ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

«Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες ΙΙΙ»

ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Λουί Μαλ, Βιμ Βέντερς, Τζίλο Ποντεκόρβο και Μπέλα Ταρ: Τέσσερις διακεκριμένοι δημιουργοί που σφράγισαν με το έργο τους τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, βρίσκονται στο προσκήνιο αυτή την εβδομάδα στην Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης. Αφορμή, το αφιέρωμα «Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες ΙΙΙ», το οποίο πραγματοποιείται από την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου έως και την Κυριακή 2 Μαρτίου 2014 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α’, Λιμάνι).
Φιλοτεχνημένες με την πρωτοποριακή ματιά των δημιουργών τους, οι ταινίες του αφιερώματος είναι κλασικές, η καθεμιά με το δικό της τρόπο. Εστιάζουν σε καθοριστικά ιστορικά στιγμιότυπα, υπαρξιακά αδιέξοδα και ταξίδια αυτογνωσίας και αποτελούν σημεία αναφοράς στην έβδομη Τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, το αφιέρωμα περιλαμβάνει τις ταινίες: Η μάχη του Αλγερίου του Τζίλο Ποντεκόρβο (1966), H φλόγα που τρεμοσβήνει του Λουί Μαλ (1963), Στο πέρασμα του χρόνου του Βιμ Βέντερς (1976) και Οι αρμονίες  του Μπέλα Ταρ (2000).

Αξίζει να θυμηθούμε ότι:-Η ταινία Η μάχη του Αλγερίου θεωρείται ένα ανυπέρβλητο αριστούργημα: Λίγες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου δίνουν στο θεατή τόσο έντονα την ψευδαίσθηση ότι δεν παρακολουθεί απλά την ιστορική αναπαράσταση της μάχης στο Αλγέρι το 1967, αλλά ότι βιώνει ο ίδιος τα γεγονότα τη στιγμή που εκτυλίσσονται.

-Ο Τζιμ Τζάρμους, ο σπουδαίος σκηνοθέτης του ανεξάρτητου σινεμά, είχε δηλώσει στοιχειωμένος από τη θέαση της ταινίας Οι αρμονίες του Μπέλα Ταρ.
-Το φιλμ Η φλόγα που τρεμοσβήνει (1963) είναι η πέμπτη ταινία που σκηνοθέτησε ο ήδη σπουδαίος - 31 ετών τότε - Λουί Μαλ, βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του γάλλου συγγραφέα Πιερ Ντριε Λα Ροσέλ.
-Ο Βιμ Βέντερς σημειώνει χαρακτηριστικά για την ταινία του Στο πέρασμα του χρόνου: «Η ταινία αναφέρεται στην ιστορία δύο ανδρών, αλλά είναι διαφορετική από τις αντίστοιχες αντρικές ταινίες του Χόλιγουντ, στις οποίες μένει απέξω η ουσία του πράγματος: το γιατί οι άνδρες προτιμούν να είναι μεταξύ τους και όχι με τις γυναίκες κι αν το κάνουν είναι μονάχα για να περάσουν τον καιρό τους».

Να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες ΙΙΙ» και αποκλειστικά κατά τη διάρκεια αυτού, στο πωλητήριο του Μουσείου Κινηματογράφου – Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης θα διατίθενται σε ειδική, μειωμένη τιμή οι εκδόσεις του ΦΚΘ για τον Μπέλα Ταρ (από τα 5 στα 3 ευρώ) και τον Βιμ Βέντερς (από τα 15 στα 9 ευρώ).

Πώληση εισιτηρίων: Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α΄, Λιμάνι, τηλ. 2310-508.398, cinematheque@filmfestival.gr)
Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τα μέλη).
Κάρτα μέλους: 1 ευρώ.

Πρόγραμμα προβολών

ΠΕΜΠΤΗ 27/2
18.30 Οι αρμονίες - 21.00 H φλόγα που τρεμοσβήνει

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 28/2
20.00 Στο πέρασμα του χρόνου

ΣΑΒΒΑΤΟ 1/3
18.30 H φλόγα που τρεμοσβήνει - 21.00 Η μάχη του Αλγερίου

ΚΥΡΙΑΚΗ 2/3
18.30 Η μάχη του Αλγερίου - 21.00 Οι αρμονίες

Οι ταινίες αναλυτικά:


Η μάχη του Αλγερίου (Ιταλία, 1966)
Σκηνοθεσία: Τζίλο Ποντεκόρβο. Ασπρόμαυρη, 121’.
Η ταινία μάς μεταφέρει στο ταραγμένο Αλγέρι, όταν η γαλλο-αλγερινή ένοπλη αντιπαράθεση αγγίζει την κορύφωσή της, καταγράφοντας την ιστορική μάχη της πόλης του Αλγερίου το 1957 και τη δράση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας (FLN) εναντίον των γάλλων αποικιοκρατών. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται τις ημέρες της επταήμερης γενικής απεργίας που οργάνωσε το FLN και της προσπάθειας κατάπνιξής της, με τις διώξεις, τις συλλήψεις και τα άγρια βασανιστήρια από τους αλεξιπτωτιστές του συνταγματάρχη Ματιέ. Κυρίαρχο σκηνογραφικό φόντο είναι οι δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές της Κάσμπα, της παλιάς ισλαμικής γειτονιάς της πόλης και κάστρου της αλγερινής λαϊκής αντίστασης.
Κατά γενική ομολογία, Η μάχη του Αλγερίου θεωρείται ένα ανυπέρβλητο κινηματογραφικό αριστούργημα, με τεράστια επιδραστική δύναμη στους μεταγενέστερους σκηνοθέτες και αφηγείται τον ανταρτοπόλεμο που ξεκινά ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία ο απλός λαός της αραβικής συνοικίας. Ο υπερθετικός βαθμός των χαρακτηρισμών οφείλεται στο γεγονός ότι πολύ λίγες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου δίνουν στον θεατή τόσο έντονα την ψευδαίσθηση ότι δεν παρακολουθεί απλά μια ιστορική αναπαράσταση, αλλά ότι βιώνει ο ίδιος τα γεγονότα τη στιγμή που εκτυλίσσονται. Το μεγάλο επίτευγμα του Τζίλο Ποντεκόρβο είναι ότι η ταινία του μοιάζει συχνά (αν όχι από την αρχή μέχρι το τέλος), με αληθινό ντοκιμαντέρ, λόγω της χρήσης της κάμερας στο χέρι, αλλά και άλλων εξαιρετικά λειτουργικών τεχνικών, ενώ είναι εντυπωσιακό (ακόμα και ο υποψιασμένος θεατής παραπλανάται) ότι σε καμιά σκηνή του φιλμ δεν υπάρχει αρχειακό υλικό. Γυρισμένη στους φυσικούς χώρους όπου διεξήχθη η μάχη και με τον δεξιοτεχνικό χειρισμό του πλήθους να μεταδίδει το πάθος των πραγματικών γεγονότων, η ταινία καταφέρνει να μεταμορφώσει την αληθοφάνεια σε «αλήθεια», καθηλώνοντας τον θεατή με τον καταιγιστικό της ρυθμό και την απαράμιλλη αφηγηματική της δύναμη. Να σημειώσουμε ακόμη ότι η ταινία κατάφερε να κατανοήσει και να αναδείξει τόσο πολύ σε βάθος τους μηχανισμούς τρομοκρατίας και αντι-τρομοκρατίας που κρύβονται πίσω από έναν αντάρτικο πόλεμο, ώστε να φτάσει μέχρι το αμερικανικό Πεντάγωνο, ως μάθημα ανταρτοπόλεμου και επαναστατικής τακτικής.

Στο πέρασμα του χρόνου (Δυτική Γερμανία, 1976)
Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς. Ασπρόμαυρη, 175’.

Ο Μπρούνο ταξιδεύει μ’ ένα φορτηγό κατά μήκος των συνόρων Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, επισκευάζοντας μηχανές προβολής επαρχιακών κινηματογράφων. Ένα πρωί βλέπει κάποιον να πέφτει με το αυτοκίνητό του στο ποτάμι. Πρόκειται για τον Ρόμπερτ, έναν ψυχογλωσσολόγο που εγκατέλειψε σπίτι και επάγγελμα και τον οποίο ο Μπρούνο βοηθά να διασωθεί. Συνεχίζουν μαζί το ταξίδι και στην διάρκεια της περιπλάνησής τους βιώνουν διάφορες καταστάσεις, γνωρίζονται καλύτερα, επισκέπτονται το εγκαταλελειμμένο πατρικό σπίτι του Μπρούνο και τον πατέρα του Ρόμπερτ, γίνονται φίλοι, συγκρούονται και στο τέλος χωρίζουν. Είναι ο Ρόμπερτ που μια μέρα φεύγει αφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα που γράφει πως «όλα πρέπει ν’ αλλάξουν», ενώ ο Μπρούνο συνεχίζει τον μοναχικό του δρόμο.
«Η ταινία αναφέρεται στην ιστορία δύο ανδρών, αλλά είναι διαφορετική από τις αντίστοιχες αντρικές ταινίες του Χόλιγουντ, στις οποίες μένει απέξω η ουσία του πράγματος: το γιατί οι άνδρες προτιμούν να είναι μεταξύ τους και όχι με τις γυναίκες κι αν το κάνουν είναι μονάχα για να περάσουν τον καιρό τους. Η ταινία μου Στο πέρασμα του χρόνου έχει ακριβώς αυτό το θέμα: δύο άντρες που στον έναν αρέσει η συντροφιά του άλλου και που αισθάνονται καλύτερα μαζί, παρά με τις γυναίκες. Θα δείτε τις αδυναμίες του καθενός, τις συναισθηματικές τους ανασφάλειες και πώς προσπαθούν να τις κρύψουν. Αλλά στο πέρασμα του χρόνου θα γνωριστούν καλύτερα και θα μιλήσουν για τα ελαττώματά τους, κάτι που θα τους οδηγήσει αναπόφευκτα στο χωρισμό. Χωρίζουν γιατί στην διάρκεια του ταξιδιού τους στη γερμανική ενδοχώρα ήρθαν ξαφνικά πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Πρόκειται για μια ιστορία που δεν λέγεται συχνά στις αντρικές ταινίες. Η ιστορία της απουσίας των γυναικών και ταυτόχρονα η ιστορία της λαχτάρας γι’ αυτές. (...) To να περάσω τα σύνορα ή να βρεθώ σ’ ένα μέρος που δεν είχα ξαναπάει πριν, μου προκαλεί (όπως και σε οποιονδήποτε άλλο) μια πιο έντονη αίσθηση αυτού που συμβαίνει, γιατί το κάνω για πρώτη φορά. Μ’ άλλα λόγια η αντιληπτική ικανότητα εξαρτάται από το πόσο κάποιος είναι διατεθειμένος να αντιληφθεί: από την ψυχική του διάθεση και από τη δυνατότητα πρόσληψης που έχει. Και πιστεύω ότι οι αισθήσεις βρίσκονται σε εγρήγορση στη διάρκεια ενός ταξιδιού ή σε μια καινούργια κατάσταση. Το ταξίδι είναι για μένα μια κίνηση φαινομενολογική. Αυτό σημαίνει απλά ότι κάτι συμβαίνει και όχι απαραίτητα ότι κάτι μετασχηματίζεται. Παρ’όλα αυτά, το ταξίδι εμπεριέχει τη δυνατότητα του μετασχηματισμού και είναι αυτό ακριβώς που μ’ ενδιαφέρει στο θέμα του ταξιδιού: ένας δυνητικός μετασχηματισμός, όχι μονάχα ανάμεσα στα πρόσωπα αλλά και μέσα σ’ αυτά». Βιμ Βέντερς

Οι αρμονίες (Ουγγαρία – Γερμανία – Γαλλία, 2000)
Σκηνοθεσία: Μπέλα Ταρ. Ασπρόμαυρη, 145’.

Στην κεντρική πλατεία μιας επαρχιακής πόλης, μέσα στην παγωνιά, εκατοντάδες ανθρώπων στέκονται γύρω από μια σκηνή τσίρκου και περιμένουν να δουν την κεντρική ατραξιόν: το βαλσαμωμένο κουφάρι μιας αληθινής φάλαινας. Κόσμος συνεχίζει να έρχεται από όλα τα σημεία της πεδιάδας. Η άφιξη του κήτους, η ανθρωποπλημμύρα και το τσουχτερό κρύο πυροδοτούν μια αλυσίδα από ανεξέλεγκτα πάθη, μίση, αντιπαλότητες και φιλοδοξίες και όλοι αυτοί οι άνθρωποι αναίτια εξεγείρονται. Μόνος, μέσα στο ανώνυμο και επιθετικό πλήθος, ο Γιάνος Βάλουσκα, ένας αλαφροίσκιωτος και ονειροπαρμένος ταχυδρομικός υπάλληλος, μοιάζει να είναι ο τελευταίος υπερασπιστής μια ανθρωπότητας που βαίνει ολοταχώς προς το χείλος της αβύσσου.
Όταν ένας κινηματογραφικός δημιουργός όπως ο Τζιμ Τζάρμους, δηλώνει στοιχειωμένος από τη θέαση της ταινίας Οι αρμονίες του Μπέλα Ταρ (βασισμένη στο μυθιστόρημα «Η μελαγχολία της αντίστασης», του στενού του συνεργάτη, συγγραφέα Λάσλο Κραζναχορκάι),το μόνο που μπορεί να «πάθει» ο μέσος θεατής είναι να μείνει άναυδος: για το ασπρόμαυρο ενορατικό της βλέμμα σ’ έναν έσω κόσμο, όπου τα πάντα τραμπαλίζονται στο χείλος μιας άγνωστης αβύσσου· για την επιμήκυνση του κινηματογραφικού της χρόνου που «χύνεται» στο άπειρο, πίσω και πέρα από την εικόνα· για την εναγώνια αναμονή μιας πραγματικότητας σε αποσύνθεση, που ψυχορραγεί στο κατώφλι μιας αποκάλυψης που ποτέ δεν έρχεται· για το μυστικό της τοπίο που κρύβεται στο μάτι της βαλσαμωμένης φάλαινας (αλληγορία ενός απονεκρωμένου, αλλά με παράξενο τρόπο, ακόμα ζωντανού και ενεργητικού παλιού κόσμου)· για την οριστικά και αμετάκλητα χαμένη αρμονία των πλανητών που ορίζουν την τύχη του Σύμπαντος και τη μοίρα αυτών που το κατοικούν. Ακραία μετά-κινηματογραφική εμπειρία Οι αρμονίες, χωρίς να ανήκουν σε οποιαδήποτε μορφή πρωτοπορίας, έρχονται από ένα δυσοίωνο μέλλον και πέφτουν σαν συμπαγής μετεωρίτης ενός άγνωστου πλανήτη, μουδιάζοντας το βλέμμα του ανυποψίαστου θεατή· ένα άλυτο αισθητικό αίνιγμα, που με μια ανησυχαστική αίσθηση του Αλλότριου, τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια του, απ’ τη στιγμή που κάθε αναφορά στους συμβατούς ή ασύμβατους κινηματογραφικούς κώδικες είναι ανύπαρκτη. (Η μόνη ίσως αναγωγή στoν κόσμο της τέχνης είναι στον Ιερώνυμο Μπος, το ζωγράφο που απεικόνισε στο έργο του την κόλαση). Ταινία που θέτει επιτακτικά το πρόβλημα της αναγνωσιμότητας και της αναγνωρισιμότητας, δηλαδή των ορίων και του επέκεινα της κινηματογραφικής εικόνας, Οι αρμονίες του Werckmeister όπως και το υπόλοιπο έργο του Ούγγρου οραματιστή Μπέλα Ταρ (που προβλήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας στο 43ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), διαπερνούν τη μαύρη κουρτίνα (ύστατο σύνορο του βλέμματος) και μας δείχνουν αυτό που δεν φαντάζεται ότι μπορεί να δει κανείς.
Θωμάς Λιναράς (Ετήσιος οδηγός ΠΕΚΚ, Κινηματογράφος 2003)


H φλόγα που τρεμοσβήνει (Γαλλία, 1963)
Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ. Ασπρόμαυρη, 105’.

Η ταινία αφηγείται το τελευταίο εικοσιτετράωρο ενός αλκοολικού που οδεύει προς αυτοκτονία. Ο ήρωας είναι ένας ευαίσθητος νέος άνδρας με ασθενική θέληση, ο οποίος, παρόλο που το μόνο που ζητά από την ζωή είναι να αγαπήσει και να αγαπηθεί, έχει απογοητευτεί από την ζωή και τους ανθρώπους. Η αποτυχία στη ερωτική του ζωή, οι μάταιες προσπάθειες αποτοξίνωσης, οι χαμένες φιλίες του παρελθόντος, η ανικανότητά του να προσαρμοστεί και να ενταχθεί στην κοινωνική πραγματικότητα, τον οδηγούν στη συνειδητοποίηση του κενού της ύπαρξής του. Ο πόθος, η φλόγα για ζωή σιγά-σιγά σβήνουν κι έτσι σταδιακά οδηγείται αναπότρεπτα στη μοιραία απόφαση.
Βασισμένη σ’ ένα μυθιστόρημα του Πιερ Ντριε Λα Ροσέλ, γραμμένο το 1931, το οποίο ο Λουί Μαλ μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή και μ’ έναν εκπληκτικό Μορίς Ρονέ (σίγουρα στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του), η ταινία αφηγείται την (κατα)πτώση του ήρωα στο στεγνό πηγάδι της ίδιας του της ύπαρξης. Πρόκειται για ένα έργο μεγάλης μελαγχολίας, αλλά και μεγάλης αισθαντικότητας, επικεντρωμένο απόλυτα πάνω στο χαρακτήρα του Αλέν Λερουά, γνήσιο τέκνο του Ρομαντικού κινήματος, ο οποίος καθώς αδυνατεί να βρει τα περάσματα που οδηγούν από τον μέσα στον έξω κόσμο, βαδίζει συνειδητοποιημένος και με ψηλά το κεφάλι προς την καταστροφή. Με το βλέμμα στραμμένο στο διαταραγμένο (κυρίως λόγω της αποθεραπείας από το αλκοόλ) ψυχικό κόσμο του κεντρικού ήρωα, ο οποίος κινηματογραφείται σχεδόν ανάγλυφα, ο ήδη σπουδαίος 31χρονος τότε Λουί Μαλ, στην πέμπτη του ταινία, συλλαμβάνει με σκηνοθετική ακρίβεια και τρόπο σπαραχτικό, τους κραδασμούς μιας οδυνηρής υπαρξιακής αγωνίας και την ασθενική φλόγα μια ζωής που τρεμοσβήνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: