ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 15 - 24 Μαρτίου 2013

ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ

Μια λιτή τελετή με μουσικό χρώμα, άνοιξε την αυλαία του επετειακού 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης - Εικόνες του 21ου αιώνα, την Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013, στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον. Ακολούθησε η προβολή του βραβευμένου ντοκιμαντέρ Πρώτη θέση της Μπες Κάργκμαν, μια αισιόδοξη, παρασκηνιακή ματιά στον γοητευτικό κόσμο του μπαλέτου.
Η μουσική (...) από τη Θεσσαλονίκη ταξίδεψε το κοινό σε ήχους από τα Βαλκάνια, την Ανατολή αλλά και την ελληνική μουσική παράδοση, στην έναρξη της βραδιάς. Αμέσως μετά, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης, καλωσόρισε τους θεατές, τους εκπροσώπους της πολιτικής ηγεσίας και τους θεσμικούς φορείς στην 15η διοργάνωση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Εδώ είμαστε και πάλι, σε πείσμα των δυσκολιών που όλοι βιώνουμε. Πιστοί στους στόχους που θέσαμε 15 χρόνια πριν. Αυτό που ζούμε σήμερα, πριν από 15 χρόνια θα μου φαινόταν ψέματα». Ο ίδιος θυμήθηκε το ξεκίνημα της διοργάνωσης, το 1999, παρατηρώντας: «Τότε οι θεατές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας με δυσπιστία. Θεσμός διεθνούς εμβέλειας, προσανατολισμένος αποκλειστικά στο είδος του ντοκιμαντέρ, ήταν ανήκουστο για τα ελληνικά δεδομένα. Η έλλειψη προσφοράς όμως δεν συνεπαγόταν την έλλειψη ζήτησης. Το κοινό ήθελε την εναλλακτική πληροφόρηση. Αυτό το παράθυρο, λοιπόν, ανοίξαμε το 1999».
Στα 15 χρόνια που μεσολάβησαν, άλλαξαν πολλά. «Οι θεατές δεν είναι πλέον δύσπιστοι. Βίωσαν μαζί μας την εξέλιξη της διοργάνωσης βήμα–βήμα. Στιγμές από αυτή την πορεία σάς παρουσιάζουμε φέτος μέσα από το κεντρικό μας αφιέρωμα ‘15 χρόνια φεστιβάλ: Μια συναρπαστική διαδρομή’. Θα δούμε 36 ταινίες που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα του Φεστιβάλ και άφησαν το στίγμα τους», τόνισε ο κ. Εϊπίδης. Και πρόσθεσε: «Το αφιέρωμα δεν αφορά στις ‘καλύτερες’ χρονιές, ταινίες ή στιγμές. Στόχος ήταν μια ανίχνευση, μια υπενθύμιση μερικών από τις ταινίες που συζητήθηκαν κι αγαπήθηκαν περισσότερο. Το αφιέρωμα αυτό, μετά το τέλος του Φεστιβάλ, θα προβληθεί και στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, από 28 Μαρτίου έως 7 Απριλίου.
Ο κ. Εϊπίδης δεν έκρυψε τη συγκίνησή του για την επέτειο των 15 ετών ζωής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «15 χρόνια μετά την ίδρυσή του, είναι πολύ δύσκολο να συνοψίσω σε λίγες λέξεις τι σημαίνει για μένα το Φεστιβάλ. Είναι δεσμός και ανάγκη. Και κάθε φορά ξεκινάς από το μηδέν και χτίζεις το πρόγραμμα από την αρχή. Εκτιμώ κάθε ταινία που επιλέγω, όσο σέβομαι και κάθε ταινία που απορρίπτω. Τίποτα δεν γίνεται ελαφρά τη συνείδηση». Ο ίδιος παρατήρησε: «Η στόχευση είναι κινητήριος δύναμη. Ξεκινήσαμε με 68 ταινίες το 1999 και φτάσαμε να προβάλλουμε σήμερα περισσότερες από 170 ταινίες από όλο τον κόσμο. Από την πρώτη χρονιά με το δύσπιστο κοινό, φτάσαμε πέρυσι να έχουμε sold out εισιτήρια σε όλες τις ζώνες προβολών». Παράλληλα, έδωσε έμφαση στο τμήμα της Αγοράς που έχει πλέον καθιερωθεί, φιλοξενώντας πάνω από 520 ταινίες στην ψηφιακή βιντεοθήκη και περισσότερους από 55 αγοραστές και διανομείς από το εξωτερικό. Ο κ. Εϊπίδης αναφέρθηκε επίσης στην ταυτόχρονη ψηφιακή μετάδοση ταινιών στην Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς και στις Περιφερειακές Εκδηλώσεις του Φεστιβάλ, προσθέτοντας: «Φέτος θα γίνουν προβολές σε περισσότερες από 40 πόλεις της περιφέρειας και σε 20 φυλακές».
Συνεχίζοντας, ο κ. Εϊπίδης επεσήμανε: «Θα ήθελα να αναφερθώ στην ίδρυση Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης, η οποία θα συμβάλλει σημαντικά στην κινηματογραφική παιδεία της πόλης, και η οποία ήδη λειτουργεί με επιτυχία. Με χαρά ανακοινώνω και την ίδρυση της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιβλιοθήκης στην Ελλάδα, με 8.000 βιβλία και περιοδικά, η οποία θα λειτουργεί στον χώρο της Ταινιοθήκης. Το εγχείρημα αυτό υλοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος ‘Σταύρος Νιάρχος’ και τα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης θα γίνουν το Σάββατο 23 Μαρτίου». Κλείνοντας, ο κ. Εϊπίδης έκανε ιδιαίτερη μνεία στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού και στην ΕΡΤ, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007 – 2013, αλλά και σε όλους τους χορηγούς και τους υποστηρικτές του Φεστιβάλ. «Με κάθε στόχο που επιτυγχάνεται έρχεται η στιγμή για νέα στοιχήματα. Γι’ αυτά ανυπομονούμε. Ελπίζω κι εσείς μαζί μου», τόνισε...

[Σ.Σ. Σελίδος: Αφαιρέθηκαν όλα τα ονόματα και οι ομιλίες των δήθεν επισήμων και βρωμο-πολιτικών, σε ένδειξη μποϋκοτάζ για την οικονομική και ανθελληνική πολιτιστική μαυρίλα που προκάλεσαν...]

ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΝΑΡΞ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

Το πρωτοποριακό εγχείρημα «Ντοκιμαντέρ σε Ταυτόχρονη Μετάδοση» άνοιξε αυλαία με μεγάλη επιτυχία τη Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την προβολή της ταινίας Ο εξ αίματος αδελφός του Στιβ Χούβερ, στην κατάμεστη αίθουσα Ολύμπιον.
Για τρίτη χρονιά, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εφαρμόζει το συγκεκριμένο πρόγραμμα σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ηλεκτροακουστικής και Τηλεοπτικών Συστημάτων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Γιώργου Παπανικολάου. Χάρη στις νέες τεχνολογίες, το ΦΝΘ «ταξιδεύει» σε 5 πόλεις της Ελλάδας - Κέρκυρα, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ξάνθη και Ρέθυμνο– καθώς και στη Λευκωσία της Κύπρου, σε συνεργασία με τα κατά τόπους Πανεπιστημιακά Ιδρύματα (Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Πανεπιστήμιο Πατρών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Ξάνθης, ΤΕΙ Κρήτης). Η ταυτόχρονη μετάδοση αφορά στις προβολές του Φεστιβάλ οι οποίες πραγματοποιούνται στο Ολύμπιον μέχρι και την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013 στη ζώνη των 20.30.
Στην ταινία Ο εξ αίματος αδελφός, κεντρικός ήρωας είναι ένας νεαρός Αμερικανός, ο Ρόκι, ο οποίος πηγαίνει στην Ινδία ως τουρίστας, αλλά βρίσκει εκεί το σκοπό της ζωής του. Όταν επισκέπτεται στην περιοχή Τσενάι ένα ορφανοτροφείο για παιδιά που είναι φορείς του ιού του Έιτζ, αποφασίζει να μείνει εκεί και να αφιερωθεί στη φροντίδα τους.
Ο αμερικανός σκηνοθέτης Στιβ Χούβερ ήταν παρών στην προβολή και προλόγισε με συντομία την πρώτη του αυτή ταινία, εξηγώντας ότι ο Ρόκι είναι παιδικός του φίλος. Ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα και δήλωσε ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη. «Πέρασα φανταστικά όλες αυτές τις ημέρες», τόνισε και ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για τη φιλοξενία.
Μετά την προβολή της ταινίας, η οποία συγκίνησε το κοινό, ακολούθησε η διαδικασία ερωταπαντήσεων, στις οποίες συμμετείχε εκτός από το κοινό του Ολύμπιον και το κοινό των πόλεων όπου πραγματοποιείται η ταυτόχρονη μετάδοση στο πλαίσιο του 15ου ΦΝΘ. Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που ο Ρόκι έφτασε αρχικά στο ορφανοτροφείο, ο σκηνοθέτης απάντησε ότι η ιστορία είναι κάπως περίπλοκη. «Ο Ρόκι είναι επαγγελματίας φωτογράφος. Ξεκίνησε για την Ινδία και προσγειώθηκε στην περιοχή Τσενάι, η οποία είναι πολύ μακριά από την Καλκούτα. Κάποιος του είπε ότι υπάρχει εκεί αυτό το ορφανοτροφείο και ο Ρόκι θέλησε να το επισκεφτεί. Όσα είδε εκεί αρχικά τον απώθησαν, η εικόνα των παιδιών όμως έμεινε στο μυαλό του. Κι όταν συνέχισε το ταξίδι του αλλού, κάτι του έλεγε να γυρίσει πίσω, όπως κι έκανε», εξήγησε ο δημιουργός.
Αναφερόμενος στον μικρό Σούρια, ο οποίος στην ταινία νοσηλεύεται βαριά άρρωστος, ο σκηνοθέτης πληροφόρησε τους θεατές ότι είναι πλέον πολύ καλά στην υγεία του. «Δείξαμε στα παιδιά την ταινία και συγκινήθηκαν πολύ. Ο Σούρια, μάλιστα, ένιωσε δημοφιλής σαν ροκ σταρ», πρόσθεσε.
Σε ερώτηση άλλου θεατή για το πόσο επηρέασε τον ίδιο τον σκηνοθέτη η ταινία, ο Στιβ Χούβερ απάντησε: «Με επηρέασε βαθιά. Με επηρέασαν όλα όσα είδα να κάνει ο Ρόκι. Πριν βρεθώ στην Ινδία δεν ήμουν ενημερωμένος για τη φτώχεια, το Έιτζ ούτε είχα καταλάβει τι ακριβώς έκανε εκεί ο Ρόκι. Αφού βρέθηκα εκεί έκανα σχέσεις, συνδέθηκα συναισθηματικά με πρόσωπα. Πήγα ξανά στην Ινδία τον περασμένο Δεκέμβριο κι έμαθα ότι ο Ρόκι έκανε περιοδεία και σε άλλα ορφανοτροφεία με σκοπό να βρει τρόπους να βοηθήσει τα παιδιά». Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, τα έσοδα της ταινίας θα διατεθούν για την ενίσχυση της σπουδαίας αυτής προσπάθειας. Σημείωσε, επίσης, ότι ο ίδιος σκέφτηκε κάποια στιγμή να μείνει στην Ινδία, διαπίστωσε όμως ότι δεν είχε το ψυχικό σθένος για κάτι τέτοιο και ότι ήταν προτιμότερο να βοηθήσει με τον δικό του τρόπο τα παιδιά αυτά, μέσα από το ντοκιμαντέρ του.
Στη συνέχεια, θεατής από το Ρέθυμνο ρώτησε τον σκηνοθέτη σχετικά με το πώς ο Ρόκι σκοπεύει να συντηρήσει οικονομικά τη δική του οικογένεια (στο ντοκιμαντέρ ο ήρωας παντρεύεται μια νεαρή Ινδή), ο Στιβ Χούβερ απάντησε: «Ο Ρόκι είναι ουσιαστικά άνεργος. Υποστηρίζει ό,τι κάνει στην Ινδία μέσα από δωρεές. Στόχος του είναι να δώσει βιωσιμότητα στο έργο του, για το λόγο αυτό μάλιστα σκοπεύει να φτιάξει μικρές επιχειρήσεις, στις οποίες να απασχολούνται τα παιδιά όταν κλείσουν τα 15 τους χρόνια και φύγουν από το ορφανοτροφείο. Η σύζυγός του τον στηρίζει σε αυτή του την προσπάθειά».
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις οικονομικές απαιτήσεις για τη λειτουργία του ορφανοτροφείου, ο δημιουργός απάντησε ότι δεν γνωρίζει πώς ακριβώς χρηματοδοτείται το ίδρυμα, ξέρει πάντως ότι λειτουργούσε πολύ πριν βρεθεί εκεί ο Ρόκι και ότι σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην εθελοντική εργασία. Κλείνοντας, ο Στιβ Χούβερ ζήτησε από τους θεατές να υποστηρίξουν είτε οικονομικά είτε ηθικά την προσπάθεια μέσα από τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με την ταινία και το εγχείρημα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ – 9 ΜΕΡΕΣ ΓΑΛΙΘΙΑΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ / ΣΚΑΠΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΟ ΧΩΡΙΟ

Ο κύκλος των συνεντεύξεων Τύπου του επετειακού 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης άνοιξε την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, με τους σκηνοθέτες Ανδρέα Σιαδήμα (Μουσικό Χωριό), Ευηρούλα Δούρου, 9 μέρες γαλιθιανικής μουσικής), Παναγιώτη Ευαγγελίδη και Μένιο Καραγιάννη (Σκάπετα).
Το ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Σιαδήμα, έχει ως φόντο το χωριό Άγιος Λαυρέντιος του Πηλίου, όπου τρεις φίλοι δημιούργησαν το Μουσικό Χωριό, με στόχο να δημιουργήσουν μία παγκόσμια μουσική κοινότητα όπου η μουσική εκπαίδευση αναπτύσσεται πρωτοποριακά, με όχημα το συλλογικό και συμβιωτικό καλλιτεχνικό βίωμα. «Πρόκειται για κάτι μοναδικό. Ο Άγιος Λαυρέντιος είναι ένα χωριό που κράτησε τη μεσαιωνική του αρχιτεκτονική, χωρίς παρεμβάσεις στον ιστό του. Κάθε Αύγουστο, όταν γίνεται η μουσική συνάντηση, η φύση οργιάζει. Είναι ένα μοναδικό ηχοτοπίο, που θα το ζήλευε ο Τζον Κέιτζ. Έτυχε να βρεθώ εκεί με αφορμή ένα άλλο ντοκιμαντέρ για τους Χειμερινούς Κολυμβητές και είδα τις δράσεις, τους χορούς και τους αυτοσχεδιασμούς. Από τη διάδραση αυτή δεν θα μπορούσε να λείπει το ίδιο το χωριό, όπου ζουν 150 κάτοικοι. Όταν κάθε καλοκαίρι ξαφνικά φτάνουν στα μέρη τους 500 με 1.000 άτομα, αυτό προκαλεί κάτι στο χωριό. Οι περισσότεροι ντόπιοι πρόσκεινται φιλικά στη διοργάνωση, πολλοί αποκτούν φίλους στο Μουσικό Χωριό, άλλοι πάλι ενοχλούνται. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Στη συνέχεια, με αφορμή τη δήλωση μιας ηρωίδας του που λέει πως «εδώ βγάζουμε τη φρίκη μας», ο κ. Σιαδήμας εξήγησε ότι πρόθεσή του δεν ήταν να γυρίσει άλλη μία ταινία για την κρίση. «Είναι μία ταινία για τον πιεστικό ρυθμό των σύγχρονων πόλεων σε ένα χωριό που άλλοι βιώνουν τη φύση και άλλοι βρίσκουν ευκαιρία για ξεσάλωμα. Ήθελα να κάνω μία ταινία για την Ελλάδα του σήμερα και για μένα είναι μία αισιόδοξη ταινία», τόνισε χαρακτηριστικά.
Στο 9 μέρες γαλιθιανικής μουσικής, ένα 9ήμερο οδοιπορικό στην πόλη Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, πρωτεύουσα της αυτόνομης κοινότητας της Γαλικίας στη βορειοδυτική Ισπανία, συμμετείχε μια ομάδα φοιτητών του τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Η σκηνοθέτις Ευηρούλα Δούρου έζησε στο Σαντιάγο σπουδάζοντας σινεμά ως φοιτήτρια Erasmus στο πανεπιστήμιο της πόλης. «Οι άνθρωποι στη Γαλικία ακολουθούν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής προκειμένου να στηρίξουν τις παραδόσεις τους. Η περιοχή αυτή, είναι πολύ διαφορετική από το κέντρο της Ισπανίας, τη Μαδρίτη. Και η γλώσσα τους μοιάζει με τα πορτογαλικά. Πρόκειται για μία από τις φτωχότερες περιοχές της Ισπανίας και για τους κατοίκους της η μουσική είναι ένας τρόπος να κρατήσουν τις παραδόσεις τους να εκφράσουν τη διαφορετικότητά τους, την επικοινωνία τους με τους ξένους», είπε η κ. Δούρου. Η Γαλικία, μαζί με την Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων, συγκαταλέγεται στις περιοχές της Ισπανίας που διεκδικούν την ανεξαρτησία τους, μια πολιτική διάσταση για την οποία γίνεται μια μικρή αναφορά στην ταινία. «Οι άνθρωποι εκεί είναι δύσκολοι στην επικοινωνία, δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτοί απέναντι στους ξένους. Καταφέραμε βέβαια να επικοινωνήσουμε και στη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψαν και πολιτικές συζητήσεις, προτίμησα όμως να εστιάσω στο ψυχαγωγικό μέρος», σημείωσε η σκηνοθέτις.
Στην ταινία (...), ο Μάικλ και ο Τζιμ, δύο μεσήλικες γκέι φίλοι και πρώην εραστές, φορείς του Έιτζ, ξαναβρίσκονται ύστερα από 20 χρόνια και αποφασίζουν να ενώσουν τις ζωές τους στη Νέα Ορλεάνη, μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης γνώριζε τον Μάικλ από την εποχή που ο ήρωας ζούσε στην Αθήνα, όχι όμως και τον Τζιμ. «Ο Μάικλ μου έστειλε πριν μερικά χρόνια την αυτοβιογραφία του και έτσι αποφάσισα να γυρίσω την ταινία. Οι άνθρωποι αυτοί, ενώ η ζωή τους είναι στο φτερό, προσπαθούν να χτίσουν μία ζωή με τους λιγότερους δυνατούς συμβιβασμούς. Προσπαθούν να φτιάξουν ένα μικρό έργο τέχνης σε μία ζωή που την οριοθετούν πολύ συγκεκριμένα», τόνισε ο κ. Ευαγγελίδης. Στην ταινία, όπως λέει, και οι δύο ήρωες είναι ο εαυτός τους, χωρίς πόζα, χωρίς διάθεση να αποδείξουν τίποτα. «Είναι άνθρωποι ολιγαρκείς που έχουν πίσω τους ένα εντυπωσιακό παρελθόν. Καθένας τους έχει διαφορετικό (...). Ο Μάικλ έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, ενώ ο Τζιμ προέρχεται από μία κανονική οικογένεια, από αυτές που φοβόμαστε τι θα βγάλουν στις ψηφοφορίες στην Αμερική», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Το ντοκιμαντέρ του, όπως είπε ο ίδιος, φλερτάρει με τη μυθοπλασία. «Από ένα υλικό 50 ωρών έκανα ένα δικό μου σενάριο πάνω στη ζωή των ηρώων. Καθώς προέρχομαι από τον χώρο του βιβλίου με παθιάζουν οι ιστορίες των ανθρώπων. Αυτοί οι δυο έχουν πίσω τους τόσο δυνατές μυθοπλασίες που με τράβηξαν πολύ». Σχετικά με το γεγονός ότι τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν το 2010, λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα του τυφώνα Κατρίνα, ο σκηνοθέτης επεσήμανε: «Δεν πήγα να κάνω μία ταινία για τη Νέα Ορλεάνη. Όπως λέει και ο Τζιμ η Νέα Ορλεάνη είναι μία πόλη όπου πας να ολοκληρώσεις την αυτοκαταστροφή σου, είμαι μία πόλη που σε ρουφάει μέσα της».
Τη λέξη «σκάπετα» επέλεξε ο Μένιος Καραγιάννης για τον τίτλο του ντοκιμαντέρ του γύρω από τη ζωή του Χρήστου, ενός ανθρώπου που ζει αποκομμένος από την κοινωνία, σε ένα χωριό χωρίς άλλους κατοίκους, χωρίς ηλεκτρικό, ύδρευση και τηλέφωνο. «Σκάπετα σημαίνει "την κοπανάω", "εξαφανίζομαι πίσω απ' τη ράχη", εκτός οπτικού πεδίου», σημείωσε ο δημιουργός ο οποίος γύρισε μόνος του το ντοκιμαντέρ, χωρίς συνεργείο, ζώντας κοντά στον Χρήστο για έξι μήνες. «Όταν τον ρώτησα αν μπορώ να κάνω το γύρισμα μου απάντησε "κάνε ό,τι θες". Σταδιακά αποκτήθηκε μία σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσά μας. Την ταινία την έκανα από ανάγκη να καταγράψω κάτι που χάνεται. Είναι ένα σπάνιο φαινόμενο αυτός ο άνθρωπος και το περιβάλλον στο οποίο ζει. Ήθελα να διερευνήσω πώς αντέχει κανείς αυτή τη μοναξιά. Κι απ’ την άλλη παρουσιάζω έναν άνθρωπο που διατηρεί άλλη σχέση με το περιβάλλον του. Η συνύπαρξη μαζί του, η ίδια η ταινία θέτει και υπαρξιακά ερωτήματα, για το πόσα πράγματα χρειαζόμαστε τελικά, αλλά και για θέματα όπως η ζωή και ο θάνατος», υπογράμμισε ο κ Καραγιάννης. Η ταινία μεταξύ άλλων θίγει και την υποκρισία που κρύβεται πολλές φορές στη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το περιβάλλον. Για παράδειγμα, ενώ ζει αρμονικά μαζί με τα ζώα του, ο Χρήστος δεν διστάζει να τα σφάξει, όταν χρειαστεί. «Εμείς αν δούμε να σφάζουν ένα αρνί μας πιάνουν τα κλάματα, ενώ την ίδια στιγμή το θεωρούμε νοστιμότατο. Ο ήρωας φροντίζει τα αρνιά του, τους μιλάει, τα ξέρει ένα - ένα, αλλά δεν διστάζει να τα σφάξει, αν αυτό είναι αναγκαίο», εξήγησε ο δημιουργός.
Στη συνέχεια οι σκηνοθέτες απάντησαν σε ερώτηση για το πώς χειρίστηκαν στην ταινία τους το θέμα της ιδιωτικότητας των χαρακτήρων τους. «Οι άνθρωποι που φτάνουν στον Άγιο Λαυρέντιο παρασύρονται από το αλκοόλ, την ευθυμία, τον ερωτισμό, πράγματα που συχνά θέλουν να κρατήσουν εκτός κάμερας. Την εμπιστοσύνη όμως την κερδίζεις», είπε ο κ. Σιαδήμας, ενώ η κ. Δούρου σημείωσε χαρακτηριστικά: «Εκτός από τις δέκα μέρες των γυρισμάτων, φρόντισα να αναπτύξω μια επαφή με τους ανθρώπους στη Γαλικία. Τους έκανε εντύπωση ότι κάποιος από την Ελλάδα ήθελε να δείξει στον κόσμο την άγνωστη κουλτούρα τους». Πάνω στο θέμα της ιδιωτικότητας, ο κ. Ευαγγελίδης τόνισε ότι «το σημαντικό είναι τι σου επιτρέπει ο ήρωας να πεις και τι επιτρέπεις εσύ από το υλικό που έχεις τραβήξει. Υπάρχει μία δοσοληψία, είναι μία σύνθετη πραγματικότητα στην οποία έχεις την ευθύνη για πολλά ηθικά διλήμματα», ενώ ο κ Καραγιάννης, σχολίασε χαρακτηριστικά: «Καθώς ήταν αδύνατο να κάνω την ταινία με συνεργείο προέκυψαν πέρα από το ζήτημα της εμπιστοσύνης, πολλά πρακτικά ζητήματα. Κάποιες φορές χρειάστηκε να αφήσω την κάμερα και να βοηθήσω τον Χρήστο».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΣΤΟ ΛΑΘΟΣ ΜΕΡΟΣ ΤΗ ΛΑΘΟΣ ΣΤΙΓΜΗ / ΑΔΕΣΠΟΤΑ, ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ / Ο ΙΝΔΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΟΥ / ΣΑΓΡΑΔΑ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Τζον Άπελ (Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή), Στέφαν Χάουπτ (Σαγράδα-Το μυστήριο της δημιουργίας), Σάιμον Μπρουκ (Ο ινδός γιατρός μου) και Ηλίας Χωραφάς (ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας).
Η ταινία Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή του Τζον Άπελ εστιάζει στο αποτρόπαιο περιστατικό που συνέβη τον Ιούλιο του 2011 στη Νορβηγία: τη βομβιστική επίθεση στην καρδιά του Όσλο και μια σειρά από εν ψυχρώ εκτελέσεις στο νησί Ουτόγια. Το ντοκιμαντέρ εξετάζει τον απόηχο του γεγονότος και, όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης στη συνέντευξη Τύπου, χρησιμοποίησε το χτύπημα του Άντερς Μπρέιβικ για να αποτυπώσει τις σκέψεις των ανθρώπων ως προς το εάν κάτι τόσο τραγικό είναι τυχαίο ή μοιραίο. «Κάποιοι πιστεύουν ότι θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς, κάποιοι λένε ότι εάν δεν υπήρχε αυτός ο τρελός δεν θα είχε συμβεί. Εγώ δεν πιστεύω ότι οι ζωές μας είναι προκαθορισμένες. Δεν είναι απαραίτητα γραφτό να μας συμβεί κάτι. Σε ένα ορισμένο βαθμό, όλοι είμαστε ανοικτοί στο τυχαίο, πολλά μπορεί να συμβούν τα οποία δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Εγώ είμαι πάντα έτοιμος για το απροσδόκητο», ανέφερε ο δημιουργός. Η ιδέα για την ταινία προϋπήρχε στο μυαλό του κ. Άπελ πριν από το εν λόγω συμβάν και ο ίδιος είχε ξεκινήσει έρευνες γύρω από τραγικά γεγονότα του παρελθόντος. «Τελικά, δεν έχει σημασία το συμβάν. Το αν πιστεύει κανείς στην μοίρα ή την τύχη είναι κάτι το καθολικό. Όταν σημειώθηκε η τραγωδία, σκέφτηκα ότι ήταν αυτό που έψαχνα, και ίσως κάτι πιο μεγάλο από αυτό. Δεν ήθελα να σκεφτώ εάν το θέμα ήταν καλό ή κακό, εάν έπρεπε να περιμένω», εξήγησε ο κ. Άπελ. Ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε σχετικά με το πόσο δύσκολο ήταν να κάνει τον κόσμο να ανοιχτεί και να μιλήσει για ένα συμβάν τόσο πρόσφατο, με νωπές τις μνήμες. «Για κάποιους ήταν εύκολο, ενώ για άλλους δύσκολο. Έβλεπα ότι πονούν πολύ, ότι ένιωθαν ακόμα οργή - αυτοί επέλεξα να μην εμφανίζονται στην ταινία. Είναι δύσκολο να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ που αναφέρεται σε πρόσφατα και τραγικά γεγονότα, ωστόσο διαπίστωσα ότι κάποιοι το χρειάζονται αυτό. Ενίοτε ο σκηνοθέτης λειτουργεί και σαν ψυχολόγος. Ο κόσμος καταλάβαινε ότι δεν ήθελα να εστιάσω στα ίδια τα γεγονότα, αλλά στο πώς ήταν η ζωή τους πριν και μετά, στα μικρά συμβάντα εκείνης της ημέρας που απέβησαν καθοριστικά, χαράσσοντας τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι μίλησαν ανοιχτά για πρώτη φορά μετά το συμβάν», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Στο ντοκιμαντέρ μιλούν, μεταξύ άλλων, οι γονείς μιας κοπέλας από τη Γεωργία, η οποία όταν πήγε να σπουδάσει στη Νορβηγία τους είπε ότι είναι η πιο ασφαλής χώρα στον κόσμο. Γυρίζοντας την ταινία, ο κ. Άπελ ένιωσε σαν να βρίσκεται σε μια χώρα που χάνει την αθωότητά της. «Ήταν μεγάλη ειρωνεία. Συνέβη σε μια χώρα που κανείς δεν το περίμενε. Κι αυτό ενισχύει την ιδέα μου ότι τίποτα δεν είναι προβλέψιμο», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Ηλίας Χωραφάς, η ταινία του οποίου ΑΔΕΣΠΟΤΑ, Στην καρδιά της Αθήνας προβάλλεται επίσης στο 15ο ΦΝΘ. Δεδομένου ότι τα αδέσποτα ζώα ζουν ανάμεσά μας και τα έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ, που δεν τους δίνουμε σημασία, ο σκηνοθέτης ερωτήθηκε για ποιο λόγο αποφάσισε να εστιάσει σε αυτά. «Όταν φτάνεις από το εξωτερικό στην Ελλάδα, το πρώτο που παρατηρείς είναι τα αδέσποτα. Το 2004, η πόλη της Αθήνας ‘εξαφάνισε’ από τους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Ξαφνικά, οι άνθρωποι παρατήρησαν ότι δεν κυκλοφορούσαν πια. Εάν, λοιπόν, δεν υπήρχαν πλέον τα αδέσποτα, πώς θα μεταβαλλόταν σχέση ανθρώπου-ζώων; Τα αδέσποτα εξαφανίστηκαν, πολλοί είπαν ότι τους έγινε ευθανασία, ακούστηκαν πολλά, γι’ αυτό και θέλησα να ρίξω φως στο τι συνέβη. Πολλά από αυτά επέστρεψαν στο αρχικό μέρος όπου ζούσαν στην πόλη. Κάποια άλλα, πάλι, δεν τα κατάφεραν», εξήγησε ο δημιουργός. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο δήμος Αθηναίων ξεκίνησε ένα πρόγραμμα για την προστασία των ζώων, το οποίο συντηρείται από κρατικούς πόρους κι ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, ωστόσο, όπως σημείωσε ο σκηνοθέτης: «Αυτά τα χρήματα δεν φτάνουν στους εθελοντές. Μέρος τους λαμβάνουν οι φιλοζωικές οργανώσεις, αλλά ένα άλλο χάνεται στην πορεία». Από το 2009 η χρηματοδότηση του προγράμματος περικόπηκε, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. «Οι εθελοντές κάνουν τεράστιο αγώνα να συνεχίσει το πρόγραμμα, έστω και με μικρότερα κονδύλια. Πιστεύω ότι ακόμη κι αν σταματήσει η χρηματοδότηση, θα συνεχίσουν να φροντίζουν τα αδέσποτα. Αν αυτά έλειπαν, η πόλη θα έχανε ένα κομμάτι της ψυχής της, θα ήταν μια έρημος από τσιμέντο και κλιματιστικά. Θα χάνονταν όλα τα συναισθήματα που δημιουργούν τα ζώα στους ανθρώπους των τσιμεντουπόλεων», παρατήρησε ο δημιουργός.
Παίρνοντας τη σκυτάλη στη συνέντευξη Τύπου, ο Σάιμον Μπρουκ αναφέρθηκε στην ηρωίδα του ντοκιμαντέρ του Ο ινδός γιατρός μου. Ο σκηνοθέτης γνώριζε τη Νέλα Μπάνφι πολλά χρόνια πριν γυρίσει την ταινία και κάποια στιγμή η ίδια τού ανακοίνωσε ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού. «Περνούσε ο καιρός, έκανε εγχείριση, και μια μέρα μου είπε ότι φεύγει για την Ινδία. ‘’Τρελάθηκες; Δε σου φτάνουν οι ευρωπαίοι γιατροί;’’, της είπα. Πίστευα ότι δεν θα ξανακούσω νέα της», διηγήθηκε ο δημιουργός. Η Νέλα στράφηκε στην αγιουρβέδα, ένα πανάρχαιο ινδικό παραδοσιακό σύστημα ιατρικής, ηλικίας άνω των 5.000 ετών, η οποία άλλαξε τη ζωή και τις βεβαιότητές της. Μετά την ίαση επέστρεψε και κάλεσε τον γιατρό της, τον παγκοσμίου φήμης ειδήμονα σε θέματα ογκολογίας Τόμας Τουρτς, προκειμένου να την ακολουθήσει στην Ινδία σ’ ένα μοναδικό ταξίδι μύησης. Ο σκηνοθέτης κατέγραψε τις συναντήσεις των δυο τους με γιατρούς, ιερείς κι επιστήμονες, κάνοντας έτσι ήρωες του ντοκιμαντέρ του έναν σκεπτικιστή γιατρό και μια πεπεισμένη ασθενή. «Πριν κάνω την ταινία ήμουν προβληματισμένος. Είχα ξαναπάει στην Ινδία, αλλά όχι σε νοσοκομείο αγιουβέρδα. Δεν ήξερα τι να περιμένω, νόμιζα ότι θα έκαναν μόνο μασάζ, χωρίς ‘’σοβαρή’’ προσέγγιση της ασθένειας. Τελικά γνώρισα γιατρούς, όχι κομπογιαννίτες. Είδα ότι αξιοποιούν την αρχαία γνώση. Στα σανσκριτικά υπάρχει η λέξη ‘’αρμπίτα’’ που περιγράφει την ανεξέλεγκτη παραγωγή κυττάρων. Αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν για τον καρκίνο 4.000-5000 χρόνια πριν», υπογράμμισε ο κ. Μπρουκ. Ο ίδιος ρωτήθηκε εάν μετά από αυτό το ταξίδι πείστηκε για την αξία της εναλλακτικής ιατρικής. «Δεν είναι εναλλακτική, αλλά συμπληρωματική ιατρική. Χρησιμοποιούν δυτικά μέσα διάγνωσης, οπότε σου δίνουν τη δική τους προσέγγιση αντιμετώπισης της ασθένειας. Προφανώς υπάρχει επιστημονική βάση σε αυτό», τόνισε.
Κλείνοντας τη συνέντευξη Τύπου, ο ελβετός σκηνοθέτης Στέφαν Χάουπτ αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ του Σαγράδα-Το μυστήριο της δημιουργίας, λέγοντας ότι συνέλαβε την ιδέα για την ταινία το 2007, όταν επισκέφθηκε έναν καθεδρικό ναό στην Κολωνία. «Σκεφτόμουν πόσο απίστευτα πράγματα έκαναν οι άνθρωποι πριν από αιώνες και ότι δεν γίνονται παρόμοια έργα σήμερα. Μετά από δύο εβδομάδες, έτυχε να πάω στη Βαρκελώνη, στη Σαγράδα Φαμίλια, όπου είδα παράλληλα το εργοτάξιο του ναού σε εξέλιξη. Περιέργως, εκείνη τη χρονική στιγμή, το μέρος δεν είχε τουρίστες. Έβλεπα λοιπόν τους εργάτες να καπνίζουν, να έχουν τα ραδιοφωνάκια τους ανοιχτά... Σκέφτηκα ότι η σκηνή είναι αναχρονιστική, ωστόσο συμβαίνει στο σήμερα, σε ένα ναό που κατασκευάζεται επί 130 χρόνια». Ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για το εάν τον ενέπνευσε ο Γκαουντί, η μεγαλοπρέπεια του κτιρίου ή το ότι οι εργασίες συνεχίζονται για πάνω από έναν αιώνα χωρίς ορίζοντα ολοκλήρωσης. «Με ενδιέφερε η Σαγράδα, όχι ο Γκαουντί. Έμαθα μέσα από τους ανθρώπους που εργάζονταν εκεί για εκείνον, διότι όλοι τους έβρισκαν έμπνευση στις βασικές ιδέες του. Πρέπει να ήταν αρκετά ιδιόρρυθμος άνθρωπος, κάποιες φορές ενθουσιαζόταν με ένα σχέδιο και δεν τα παρατούσε, ήταν απολύτως αφοσιωμένος σε αυτό. Εγώ όμως θέλησα να δω ποια είναι τα κίνητρα των ανθρώπων που συνεχίζουν το έργο σήμερα, τι συναρπάζει τους επισκέπτες και τι συναρπάζει εμένα. Η ταινία δεν αφορά στο ναό καθαυτό». Όσο για τους ανθρώπους που εργάζονται στη Σαγράδα Φαμίλια, ο κ. Χάουπτ ανέφερε: «Ξέρουν ότι το όνομά τους δεν θα φανεί ποτέ. Ξέρουν ότι το έργο αυτό ξεκίνησε πριν από αυτούς και θα τελειώσει μετά από αυτούς. Δουλεύουν όμως για κάτι πολύ μεγαλύτερο από τους ίδιους και φυσικά νιώθουν μέρος του».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ / ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΣ / ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΟΥ / ΕΥΡΩΠΗ-ΠΑΓΙΔΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Χελένα Τρεστίκοβα (Ιδιωτικό σύμπαν), Εμάνιουελ Βον-Λι (Στοιχειώδες), Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε (Τα λουλούδια της οικογένειάς μου) και Άννα Τζιράλτ-Γκρις (Ευρώπη –Παγίδα).
Η Χελένα Τρεστίκοβα άρχισε να κινηματογραφεί την ταινία Ιδιωτικό σύμπαν πριν 37 χρόνια. Τότε, στο πλαίσιο μιας εργασίας για τη σχολή της, έκανε την πρώτη της ταινία μικρού μήκους με θέμα το πως μεταμορφώνει μια γυναίκα η μητρότητα. «Διάλεξα τη φίλη μου Γιάννα. Όταν ο γιος ήταν δύο χρονών αποφάσισα να παρακολουθήσω το παιδάκι που γεννήθηκε μπροστά στο φακό μου και την οικογένειά του. Με ένα 2χρονο αγοράκι δεν μπορείς να φανταστείς πως θα εξελιχθεί η ταινία, αλλά εγώ παραδέχομαι την κινηματογραφική αβεβαιότητα και λεω ότι το σενάριο το γράφει η ζωή», εξήγησε η κ. Τρεστίκοβα. Έτσι βρέθηκε να παρακολουθεί τη ζωή της οικογένειας από το 1976 μέχρι σήμερα, καταγράφοντας παράλληλα την εποχή του σοσιαλισμού στην Τσεχοσλοβακία και το πώς μεταμορφώθηκε η τσεχική κοινωνία τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. «Παρατηρώ τους πρωταγωνιστές όλων των ταινιών μου. Εργάζομαι παράλληλα σε περισσότερες από μια ταινίες και αυτή τη στιγμή παρακολουθώ 20 προσωπικότητες», είπε η σκηνοθέτις και πρόσθεσε: «Το Ιδιωτικό σύμπαν είναι η πιο δύσκολη ταινία της ζωής μου. Υπήρχαν δύο αφηγήσεις. Η μια αφορά τον Χόνζα και την οικογένειά του και η άλλη προέρχεται από τα τηλεοπτικά επίκαιρα και αφορά τη ζωή της κοινωνίας».
Στο ντοκιμαντέρ Τα λουλούδια της οικογένειάς μου  ο Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε καταγράφει την ίδια του την οικογένεια. «Δανείστηκα μια ογκώδη κάμερα και φορώντας τις πιτζάμες μου άρχισα να κινηματογραφώ τη σκιά μου στον τοίχο, το σκύλο μου, το μπαλκόνι. Τότε η γιαγιά μου, μου είπε 'τα λουλούδια να τραβήξεις'. Τη ρώτησα ΄'τι θες εσύ εδώ;' και μου απάντησε 'δε θυμάμαι, μάλλον ήρθα να απλώσω τα ρούχα'. Στα ισπανικά χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη για το απλώνω ρούχα και απλώνω μια γέφυρα. Έτσι το είδα, κι εγώ, σαν μια γέφυρα, σαν να μου έλεγε τράβα τη ζωή μας». Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο για τον Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε να διατηρήσει συναισθηματική ουδετερότητα απέναντι στους χαρακτήρες του. «Έπρεπε να κρατήσω απόσταση, και σωματικά, να τους αφήνω χώρο για να συμπεριφέρονται φυσιολογικά, χωρίς να εμπλέκομαι εγώ στην κατάσταση. Δεν παύω όμως να είμαι δικός τους άνθρωπος, οπότε ήταν δύσκολο να είμαι απλός παρατηρητής. Και οι τρεις κάναμε την ταινία. Εγώ ως γιος και εγγονός τις βοηθούσα στη ζωή τους και αυτές στο γύρισμα της ταινίας», τόνισε.
Στο Στοιχειώδες των Εμάνιουελ Βον-Λι και Γκάιατρι Ροσάν ο φακός εστιάζει σε τρία άτομα που έρχονται κοντά χάρη στη βαθιά τους σύνδεση με τη φύση και αποκτούν κίνητρο για να αντιμετωπίσουν μερικά από τα πιο πιεστικά οικολογικά ζητήματα του καιρού μας. «Η σχέση που διατηρούν αυτοί οι άνθρωποι με τη φύση καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή τους», σημείωσε ο Εμάνιουελ Βον-Λι και συνέχισε: «Υπάρχει ένα πολύ ισχυρό κίνητρο, η μεγάλη τους επιθυμία να πετύχουν το σκοπό τους. Η αφοσίωσή τους είναι μέρος της ταυτότητάς τους». Ο σκηνοθέτης γνωρίζει καλά πώς είναι να τα παρατάς όλα και να αφιερώνεσαι σε έναν σκοπό, αφού στα 14 του χρόνια παράτησε το σχολείο και άρχισε να παίζει μουσική τζαζ 15 ώρες την ημέρα. «Για αυτό και καταλαβαίνω ότι όταν έχεις μια εμμονή εξαφανίζονται όλα τα άλλα», εξήγησε. Οι σκηνοθέτες ακολούθησαν τους ήρωές τους σε δύσκολες συνθήκες. «Έπρεπε να προσαρμοστούμε στις καταστάσεις, χρειάστηκε να συμμετέχουμε και εμείς στο σκοπό των χαρακτήρων μας, κάποια μέλη του συνεργείου αρρώστησαν. Δεν ήταν εύκολο», είπε ο δημιουργός. «Το θέμα μας ήταν η αλλαγή της σχέσης μας με τη φύση, η ανάγκη να αναθεωρήσουμε το τι θεωρούμε θεμελιώδες στη ζωή μας», σημείωσε ο Εμάνιουελ Βον-Λι.
Η ηρωίδα της Άννα Τζιράλτ Γκρις στην ταινία Ευρώπη-Παγίδα δίνει τον δικό της αγώνα. Η Ζάκερε είναι μια νέα μητέρα, χήρα και πρόσφυγας από το Αφγανιστάν. Μαζί με τον ανήλικο γιο της Ομίντ, προσπαθεί να περάσει στη Δύση. Ωστόσο, μητέρα και γιος αποχωρίζονται στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Η Ζάκερε φτάνει στην Ισπανία, αφήνοντας τον Ομίντ, πίσω στην Ελλάδα. Μιλώντας για το μεταναστευτικό ζήτημα, η δημιουργός είπε μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό μεταναστών, αποτελεί χώρα εισόδου, όπως ήταν παλαιότερα η Ισπανία. Δυστυχώς και στις δύο χώρες δεν υπάρχουν λη δεν εφαρμόζονται νόμοι σχετικοί με τα δικαιώματα των μεταναστών. Το να αντιμετωπίζεις το πρόβλημα χτίζοντας έναν φράχτη είναι λάθος. Χρειάζονται νόμοι, αλλά και πολιτική βούληση. Αλλά και οι πολίτες από την πλευρά τους μπορούν να βοηθήσουν, κατανοώντας τις αιτίες που οδηγούν τους ανθρώπους να γίνουν μετανάστες και πρόσφυγες».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
Ο ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ / ΠΑΟΛΟ Ο ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ / ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ ΜΥΑΛΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μπεατρίξ Σβεμ (Πεινασμένα μυαλά), Μπρινό Σουινάρ (Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής) και Στιβ Χούβερ (Ο εξ αίματος αδελφός).
Οι κινητές βιβλιοθήκες σε Ινδία, Μογγολία και Αφρική είναι το επίκεντρο του ντοκιμαντέρ Πεινασμένα μυαλά της Μπεατρίξ Σβεμ. Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε στο πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτές: «Από σύμπτωση βρήκα το συγκεκριμένο θέμα. Γνώρισα έναν βιβλιοθηκάριο σε ένα μάθημα γιόγκα και καθώς συζητούσαμε, θυμήθηκα το πώς ήρθα εγώ σε επαφή με τα βιβλία, όταν ήμουν 16 χρονών. Σκέφτηκα επίσης το πώς τα βιβλία ανοίγουν ένα νέο δρόμο αντίληψης και συναισθημάτων και παράλληλα πώς λειτουργούν οι άνθρωποι σε πολύ απομακρυσμένους τόπους. Ο άνθρωπος αυτός μου μίλησε για τις κινητές βιβλιοθήκες και έπειτα έκανα μια μεγάλη έρευνα για το θέμα. Κατέληξα να βρω 28 κινητές βιβλιοθήκες, αλλά αναγκάστηκα να επιλέξω αυτές που ήταν κινητές μεν, αλλά με κάποια σταθερή βάση. Κατέληξα λοιπόν σε τρεις που βρίσκονται στη Βεγγάλη, την Κένυα και τη Μογγολία, όπου τα βιβλία φτάνουν σε απομακρυσμένα χωριά». Ως προς το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που είναι υπεύθυνοι για αυτές τις κινητές βιβλιοθήκες, η κ. Σβεμ σχολίασε: «Είναι και οι τρεις οραματιστές και προσπαθούν να αλλάξουν κάτι εκ των έσω, να αλλάξουν κάτι στην ίδια τους τη χώρα. Αγαπώ πολύ αυτόν τον τρόπο σκέψης». Η ίδια σημείωσε: «Για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρον ότι σε κάθε χώρα ήταν διαφορετική η προσέγγιση, ενώ παράλληλα μέσα από τη βιβλιοθήκη της καθεμιάς, μαθαίνεις και κάτι για την ίδια τη χώρα. Για παράδειγμα, στην Κένυα περιμέναμε ότι θα βρούμε νομάδες που θα διαβάζουν τη μυθολογία για τους ήρωές τους, όμως υπήρχαν πολλά παιδικά βιβλία στα σουαχίλι και τα αγγλικά, ενώ στο Μπαγκλαντές είναι πολύ δημοφιλής ο πολιτικός συγγραφέας Τουγκόρα, ο οποίος είναι όπως ο Τόμας Μαν στη Γερμανία. Επίσης μου έκανε εντύπωση ότι οι συγγραφείς στη Μογγολία  μεταφράζουν  πολλά παιδικά βιβλία, έτσι ώστε να μπορούν τα παιδιά να διαβάζουν και ξένη λογοτεχνία. Πιστεύουν ότι το όραμά τους θα εμπνεύσει κάτι πολύ σπουδαίο, ότι τα βιβλία είναι ‘’σπόρος’’, πράγμα πολύ συγκινητικό». Όσο για την εξέλιξη αυτών των βιβλιοθηκών, η σκηνοθέτιδα υπογράμμισε: «Οι βιβλιοθήκες συνεχίζουν να κάνουν αυτό που βλέπουμε και στο ντοκιμαντέρ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πλωτή βιβλιοθήκη στην Ινδία, η οποία ξεκίνησε πριν από 14 χρόνια με έναν υπολογιστή και 500 δολάρια και τώρα έχει 180.000 μέλη σε πολλά χωριά. Συνεχίζει να λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια και παρέχει δωρεάν χρήση και πρόσβαση».
Με τη σειρά του, ο σκηνοθέτης  Μπρινό Σουϊνάρ αρχικά αφηγήθηκε στη γνωριμία του με τον ήρωα της ταινίας του, τον καπνοδοχοκαθαριστή Πάολο, πρωταγωνιστή του ντοκιμαντέρ Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής. «Τον γνώρισα στην εξοχή, όπου έμενα. Τον είδα πάνω σε μια στέγη,  ενώ περίμενα σε μια στάση λεωφορείου στο χωριό  και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ένας καπνοδοχοκαθαριστής μπορούσε να είναι τόσο αξιοπρόσεκτος. Είμαι εικαστικός, οπότε όταν τον είδα να δουλεύει δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω του. Το καθάρισμα της καμινάδας ήταν ένα εικαστικό ποίημα. Μήνες μετά, όταν χρειάστηκε και η δική μου καμινάδα καθάρισμα, βρήκα την κάρτα του στο μοναδικό τηλεφωνικό θάλαμο του χωριού και τον κάλεσα να έρθει σπίτι μου. Όταν έφτασε με ένα μικρό φορτηγό, άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και από μέσα ακούστηκε κλασική μουσική. Σκέφτηκα ότι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα περιβάλλει αυτόν τον άνθρωπο». Σχολιάζοντας την φράση του Πάολο στην ταινία ότι τον σέβονται περισσότερο ως καπνοδοχοκαθαριστή παρά ως δάσκαλο –επάγγελμα που ασκούσε στο παρελθόν-, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Οι πελάτες του Πάολο γίνονται φίλοι του και αποκτούν στενή σχέση μαζί του. Έχει πολλούς φίλους. Όλοι τον αγαπάμε. Ακόμη και τώρα, που δεν είναι πλέον καπνοδοχοκαθαριστής, κυκλοφορεί με το ίδιο φορτηγάκι και το ημίψηλο καπέλο του. Δεν είναι ψεύτικο, είναι μέρος της ταυτότητάς του». Μιλώντας για τη σχέση του Πάολο με τον πατέρα του, ο δημιουργός είπε: «Ο πατέρας του έκανε το ίδιο επάγγελμα και τον έπαιρνε μαζί για να του μάθει την δουλειά, ήδη από πολύ μικρό, όταν ήταν 12-13 ετών. Κάποια στιγμή, όμως, είχε ένα σοβαρό ατύχημα - πέφτοντας από μια σκάλα έπαθε σοβαρή διάσειση. Αυτό τον έριξε πολύ ψυχολογικά και πούλησε την επιχείρησή του. Έτσι, ο Πάολο έμεινε ξεκρέμαστος και αναγκάστηκε να ξαναστήσει όλη τη δουλειά από την αρχή. Είναι πάντως πολύ συγκινητικό ότι οι περισσότεροι πελάτες του ξαναγύρισαν σε αυτόν».
Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο αμερικανός σκηνοθέτης  Στιβ Χούβερ μίλησε για την εμπειρία κινηματογράφησης του καλύτερου του φίλου, Ρόκι, ο οποίος ζει πλέον στην Ινδία και φροντίζει ορφανά παιδιά που πάσχουν από Έιτζ, στο ντοκιμαντέρ Ο εξ αίματος αδελφός. Σχολιάζοντας τη φράση του Ρόκι «Η Ινδία παίρνει από μέσα σου όλο το χιούμορ», ο δημιουργός σχολίασε: «Ο Ρόκι επηρεάστηκε πολύ ως χαρακτήρας, από την όλη κατάσταση όπου ζούσε. Όταν εγώ έφυγα από την Ινδία, κρατήσαμε βεβαίως επαφή, ενώ όταν επέστρεψα μετά από έξι μήνες, εκείνος ήταν πολύ πεσμένος ψυχολογικά. Έψαξε τρόπους να βρει ψυχολογική στήριξη, αλλά ήταν δύσκολο λόγω της περιπλοκότητας της πραγματικότητας στην Ινδία. Είναι πολύ συναισθηματικός τύπος. Και σίγουρα είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς με ποιους τρόπους μπόρεσε και πάλι να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ωστόσο, ο Ρόκι  βίωσε πολλούς  θριάμβους, βγήκε νικητής, κέρδισε πίσω ό,τι μπορεί να έχασε». Αναφερόμενος στη δύσκολη φύση του θέματός του, ο κ. Χούβερ σημείωσε: «Υπήρχαν καταστάσεις όπου έβλεπες τα παιδιά να υποφέρουν. Σαν θέμα ήταν δύσκολο και ένιωθες ότι τα όρια ‘’σωστού’’ και ‘’λάθους‘’ μπερδεύονται. Αναρωτιόσουν συνεχώς εάν έπρεπε να αφήσεις την κάμερα και να βοηθήσεις. Ένιωθες ότι κάτι είναι λάθος σε αυτό που κάνεις, ωστόσο θεωρώ ότι κατάφερα να εναντιωθώ στο ένστικτό μου και να επικεντρωθώ στο σκοπό μου, στη μακροπρόθεσμη βοήθεια που μπορούσα να προσφέρω. Αυτό που δε φαίνεται στην ταινία είναι η συνεχής δυσφορία που νιώθει κάποιος στην Ινδία, η ζέστη και η βαριά ατμόσφαιρα που σου απομυζεί την ενέργεια. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω, όμως έβλεπα το φίλο μου να μη φεύγει και κατά κάποιο τρόπο ήμουν ‘’καταδικασμένος’’ να τον βλέπω να κάνει όλα αυτά, και  γινόμουν καλύτερος άνθρωπος. Η επιθυμία μου ήταν να μην υποχωρήσω». Ερωτώμενος για την κατάσταση του Ρόκι σήμερα, ο σκηνοθέτης επεσήμανε: «Ο Ρόκι ήρθε για μερικούς μήνες στις ΗΠΑ, καθώς υπάρχει ακόμη γραφειοκρατικό ζήτημα σχετικά με τη βίζα του, και έπειτα επέστρεψε πάλι στην Ινδία. Έχει παντρευτεί και είναι μια χαρά. Συμβαίνουν πάντα περίεργα και απίστευτα πράγματα στη ζωή του και χαίρεται που είναι εκεί, νιώθει ότι βρήκε το μέρος όπου θέλει να είναι». Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις οικονομικές απαιτήσεις της ταινίας του, ο δημιουργός  εξήγησε πως το ταξίδι όλων των συντελεστών χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από δωρεές και καμπάνιες. «Θέσαμε ένα χρηματικό στόχο-όριο, το οποίο ξεπεράσαμε. Πήγαμε στην Ινδία, δουλέψαμε, εξαντλήσαμε όλα τα χρήματα και γυρίσαμε. Προσπαθήσαμε να βρούμε δημιουργικές λύσεις. Για παράδειγμα, επειδή δουλεύω σε μια εταιρεία παραγωγής, μου επέτρεψαν να χρησιμοποιήσω το στούντιο για το μοντάζ. Το δεύτερο ταξίδι μου το χρηματοδότησα μόνος. Νομίζω ότι στην επόμενη ταινία θα χρησιμοποιήσω πιο παραδοσιακές μεθόδους, έχω κουραστεί να ζητώ να μου δώσουν χρήματα, νιώθω άσχημα», πρόσθεσε ο ίδιος.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΥΛΗΣ-ΤΟ ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΔΩΡΟ / ΧΙΠΙ ΧΙΠΙ ΜΑΤΑΛΑ / ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ /
ΝΕΟΝΑΖΙ: ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 19 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Στέλα Αλισάνογλου (Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο), Γιώργος Βαρελάς (...), Χρύσα Τζελέπη και Άκης Κερσανίδης (Το χρονικό μιας καταστροφής) και Στέλιος Κούλογλου (Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης).
Στο ντοκιμαντέρ της, η Στέλα Αλισάνογλου σκιαγραφεί το πορτρέτο του γιατρού και πεζογράφου Δημήτρη Παπαδούλη, ο οποίος τα τελευταία 23 χρόνια πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Η σκηνοθέτιδα τον γνώρισε τυχαία μέσω ενός κοινού φίλου, όταν ο Δ. Παπαδούλης έψαχνε κάποιον να ψηφιοποιήσει μια παλιά βιβλιοπαρουσίασή του. «Για πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του όταν με πήρε τηλέφωνο για να με ευχαριστήσει. Μετά αρχίσαμε να επικοινωνούμε μέσω Facebook και e-mails, καθώς για εκείνον το 90% του κόσμου του βρίσκεται στο διαδίκτυο. Όταν έκανα το πρώτο, δοκιμαστικό βίντεο μαζί του, ήξερα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε να μου δώσει κάτι παραπάνω από μια ιστορία κάποιου που νοσεί. Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός του είναι τέτοιο που δεν σου δημιουργεί το αίσθημα της λύπησης. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε ότι παρόλο που δεν κουνά τα χέρια του, γράφει βιβλία 700 σελίδων», επεσήμανε η δημιουργός. Απαντώντας στο ερώτημα «πότε κλείνει η κάμερα;» σε μια ιστορία όπου παρουσιάζονται ιδιωτικές στιγμές και ανθρώπινα συναισθήματα, η σκηνοθέτιδα υπογράμμισε: «Μου είπε ‘’κάνε ότι θες και μη με ρωτάς’’, αλλά περιέργως αυτό με δυσκόλεψε περισσότερο. Ήθελα να μπω στη ζωή του χωρίς να τον ξεγυμνώσω, καθώς μεταξύ άλλων, ειπώθηκαν πράγματα σχετικά με φαρμακευτικές εταιρείες και παλιές ερωτικές του σχέσεις. Όταν τελικά την είδε, τον ρώτησα ’θα τη βγάλουμε την ταινία;” Και εκείνος συγκινημένος απάντησε ‘’Με τα χίλια!. Έτσι κι αλλιώς, από τη στιγμή που γράφω, εκτίθεμαι”».
Το διαδίκτυο έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην περίπτωση της ταινίας του Γιώργου Βαρελά ... Ένας παλιός χίπης από τη Γερμανία ο οποίος είχε ζήσει στα Μάταλα, άρχισε να ψάχνει φίλους της εποχής εκείνης μέσω του (...) και τελικά διοργάνωσε μια συνάντηση επανένωσης στις σπηλιές αυτού του μικρού χωριού της Κρήτης. Ο σκηνοθέτης παρακολούθησε το γεγονός και με αφορμή αυτό, έκανε μια αναδρομή στο κίνημα. Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της ταινίας είναι ο Γιώργης Γερμανάκης, ο οποίος πέθανε πέρσι τον Ιανουάριο και ήταν 20 ετών όταν οι χίπηδες ανακάλυψαν το χωριό. «Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε χίπης. Η ζωή του ήταν πια συνυφασμένη με αυτό που είδε και πίστεψε τότε. Ο Γιώργης παρέμεινε ένα 20χρονο παιδί», είπε ο σκηνοθέτης. Μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία ήταν αυτή του Γερμανού Έλμαρ, ο οποίος με αφορμή τα Μάταλα έμαθε ελληνικά και έγινε νεοελληνιστής στο πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ. Ο ίδιος παρακολούθησε την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο 15ο ΦΝΘ και όπως αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης, «ευχαρίστησε τους Έλληνες για αυτό που του πρόσφεραν, τη γλώσσα, τη φιλοξενία, τον πολιτισμό και όλα αυτά που τον έκαναν άνθρωπο». Τι ήταν όμως στην πραγματικότητα οι χίπηδες; Υπήρχαν «ταμπέλες» για αυτούς; «Στα Μάταλα υπήρχαν τα «φρικιά», δηλαδή οι νέοι που ψάχνονταν γενικότερα, καθώς ζούσαν σε εποχές αλλαγών, με γεγονότα όπως ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ο Μάης του ’68, κλπ, οι οποίοι προσπαθούσαν να χαράξουν μια πορεία ζωής έξω από τον κομφορμισμό. Επίσης υπήρχαν και οι ταξιδευτές που μετά την Ινδία και το Νεπάλ ερχόταν και στα Μάταλα. Αργότερα, ήρθαν και τα λεγόμενα κλεφτρόνια. Αυτός, όμως είναι ένας από τους μύθους των Ματάλων: Δεν ομογενοποιούνται όλοι κάτω από τη λέξη χίπης», εξήγησε ο κ. Βαρελάς. Όσο για το παρόν των Ματάλων, ο ίδιος υπογράμμισε: «Το περιβάλλον έχει αλλοιωθεί τελείως. Βρήκαμε εικόνες από τα Μάταλα του '70 και ήταν μια ουτοπία, ένα ψαροχώρι 30 κατοίκων και το γαλάζιο του Λιβυκού Πελάγους, ιδανικό για τους χίπηδες που κυνηγούσαν την επιστροφή στη φύση. Σήμερα είναι μια λίγο άναρχα αναπτυγμένη τουριστική περιοχή με πολύ τσιμέντο. Η ιστορία με τους χίπηδες είναι απλώς ένα κίνητρο για να επισκεφτούν οι τουρίστες το μέρος, με αφορμή την ιστορία του».
Την ιστορική μνήμη γύρω από τις θηριωδίες των γερμανών ναζί και των Ελλήνων συνεργατών τους πραγματεύονται, με διαφορετική ματιά, τα ντοκιμαντέρ Το χρονικό μιας καταστροφής των Χρύσας Τζελέπη και Άκη Κερσανίδη και Νεοναζί: το ολοκαύτωμα της μνήμης του Στέλιου Κούλογλου.
Στο Χρονικό μιας καταστροφής, οι σκηνοθέτες καταγράφουν μαρτυρίες επιζώντων από το Ολοκαύτωμα στο Χορτιάτη. Οι άνθρωποι αυτοί, που έζησαν τη φρίκη, δεν ήταν πάντα εύκολο να αναβιώσουν τα γεγονότα μπροστά στην κάμερα. «Άλλους ήταν εύκολο να τους προσεγγίσεις, αλλά για άλλους ήταν πολύ οδυνηρή εμπειρία», είπε η κ. Τζελέπη. Μια από τους επιζήσαντες γλίτωσε δύο φορές από το θάνατο και ύστερα από χρόνια δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από ταγματασφαλίτη που της ζητούσε συγχώρεση. «Αυτή η γυναίκα διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα, σαν να τα ξαναζούσε, γιατί ήθελε να τα μάθουν οι επόμενες γενιές με κάθε λεπτομέρεια. Επιλέγει συνειδητά το δρόμο της γνώσης έτσι ώστε να μην επαναληφθεί η τραγωδία», σημείωσε η κ. Τζελέπη. Πώς αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν τη σύγχρονη κατάσταση στην Ελλάδα; «Ορισμένοι επιλέγουν να μην την παρακολουθούν, ενώ άλλοι όπως ο κύριος Άλκης που ήταν στρατιώτης του ΕΛΑΣ, παρακολουθεί τα γεγονότα και γι’ αυτόν είναι ένα είδος déjà-vu. Eπανέρχονται γεγονότα που έζησε και φοβάται ότι ίσως γίνουν ίσως χειρότερα», απάντησε η κ. Τζελέπη. Οι δύο σκηνοθέτες αποφάσισαν να γυρίσουν το ντοκιμαντέρ γιατί οι άνθρωποι μεγαλώνουν και φεύγουν από τη ζωή και είναι σημαντικό να καταγραφούν οι μαρτυρίες όσων έζησαν τα γεγονότα από πρώτο χέρι. «Μετά την κατοχή έγινε ο εμφύλιος και είχαν θαφτεί αυτά τα θέματα. Ήταν πολύ σημαντικό για μας να βγάλουμε προς τα έξω μνήμες γιατί μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει αυτός ο διάλογος στην ελληνική κοινωνία», τόνισε ο κ. Κερσανίδης.
Το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου Νεοναζί: το ολοκαύτωμα της μνήμης αντιπαραβάλει το χθες και το σήμερα, μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και νεαρών παιδιών. Ο σκηνοθέτης θέλησε να καταγράψει τις μαρτυρίες τους, με στόχο να αποτυπώσει τι πιστεύουν σήμερα οι νέοι μαρτυρικών χωριών όπως μεταξύ άλλων το Δίστομο και ο Χορτιάτης. «Στο Δίστομο, παρόλο που τα παιδιά είναι ενημερωμένα από πρώτο χέρι, ήξεραν μόνο για το χωριό τους, ίσως και για τα Καλάβρυτα. Δεν ήξεραν όμως για τη συμμετοχή των Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών στις σφαγές. Στο Χορτιάτη, πάλι, το μνημείο του ολοκαυτώματος δεν αναφέρει τίποτα για το ρόλο των ταγματασφαλιτών, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί ήταν οι δράστες και οι Γερμανοί παρακολουθούσαν». Κατά την άποψη του κ. Κούλογλου, «σε σημαντικό βαθμό πληρώνουμε ακόμη την κατοχή και τον εμφύλιο. Δεν τυχαίο που πρόσφατα στην Τσαρίτσανη Ελασσόνας οι κάτοικοι απομάκρυναν μέλη της Χρυσής Αυγής, λέγοντας ‘’εσείς μας σκοτώσατε’’. Οι μνήμες εξακολουθούν να υπάρχουν». Καταγράφοντας αυτές τις δύσκολες εξομολογήσεις, πότε ο σκηνοθέτης επιλέγει να κλείσει την κάμερα; «Αν δεν σου ζητήσει ο ήρωάς σου να κλείσεις την κάμερα, δεν την κλείνεις. Κάποια πράγματα πρέπει να καταγραφούν», επεσήμανε κ. Κούλογλου. Ο Άκης Κερσανίδης συμφώνησε: «Οι κάμερες είναι εκεί για να είναι ανοιχτές. Οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονται στο μοντάζ. Εκεί επιλέγεις κατά πόσο θες να συγκινήσεις, χωρίς να γίνεσαι υπερβολικός, αλλά και φυσικά χωρίς να αποστασιοποιείσαι».
Ως προς τον ρόλο των ντοκιμαντέρ να λειτουργούν «προληπτικά» έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνονται στο μέλλον τα θέματα που θίγουν, ο Άκης Κερσανίδης σημείωσε ότι οι ταινίες και τα ντοκιμαντέρ μπορεί να ευαισθητοποιούν κάποιους ανθρώπους, ωστόσο «συναντούν αντίσταση από το υπόλοιπο κομμάτι των μίντια που έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να καθοδηγήσει το κοινό», όπως είπε. Επάνω στο ίδιο θέμα, ο Στέλιος Κούλογλου σχολίασε: «Μακάρι να υπήρχε μια κατηγορία ‘’προληπτικού ντοκιμαντέρ’’ στο Φεστιβάλ και να προλαμβάναμε πολέμους και καταστροφές. Όμως τα ντοκιμαντέρ ασχολούνται με όσα έχουν ήδη γίνει, με την ελπίδα ότι συντελούν στο να μην ξαναγίνουν. Δυστυχώς όμως οι λαοί δεν μαθαίνουν από λάθη, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όμως ο πολιτισμός προχωρά, έστω και με πισωγυρίσματα, όπως σήμερα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
Η ΜΠΕΛΑ ΒΙΣΤΑ / ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΙΤΣΕΝ / ΟΥΑΒΟΥΜΠΑ / ΓΚΡΙΟ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 19 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Αλίσια Κάνο (Η Μπέλα Βίστα), Ντάνιελ Άσμπα (Πέρα από το Βρίτσεν), Γερούν φαν Φέλζεν (Ουαβούμπα) και Βόλκερ Γκέτσε (Γκριό).
Οι ταινίες μας ταξιδεύουν σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου. Στο ντοκιμαντέρ Γκριό ο Βόλκερ Γκέτσε πηγαίνει στη Δυτική Αφρική για να παρακολουθήσει τη ζωή του περίφημου σενεγαλέζου τραγουδοποιού και «γκριό» (θεματοφύλακα των επικών ιστοριών της πατρίδας του) Αμπλαγέ Σισοκό. Έναυσμα για τον σκηνοθέτη αποτέλεσε η προσωπική ενασχόλησή του με τη μουσική. «Σπούδασα μουσική στην Κολωνία και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ανακαλύψω τους παραλληλισμούς ανάμεσα στην παραδοσιακή μουσική και την τζαζ-φολκ. Η Αφρική διαθέτει συναρπαστική μουσική παράδοση και θέλησα να ερευνήσω από κοντά αυτό το θέμα. Στην πορεία, συνειδητοποίησα ότι οι μουσικοί που φτάνουμε από την Ευρώπη στην Αφρική είμαστε ‘’φορτωμένοι’’ με ακαδημαϊκές γνώσεις. Αυτό δεν ισχύει εκεί. Στην Αφρική η μουσική είναι βίωμα, παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Έμαθα λοιπόν εκεί να προσεγγίζω τη μουσική με τον τρόπο των ντόπιων, να αφήνομαι», εξήγησε ο δημιουργός. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο ίδιος διαπίστωσε ότι οι «γκριό», που σταδιακά σπανίζουν, έρχονται κι αυτοί αντιμέτωποι με τον σύγχρονο κόσμο που επιβάλλει ραγδαίες αλλαγές στις μακραίωνες παραδόσεις. «Στο παρελθόν οι ‘’γκριό’’ αφηγούνταν ιστορίες χωριών ή τις περιπέτειες βασιλέων. Πλέον οι ίδιοι ενημερώνονται από τα ΜΜΕ και αφηγούνται σύγχρονα γεγονότα που συμβαίνουν ανά τον κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση τους αγγίζει κι αυτούς. Επίσης, κάνουν αναφορές σε προσωπικά γεγονότα, κάτι που δεν ίσχυε παλιά. Για παράδειγμα, ένας “γκριό” δεν θα μιλούσε ποτέ για την κόρη του», κατέληξε ο σκηνοθέτης.
Στην Αφρική, αυτή τη φορά όμως στην Κένυα, διαδραματίζεται το ντοκιμαντέρ Ουαβούμπα του Γερούν φαν Φέλζεν, που εστιάζει στον κόσμο των πνευμάτων. Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, ο τίτλος της ταινίας σημαίνει «ψάρι» και παραπέμπει σε μία μικρή φυλή ψαράδων που ζει σε νησί της Ανατολικής Κένυας. Σε ερώτηση σχετικά με το πώς αποφάσισε να καταγράψει μία τέτοια ιστορία, ο ίδιος απάντησε: «Μεγάλωσα στην Κένυα και κράτησα από εκεί καταπληκτικές αναμνήσεις. Όταν ήμουν παιδί είχα γνωρίσει έναν ψαρά που μου αφηγήθηκε ιστορίες για τα πνεύματα της θάλασσας. Μαγεύτηκα. Όταν επέστρεψα πριν από μερικά χρόνια εκεί, θέλησα να ξαναβρώ τον μαγικό κόσμο της παιδικής μου ηλικίας. Ανακάλυψα λοιπόν έναν ψαρά, που μου θύμισε εκείνον τον ψαρά των παιδικών μου χρόνων και για άλλη μία φορά είχα την ευκαιρία να ακούσω εκπληκτικές ιστορίες». Σύμφωνα με τον ολλανδό δημιουργό, ο Μασούντ, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, θυμίζει τον ήρωα από το «Γέρο και τη θάλασσα» του Ε. Χέμινγουεϊ. «Ο Μασούντ μου μίλησε για τεράστια ψάρια, για έναν καρχαρία μεγαλύτερο από το κανό του, που ζύγιζε πάνω από 400 κιλά. Μου είπε ότι με έναν τέτοιο καρχαρία χρειάστηκε κάποτε να παλέψει όλη τη νύχτα. Το ξημέρωμα, αφού τον νίκησε, δοκίμασε να τον ανεβάσει πάνω στο κανό του, το οποίο μάλιστα χρειάστηκε να γεμίσει με νερό. Δεν ξέρω πόση αλήθεια υπάρχει σε τέτοιες ιστορίες, αλλά μου φαίνονται συναρπαστικές. Πήγαμε για ψάρεμα με τον Μασούντ και εντυπωσιάστηκα από τις γνώσεις του για τη θάλασσα κι έτσι αποφάσισα να αφηγηθώ την ιστορία του», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. Κεντρική θέση στην ταινία έχει η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. «Στην Αφρική οι άνθρωποι έχουν διαφορετική επαφή με τη φύση από αυτήν που έχουμε εμείς στην Ευρώπη. Εκεί ο ήλιος είναι δυνατός, ο άνεμος καυτός. Τα βράδια, η φαντασία των ψαράδων που βγαίνουν για ψάρεμα, οργιάζει. Όλοι μιλάνε για τα πνεύματα που τρέχουν πάνω στη θάλασσα και, καθώς βλέπεις την επιφάνειά της να λαμπιρίζει, δεν μπορείς παρά να αναρωτιέσαι αν υπάρχει τελικά κάτι παραπάνω από αυτό που βλέπεις με τα μάτια. Κι αυτό είναι κάτι που με συγκινεί», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.
Με εντελώς διαφορετικό φόντο, ένα χωριό της Ουρουγουάης, η ταινία Η Μπέλα Βίστα της Αλίσα Κάνο καταγράφει την ασυνήθιστη ιστορία ενός σπιτιού που ξεκίνησε στεγάζοντας έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, στη συνέχεια έγινε οίκος ανοχής με τραβεστί και κατέληξε να λειτουργεί ως καθολικό ξωκλήσι. Η ιστορία βασίζεται σε αληθινό περιστατικό, για το οποίο η σκηνοθέτιδα ενημερώθηκε από σχετικό ρεπορτάζ εφημερίδας. «Διάβασα ότι υπήρχε ένας οίκος ανοχής ο οποίος έγινε οίκος προσευχής. Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα ιστορία και όταν πήγα στο χωριό για να την ερευνήσω, ανακάλυψα ότι στον ίδιο χώρο έδρευε παλιότερα ποδοσφαιρικός σύλλογος», εξήγησε η ίδια. Η ταινία είναι ένας συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Σε ερώτηση για το πώς αντιλαμβάνονται οι θεατές αυτό το στοιχείο, η κ. Κάνο επεσήμανε: «Επειδή δεν διέθετα αρχειακό υλικό, αποφάσισα να βάλω τους ήρωες να παίξουν την ιστορία και όχι απλώς να μιλούν γι' αυτήν. Κι αυτό γιατί διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούν το σώμα τους, κινούνται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Οι θεατές στην Ουρουγουάη είναι εξοικειωμένοι με τέτοια θέματα και βρήκαν ότι η ιστορία δεν απέχει από την πραγματικότητα. Σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Τσεχία, οι θεατές με ρωτούσαν αν οι χαρακτήρες που εμφανίζονται στο φιλμ είναι ηθοποιοί. Στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται στην ταινία παρά μόνο ένας ηθοποιός, όλοι οι υπόλοιποι είναι πραγματικά πρόσωπα». Πέρα από το προφανές, πρώτο επίπεδο του διασκεδαστικού αυτού ντοκιμαντέρ, κρύβεται ένα αιχμηρό σχόλιο της σκηνοθέτιδας για την υποκρισία και την προκατάληψη. «Άλλα γίνονται τη νύχτα κι άλλα τη μέρα. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που το πρωί πηγαίνουν στην εκκλησία, είναι αυτοί που όταν πέσει το σκοτάδι πηγαίνουν στον οίκο ανοχής», τόνισε η δημιουργός.
Το ντοκιμαντέρ Πέρα από το Βρίτσεν του Ντάνιελ Άσμπα αφηγείται την ιστορία τριών εφήβων με παραβατική συμπεριφορά, τρία χρόνια μετά την απoφυλάκισή τους από σωφρονιστήριο στο Βραδεμβούργο. Μέσα από τα μάτια τους, καθώς προσπαθούν να επανενταχθούν στην κοινωνία, η ταινία αποκαλύπτει τις ελπίδες, την υπερηφάνεια, τις σκέψεις και τους φόβους τους. «Δούλεψα ως εθελοντής κοινωνικός λειτουργός στο σωφρονιστικό αυτό ίδρυμα και αποφάσισα να παρακολουθήσω τις ιστορίες πέντε κρατούμενων. Τους έπεισα να το κάνουν, κατέληξα στους τέσσερις από αυτούς, στην ταινία όμως εμφανίζονται τελικά οι τρεις, καθώς ένας δεν μου έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα συγκεντρώσει», είπε αρχικά ο σκηνοθέτης. Η επανένταξη των αποφυλακισθέντων στην κοινωνία δεν είναι εύκολη διαδικασία. «Όταν άρχισα να γυρίζω την ταινία οι άλλοι μου έλεγαν ότι από τους πέντε άντρες τουλάχιστον οι τρεις θα επέστρεφαν στη φυλακή. Εγώ, ίσως με κάποια αφέλεια, έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους που ήθελαν να ξεκινήσουν μία νέα ζωή, είχαν ενθουσιασμό και για το λόγο αυτό θέλησα να διερευνήσω ποια εμπόδια αντιμετωπίζουν οι νέοι που αποφυλακίζονται», υπογράμμισε ο ίδιος. Η εύρεση μιας θέσης εργασίας μετά τη φυλακή είναι δύσκολη υπόθεση. «Ένας από τους ήρωες βρίσκει δουλειά σε χοιροστάσιο και είναι χαρούμενος γι' αυτό, παρόλο που πρόκειται για μία πολύ βρώμικη δουλειά», παρατήρησε ο κ. Άσμπα. Στόχος του, όπως πρόσθεσε, δεν ήταν μέσα από την ταινία να δώσει απαντήσεις, αλλά κυρίως να δείξει ότι το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. Σε ερώτηση σχετικά με το αν ο ίδιος νιώθει κάποιο αίσθημα πικρίας ή λύπης για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι ζωές των τριών ηρώων της ταινίας, ο δημιουργός απάντησε: «Ως κινηματογραφιστής προσπάθησα να διατηρήσω αποστάσεις από την ιστορία, να παίξω τον ρόλο παρατηρητή. Ωστόσο, υπήρξαν στιγμές που δεν απέφυγα την εμπλοκή. Όταν κάποια στιγμή τους είδα να παίρνουν ναρκωτικά, τους είπα: “Μήπως να το περιορίσετε λίγο”; Κατάλαβα ότι ξαφνιάστηκαν και στην πορεία αποφάσισα να είμαι μόνο κινηματογραφιστής, να αποφύγω το ρόλο του κοινωνικού λειτουργού».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ - ΣΤΑΧΤΗ / ΟΔΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον (Στάχτη) και Μάρτα Κάνινχαμ (Οδός Βαλεντίνου).
Στην ταινία Στάχτη, o Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον καταγράφει το χρονικό της ηφαιστειακής έκρηξης που συνέβη στις 14 Απριλίου 2010, στην Έιγιαφιαλαγέκουλ της Ισλανδίας. Λόγω του συμβάντος, εκτοξεύτηκαν στη στρατόσφαιρα 70 τόνοι στάχτης ανά δευτερόλεπτο και οι Ισλανδοί αγρότες είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Η ταινία παρακολουθεί για ένα χρόνο τρεις οικογένειες της περιοχής και καταγράφει την επίδραση της στάχτης στη ζωή τους. «Ήταν πρόκληση για μένα να παρακολουθήσω τις ζωές των ανθρώπων αυτών. Αυτό που έζησαν οι κάτοικοι της Ισλανδίας ήταν κάτι πολύ δύσκολο, αλλά έδειξαν μεγάλη ψυχική δύναμη», επεσήμανε ο δημιουργός. Μία από τις ηρωίδες της ταινίας λέει ότι η σοβαρή οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα ήταν χειρότερη από την έκρηξη. Με αφορμή αυτό, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Στην Ισλανδία υπήρξε μία εποχή όπου ο κόσμος τρελαινόταν για το χρήμα. Πριν την έκρηξη, οι τράπεζες έδιναν δάνεια σε γιεν και άλλα ξένα νομίσματα και όχι σε ισλανδική κορόνα, που είναι ένα αδύναμο νόμισμα. Όταν κατέρρευσε η οικονομία, η κορόνα υποτιμήθηκε κατά 100% και τα δάνεια που είχε πάρει ο κόσμος διπλασιάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες. Αυτό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, τα οποία έγιναν ακόμη μεγαλύτερα λόγω των συνεπειών της ηφαιστειακής έκρηξης. Οικογένειες αγροτών είδαν τη γη τους να χάνεται λόγω των απαιτήσεων των τραπεζών». Στις 27 Απριλίου 2013 θα γίνουν κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ισλανδία. Ο σκηνοθέτης αποκάλυψε ότι, θέλοντας να αλλάξει τα πράγματα, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία και να ιδρύσει ένα κόμμα, από το οποίο μάλιστα εκλέχθηκαν τέσσερις βουλευτές. Ωστόσο, όταν είδε ότι δεν γινόταν καμία αλλαγή, απογοητεύτηκε γενικότερα και επέστρεψε στη σκηνοθεσία. Ο ίδιος τόνισε: «Τα πράγματα είναι ακόμη δύσκολα, η υποτίμηση του νομίσματος συνεχίζει να επηρεάζει τις ζωές μας, βλέπω όμως ότι ο κόσμος θα εκλέξει τα ίδια κόμματα που μας οδήγησαν στην κατάρρευση. Στις επικείμενες εκλογές θα κατεβούν 14 παρατάξεις, από τις οποίες οι 10 είναι καινούργιες, όμως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να επικρατούν οι δύο που ήταν ισχυρές και πριν την οικονομική κρίση. Τα πολιτικά κόμματα είναι σαν τις θρησκείες ή σαν τις ομάδες ποδοσφαίρου. Δύσκολα αλλάζεις κόμμα. Σήμερα νιώθω ότι επιστρέφουμε στο 2007. Οι άνθρωποι δεν θέλουν την αλλαγή, πράγμα που είναι παράξενο».
Στη συνέχεια της εκδήλωσης, η αυτοδίδακτη αμερικανίδα σκηνοθέτιδα Μάρτα Κάνινχαμ μίλησε για το ντοκιμαντέρ της Οδός Βαλεντίνου, το οποίο εστιάζει σε ένα φρικιαστικό φόνο: Το 2008, ο Μπράντον Μακίνερνι, τελειόφοιτος γυμνασίου στην πόλη Όξναρντ της Καλιφόρνια, πυροβόλησε εξ επαφής και σκότωσε τον συμμαθητή του, Λάρι Κινγκ. Η ταινία καταγράφει το χρονικό του συμβάντος και θίγει ζητήματα όπως το μίσος, η προκατάληψη, η άγνοια και η ομοφοβία, καθώς το θύμα είχε έγχρωμη καταγωγή και πειραματιζόταν με τη σεξουαλική του ταυτότητα, ενώ ο θύτης ήταν λευκός με ρατσιστικές τάσεις. Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδο στις ΗΠΑ και έστρεψε το ενδιαφέρον στα προβλήματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλ εφήβων, καθώς και στις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού και δικαστικού συστήματος. Όπως εξήγησε η σκηνοθέτιδα σχετικά με τον θύτη: «Δεν θέλησα να δαιμονοποιήσω τον Μπράντον, ο οποίος πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνθρωπο, ήταν όμως μόνο 14 χρονών. Ήθελα να παρουσιάσω τις δύο πλευρές ισορροπημένα. Όταν ασχολείσαι με ένα τέτοιο θέμα πρέπει να έχεις κατά νου ότι ο δολοφόνος ήταν ένα αγόρι, να ψάξεις από πού ήρθε, πώς έγινε αυτός που έγινε. Νιώθω ότι για περιστατικά όπως αυτό, είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ενήλικες, είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτά που λέμε, γιατί τα παιδιά μας ακούν. Ο Μπράντον, σκοτώνοντας τον συμμαθητή του, νόμιζε ότι έκανε χάρη στην κοινωνία και από την άποψη αυτή είναι προϊόν του κοινωνικού του περίγυρου, της άγνοιας και των προκαταλήψεων». Προκειμένου η ίδια να αποκτήσει όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη άποψη για την υπόθεση, παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της δίκης που κράτησε για πολλές εβδομάδες. Απέφυγε να μιλήσει με τον ίδιο τον Μπράντον. «Το να έρθεις σε επαφή με έναν υπόδικο είναι δύσκολη διαδικασία στην Καλιφόρνια. Επιπλέον όμως, αν έβαζα τον Μπράντον να μιλάει στην ταινία, φοβόμουν πώς θα αντιδρούσε το κοινό», εξήγησε. Αντίθετα, μίλησε πολύ με τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολείο του συμβάντος. «Αυτά τα παιδιά δεν δέχτηκαν ποτέ ψυχολογική υποστήριξη. Την επόμενη μέρα πήγαν στο σχολείο τους. Έτσι, μιλώντας μαζί τους και κυρίως δίνοντάς τους φωνή μέσα από την ταινία, πιστεύω ότι κατά κάποιον τρόπο τους πρόσφερα ψυχική υποστήριξη», παρατήρησε. Πρόθεσή της, όπως είπε, δεν ήταν να φανεί διδακτική μέσα από την ταινία. «Δεν λέω στον κόσμο τι να κάνει, δεν με ενδιαφέρει να κάνω κήρυγμα. Θέλω όμως να παρακινήσω τον θεατή να αντιδράσει όταν βλέπει να συμβαίνουν γύρω του, στην κοινότητά του, πράγματα που τον εξοργίζουν».

KOYBENTIAZONTAΣ 18/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε τη Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Σάιμον Μπρουκ (Ο ινδός γιατρός μου), Μάρτα Κάνινχαμ (Οδός Βαλεντίνου), Άννα Τζιράλτ Γκρις (Ευρώπη–Παγίδα), Μένιος Καραγιάννης (Σκάπετα), Μπεατρίξ Σβεμ (Πεινασμένα μυαλά), Χρύσα Τζελέπη (Το χρονικό μιας καταστροφής – συνσκηνοθεσία με τον Άκη Κερσανίδη) και ο Τζόναθαν Μπέργκουιγκ, παραγωγός του ντοκιμαντέρ Αναμνήσεις, σε σκηνοθεσία του Ναταναέλ Καρτόν.
Τα συγκεκριμένα ντοκιμαντέρ διαφέρουν μεταξύ τους θεματολογικά, ωστόσο μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: οι ήρωές τους παλεύουν ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Σε αυτές εστίασαν οι δημιουργοί παρουσιάζοντας τις ταινίες τους.
Το ντοκιμαντέρ της Άννα Τζιράλτ Γκρις Ευρώπη-Παγίδα έχει ως πρωταγωνίστρια μια γυναίκα 55 ετών από το Αφγανιστάν, η οποία μαζί με το γιο της βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ευρώπη. «Στο δύσκολο αυτό δρόμο, φτάνοντας στην Ελλάδα, οι δυο τους χωρίστηκαν και ο γιος της συνελήφθη. Η ηρωίδα μου βρέθηκε στην Ισπανία κατά τύχη, νομίζοντας ότι ταξίδευε για τη Γερμανία. Εγώ τη γνώρισα τυχαία στη Βαρκελώνη και θέλησα να αφηγηθώ την ιστορία των προσφύγων μέσα από τα μάτια της. Ήθελα περισσότερο να εστιάσω στο ψυχολογικό προφίλ τους, να πάω πέρα από τις σκέψεις τους, στον βαθύτερο πόνο που νιώθουν», σημείωσε η σκηνοθέτιδα.
Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο παραγωγός της ταινίας του Ναταναέλ Καρτόν Αναμνήσεις, Τζόναθαν Μπέργκουιγκ ανέφερε ότι η ταινία παρουσιάζει μια κοινότητα επιζώντων του τσουνάμι που έπληξε την Ιαπωνία το 2011. Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να κρατούν ζωντανές τις αναμνήσεις τους, μέσα από φωτογραφίες που ανασύρουν από τα ερείπια. «Ήταν πολύ συγκινητικό. Ακόμη κι αν έχασαν τα πάντα, χάρη σε αυτές τις φωτογραφίες έπαιρναν κουράγιο για να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους», είπε ο κ. Μπέργκουιγκ.
Σε ένα οδυνηρό περιστατικό αναφέρεται και η ταινία Οδός Βαλεντίνου της Μάρτα Κάνινγχαμ, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός τελειόφοιτου γυμνασίου, του Μπράντον Μακίνερνι που πυροβόλησε εξ επαφής τον συμμαθητή του, Λάρι Κινγκ. «Η ιστορία εστιάζει στα δύο αγόρια, τις οικογένειες και τους συμμαθητές τους που βίωσαν την δολοφονία. Αποτυπώνει ζητήματα ρατσισμού, την οπτική του δικαστηρίου, αλλά και των ΜΜΕ για την υπόθεση», είπε η σκηνοθέτιδα.
Το ντοκιμαντέρ Το χρονικό μιας καταστροφής αναφέρεται στο ολοκαύτωμα του Χορτιάτη. «Πρόκειται για μια τραγική πτυχή της ελληνικής ιστορίας και όχι μόνο, ίσως της ευρωπαϊκής ή και της παγκόσμιας. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί, φεύγοντας από την περιοχή της Θεσσαλονίκης, μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους έκαψαν ζωντανούς 174 ανθρώπους στο Χορτιάτη. Εμείς καταγράφουμε την εμπειρία των τεσσάρων επιζώντων. Θέλαμε να δούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια ανθρώπων που ήταν μάρτυρες των γεγονότων, διότι κάποια πράγματα δεν γράφονται στην επίσημη Ιστορία», σχολίασε η δημιουργός.
Σε μια διαφορετική γωνιά του κόσμου εκτυλίσσεται η ταινία Ο ινδός γιατρός μου του Σάιμον Μπρουκ, ο οποίος ακολουθεί μια γυναίκα που γιατρεύτηκε από τον καρκίνο ακολουθώντας τις θεραπευτικές πρακτικές της Αγιουβέρδα. «Μαζί της στην ταινία είναι και ο γιατρός της, ένας παγκοσμίως διάσημος ογκολόγος, ο οποίος φαινόταν θυμωμένος που η ασθενής γιατρεύτηκε όχι χάρη σε αυτόν, αλλά σε μια μέθοδο που εκείνος δεν καταλάβαινε», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.
Στην Ινδία, τη Μογγολία και την Αφρική μας ταξιδεύει το ντοκιμαντέρ Πεινασμένα μυαλά της Μπέατριξ Σβεμ, το οποίο παρουσιάζει τις ιστορίες τριών κινητών βιβλιοθηκών που λειτουργούν εκεί. «Είναι μια αργή ταινία, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου», τόνισε η σκηνοθέτιδα, προσθέτοντας ότι μιλά για διαφορετικές κουλτούρες και τρόπους ζωής, και για τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων που ζουν εκεί.
Συνειδητά αποκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο ζει και ο ήρωας του ντοκιμαντέρ Σκάπετα του Μένιου Καραγιάννη. «Πρόκειται για ένα αργό φιλμ. Μπαίνω στη ζωή του ήρωά μου, που ζει τόσο κοντά στον πολιτισμό, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά. Η μοντέρνα κοινωνία φτάνει σε αυτόν μέσα από τα σκουπίδια που ξεβράζει η θάλασσα», επεσήμανε σχετικά ο σκηνοθέτης.
Εκτός από τους ήρωές τους, και οι ίδιοι οι δημιουργοί αντιμετώπισαν δυσκολίες και προκλήσεις, ώσπου να καταφέρουν να ολοκληρώσουν την ταινία.
«Κάθε φορά που ξεκινάς ένα ντοκιμαντέρ, παλεύεις με τον εαυτό σου για το τι θέλεις να πεις και για το πως θα το πεις», παρατήρησε η Άννα Τζιράλτ Γκρις. «Όταν συνάντησα την ηρωίδα μου, η πρόκληση ήταν να καταλάβει το σκοπό του ντοκιμαντέρ, το γιατί ήταν σημαντικό. Αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες με τη γλώσσα, γιατί η ίδια μιλάει φαρσί και έπρεπε να έχω διερμηνέα. Υπήρχαν επίσης και πολιτισμικοί παράγοντες - για μια αφγανή γυναίκα το να σε αφήσει να την κινηματογραφήσεις είναι μεγάλο βήμα», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα.
Για τον παραγωγό Τζόναθαν Μπέργκουιγκ και τον σκηνοθέτη Ναταναέλ Καρτόν δεν υπήρχε απλώς μια κινηματογραφική πρόκληση, αλλά και πρακτικός κίνδυνος. «Δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε πηγαίνοντας τόσο κοντά στον τόπο όπου έγινε η πυρηνική έκρηξη. Η κυβέρνηση ήταν φειδωλή σε όσα έλεγε για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε ο κόσμος και έτσι οι περιοχές σε τέτοια απόσταση δεν είχαν εκκενωθεί», αφηγήθηκε ο κ. Μπέργκουιγκ. Ο ίδιος πρόσθεσε: «Λόγω της έντονης παρουσίας δημοσιογράφων στην περιοχή, ο μόνος τρόπος για να μας εμπιστευτούν οι ντόπιοι, ήταν βοηθώντας τους εθελοντικά στη συγκέντρωση των φωτογραφιών».
Κάτι αντίστοιχο βίωσε και η Μάρτα Κάνινγχαμ. Μετά τη δολοφονία, η πόλη είχε κατακλυστεί από δημοσιογράφους. «Οι ισπανόφωνοι που ζούσαν εκεί ένιωθαν ότι τους κρίνουν. Αισθανόμουν σαν να μου έλεγαν ‘’ποια είσαι συ που ήρθες από το Λος Άντζελες με το φανταχτερό αυτοκίνητο σου;’’. Κάποιοι ήταν ρατσιστές απέναντι στους έγχρωμους. Στο συνεργείο μας υπήρχε ένας αφροαμερικανός κάμεραμαν και δυο ρωσοεβραίοι μοντέρ. Αντιμετωπίσαμε εμπάθεια μέχρι να μας αποδεχτούν», υπογράμμισε η δημιουργός.
Για τη Χρύσα Τζελέπη και τον Άκη Κερσανίδη, η πρόκληση στο Το χρονικό μιας καταστροφής ήταν «να αντιμετωπίσουμε την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας», όπως ανέφερε η σκηνοθέτιδα. Και πρόσθεσε: «Έπρεπε να ανοίξουμε διάλογο για ένα δύσκολο θέμα και αποφασίσαμε να καταγράψουμε τις αφηγήσεις όσων έζησαν τα γεγονότα, να αποτυπώσουμε τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ που μας έφερε αντιμέτωπους με συναισθήματα και η πρόκληση ήταν πώς να τα χρησιμοποιήσουμε στην ταινία».
Από την άλλη, για τον Σάιμον Μπρουκ το βασικό πρόβλημα ήταν η χρηματοδότηση. Ο ίδιος προσπαθούσε να γυρίσει την ταινία Ο ινδός γιατρός μου από το 2004. «Ωστόσο, με απέρριψαν όλοι: οι πλούσιοι χρηματοδότες, τα ιδρύματα, τα κανάλια, τα κέντρα γιόγκα. Όλοι μου έλεγαν ότι είμαι τρελός. Μάλιστα, ένας γιατρός μου είπε ότι αυτό που κάνω είναι ανήθικο και επικίνδυνο. Μετά ένας παραγωγός του ARTE ενθουσιάστηκε, αλλά στην πορεία... έπαθε έμφραγμα και άλλαξαν οι προτεραιότητές του. Αν και δεν είμαι προληπτικός, σκέφτηκα ότι ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει τόσες δυσκολίες. Τελικά τα κατάφερα», αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης.
Η δυσκολία που αντιμετώπισε η Μπεατρίξ Σβεμ στο ντοκιμαντέρ Πεινασμένα μυαλά, ήταν ότι δεν ήταν δυνατό να εστιάσει στην προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου. «Προσπάθησα να αποτυπώσω τα συναισθήματα των αναγνωστών μέσα από τα βιβλία, όχι μέσω της ιδιωτικής τους ζωής. Η πιο μεγάλη πρόκληση ήταν να δημιουργήσω ατμόσφαιρα στο γύρισμα αλλά και μέσω του μοντάζ», σημείωσε η ίδια.
Για τον Μένιο Καραγιάννη, η έλλειψη χρηματοδότησης ήταν η αιτία για να εγκαταλείψει το σινεμά για πολλά χρόνια. «Ουσιαστικά το Σκάπετα είναι παραγωγή ενός ανθρώπου. Συνάντησα τον ήρωα πριν από πέντε – έξι χρόνια και μου πήρε καιρό να τον γνωρίσω και να τον κάνω να ανοιχτεί, γιατί ήταν απομονωμένος από την κοινωνία και πολύ ντροπαλός. Θα μπορούσα να έχω καλύτερο ήχο, αλλά έπρεπε να βρω τεχνικές λύσεις έτσι ώστε να κάνω την ταινία μόνος μου, γιατί ο πρωταγωνιστής μου δεν δεχόταν κανέναν άλλον, παρά μόνο εμένα. Λειτουργούσα χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό, όπως κι εκείνος», επεσήμανε ο σκηνοθέτης.

KOYBENTIAZONTAΣ 17/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, παρουσία του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρη Εϊπίδη, με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Τζον Άπελ (Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή), Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε (Τα λουλούδια της οικογένειάς μου), Ευηρούλα Δούρου (9 ημέρες γαλιθιάνικης μουσικής), Παναγιώτης Ευαγγελίδης (---), Ρομπ Φρούκτμαν (Όνειρα γλυκά), Μαργκρέτ Ολίν (Δίχως σπίτι), Σουζάν Σεκερτζί (Μαμά Κόκα) και Ανδρέας Σιαδήμας (Μουσικό χωριό). Τη συζήτηση συντόνισε ο σκηνοθέτης και παραγωγός Πίτερ Ουιντόνικ.
Παίρνοντας πρώτος το λόγο, ο Τζον Άπελ αναφέρθηκε στο θέμα της ταινίας του Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή: «Πρόκειται για τη βομβιστική επίθεση που συνέβη τον Ιούλιο του 2011 στο Όσλο και τις εν ψυχρώ δολοφονίες στο νησί Ουτόγια, γεγονότα τα οποία μου φαίνεται ήδη σαν να έχουν γίνει πολύ παλιά, όμως στην πραγματικότητα είναι πολύ πρόσφατα. Η ταινία, ωστόσο, είναι για το απρόσμενο, για τα πράγματα που δε μπορείς να ελέγξεις, την ευθραυστότητα της ζωής και το καθοριστικό λεπτό ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Κάποιες φορές είσαι τυχερός και άλλες άτυχος. Μπορεί να είσαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή ή στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή». Συνδέοντας την έννοια του τυχαίου με την προηγούμενη ταινία του ..., ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Ήταν μια προσωπική ταινία για τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν τζογαδόρος και έχασε το μεγαλύτερο στοίχημα όλων, αυτό της ζωής του. Όταν κινηματογραφώ είμαι εξαιρετικά ανοιχτός - φυσικά και γράφω το σενάριο, δε θέλω όμως η ταινία να αναφέρεται σε όσα ήδη ξέρω. Όταν ξεκίνησα το The Player δεν ήξερα ποιοι θα είναι οι χαρακτήρες, παρά μόνο η ιδέα, την οποία και εξέλιξα. Το ίδιο έκανα και στο ντοκιμαντέρ Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Ίσως στην επόμενη ταινία μου να βασιστώ ακόμη περισσότερο στις συμπτώσεις».
Στη συνέχεια, η νορβηγίδα σκηνοθέτιδα Μαργκρέτ Ολίν εξήγησε για την ταινία της Δίχως σπίτι: «Ξεκίνησα τα γυρίσματα το 2009, όταν στη Νορβηγία επιβλήθηκε μια σειρά νέων πολιτικών μέτρων που έχουν ως στόχο να αποτρέψουν όσους επιθυμούν να εισέλθουν στα σύνορα της χώρας προς αναζήτηση ασύλου. Τα μέτρα αυτά έδειξαν πόσο αυστηρή είναι η χώρα προς τα ασυνόδευτα παιδιά μετανάστες, η πλειοψηφία των οποίων κατάγονται από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία και την Αιθιοπία και έχουν χάσει την οικογένειά τους. Εάν ο μόνος λόγος ασύλου είναι η έλλειψη γονέων, στέλνονται στη χώρα προέλευσής τους μόλις γίνουν 18 ετών, ακόμη κι αν δεν έχουν κανέναν στον οποίο να επιστρέψουν. Είναι κάτι τρομακτικό και γι’ αυτό έκανα την ταινία». Η ίδια πρόσθεσε: «Στην πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στη Νορβηγία έδωσα την ιστορία των κεντρικών χαρακτήρων μου –δυο αγοριών από το Αφγανιστάν- σε ένα σημαντικό δημοσιογράφο. Χάρη σε αυτή τη δημοσιότητα, ο ένας από αυτούς πήρε άδεια μόνιμης παραμονής στη Νορβηγία, ενώ ο αδερφός του έλαβε μονοετή άδεια, με τη δυνατότητα να μπορεί να ξανακάνει αίτηση μετά. Το ντοκιμαντέρ δημιούργησε πολιτική συζήτηση στη Νορβηγία και τώρα επετράπη στα δύο αδέρφια να μένουν μαζί σε ένα διαμέρισμα και να πηγαίνουν σχολείο, πράγμα πολύ θετικό. Δεν γίνεται όμως η ταινία να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση μόνο για αυτά τα δύο παιδιά». Σε αυτό το σημείο, ο κ. Ουιντόνικ υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Τότε κάθε πρόσφυγας χρειάζεται ένα κινηματογραφιστή».
Διαφορετική θεματολογικά, αλλά επίσης ιδιαίτερα ανθρώπινη είναι και η ιστορία που αφηγείται το ντοκιμαντέρ ... του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, με φόντο τη Νέα Ορλεάνη μετά την επέλαση του τυφώνα Κατρίνα. «Και οι δικοί μου χαρακτήρες είναι μετανάστες, εσωτερικοί. Πρόκειται για ένα ζευγάρι μεσήλικων ομοφυλοφίλων, τον Τζιμ και τον Μάικλ, που είναι φορείς του Έιτζ. Έμεινα μαζί τους για ένα μήνα και έγινα μέρος της καθημερινής ρουτίνας τους, κινηματογραφώντας τους. Η ιστορία τους είναι μια προσπάθεια για επιβίωση, ένας αγώνας ενάντια στη φτώχεια, την ασθένειά τους, αλλά και το κράτος. Είναι πράγματι μετανάστες στη χώρα τους, δεν αναγνωρίζονται από κάθε πολιτεία». Ο δημιουργός πρόσθεσε: «Ζουν με αναμνήσεις από το παρελθόν, συχνά οδυνηρές, αλλά νομίζω αυτό τους κρατά ζωντανούς. Παρά τις διαφορές και τους καβγάδες τους, ο Τζιμ λέει στο τέλος ότι το μόνο που θα τους χωρίσει τελικά είναι ο θάνατος. Το ντοκιμαντέρ είναι μια στιγμή στη ζωή τους και αυτό πιστεύω ότι αιχμαλωτίζει το ντοκιμαντέρ, στιγμές».
Σε μια αλλιώτικη γωνιά του κόσμου μας ταξιδεύει το ντοκιμαντέρ Όνειρα γλυκά του Ρομπ Φρούκτμαν, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία με την αδελφή του, Λίσα. Ο δημιουργός παρατήρησε: «Πρόκειται για την ιστορία δύο εξαιρετικών γυναικών από την ύπαιθρο της Ρουάντα, οι οποίες έμαθαν κρουστά και μάλιστα σχημάτισαν το δικό τους πολυμελές μουσικό σχήμα, παρότι εκεί κάτι τέτοιο είναι απαγορευμένο για τις γυναίκες. Η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν περίεργοι για το πώς μια χώρα μετά από μια γενοκτονία μπορεί να επουλωθεί, ειδικά μάλιστα όταν επιζήσαντες και δράστες ζουν δίπλα-δίπλα όπως συμβαίνει στη Ρουάντα». Οι γυναίκες αυτές πήραν την πρωτοβουλία να στήσουν την πρώτη επιχείρηση παγωτού στη χώρα. Ο κ. Φρούκτμαν συμπλήρωσε: «Μία από αυτές τις γυναίκες, γνώρισε δύο νεαρές κοπέλες από το Μπρούκλιν και τους ζήτησε να πάνε στη Ρουάντα με στόχο να βοηθήσουν τις ντόπιες σε αυτό το εγχείρημα. Πρόκειται λοιπόν για την ανάγκη να υπάρχουν νέες ιδέες και η δύναμη να τις κάνεις πραγματικότητα, και όχι για το παγωτό αυτό καθαυτό».
Στη συνέχεια της συζήτησης, ο συντονιστής κ. Ουιντόνικ υπογράμμισε την πτυχή της φαντασίας στην ταινία του Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε Τα λουλούδια της οικογένειάς μου. Ο σκηνοθέτης, αναφερόμενος παράλληλα στην έννοια του μοιραίου, εξήγησε σχετικά: «Η ταινία εστιάζει στην 90χρονη τότε γιαγιά μου και την 64χρονη μητέρα μου, οι οποίες έμεναν μαζί, μέχρι που η μητέρα μου γνώρισε έναν άντρα και αποφάσισε να πάει να μείνει μαζί του. Έτσι και οι δύο πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το χωρισμό. Η γιαγιά μου στην αρχή της ταινίας προσπαθεί να διώξει κάποια περιστέρια από τον κήπο της, ωστόσο μετά, σε ένα από αυτά ‘’βλέπει’’ το Άγιο Πνεύμα. Από την πλευρά μου, πήρα το ρίσκο να αναπτύξω την ιστορία με τα περιστέρια, κρατώντας αυτό το στοιχείο φαντασίας. Η μητέρα μου μάς είπε τότε ότι ίσως αυτό το περιστέρι να ψάχνει κάπου να κάνει φωλιά για να γεννήσει αβγά, οπότε πήρα επίσης το ρίσκο ότι επρόκειτο για το Άγιο Πνεύμα που είχε έρθει για να βοηθήσει σε αυτό το χωρισμό. Ενώ λοιπόν βρισκόμουν στην Ισπανία για δουλειά και ενώ είχα επισκεφτεί μια εκκλησία, μου τηλεφώνησε η γιαγιά μου για να μου πει ότι το περιστέρι όχι μόνο είχε φτιάξει φωλιά, αλλά υπήρχαν και αυγά σε αυτή. Φυσικά επέστρεψα αμέσως για να κινηματογραφήσω τα αυγά, δηλαδή το ρίσκο που είχα πάρει. Θεωρώ ότι η πίστη και η μοίρα παίζουν σημαντικό ρόλο».
Αλλάζοντας κλίμα, η συζήτηση μετατοπίστηκε στο κεφάλαιο «μουσική», που βρίσκεται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ 9 ημέρες γαλιθιάνικης μουσικής  της Ευηρούλας Δούρου. Η ταινία ξεκίνησε σαν πτυχιακή εργασία, αλλά τελικά εξελίχθηκε σε 80λεπτη ταινία. Η σκηνοθέτιδα επεσήμανε ως προς αυτό: «Ενώ έκανα Erasmus με το Πανεπιστήμιο, έμεινα στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Εκεί ήρθα σε επαφή με τους ντόπιους και άκουσα τη γαλιθιάνικη μουσική, η οποία με ενθουσίασε. Όταν επέστρεψα και έπρεπε να κάνω την πτυχιακή μου, άκουγα συνέχεια αυτή τη μουσική και αποφάσισα με τους συμφοιτητές μου από το ΑΠΘ ότι θα ήταν ιδανικό θέμα: ένα δεκαήμερο ταξίδι όπου γνωρίζουμε ντόπιους ανθρώπους, πίνουμε, τρώμε μαζί τους και γιορτάζουμε την καθημερινότητά τους». Η ίδια σημείωσε ότι στα γαλιθιάνικα ο όρος «morina» που αναφέρεται στην ταινία, σημαίνει νόστος και επεσήμανε ότι αυτό ένιωθε και η ίδια όταν επέστρεψε για πρώτη φορά από την περιοχή.
Με τη σειρά του, ο Aνδρέας Σιαδήμας αναφέρθηκε στην ταινία του Μουσικό χωριό, παρατηρώντας: «Δε με ενδιέφερε τόσο να κάνω ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, όσο το ίδιο το χωριό του Άγιου Λαυρέντιου στο Πήλιο, όπου κάθε Αύγουστο δημιουργείται μια μεγάλη μουσική κοινότητα, καθώς και οι ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Επισκέφθηκα το χωριό για να κινηματογραφήσω κάτι άλλο και εντυπωσιάστηκα με όσα είδα εκείνο το βράδυ. Γνώρισα τους διοργανωτές και επέστρεψα για γυρίσματα τον επόμενο χρόνο. Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων με το να τους δείχνουμε αυτά που τραβούσαμε. Η ταινία ήταν μια εξαιρετική εμπειρία και νιώθω ότι κάθε χρόνο θα επιστρέφουμε εκεί γιατί είμαστε μέρος αυτού που συμβαίνει».

ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 101»

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, σε ιδιαίτερα φιλικό κλίμα και με μεγάλη προσέλευση κοινού, πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 16 Μαρτίου 2013, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Β1, Λιμάνι), τα εγκαίνια της φωτογραφικής έκθεσης «Θεσσαλονίκη 101». Η έκθεση αποτελεί διοργάνωση του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και της Καναδικής Πρεσβείας στην Ελλάδα.
Η έκθεση περιλαμβάνει έργα που προέκυψαν από το ομότιτλο εργαστήρι δημιουργικής φωτογραφίας για νέους, κατόπιν πρωτοβουλίας του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στο εργαστήρι, το οποίο πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 2013 μέσω διαδικτύου, δίδαξε ο Ιρανοκαναδός φωτογράφος Μπάμπακ Σαλαρί και συμμετείχαν 14 νέοι φωτογράφοι. Στα έργα τους, «η Ιστορία συνδιαλέγεται με τη σύγχρονη ζωή στην Ελλάδα εγείροντας πολλά ερωτήματα», όπως σημειώνει στο συνοδευτικό κείμενο της έκθεσης ο κ. Σαλαρί.
Την έκθεση εγκαινίασε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης, σημειώνοντας: «Ευχαριστώ που είστε σήμερα μαζί μας. Το Φεστιβάλ έχει παράδοση στο να συμπεριλαμβάνει στα προγράμματά του και εκθέσεις φωτογραφίας ελλήνων καλλιτεχνών. Η φετινή μας έκθεση επικεντρώνεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης και υλοποιήθηκε με έναυσμα τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης, ως φόρος τιμής. Τα έργα υπογράφουν νέοι καλλιτέχνες. Θα ήθελα να ευχαριστήσω το συνεργάτη μου Θάνο Σταυρόπουλο, που εργάστηκε για την παραγωγή της έκθεσης, καθώς και τον διακεκριμένο φωτογράφο κ. Μπάμπακ Σαλαρί, ο οποίος την επιμελήθηκε, δουλεύοντας πολύ σκληρά και κυρίως εξ αποστάσεως με τους δημιουργούς. Το αποτέλεσμα, όπως βλέπετε, είναι συναρπαστικό».
Στη συνέχεια, η διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Μαρία Τσαντσάνογλου, επεσήμανε, μεταξύ άλλων: «Είναι πολύ μεγάλη χαρά για το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, που κάθε χρόνο, τόσο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου όσο και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, παραχωρούμε το χώρο στο θεσμό με αφορμή μια παράλληλη εκδήλωσή του. Έτσι και φέτος, φιλοξενούμε αυτή την έκθεση φωτογραφίας και θα ήθελα να ευχαριστήσω το Φεστιβάλ που μας δίνει αυτή τη δυνατότητα συνεργασίας. Η έκθεση έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, είναι μια έκθεση για τη Θεσσαλονίκη στη Θεσσαλονίκη».
Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, η Γενική Διευθύντρια Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Ζωή Καζαζάκη σημείωσε, μεταξύ άλλων: «Αυτή η θαυμάσια έκθεση δείχνει την όσμωση της παλιάς Θεσσαλονίκης με τη νέα, την παρατηρητικότητα των νέων δημιουργών και την εξωστρέφεια, με εμπνευστή και καθοδηγητή έναν άνθρωπο που κατάγεται από το Ιράν, ζει στον Καναδά και δημιουργεί παντού στον κόσμο, τον κ. Μπάμπακ Σαλαρί, τον οποίο και ευχαριστούμε». Η ίδια δεν παρέλειψε να συγχαρεί τον διευθυντή του ΦΚΘ κ. Εϊπίδη, την Καναδική Πρεσβεία που στηρίζει την εκδήλωση, καθώς και τη διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, κ. Τσαντσάνογλου.
Στη συνέχεια της εκδήλωσης, η υπεύθυνη Πολιτιστικών και Δημοσίων Υποθέσεων της Καναδικής Πρεσβείας κ. Ζωή Δελήμπαση, τόνισε: «Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένη σήμερα, διότι γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αλλά και τα 15 χρόνια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, του μεγάλου οράματος του κ. Εϊπίδη, το οποίο ο Καναδάς είχε τη χαρά να ζήσει από το ξεκίνημά του. Τέλος, έχουμε ακόμη μια επέτειο: γιορτάζουμε 70 χρόνια διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και του Καναδά και είναι μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά για εμάς, που έχουμε ζήσει και τις δύο χώρες από κοντά. Εύχομαι καλή επιτυχία στους νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι μέσα από τη δουλειά τους έδειξαν ότι έχουν εκπληκτικές ιδέες, μεγάλη δημιουργικότητα και μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε με άλλο μάτι το μέλλον».
Με τη σειρά του, ο υπεύθυνος παραγωγής της έκθεσης Θάνος Σταυρόπουλος εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς όλους τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση, και ιδιαίτερα βέβαια προς το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.
Από την πλευρά του, ο Μπάμπακ Σαλαρί υπογράμμισε: «Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που βρίσκομαι εδώ. Σήμερα είναι μια πολύ σημαντική μέρα για όλους τους συμμετέχοντες και για εμένα. Είχα το προνόμιο και την τύχη να συνεργαστώ με το Φεστιβάλ εδώ και μερικά χρόνια, καθώς και τη μεγάλη ευκαιρία να επιλεχθώ για αυτό το εργαστήρι. Θέλω να εκφράσω την εκτίμησή μου και τις ευχαριστίες μου προς τον κ. Εϊπίδη. Ευχαριστώ επίσης τον Καναδά και την Καναδική Πρεσβεία, τον πρέσβη του Καναδά στην Ελλάδα κ. Ρόμπερτ Πεκ, την κ. Ζωή Δελήμπαση για τη διαρκή υποστήριξη, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τους εργαζόμενους και τους εθελοντές του, το βοηθό παραγωγής Σωτήρη Αντωνιάδη και τον υπεύθυνο παραγωγής και φίλο Θάνο Σταυρόπουλο, για την υπομονή και την εξαιρετική δουλειά του. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης για την υποστήριξη και βοήθεια στο στήσιμο της έκθεσης, και βέβαια τους συμμετέχοντες του εργαστηρίου "Θεσσαλονίκη 101", που δούλεψαν πολύ σκληρά και έδειξαν μεγάλη υπομονή».
Στη συνέχεια της εκδήλωσης, κλήθηκαν στο βήμα όλοι οι συμμετέχοντες, οι οποίοι χειροκροτήθηκαν θερμά από τους παρευρισκομένους, ενώ ακολούθησαν ομαδικές φωτογραφίες. Οι νέοι φωτογράφοι που συμμετέχουν στην έκθεση «Θεσσαλονίκη 101» είναι οι: Ελένη Αμαξοπούλου, Άρτεμις Πυρπίλη, Μαρία Αρβανιτάκη, Αντώνης Αθανασιάδης, Χριστίνα Ιορδανίδου, Ελευθερία Καλπενίδου, Φωτεινή Κυριακοπούλου, Φώτης Τέλλογλου, Μαρία-Κατερίνα Κωνσταντινίδου, Μαρία Νικοπούλου, Ειρήνη-Αθηνά Αβραμίδου, Σωκράτης Βασιλόπουλος, Νένα Καζαντζίδου και Τίμος Χριστοφορίδης.  

Διάρκεια έκθεσης: 16 έως τις 24 Μαρτίου 2013
Ωράριο λειτουργίας: καθημερινά 11:00-19:00
Επιμέλεια έκθεσης: Μπάμπακ Σαλαρί
Παραγωγή έκθεσης: Θάνος Σταυρόπουλος
Βοηθός οργάνωσης παραγωγής: Σωτήριος Αντωνιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: