ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ «Ιταλικό Πολιτικό Σινεμά»

Σπουδαίο κεφάλαιο του ιταλικού κινηματογράφου, οι πολιτικές ταινίες που γυρίστηκαν τη δεκαετία του ’60 και τις αρχές του ’70 διατυπώνουν ορισμένα εξαιρετικά επίκαιρα και διαχρονικά σχόλια για την πολιτική, την κοινωνία και τους ανθρώπους. Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης πραγματοποιεί αφιέρωμα στο Ιταλικό Πολιτικό Σινεμά, από την Πέμπτη 20 έως και την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α’, Λιμάνι). Δικαιοσύνη και αδικία, χρήμα και εξουσία, ηθικοί κανόνες και νόμιμη τάξη, ιδανικά και ουτοπίες της επανάστασης, διερευνώνται μέσα από ταινίες που φέρουν την υπογραφή των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, Μάριο Μονιτσέλι, Βιτόριο ντε Σέτα και Φραντσέσκο Ρόζι. Πιο συγκεκριμένα, το αφιέρωμα περιλαμβάνει τις ταινίες: Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι (1972), Οι σύντροφοι του Μάριο Μονιτσέλι (1963), Οι ληστές του Οργκόζολο του Βιτόριο ντε Σέτα (1961) και Τα χέρια πάνω από την πόλη του Φραντσέσκο Ρόζι (1963).
Αξίζει να θυμηθούμε ότι:
Με την ταινία Οι ληστές του Οργκόζολο ο σικελός δημιουργός Βιτόριο ντε Σέτα περνά από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία και αποσπά το βραβείο για καλύτερη πρώτη ταινία στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1961. Οι Βέρνερ Χέρτσογκ και Μάρτιν Σκορσέζε θεωρούν το φιλμ ως ένα αδιαφιλονίκητο κινηματογραφικό αριστούργημα.
Η ταινία Τα χέρια πάνω από την πόλη του Φραντσέσκο Ρόζι -πατριάρχη του ιταλικού πολιτικού σινεμά-, απέσπασε το 1963 το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας
Η ταινία Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι βασίζεται στο έργο «Το θείο και το ανθρώπινο» του Λέοντος Τολστόι.
Πώληση εισιτηρίων: Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α΄, Λιμάνι, τηλ. 2310-508.398, cinematheque@filmfestival.gr)
Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τα μέλη). Κάρτα μέλους: 1 ευρώ.
Πρόγραμμα προβολών
ΠΕΜΠΤΗ 20/2
18.30 Οι ληστές του Οργκόζολο - 21.00 Οι σύντροφοι
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21/2
18.30 Τα χέρια πάνω στην πόλη - 21.00 Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκκορα
ΣΑΒΒΑΤΟ 22/2
18.30 Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκκορα - 21.00 Τα χέρια πάνω στην πόλη
ΚΥΡΙΑΚΗ 23/2
18.30 Οι σύντροφοι - 21.00 Οι ληστές του Οργκόζολο
Οι ταινίες αναλυτικά:
Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα (Ιταλία, 1972) - Σκηνοθεσία: Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι  Έγχρωμη, 90΄.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μια ομάδα αναρχικών εισβάλλει σ’ ένα χωριό του ιταλικού Νότου και προσπαθεί να πείσει τους χωρικούς να ενστερνιστούν τις αρχές της κολεκτιβοποίησης. Οι χωρικοί όχι μόνον μένουν απαθείς στο επαναστατικό κάλεσμα, αλλά καλούν και τις Αρχές, οι αναρχικοί συλλαμβάνονται και ο αρχηγός τους Τζούλιο Μανιέρι καταδικάζεται σε θάνατο. Τελικά η ποινή του μετατρέπεται την ύστατη στιγμή σε ισόβια και κλείνεται στη φυλακή σε απόλυτη απομόνωση και χωρίς δικαίωμα γραφής, ανάγνωσης ή οποιασδήποτε επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Για να επιβιώσει χωρίς να τρελαθεί, υιοθετεί ένα τελετουργικό φανταστικών καθηκόντων και πνευματικών ασκήσεων, το οποίο εκτελεί απαρέγκλιτα με μια εξαιρετικά αυστηρή πειθαρχία που επιβάλλει στον εαυτό του. Όταν μετά από δέκα χρόνια εγκλεισμού μεταφέρεται σε μια άλλη φυλακή, στη διάρκεια της μετακίνησής του έχει την ευκαιρία να μιλήσει για πρώτη φορά με μια ομάδα νεότερων πολιτικών κρατουμένων. Με την επαφή του αυτή αντιλαμβάνεται, όχι μόνον το χιμαιρικό και ουτοπικό χαρακτήρα των ιδεών του, αλλά και πως αποτελεί πια ένα απολίθωμα του παρελθόντος, καθώς η κοινωνική πραγματικότητα, όπως και τα νέα δεδομένα του επαναστατικού κινήματος, τον έχουν ξεπεράσει.
Οι αδελφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι στην πέμπτη τους ταινία, βασισμένη στη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι «Το θείο και το ανθρώπινο», δημιουργούν ένα έξοχο πολιτικό σχόλιο πάνω στα θέματα του εγκλεισμού, της εσωτερικής αντίστασης και της επαναστατικής ουτοπίας. Η ταινία είναι ένας στοχασμός γύρω από τη σχέση σύγκρουσης ανάμεσα τις απαιτήσεις της πολιτικής στράτευσης και τις υπαρξιακές αγωνίες, ανάμεσα στον ουτοπικό και στον «επιστημονικό» σοσιαλισμό και εντέλει μεταξύ δύο διαφορετικών τρόπων ερμηνείας και κατανόησης της επαναστατικής διαδικασίας. Πέρα από το ουσιαστικό της πολιτικό υπόβαθρο, η ταινία Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα μιλά για την ανθρώπινη θυσία στο βωμό της μοναξιάς και στο όνομα μιας υψηλής ιδέας και είναι απόλυτα επίκαιρη γιατί το βασικό της θέμα αφορά σε αυτό που σήμερα έχει παντελώς εξαφανιστεί: την πολιτική και κοινωνική στράτευση με όρους ανιδιοτέλειας και ηθικής εντιμότητας. Στην ταινία ξεδιπλώνεται, σε τρεις πράξεις, ένας θαρραλέος απολογισμός μιας ζωής που αφήνεται να πνιγεί στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, όταν η Ιστορία αλλάζει πορεία «χωρίς να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία». Πρόκειται για μια από τις πιο αρμονικές, ισορροπημένες, εσωτερικές και τολμηρές αφηγηματικά και υφολογικά ταινίες, όχι μόνον του έργου των αδελφών από την Τοσκάνη, αλλά και του ιταλικού σινεμά της δεκαετίας του ‘70. Το Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα, γυρισμένο το 1972, βγήκε στις αίθουσες μονάχα τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν το Αλοζανφάν καθιέρωσε διεθνώς τους Ταβιάνι. Ο ηθοποιός Τζούλιο Μπρότζι είναι εκπληκτικός, παίζοντας με μοναδικό συνομιλητή τον εαυτό του, σ’ ένα ρόλο ηθικά και σωματικά δύσκολο και επίπονο.
Οι σύντροφοι (Ιταλία – Γαλλία - Γιουγκοσλαβία, 1963 -  Σκηνοθεσία: Μάριο Μονιτσέλι. Ασπρόμαυρη, 128΄.
Τορίνο, τέλη του 19ου αιώνα. Οι εργάτες μια υφαντουργίας που δουλεύουν σαν σκλάβοι 13 ώρες τη μέρα, μετά από ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα, εξεγείρονται ενάντια στις άθλιες εργασιακές συνθήκες ζητώντας μείωση του ωραρίου κατά μία ώρα. Οι διαμαρτυρίες δεν έχουν αποτέλεσμα, αλλά όταν φτάνει από τη Γένοβα σε ρόλο καθοδηγητή, ο καταζητούμενος από τη αστυνομία ως ταραξίας, καθηγητής Σινιγκάλια, υποκινεί, οργανώνει και πείθει τους εργάτες ν’ αρχίσουν απεργία διαρκείας. Τα αφεντικά απαντούν φέρνοντας ένα τρένο γεμάτο με απεργοσπάστες, αλλά τότε τα πράγματα αγριεύουν και στα επεισόδια που ακολουθούν ένας εργάτης χάνει τη ζωή του. Η απεργία συνεχίζεται, όμως κάποια στιγμή οι απεργοί, εξαντλημένοι ηθικά και οικονομικά, είναι έτοιμοι να υποχωρήσουν. Ο καθηγητής όμως, που έχει κρυφτεί για να μην συλληφθεί, εμφανίζεται και βγάζει έναν πύρινο λόγο που ενθουσιάζει τους απεργούς, οι οποίοι επιχειρούν να καταλάβουν το εργοστάσιο. Τότε η αστυνομία, που την έχουν καλέσει τα αφεντικά, καθώς τα πράγματα έχουν πάρει μια άσχημη τροπή γι’ αυτούς, ανοίγει πυρ εν ψυχρώ, ενάντια στο πλήθος...
Η ταινία, μια από τις λιγότερο γνωστές της τεράστιας φιλμογραφίας του πατριάρχη της ιταλικής κωμωδίας Μάριο Μονιτσέλι, είναι μια από τις πρώτες στο ιταλικό σινεμά που θίγουν το θέμα της γέννησης του ιταλικού εργατικού κινήματος και των αγώνων του. Οι σύντροφοι είναι μια θεαματική τοιχογραφία, μια ταινία πολυφωνική με κεντρικό ήρωα ουσιαστικά το συλλογικό υποκείμενο της εργατικής τάξης. Μέσα από τις πολλές μικρές ιστορίες των αντι-ηρωικών χαρακτήρων της, οι οποίες διαπλέκονται με μαεστρία στο σενάριο των Άτζε και Σκαρπέλι (υποψήφιο για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου), η ταινία χωρίς μεγαλοστομία και αριστερές αγιογραφίες, αναπαριστά με ρεαλιστική δύναμη το κλίμα και το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής. Ο Μονιτσέλι δεν αφαιρεί από την ιστορία το ειρωνικό του βλέμμα, καθώς καταγράφει τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων ισορροπώντας έξοχα ανάμεσα στο ιστορικό δράμα και την ανθρώπινη κωμωδία. Αυτή η εισαγωγή των κωμικών στοιχείων ίσως να είναι και η αιτία της μεγάλης εμπορικής αποτυχίας της ταινίας όταν προβλήθηκε, ενώ και η αντιμετώπισή της από την κριτική ήταν ανάλογη. Το γεγονός πίκρανε τον δημιουργό της, καθότι Οι σύντροφοι υπήρξαν μια από τις πιο αγαπημένες του ταινίες. Λέει ο ίδιος: «Οι αστοί την απαξίωσαν γιατί έδειχνε απεργίες και οι πολιτικοποιημένοι εργάτες γιατί θεώρησαν ότι το ειρωνικό της στοιχείο θα τους έδειχνε κάπως γελοίους, πράγμα που δεν είναι σε καμιά περίπτωση αληθές». Σήμερα η ταινία θεωρείται ένα αρχέτυπο των ταινιών ιστορικού-πολιτικού ρεύματος, μιας από τις κυρίαρχες τάσεις του ιταλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ‘60. 
Οι ληστές του Οργκόζολο (Ιταλία, 1961) - Σκηνοθεσία: Βιτόριο ντε Σέτα. Ασπρόμαυρη, 98΄.
Ο Μικέλε, ένας βοσκός στο Οργκόζολο της Σαρδηνίας, που ζει απομονωμένος με το κοπάδι του, κατηγορείται άδικα για τη δολοφονία ενός καραμπινιέρου. Παρ’ όλο που είναι αθώος, δεν παραδίδεται στην αστυνομία, γιατί ξέρει ότι δεν θα γίνει πιστευτός και θα πάει φυλακή. Αποφασίζει αμέσως μόλις μαθαίνει ότι τον αναζητούν, να κρυφτεί στα άγρια βουνά της περιοχής του, παίρνοντας μαζί το κοπάδι με τα πρόβατά του και τον μικρό του αδερφό που τον βοηθάει. Η φυγή του θεωρείται απόδειξη ενοχής από τις Αρχές, οι οποίες στέλνουν αποσπάσματα να τον κυνηγήσουν και να τον συλλάβουν. Αρχίζει μια περιπλάνηση σε δύσβατα, ξερά και απόκρημνα ορεινά τοπία, στη διάρκεια της οποίας, λόγω έλλειψης νερού και τροφής, ο Μικέλε χάνει όλα του τα πρόβατα, τα οποία δεν έχει καν ξεπληρώσει και είναι το μόνο του περιουσιακό στοιχείο. Στο τέλος, απεγνωσμένος και σε απόλυτο αδιέξοδο, κλέβει το κοπάδι κάποιου άλλου και γίνεται αυτό που δεν είναι και για το οποίο κατηγορείται: ληστής στο Οργκόζολο.
Από τους καλύτερους ντοκιμαντερίστες στην ιστορία του ιταλικού σινεμά, ο σικελός Βιτόριο ντε Σέτα, μ’ αυτή την απόλυτα προσωπική ταινία (παραγωγή-σκηνοθεσία-σενάριο-μοντάζ-φωτογραφία), περνά στο χώρο της μυθοπλασίας κερδίζοντας το βραβείο για την καλύτερη πρώτη ταινία στο Φεστιβάλ Βενετίας και το... για την καλύτερη φωτογραφία. Το φιλμ είναι γυρισμένο στην Βαρμπάτζια, στα ορεινά της Σαρδηνίας, μια περιοχή εξαιρετικά κακοτράχαλη αλλά και μοναδικής άγριας ομορφιάς, με ηθοποιούς τους Σαρδηνούς βοσκούς που ζουν εκεί απομονωμένοι, βοσκώντας τα κοπάδια τους. Η αρχή της ταινίας δεν μοιάζει, αλλά είναι αυτή ενός πολλά υποσχόμενου ντοκιμαντέρ, καθώς πάνω στις εικόνες ακούγεται off η φωνή του σκηνοθέτη: «Η ιστορία διαδραματίζεται σήμερα στη Σαρδηνία, στο χωριό του Οργκόζολο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι βοσκοί και ο χρόνος τους μετριέται με βάση τις εποχικές μετακινήσεις των κοπαδιών τους, σε αναζήτηση βοσκοτόπων και νερού. Η ψυχή τους έμεινε αρχέγονη και ό,τι είναι σωστό σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους δεν ισχύει απαραίτητα και για τον πολιτισμένο κόσμο. Γι’ αυτούς μετρούν μονάχα οι δεσμοί που τους συνδέουν με την οικογένεια και την κοινότητα και όλα τα υπόλοιπα είναι ακατανόητα, ενώ το κράτος είναι παρόν μονάχα μέσα από τους καραμπινιέρους και τις φυλακές. Οι καραμπίνες τούς χρησιμεύουν για το κυνήγι, για προστασία, αλλά και για να επιτίθενται. Μπορεί να γίνουν ληστές από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς καν να το καταλάβουν». Ό,τι ακολουθεί είναι μια ταινία, που άνθρωποι σαν τον Βέρνερ Χέρτσογκ και τον Μάρτιν Σκορσέζε θεωρούν ένα αδιαφιλονίκητο κινηματογραφικό αριστούργημα.
Τα χέρια πάνω από την πόλη  (Ιταλία – Γαλλία, 1963) - Σκηνοθεσία: Φραντσέσκο Ρόζι.  Ασπρόμαυρη, 105΄.
Νάπολη, αρχές της δεκαετίας του ‘60. Σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της πόλης καταρρέει μια παλιά πολυκατοικία, λόγω των εργασιών στο γειτονικό εργοτάξιο, με αποτέλεσμα να υπάρξουν νεκροί και τραυματίες. Υπεύθυνος της καταστροφής θεωρείται ο εργολάβος Εντοάρντο Νοτόλα, δημοτικός σύμβουλος της δεξιάς παράταξης που διοικεί την πόλη. Αρχίζουν οι δικαστικές έρευνες στις οποίες εμπλέκεται άμεσα ο Νοτόλα, για να διαπιστωθούν οι αιτίες και να αποδοθούν οι ευθύνες, όμως τα έγγραφα και οι τυπικές διαδικασίες που τον αφορούν αποδεικνύονται όλα σύννομα και τελικά κανείς δεν διώκεται. Καθώς το όνομα του εργολάβου έχει «λερωθεί», το κόμμα τον αποσύρει από τη λίστα των επερχόμενων εκλογών. Όμως ο αδίστακτος επιχειρηματίας που δεν θέλει να χάσει την εξουσία και τα προνόμια που του παρέχει η θέση του στο Δήμο, δηλαδή τη δυνατότητα να κερδοσκοπεί στον τομέα των κατασκευών, χρησιμοποιεί όσα μέσα διαθέτει, θεμιτά και αθέμιτα, για να επανεκλεγεί. Αλλάζοντας πολιτικό κόμμα, μετακινούμενος πολιτικά στο κέντρο, όχι μόνον θα καταφέρει να επανεκλεγεί, αλλά θα παραμείνει και στη θέση εξουσίας που κατείχε, συνεχίζοντας να κερδοσκοπεί στο τομέα των οικοδομών με την κατασκευαστική του εταιρεία.
Βραβευμένη με το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία Τα χέρια πάνω από την πόλη διατηρεί 50 χρόνια μετά ακέραια την καταγγελτική της δύναμη, την επικαιρότητα και τη δυσάρεστη αλήθεια της, γεγονός που της προσδίδει τη διάσταση ενός διαχρονικού ιστορικού ντοκουμέντου που ξεπερνάει την εποχή του. Πρόκειται για ένα έργο που πηγαίνει κατευθείαν στις ρίζες ενός καρκινώματος που απειλεί τα θεμέλια και τη συνοχή της κοινωνίας και το οποίο μιλά, χωρίς να μασά τα λόγια του, για το φαινόμενο της διαπλοκής ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία –μόνιμη και τότε και τώρα- πηγή της διαφθοράς και ανοιχτή πληγή του δημόσιου βίου. Η ταινία ξεπερνά τα όρια της απλής καταγγελίας, καθώς ερευνά το πρόβλημα με μια εντυπωσιακή τεκμηρίωση που αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ. Αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς, «τυπικά νόμιμους» μεν, αλλά πάντα στα αμφιλεγόμενα σύνορα του νόμου, με τρόπο ξεκάθαρο, δείχνει πώς μια διεφθαρμένη πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με τους αετονύχηδες επιχειρηματίες και την αόρατη, αλλά πανταχού παρούσα Καμόρρα, κρατούν στα βρώμικα χέρια τους μια ολόκληρη πόλη. Ο πατριάρχης του ιταλικού πολιτικού σινεμά Φραντσέσκο Ρόζι, γέννημα θρέμμα της Νάπολης, δυο χρόνια μετά τον αριστουργηματικό Σαλβατόρε Τζουλιάνο χτυπά ξανά, αναδεικνύοντας ένα κακοήθες μελάνωμα της ιταλικής (και όχι μόνον) κοινωνίας. Είναι εμβληματική η φράση που εμφανίζεται στην οθόνη με τους τίτλους του τέλους: «Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αφηγείται η ταινία είναι φανταστικά, η πραγματικότητα όμως που τα δημιούργησε είναι απολύτως αυθεντική». Εξαιρετική η ερμηνεία του σπουδαίου Ροντ Στάιγκερ στον ρόλο του εργολάβου και θαυμάσια η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τζιάνι ντι Βενάντσο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: