να δει τις κόρες τους. Δυο μικρές, θεριά ανήμερα, μια απεγνωσμένη, ένας εραστής σχεδόν απών, ένας δικηγόρος μισάνθρωπος, μια Γαλλία κομμένη στα δύο: είναι Κυριακή, όλα είναι μπερδεμένα, τίποτα δεν πάει καλά!
22.30 Οι 4 στρατιώτες του Ρομπέρ Μορίν, Καναδάς, 2013, 83'
Μέσα σε ένα κλίμα εμφυλίου πολέμου και μία μάχη στην οποία χάνουν τα πάντα ακόμη και τη νεότητά τους, τέσσερις στρατιώτες ηλικίας 13 έως 20 ετών, θα συναντηθούν και θα υφάνουν δεσμούς φιλίας. Ο Ματέο, η Ντομινίκ, ο Μπιγκ Μαξ και ο Kevin θα φροντίσουν για την επιβίωσή του δημιουργώντας από την αρχή μια οικογένεια, κοντά σε μια λίμνη και μια καλύβα. Σταδιακά, ο καθένας βρίσκει τη θέση του στη μικρή τους ομάδα. Μια οικογένεια που θα μεγαλώσει με τον ερχομό του μικρού Γαβριήλ που θα πρέπει να αναθρέψουν.
Δευτέρα 31/3
21.00 Λε Κοκιλέτς της Σοφί Λετουρνέ, Γαλλία, 2012, 75’
Το σινεμά δεν είναι πάντα κόκκινο χαλί και πτι φουρ! Τρεις «χαζές» αδέσμευτες κοπέλες, πάνε σ’ ένα φεστιβάλ στην Ελβετία. Η Σοφί έχει εμμονή με τον μόνο διάσημο ηθοποιό του φεστιβάλ, η Καμίλ ονειρεύεται μια ανέφικτη ιστορία αγάπης και η Κάρολ θέλει απλώς να «περάσει καλά».
22.30 Vénus Beauté: Ινστιτούτο ομορφιάς της Τόνι Μαρσάλ, Γαλλία, 1999, 105’
Τρίτη 1/4
20.30 Τόνερε του Γκιλούμ Μπράκ, Γαλλία, 2013, 100’
22.30 Ο σώζων εαυτόν σωθήτω του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Γαλλία, Αυστρία, Δυτ. Γερμανία. Ελβετία, 1980, 88'
Μια σκηνοθέτιδα της τηλεόρασης, ο εραστής της που είναι εγκλωβισμένος σ' ένα συναισθηματικό φόβο, ιδίως στις σχέσεις του με τις γυναίκες και μια πόρνη. Τρεις ήρωες, τρεις πορείες που διαπλέκονται ως τρία μουσικά θέματα που στο φινάλε συναντιούνται. Η επιστροφή του Γκοντάρ στο σινεμά της μυθοπλασίας.
Τετάρτη 2/4
20.30 Η αληθινή ζωή των καθηγητών των Εμανουέλ Κλότς και Αλμπέρ Λαζάρο, Γαλλία, 2013, 100'
22.30 Ντιέγκο Σταρ του Φρεντερικ Παλετέρ, Καναδάς, Βέλγιο, 2013, 91'

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ / ΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ / ΛΟΥΗΣ-ΕΠΤΑΦΟΡΕΣ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙΣ ΟΚΤΩ ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Αύρα Γεωργίου (Τα δολάρια του Αγίου), Γιώργος Ζέρβας (Λούης-Επτά φορές να πέφτεις, οκτώ να σηκώνεσαι), καθώς και οι σκηνοθέτες Καλλιόπη Λεγάκη και Άγγελος Κοβότσος αλλά και ο Ροβήρος Μανθούλης, από τους βασικούς συντελεστές του ντοκιμαντέρ Καιρός για ήρωες.
Αρχικά το λόγο πήρε η Αύρα Γεωργίου, το ντοκιμαντέρ της οποίας Τα δολάρια του Αγίου εστιάζει στο πενθήμερο διονυσιακό γλέντι που λαμβάνει χώρα με αφορμή το πανηγύρι του Άη Συμιού, το οποίο γίνεται κάθε χρόνο την Πεντηκοστή στο Μεσολόγγι, με τη συμμετοχή ντόπιων και τσιγγάνων. Η σκηνοθέτιδα ανέφερε ότι έψαχνε για χρόνια αυτό που είχε διαβάσει κατά τη διάρκεια των σπουδών της, δηλαδή έθιμα με εμφανή διονυσιακά στοιχεία, τα οποία τελικά βρήκε στο εν λόγω πανηγύρι. «Δεν είναι φολκλόρ, με την έννοια της αναπαραγωγής του παρελθόντος στο σήμερα, αλλά κάτι ζωντανό. Ο κόσμος εκεί, ζει όλο το χρόνο περιμένοντας αυτό το πανηγύρι, είναι η γιορτή των φτωχών και των ψαράδων» είπε η κ. Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού, οι κάτοικοι χορεύουν έναν εκστατικό χορό στους δρόμους της πόλης και δίνουν φιλοδώρημα στους μουσικούς –που είναι αποκλειστικά τσιγγάνοι-, οι οποίοι με αυτά τα χρήματα συντηρούν την οικογένειά τους για τον υπόλοιπο χρόνο. «Το χρήμα αλλάζει χέρια σε ένα εκστατικό επίπεδο και το έθιμο συντηρεί αυτή τη συνύπαρξη ντόπιων και τσιγγάνων», υπογράμμισε η σκηνοθέτιδα. Και συμπλήρωσε: «Αυτή η παραδοσιακή γιορτή διαθέτει πολλά επίπεδα. Έχει καθιερωθεί επιπλέον την ημέρα του Αγίου Πνεύματος να βαφτίζονται παιδιά τσιγγάνων κατά εκατοντάδες, μια πράξη αποδοχής και ένταξής τους στην τοπική κοινωνία». Στο Μεσολόγγι, όπως σημείωσε η κ. Γεωργίου, υπάρχει μια ιδιαίτερη «συνθήκη» ως προς το παραπάνω θέμα, καθώς μπορεί να μην υφίσταται «οργανωμένη κοινωνική υποδομή που αγκαλιάζει τους τσιγγάνους, αλλά υπάρχει κοινή αποδοχή. Ο ένας αποδέχεται τον άλλο με τις διαφορετικότητές του». Η σκηνοθέτιδα σχολίασε επίσης ότι η ταινία χρειάστηκε δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί, και ότι ήταν συμπαραγωγοί το ARTE και η ΕΡΤ, η οποία, όπως είπε η κ. Γεωργίου, «δεν τίμησε το συμβόλαιό της». 
Στο ντοκιμαντέρ Λούης-Επτά φορές να πέφτεις, οκτώ να σηκώνεσαι του Γιώργου Ζέρβα, ο πρωταγωνιστής Λεωνίδας Λάμπρου μπορεί να είναι 86 ετών, αλλά είναι γεμάτος από τη χαρά της ζωής. «Είναι άνθρωπος μιας άλλης εποχής, διαθέτει παλαιές αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η πίστη στο συνάνθρωπο, παρόλα αυτά ζει σε απόλυτη αρμονία με το σήμερα. Χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή, κάνει σχέδια για το μέλλον, είναι πάντα σε κίνηση», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Γεννήθηκε το 1928 και γνωρίζει καλά όλα τα ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα, τις αμφιθυμίες και τις συγκρούσεις που του προκάλεσαν. Σήμερα νιώθει ανεξάρτητος από όλα αυτά. «Ο Λούης -όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του- εξακολουθεί να είναι ενεργός πολίτης και διατυπώνει απόψεις για όλα τα θέματα. Όταν συναντιέται κάτω από τον πλάτανο με την παρέα των συνταξιούχων, ενώ εκείνοι συζητούν για στερεότυπα ζητήματα, όπως τις συντάξεις τους, τα κομματικά κλπ., ο Λούης τους μιλά για ό,τι έχει ανακαλύψει στο διαδίκτυο, όπως π.χ. ένα ντοκιμαντέρ για τον Κορνήλιο Καστοριάδη», περιέγραψε ο σκηνοθέτης. Όσο για τους νέους ανθρώπους, ο Λούης λέει ότι «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει ό,τι συμβαίνει κι εσείς να είστε παθητικοί, έχετε ευθύνη απέναντι στα παιδιά σας». Από τον πατέρα του, έναν αυτοδημιούργητο έμπορο που διατηρούσε πολυκατάστημα που πουλούσε από χαρτικά μέχρι φωτογραφικές μηχανές και γραμμόφωνα, ο Λούης κληρονόμησε την αγάπη για την τεχνολογία. Όταν ο σκηνοθέτης τον ρώτησε πώς και δεν είχε αποκτήσει κάποια κάμερα, ο Λούης θυμήθηκε ότι είχε όντως μια κάμερα super 8 με την οποία κινηματογράφησε κάποιες οικογενειακές στιγμές, τις οποίες δεν είχε ξαναδεί έκτοτε. Είδε αυτά τα πλάνα ξανά έπειτα από πενήντα χρόνια, την ώρα που τον κινηματογραφούσε ο Γιώργος Ζέρβας,  έτσι ώστε να καταγράψει τις αντιδράσεις του. Σκηνές από αυτά τα φιλμ εντάχθηκαν στην ταινία και εμπλούτισαν το απολαυστικό πορτρέτο του Λούη.
Σε μια ακόμη γοητευτική προσωπικότητα, προερχόμενη από εντελώς διαφορετικό χώρο, εστιάζει το ντοκιμαντέρ Καιρός για ήρωες της Καλλιόπης Λεγάκη και του Άγγελου Κοβότσου. Στη συνέντευξη Τύπου έδωσε το «παρών» και ο σπουδαίος έλληνας δημιουργός Ροβήρος Μανθούλης, ο οποίος στην ταινία συναντά τον Ηλία Δημητρακόπουλο, τον δημοσιογράφο που ζώντας στις ΗΠΑ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον αγώνα εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μέσα από την αποκάλυψη της ελληνικής πτυχής του σκανδάλου Watergate και την υποβολή μήνυσης κατά της CIA. Ο κ. Μανθούλης τον είχε συναντήσει παλιότερα, κατά τη διάρκεια συλλογής υλικού για το ντοκιμαντέρ του με θέμα τον ελληνικό εμφύλιο. Το 2009 πρότεινε στους δύο σκηνοθέτες να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του Δημητρακόπουλου και όπως είπαν οι ίδιοι «δεχτήκαμε γιατί η ιστορία είναι συνταρακτική. Το θέμα αγγίζει καυτά θέματα της ελληνικής ιστορίας και φτάνει έως το σήμερα. Επίσης, ο Ροβήρος Μανθούλης έχει την ικανότητα να ‘’ξεκλειδώσει’’ τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο. Χειριστήκαμε με μεγάλη προσοχή το υλικό στο μοντάζ, με σεβασμό απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και με στόχο να καταλάβουν οι νέοι την ιστορία και τον απόηχο της». Από την πλευρά του, ο κ. Μανθούλης επεσήμανε: «Ο Δημητρακόπουλος είναι ένας αδέκαστος άνθρωπος που πίστευε στην αλήθεια, πράγμα που δεν ισχύει πάντα με τους δημοσιογράφους. Καταπιάστηκε με ό,τι θεωρούσε πως ήταν άδικο στην πολιτική. Τόλμησε να ασχοληθεί με την προδοσία του Γοργοποτάμου, έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτιναχθεί η δικτατορία. Δεν σταμάτησε ποτέ». Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ, η κ. Λεγάκη τόνισε: «Όλη η ταινία εστιάζει στην ανίχνευση του ρόλου της προσωπικότητας στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Ειδικά σήμερα, που εκτός από οικονομική βιώνουμε και μια πνευματική κρίση και πολύς κόσμος αναζητά το Μεσσία, εμείς θέλαμε να δούμε το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει μια προσωπικότητα στα δρώμενα. Σήμερα δεν υπάρχουν οι επικοί ήρωες της εποχής του Ομήρου. Ζούμε σε άλλες εποχές. Οι άνθρωποι της αξιοπρέπειας και του θάρρους, αυτοί που με τις πράξεις τους αλλάζουν τα πράγματα, αυτοί είναι οι ήρωες. Τα πρόσωπα μπορεί να συμβάλλουν στην αλλαγή της Ιστορίας, πέρα από πολιτικούς και πολιτικάντηδες». Από την πλευρά του, ο κ. Κοβότσος σημείωσε: «Στόχος μας ήταν σε επίπεδο φόρμας, σεναρίου και δραματουργίας να αποκτήσει η ταινία το ύφος πολιτικού θρίλερ, καθώς και να συνδέσουμε το θέμα της με το σήμερα, γι’ αυτό και υπάρχουν ορισμένες σκηνές στην αρχή και στο τέλος που αναφέρονται στην επικαιρότητα της κρίσης, όπως για παράδειγμα το κλείσιμο της ΕΡΤ». Ο ίδιος τόνισε χαρακτηριστικά, ως προς αυτό: «Από τότε που έκλεισε η ΕΡΤ και μεταβίβασε το χρέος της προς τους σκηνοθέτες στο Υπουργείο Οικονομικών, η κατάσταση του ελληνικού ντοκιμαντέρ είναι τραγική. Παραγωγοί και δημιουργοί βρίσκονται στα όρια πτώχευσης. Από τις 60 ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 90% είναι αυτοχρηματοδοτούμενες. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξουμε, δεν ξέρω αν του χρόνου θα είμαστε εδώ». Από την πλευρά του, ο κ. Μανθούλης επεσήμανε: «Είμαι ευτυχής που υπάρχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Όταν γύρισα από την Αμερική κανείς από τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό το είδος τέχνης, γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ένα είδος τέχνης. Να σημειώσω επίσης, πως ό,τι γυρίζεται χωρίς ηθοποιούς δεν σημαίνει ότι είναι ντοκιμαντέρ, μπορεί να είναι απλώς ρεπορτάζ. Τότε κάναμε αγώνα για να πείσουμε, έστω τις κρατικές υπηρεσίες, να κάνουν ντοκιμαντέρ. Σήμερα βρεθήκαμε με εκατοντάδες ντοκιμαντερίστες και θεωρώ ότι μέσα από την ποσότητα προκύπτει και η ποιότητα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ / Ο ΣΚΥΛΟΣ/ ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Άλισον Μπεργκ (Ο σκύλος), Μίκαελ Γκράβερσεν (Νεκρή ζώνη) και Νταν Μπρόνφελντ και Ίλαν Μόσκοβιτς (Απολλώνεια ιστορία).

Το λόγο πήρε αρχικά η Άλισον Μπεργκ, μιλώντας για το ντοκιμαντέρ Ο σκύλος, το οποίο υπογράφει σκηνοθετικά μαζί με τον Φρανκ Κερόντρεν. Η ταινία ακολουθεί τη ζωή του Τζον Ουόιτογουιτς, ο οποίος το 1972 προσπάθησε να ληστέψει μια τράπεζα για να πληρώσει την εγχείρηση αλλαγής φύλου του εραστή του. Η ιστορία του είναι ήδη γνωστή μέσα από την ταινία μυθοπλασίας Σκυλίσια μέρα με τον Αλ Πατσίνο. «Τόσο σε εμένα όσο και στον Φρανκ άρεσε αυτή η ταινία. Η πληροφορία που δίνεται στο τέλος ότι ο πρωταγωνιστής καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης είκοσι ετών, μας κίνησε το ενδιαφέρον για να τον βρούμε. Επικοινωνώντας μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχαν τόσα πολλά ενδιαφέροντα στην ζωή του εκτός από τη ληστεία αυτή», επεσήμανε η κ. Μπεργκ. Όσον αφορά στη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας, η ίδια διευκρίνισε: «Ξεκινήσαμε πριν από έντεκα χρόνια, θεωρώντας ότι τα γυρίσματα θα κρατούσαν ένα χρόνο, όμως όσο περισσότερο γνωρίζαμε τον Τζον και τη μητέρα του, τόσο περισσότερο εμπλεκόμασταν σε όσα τους συνέβαιναν. Δημιουργήθηκε ένας αληθινός δεσμός μεταξύ μας. Αρχίσαμε να κάνουμε αναδρομές στις δεκαετίες του ‘60 και του '70, να μαθαίνουμε για την ποπ κουλτούρα της εποχής, είχαμε ένα θησαυρό στα χέρια μας. Επίσης η ταινία ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη, οπότε δεν υπήρχε λόγος να σταματήσουμε τα γυρίσματα». Η κ. Μπεργκ εξήγησε πώς ο θάνατος του Τζον επηρέασε το ντοκιμαντέρ: «Όταν πέθανε ο Τζον το 2006, δυσκολευτήκαμε πολύ και αναρωτηθήκαμε εάν όντως έχουμε ταινία στα χέρια μας, καθώς είχαμε περάσει τον περισσότερο χρόνο μαζί του χωρίς την κάμερα να καταγράφει. Έξι μήνες αργότερα πέθανε και η μητέρα του και χρειαστήκαμε χρόνο για να ανακάμψουμε. Το 2008 αρχίσαμε να κινηματογραφούμε κι άλλους ανθρώπους, τους οποίους όταν ο Τζον ζούσε δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, καθώς εκείνος απαιτούσε την αμέριστη προσοχή μας. Επιπλέον, το πιο εκπληκτικό υλικό το αποκτήσαμε μόλις ένα μήνα πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας, συνεπώς δε νομίζω ότι ο χρόνος τελικά έβλαψε την ταινία μας». Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε επίσης στις εκπλήξεις που έκρυβε η ιστορία του Τζον: «Δεν είχαμε ιδέα για τη συμμετοχή του στο πρώιμο κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Νομίζω ότι αυτή η πτυχή έχει να διδάξει πολλά στο κοινό. Την εποχή εκείνη μπορεί να μην τον έπαιρναν σοβαρά μέσα στο κίνημα, όμως θεωρώ ότι τώρα φαίνεται πως ήταν ένα άτομο που πάλευε για ό,τι τον έκανε ευτυχισμένο. Η προοπτική που δίνει η χρονική απόσταση είναι σημαντική. Αν και ο Τζον δεν ήταν ή είναι ίνδαλμα, έχουμε να μάθουμε κάτι από αυτό τον τρελό, χαρισματικό, εγωιστικό άνθρωπο που χωρίς ντροπή έλεγε αυτό που ήθελε».
Αλλάζοντας κλίμα, ο Μίκαελ Γκράβερσεν μίλησε για το ντοκιμαντέρ του Νεκρή ζώνη, το οποίο παρακολουθεί τις συνθήκες διαβίωσης σε ένα κέντρο ανήλικων μεταναστών στη Δανία. «Με απασχολούσε το θέμα των ανήλικων μεταναστών και προσφύγων που μετακινούνται μόνοι τους κυρίως από το Αφγανιστάν στη Δανία. Ήθελα να κάνω μία ταινία όχι γι’ αυτούς που τελικά καταφέρνουν να πάρουν άσυλο, αφού άλλωστε αυτός ο αριθμός είναι μικρός. Πρόκειται για ένα δύσκολο περιβάλλον διαβίωσης. Τα μισά από τα αγόρια της ταινίας ζούσαν ήδη στο κέντρο ανηλίκων επί δύο χρόνια, σε αυτή την απολύτως μετέωρη κατάσταση. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εκτός από το να περιμένουν την απόφαση, η οποία περνά μέσα από μία μεγάλη γραφειοκρατική διαδικασία. Ήθελα να κάνω ένα πορτρέτο των αγοριών, των ατόμων που εργάζονται στο κέντρο, των σχέσεων μεταξύ τους και της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκεί γενικότερα», είπε ο κ. Γκράβερσεν. Αναφερόμενος στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, ο ίδιος εξήγησε: «Ήταν μία μακρά διαδικασία. Επειδή επρόκειτο για ανηλίκους, οι νόμοι είναι πολύ αυστηροί, όπως και η απόκτηση άδειας γυρισμάτων. Όταν τελικά εξασφάλισα άδεια από τα αγόρια, τους δικηγόρους και τους εργαζόμενους στο κέντρο, τότε μπόρεσα να ξεκινήσω. Ωστόσο η κατάσταση των ηρώων μου δεν τους επέτρεπε να μπορούν να δεσμευτούν απέναντί μου - τη μία μέρα μου έλεγαν ‘’ναι’’ και την επόμενη ‘’όχι’’. Τα γυρίσματα συνολικά διήρκεσαν οκτώ μήνες και μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας χρειάστηκαν άλλοι τρεις». Για το ζήτημα της εμπιστοσύνης μεταξύ δημιουργού και χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Κάθε αγόρι είχε διαφορετικές προσδοκίες από εμένα. Κάποιοι πίστευαν ότι η ταινία θα τους βοηθούσε να πάρουν άσυλο, άλλοι δεν είχαν ιδέα για την πολιτική κατάσταση στη Δανία και αρχικά θεωρούσαν ότι είμαι κάτι σαν κυβερνητικός κατάσκοπος. Χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο για να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Συνειδητοποιημένα όμως δεν ήθελα να υπεισέλθω σε βάθος στις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά να δείξω πώς ζουν στο κέντρο ανηλίκων».
Αμέσως μετά, οι Νταν Μπρόνφελντ και Ίλαν Μόσκοβιτς μίλησαν για την γνωριμία τους με το χαρακτήρα του ντοκιμαντέρ τους Απολλώνεια ιστορία, ο οποίος έφτιαξε το σπίτι του σε μια σπηλιά, σκάβοντας επί σαράντα χρόνια σε βράχο από ασβεστόλιθο σε μια παραθαλάσσια περιοχή του Τελ Αβίβ. Ο κ. Μπρόνφελντ ανέφερε: «Γνώρισα τον Νισίμ πριν από πέντε χρόνια όταν εργαζόμουν στην περιοχή αυτή ως φωτογράφος. Ήταν γνωστό το σπίτι του, όμως δεν είχε δώσει άδεια σε κανέναν να το επισκεφτεί. Μία μέρα τον ρώτησα αν θα μπορούσα να το φωτογραφίσω με αφορμή μία έκθεση, όμως μου αρνήθηκε. Δεν έφυγα, αλλά του πρότεινα να τον βοηθήσω ως εργάτης και δέχτηκε. Έζησα μαζί του για πέντε μήνες και έπειτα πρότεινα στον συν-σκηνοθέτη μου, Ιλάν Μόσκοβιτς, να συνεργαστούμε σκηνοθετικά επάνω σε αυτό το θέμα». Ο κ. Μόσκοβιτς πρόσθεσε: «Ο Νταν μου έδειξε καταπληκτικές φωτογραφίες από τη σπηλιά του Νισίμ πριν από δύο χρόνια. Όταν πήγαμε εκεί και τον γνώρισα, ένιωσα δύο πράγματα: από τη μία είναι πολύ σκληρός, εμμονικός, παθιασμένος και ταλαντούχος και από την άλλη ένας άνθρωπος που κουβαλά κάτι σκοτεινό και ζοφερό στους ώμους του. Αυτή ήταν η αφετηρία για να ανακαλύψουμε ποιος πραγματικά είναι». Μιλώντας για το θέμα της ταινίας, ο κ. Μόσκοβιτς ανέφερε: «Η ιστορία ήταν μία ευκαιρία να μιλήσουμε για πράγματα που μας απασχολούν όλους καθημερινά, όπως το ‘’είναι’’ των ανθρώπων, η αυτοέκφραση και η οικογένεια. Επιπλέον, μέσα από τον Νισίμ και την ταινία μπορέσαμε να μιλήσουμε για το χάος και τον ορισμό. Το χάος έχει μία μοναδική ομορφιά, μία σκοτεινή, παθιασμένη πλευρά, ωστόσο χωρίς ορισμό και πλαίσιο, ο κόσμος δεν μπορεί να κατανοηθεί». Όσο για τη δυναμική της σχέσης των σκηνοθετών με το χαρακτήρα τους, ο κ. Μπρόνφελντ επεσήμανε: «Στη σχέση μου με τον Νισίμ υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη και όταν του γνώρισα τον Ίλαν ίσχυσε το ίδιο. Όταν μπεις στον κόσμο του αισθάνεσαι ψυχρότητα και πρέπει να επιστρατεύσεις όλη σου την ευαισθησία για να καταλάβεις πώς νιώθει. Επιπλέον, η χαρακτηριστική σύγκρουσή του με το γιο του, Μοσέ, συνοψίζεται στο εξής: Ο Νισίμ του λέει: ‘’Βοήθησέ με να χτίσω και θα σε αγαπήσω’’, ενώ ο γιος του απαντά: ‘’Αγάπησέ με και θα σε βοηθήσω’’».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη Τύπου, οι δημιουργοί αναφέρθηκαν στις αντιδράσεις που είχαν οι χαρακτήρες των ντοκιμαντέρ τους όταν το είδαν. Ο κ. Μπρόνφελντ σημείωσε: «Ήθελα πολύ να δείξω την ταινία στον Νισίμ. Ήταν πολύ διαφορετική η σχέση μας από αυτή που είχε με τον γιο του. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι του άρεσε που είδε τον εαυτό του να φωνάζει στο γιο του στην ταινία». Ο κ. Γκράβερσεν κατέθεσε τη δική του εμπειρία: «Είχα συμφωνήσει με τα παιδιά ότι θα έβλεπαν την ταινία και εάν δεν ήθελαν, τότε δε θα την πρόβαλα. Την είδαν λοιπόν και μετά συζήτησαν γι’ αυτή μεταξύ τους, ενώ εγώ στο μεταξύ κόντευα να σκάσω από την αγωνία μου. Τελικά συμφώνησαν να τη δείξω, αν και ανέφεραν ότι αποτυπώνει στιγμές που δεν θα ήθελαν να δει ο κόσμος, όπως για παράδειγμα όταν έσκισαν τη σημαία της Δανίας πάνω στην απογοήτευση και το θυμό τους. Κάποια παιδιά είχαν εφηβικές αντιδράσεις, ντρέπονταν, αλλά μετά από μερικές προβολές της ταινίας στη Δανία ένιωσαν περηφάνια». Από την πλευρά της, η κ. Μπεργκ υπογράμμισε: «Νομίζω πως αν ο Τζον έβλεπε την ταινία, θα μας ρωτούσε γιατί συμπεριλάβαμε και άλλους ανθρώπους εκεί και όχι μόνο αυτόν! Τελικά πιστεύω όμως ότι θα ήταν ευχαριστημένος. Του άρεσε πολύ που βρέθηκε το 2005 στο Φεστιβάλ της Βιρτζίνια και νομίζω ότι θα ήθελε να βρίσκεται σήμερα και εδώ».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ / BREF / ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ / ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Χριστίνα Πιτούλη (Μπρεφ), Αννέτα Παπαθανασίου (Παίζοντας με τη φωτιά), Γιώργος Αυγερόπουλος (Το χαμένο σήμα της δημοκρατίας) και η Ίλια Παπασπύρου, σεναριογράφος – παραγωγός της ταινίας Η τέχνη της κρίσης, η περίπτωση του θεάτρου της Κατερίνας Πατρώνη.
Το ντοκιμαντέρ Μπρεφ της Χριστίνας Πιτούλη προσεγγίζει το θέμα της κλειτοριδεκτομής μέσα από συζητήσεις με μετανάστες από την Αφρική οι οποίοι ζουν στην Ισπανία. Η σκηνοθέτιδα ανέφερε ότι προκειμένου να γυρίσει τη συγκεκριμένη ταινία επηρεάστηκε από παλαιότερο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου πάνω στο ίδιο θέμα. Η ίδια εξήγησε: «Ζω στη Βαρκελώνη, μία πόλη με μεγάλο αριθμό μεταναστών από την Αφρική. Γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, ενώ επίσης ήρθα σε επαφή με τους Γιατρούς του Κόσμου που προσπαθούσαν να οργανώσουν μία καμπάνια ευαισθητοποίησης στις αφρικανικές χώρες για το θέμα της κλειτοριδεκτομής». Στην ταινία καταγράφονται αντικρουόμενες απόψεις και εμπειρίες σχετικά με το ζήτημα αυτού του βάναυσου ακρωτηριασμού που έχει βαθιές ρίζες στην αφρικανική παράδοση και είναι αδιανόητος στον δυτικό πολιτισμό. Η κ. Πιτούλη επισήμανε σχετικά: «Στην ταινία εμφανίζονται άντρες που τοποθετούνται κατά της κλειτοριδεκτομής και γυναίκες που εκφράζονται υπέρ. Άρα δεν είναι θέμα φύλου το πώς τοποθετείται κανείς, είναι κάτι πιο περίπλοκο. Η ταινία μου δεν ήθελε να πληροφορήσει απλώς για το ζήτημα και τις συνέπειές του. Πρόθεσή μου ήταν με κάθε φράση, κάθε μαρτυρία, να ξεκινά ένα καινούργιο () κι αυτή η συζήτηση ίσως βοηθήσει την κατάσταση».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε η Ίλια Παπασπύρου, η οποία είχε την αρχική ιδέα, έκανε την έρευνα, έγραψε το σενάριο και ανέλαβε την παραγωγή στο ντοκιμαντέρ Η τέχνη της κρίσης – η περίπτωση του θεάτρου της Κατερίνας Πατρώνη. Στην ταινία εμφανίζονται καλλιτέχνες οι οποίοι, αντιμέτωποι με την κρίση, επινοούν τρόπους για να καθρεφτίσουν την πραγματικότητα γύρω τους. Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ, η κ. Παπασπύρου ανέφερε: «Η ιδέα ξεκίνησε το 2011 και αφορούσε σε ένα μεγαλύτερο πρότζεκτ για την τέχνη της κρίσης στην Ελλάδα σήμερα, σε τομείς όπως το σινεμά, η ζωγραφική και η μουσική. Ωστόσο, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και αφού έκλεισε η ΕΡΤ, κατέληξε να περιοριστεί στο θέατρο. Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται ομάδες που κάνουν θέατρο σε πλατείες, σε υπόγεια, σε διαμερίσματα, στο πουθενά. Οι άνθρωποι του θεάτρου δεν έκαναν πίσω στην κρίση, καθώς ήταν συνηθισμένοι στα λίγα χρήματα. Ως γνωστόν, οι ηθοποιοί είναι υποχρεωμένοι κάθε χρονιά να ψάχνουν δουλειά από την αρχή. Όλες αυτές οι ομάδες που εμφανίζονται στην ταινία έκαναν την κρίση ιστορία και την ιστορία θέατρο. Βλέπω να γεννιούνται γύρω μας πράγματα, δεν ξέρω όμως αν θα βρουν τρόπο να εξελιχθούν, καθώς δεν υπάρχει βοήθεια από την Πολιτεία. Οι καλλιτέχνες είναι μόνοι τους, δεν έχουν κανένα στήριγμα. Γίνονται σημαντικά πράγματα στον τομέα της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, αλλά δεν βγαίνουν προς τα έξω. Όλοι στο εξωτερικό νομίζουν ότι το μόνο που έχουμε να παρουσιάσουμε είναι αρχαίο θέατρο και μνημεία».
Στον χώρο του θεάτρου, σε διαφορετικό όμως περιβάλλον, αυτό του Αφγανιστάν και των κοινωνικών του απαγορεύσεων εις βάρος των γυναικών, διαδραματίζεται το ντοκιμαντέρ Παίζοντας με τη φωτιά της Αννέτας Παπαθανασίου. Όσες γυναίκες στο Αφγανιστάν έχουν την τόλμη να ασχοληθούν με το θέατρο, αντιμετωπίζουν σκληρή κριτική, κοινωνική αποδοκιμασία, ακόμα κι απειλές για τη ζωή και την οικογένειά τους. Την αρχική ιδέα για να γυρίσει την ταινία έδωσε στην κ. Παπαθανασίου η φωτογραφία μιας γυναίκας ηθοποιού που έπαιζε Μολιέρο στο Αφγανιστάν. Η δημιουργός επεσήμανε: «Έμαθα ότι στο Αφγανιστάν μετά τους Ταλιμπάν παρατηρήθηκε μία επιστροφή στις τέχνες, οργανώθηκε μάλιστα και φεστιβάλ θεάτρου. Έτσι έφτασα χαρούμενη στη χώρα, αλλά στη συνέχεια τρόμαξα, καθώς στο μεταξύ ο συντηρητισμός αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Η ιδέα περί προόδου που γεννήθηκε μετά το καθεστώς των Ταλιμπάν, τρόμαξε πολλούς. Μία γυναίκα που θέλει να κάνει τέχνη, θέατρο, θεωρείται πόρνη. Μεταξύ άλλων, απαγορεύεται στις γυναίκες να αγγίζουν το χέρι άντρα που δεν είναι συγγενής τους. Πώς να παίξεις θέατρο αν δεν μπορείς να αγγίξεις έναν άλλο ηθοποιό; Αν δεν βγάλεις τη μαντίλα πώς θα παίξεις Ίψεν;». Η κ. Παπαθανασίου είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στο Αφγανιστάν για να διδάξει αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. «Επέλεξα να παρουσιάσω την Αντιγόνη. Είχα ως φοιτητές 200 άντρες και 8 γυναίκες, που φοβούνταν να παίξουν. Το θετικό είναι ότι στο Αφγανιστάν υπάρχουν αυτή τη στιγμή νέοι που παλεύουν να αλλάξει η κατάσταση και συνεχίζουν να κάνουν θέατρο. Αυτό το παραλληλίζω με τον δικό μας αγώνα για την Τέχνη, για την οποία αισθάνομαι ότι βάλλεται. Δεν αρκεί να γκρινιάζουμε, πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξει αυτό, να εκπαιδεύσουμε τους νέους», σημείωσε χαρακτηριστικά...
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 19/3
Ο κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Αννέτα Παπαθανασίου (Παίζοντας με τη φωτιά), Μένιος Καραγιάννης (ΑΡΙΚΑ.Α), Στέλιος Κούλογλου (Η νονά), Νούρια Ιμπάνιες (Το γυμνό δωμάτιο), Σαντιάγο Εστέινου (Τα χρόνια του Φιέρο), Κάρλο Πρεβόστι (Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί) και Έντγκαρ Χάγκεν (Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου).

Αρχικά οι σκηνοθέτες έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους. Το λόγο πήρε πρώτος ο Κάρλο Πρεβόστι, ένας από τους πέντε σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί, το οποίο καταγράφει το κίνημα του πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη. «Νιώθω χαρούμενος που παρουσιάζω εδώ στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την ταινία μας, μία ταινία μηδενικού προϋπολογισμού, που γυρίστηκε σε μόλις πέντε ημέρες», εξήγησε ο Ιταλός σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Θελήσαμε να αποτυπώσουμε μια στιγμή μεγάλης αλλαγής στην Κωνσταντινούπολη. Όπως μου είπε και ένας θεατής που είδε την ταινία στη Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι σαν το Παρίσι του '68. Ελπίζω ότι φτιάξαμε ένα ντοκιμαντέρ για τις επόμενες γενιές».
Στη συνέχεια, ο Μένιος Καραγιάννης μίλησε για το ντοκιμαντέρ του ΑΡΙΚΑ.Α, στο οποίο σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός ξεχωριστού ζωγράφου, του 80χρονου Δημήτρη Ανδριανόπουλου. «Πρόκειται για μία ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη, ο οποίος αρνείται να εκθέσει και να πουλήσει τους πίνακες του, ενώ τους υπογράφει με το όνομα της συζύγου του. Αυτά τα στοιχεία ήταν που με τράβηξαν να γυρίσω την ταινία», τόνισε ο δημιουργός.
Από την πλευρά του, ο ελβετός σκηνοθέτης Έντγκαρ Χάγκεν στο ντοκιμαντέρ Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου διερευνά το περίπλοκο ζήτημα της ταφής των πυρηνικών αποβλήτων. Ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Το θέμα αφορά όχι μόνο στην Ελβετία, αλλά και πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο όπου η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από πυρηνικά εργοστάσια, τα τοξικά απόβλητα των οποίων θα μείνουν ενεργά για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ ήταν ένα τεράστιο πρότζεκτ που μου πήρε πέντε χρόνια να ολοκληρώσω».
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται το ντοκιμαντέρ Γυμνό δωμάτιο της Νούρια Ιμπάνιες. Η Ισπανικής καταγωγής σκηνοθέτιδα, που ζει και εργάζεται στο Μεξικό, εξήγησε: «Η ταινία διαδραματίζεται στην αίθουσα συμβουλευτικής αγωγής ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου παιδιών, στην Πόλη του Μεξικού. Δεν με ενδιέφερε τόσο η ψυχιατρική πλευρά του ζητήματος, όσο το να δείξω την κοινωνική μας πραγματικότητα».
Μεξικανικής παραγωγής είναι και η ταινία Τα χρόνια του Φιέρο, η οποία παρακολουθεί την υπόθεση ενός θανατοποινίτη μεξικανού μετανάστη που βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή του Τέξας. Ο σκηνοθέτης Σαντιάγο Εστέινου αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη περίπτωση του ήρωά του: «Ο Φιέρο –του οποίου το όνομα στα ισπανικά σημαίνει “σίδηρος”- είναι φυλακισμένος εδώ και 35 χρόνια και περιμένει την ημερομηνία εκτέλεσής του, επιμένοντας ότι είναι αθώος. Κι όλα αυτά τα χρόνια η εκτέλεση δεν έρχεται, διότι η περίπτωσή του είναι αμφιλεγόμενη».
Το ντοκιμαντέρ Παίζοντας με τη φωτιά η Αννέτα Παπαθανασίου εστιάζει σε μία ομάδα γυναικών ηθοποιών στο Αφγανιστάν. «Οι γυναίκες αυτές αγωνίζονται για τη ζωή και την τέχνη τους. Είναι ένα διαφορετικό φιλμ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην αρχή βλέπουμε τις ηρωίδες να παίζουν Μολιέρο και στο τέλος υποχρεώνονται να πολεμήσουν για τη ζωή τους, γιατί το θέατρο θεωρείται παράνομο κι αυτές χαρακτηρίζονται πόρνες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα, η οποία βρέθηκε στην Καμπούλ για να διδάξει αρχαίο ελληνικό δράμα και εμπνεύστηκε το ντοκιμαντέρ.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είναι το κεντρικό πρόσωπο στο ντοκιμαντέρ Η νονά του Στέλιου Κούλογλου. Ο ίδιος επεσήμανε: «Πρόκειται για μία ασυνήθιστη βιογραφία της Μέρκελ. Προσπαθώ να ερμηνεύσω τις πολιτικές της στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδίως το Νότο, ανατρέχοντας στη ζωή της, στα νεανικά της χρόνια στην Αν. Γερμανία. Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου η Μέρκελ ήταν 35 ετών. Στην ταινία θέλησα να ‘’συνδυάσω’’ τη ζωή και τις πολιτικές της, κατά τη γνώμη μου καταστροφικές για την Ευρώπη και την ίδια τη χώρα της».
Η συζήτηση στράφηκε στο ζήτημα των δυνατοτήτων που υπάρχουν για τους δημιουργούς ντοκιμαντέρ έτσι ώστε να δείξουν τη δουλειά τους στο ευρύ κοινό. Για το θέμα αυτό, ο κ. Κούλογλου παρατήρησε: «Η ταινία μου βγαίνει αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας. Δούλεψα για πολλά χρόνια στην τηλεόραση, πριν από το τρομερό κλείσιμο της ΕΡΤ, επομένως είχα διαφορετική σχέση με το τηλεοπτικό κοινό. Ωστόσο, άλλος είναι και ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει κανείς ένα ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και άλλος για τον κινηματογράφο. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να κρατάς το κοινό ώστε να μην κάνει ζάπινγκ, ενώ στη δεύτερη έχεις χρόνο να εκφράσεις καλύτερα τις ιδέες σου». Από την άλλη, ο κ. Καραγιάννης τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη «να πείσουν οι κινηματογραφιστές του χώρου τον κόσμο ότι το ντοκιμαντέρ δεν είναι απλώς μία αφήγηση ιστορίας -κάτι που θα το έκανε να θυμίζει ρεπορτάζ-, αλλά ότι είναι κινηματογράφος». Με τον Έλληνα σκηνοθέτη συμφώνησε η κ. Ιμπάνιες, προσθέτοντας ότι στο Μεξικό αυτό το διάστημα γίνονται ορισμένες κινήσεις για τη βελτίωση της διανομής των ντοκιμαντέρ στις αίθουσες. Στην κατάσταση στο Μεξικό αναφέρθηκε και ο κ. Εστέινου, παρατηρώντας ότι «σταδιακά ο κόσμος ανακαλύπτει ότι τα ντοκιμαντέρ δεν είναι βαρετά, όπως πίστευε μέχρι πρόσφατα». Μιλώντας για το ίδιο ζήτημα, η κ. Παπαθανασίου έκανε λόγο για τον ευεργετικό ρόλο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «Σε άλλα φεστιβάλ γενικότερης θεματολογίας έφτασα στο σημείο να ζητήσω να αφαιρέσουν τη λέξη “ντοκιμαντέρ”, γιατί ο κόσμος δεν ερχόταν να δει την ταινία. Πρέπει να εκπαιδευτεί το κοινό κι αυτό είναι κάτι που κάνουν τα Φεστιβάλ», είπε χαρακτηριστικά η σκηνοθέτιδα. Με τη σειρά του, ο κ. Πρεβόστι σημείωσε: «Στη χώρα μου τα ντοκιμαντέρ θεωρούνται βαρετά. Τα κανάλια δείχνουν κυρίως επιστημονικά ντοκιμαντέρ. Πάντως, για να προσελκύσω το ενδιαφέρον του κοινού, μου αρέσει να βάζω στις ταινίες μου κομμάτια στα οποία ο κόσμος γελάει». Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην Ελβετία, όπως εξήγησε ο κ. Χάγκεν, επισημαίνοντας: «Στη χώρα μου τα περισσότερα προβλήματα οφείλονται στην πολυγλωσσία του πληθυσμού. Δεν έχεις, για παράδειγμα, την ευκαιρία να προωθήσεις ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ με την ίδια ευκολία στο γαλλόφωνο ή στο γερμανόφωνο τμήμα της χώρας. Γι’ αυτό και εμείς οι κινηματογραφιστές προτιμάμε να γυρίζουμε ταινίες που καθρεφτίζουν την κοινωνία. Πιστεύω ότι το σινεμά είναι πάνω από όλα η προσπάθεια να αφηγηθείς μία ιστορία κι όχι απλώς να αραδιάσεις τα δεδομένα. Στην Ελβετία, πάντως, δουλεύουμε πολύ με τα σχολεία, δείχνουμε ντοκιμαντέρ στους μαθητές και ακολουθούν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις». Από την πλευρά του, ο κ. Κούλογλου αναφέρθηκε στην εμπειρία από το ταξίδι του στο Μεξικό, όπου προσκλήθηκε να παρουσιάσει την προηγούμενη ταινία του σε μεγάλο φεστιβάλ. «Με εντυπωσίασε το κοινό, που ήταν πολύ θερμό να παρακολουθήσει, πολύ ανοιχτό σε ιδέες, περισσότερο ίσως κι από τους θεατές εδώ στην Ευρώπη. Κι όλα αυτά σε μία χώρα την οποία γνωρίζουμε στην Ελλάδα σχεδόν μόνο για τα περιστατικά διαφθοράς και διακίνησης ναρκωτικών».
Το σημαντικό ζήτημα της χρηματοδότησης ταινιών απασχολεί τους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ, ωστόσο σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με τη χώρα όπου δραστηριοποιούνται. Ο κ. Χάγκεν διευκρίνισε ότι έλαβε κρατική χρηματοδότηση για το ντοκιμαντέρ του, προσθέτοντας επίσης ότι δεν θα απευθυνόταν σε ιδιωτικούς φορείς για να ζητήσει χρήματα, καθώς αυτή είναι η όλη ιδέα του να γυρίζει κανείς ανεξάρτητες ταινίες. Στο Μεξικό, όπως είπαν η κ. Ιμπάνιες και ο κ. Εστέινου, γίνεται μια προσπάθεια να ενισχυθεί η χρηματοδότηση ταινιών μέσω ενός συστήματος παρακράτησης φόρου από μεγάλες εταιρίες, κίνηση η οποία αναμένεται να επιφέρει αλλαγές στο μεξικανικό σινεμά. Στην Ιταλία, όπως είπε ο κ. Πρεβόστι, το σινεμά θεωρείται βιομηχανία. «Πρέπει να πουλάς για να σε χρηματοδοτήσουν», τόνισε ο ίδιος. Η κ. Παπαθανασίου αναφέρθηκε στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. «Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ και το “πάγωμα” των χρηματοδοτήσεων από το ΕΚΚ. Δεν χρηματοδοτούμαστε πια από το κράτος. Είμαστε δημιουργοί υπό απειλή. Επιπλέον, λόγω της κρίσης, ούτε οι ιδιωτικές εταιρίες δείχνουν ενδιαφέρον να μας χρηματοδοτήσουν. Το ντοκιμαντέρ επιβιώνει λόγω της επιμονής των δημιουργών κι αυτό δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα συνεχίσει να συμβαίνει».