ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

ΣΤΟ ΛΥΚΟ / ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟΤΕΡΟ ΑΚΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαριάννα Οικονόμου, Γιώργος Μουστάκης και Νίκος (Οι αθάνατοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης) και Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ (Στο λύκο).
Αρχικά, τον λόγο πήραν οι Γιώργος Μουστάκης και Νίκος, δημιουργοί της ταινίας Οι αθάνατοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, όπου εστιάζουν σε μια ιδιότυπη κοινότητα που συγκροτήθηκε και λειτούργησε για περίπου 15 χρόνια στη Γαύδο. Μέλη της, επτά Ρώσοι επιστήμονες, που έφτασαν εκεί μετά την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ το 1986, ίδρυσαν Σχολή Αποκρυφισμού στα χνάρια της πυθαγόρειας σκέψης και καλλιέργησαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Ο Νίκος στάθηκε στον τρόπο με τον οποίο η κοινότητα αυτή προσεγγίζει το θέμα της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, τονίζοντας: «Μάθαμε ότι είχαν φτιάξει αυτοσχέδιους μηχανισμούς ενέργειας με μπουκάλια μπύρας και άλλα παρόμοια αντικείμενα. Εκείνη την εποχή έλεγαν ότι είχαν καταφέρει να είναι αυτάρκεις κατά 90% σε ενέργεια, ενώ μόνο κατά 10% χρησιμοποιούσαν γεννήτρια. Μας είπαν μάλιστα ότι το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να διαθέτουν κάποια τεχνογνωσία και λίγη θέληση». Από την πλευρά του, ο Γιώργος Μουστάκης συμπλήρωσε σχετικά: «Τα μέλη αυτής της κοινότητας πίστευαν ότι οι φυσικοί πόροι σταδιακά εξαντλούνται και ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η ανθρωπότητα είναι η πυρηνική ενέργεια. Αυτή είναι μία από τις αντιφάσεις που εντοπίσαμε στη θεωρία τους και μας προβλημάτισε». Όσο για τις σχέσεις των ξένων επιστημόνων με τους κατοίκους της Γαύδου, ο κ. Μουστάκης επεσήμανε: «Στα 15 χρόνια που έζησαν στο νησί, οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν καλές σχέσεις με όλους. Αυτό έγινε πιο εύκολο χάρη στην τεχνογνωσία τους, γιατί έκαναν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει άλλος. Επιπλέον, το σπίτι τους ήταν ανοιχτό, έκαναν συνέχεια συναντήσεις, τραπέζια. Οι σχέσεις με τους ντόπιους ψυχράθηκαν όταν αποφάσισαν να χτίσουν ναό στο νησί, με σκοπό να κάνουν μυστήρια που τελούνταν στην αρχαία Ελλάδα. Έτσι ήρθε το τέλος μίας περιόδου αθωότητας».
Σε εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η ταινία της Μαριάννας Οικονόμου, στην οποία πρωταγωνιστεί η Ελληνίδα μάνα και η αγάπη της για τα παιδιά της, με επίκεντρο τα τάπερ με σπιτικό φαγητό που στέλνουν οι μητέρες στα παιδιά που βρίσκονται μακριά από την οικογενειακή εστία. Αναφερόμενη σε αυτό το οικείο σε όλους τους Έλληνες μητρικό πρότυπο που την ενέπνευσε για να γυρίσει την ταινία της, η κ. Οικονόμου εξήγησε: «Η Ελληνίδα μάνα έχει λατρεία για τα παιδιά της, τα οποία τής είναι αδύνατον να αποχωριστεί, θεωρώντας ότι δεν μεγαλώνουν ποτέ. Ακόμη κι όταν τα στέλνει στο πανεπιστήμιο, επινοεί ένα σύστημα για να τα κρατήσει κοντά της, κι εδώ παίζει σημαντικό ρόλο το φαγητό». Η δημιουργός διευκρίνισε ότι δε βασίστηκε σε προσωπικά βιώματα, είχε όμως να αντλήσει έμπνευση από πολλά παραδείγματα στον φιλικό της περίγυρο. «Όταν ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία έβλεπα για χρόνια τους φίλους μου να παραλαμβάνουν ταπεράκια με φαγητό από τη μητέρα τους. Το ενδιαφέρον για μένα ήταν να δω τι εμπεριείχαν αυτά, να διερευνήσω τον συμβολικό ρόλο του φαγητού». Πώς αντιδρούν τα παιδιά στη διαδεδομένη αυτή μητρική πρακτική; Η κ. Οικονόμου σχολίασε σχετικά: «Τα παιδιά δείχνουν γενικά να ντρέπονται, δεν θέλουν και πολύ να φαίνεται ότι παραλαμβάνουν φαγητό από το σπίτι. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που το απολαμβάνουν. Πιστεύω λοιπόν ότι όλη αυτή η ιστορία έχει να κάνει και με τις δύο πλευρές και το πώς αντιλαμβάνονται το θέμα του τάπερ. Τα παιδιά, δηλαδή, μπορεί να ντρέπονται, αλλά παράλληλα τα βολεύει όλη αυτή η διαδικασία». Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, η συνεχής τροφοδοσία από τη μητέρα στο παιδί δείχνει και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας. «Αυτή τη στιγμή η πραγματικότητα ωθεί την ελληνική κοινωνία να ενταχθεί στο δυτικό μοντέλο ζωής και η Ελληνίδα μάνα βρίσκεται σε διχασμό. Όπως η κοινωνία μας βρίσκεται σε κρίση, έτσι και η ελληνική οικογένεια περνάει κι αυτή τη δική της κρίση», τόνισε η δημιουργός.
Το μοντέλο της ελληνικής ιδιαιτερότητας, αλλά μέσα από μια διαφορετική διαδρομή, ακολουθεί και η ταινία Στο λύκο των Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ. Με φόντο ένα απομακρυσμένο χωριό στα βουνά της Ναυπακτίας, το ντοκιμαντέρ καταγράφει τη ζωή δυο βοσκών και των οικογενειών τους, που μάχονται για επιβίωση. Η κ. Κουτσοσπύρου εξήγησε πώς βρέθηκε στη δυσπρόσιτη αυτή ορεινή περιοχή: «Καθώς κατάγομαι από τη Ναυπακτία, έκανα συχνά διακοπές σε αυτό το μέρος. Την αρχική έμπνευση μάς έδωσε το καφενείο του χωριού. Μας άρεσε ο τρόπος που βλέπαμε να χτίζονται εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις. Όταν κάποια στιγμή έκλεισε το καφενείο, τα πράγματα άλλαξαν. Οι άνθρωποι δεν είχαν πλέον πού να πάνε εκτός σπιτιού. Βρήκαμε ότι είχε ενδιαφέρον αυτός ο αποκλεισμός και έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε την ταινία». Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο επέλεξε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ, η ίδια παρατήρησε: «Τον Γιώργο και την οικογένειά του τους γνώριζα από μακριά. Τον Πάχνη τον βρήκα τυχαία μαζί με τη γυναίκα του. Είναι τρομερές οι φυσιογνωμίες τους - άνθρωποι επιθετικοί στον τρόπο που μιλούν, κάπως άγριοι, που κρύβουν όμως ομορφιά κι αγάπη. Τους γνωρίσαμε και μας άρεσε ο τρόπος που επικοινωνούσαν με την κάμερα». Από την πλευρά του, ο ιρλανδικής καταγωγής συν-σκηνοθέτης της ταινίας Άραν Χιουζ θυμήθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκε στο χωριό της Ναυπακτίας: «Έφτασα εκεί πριν από τρία χρόνια για διακοπές. Μου άρεσε ο κόσμος του χωριού. Για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωσα οικεία». Η ταινία προσεγγίζει το ζήτημα της κρίσης που πλήττει την ελληνική κοινωνία, όπως εξήγησαν ωστόσο οι δύο δημιουργοί προτεραιότητά τους δεν ήταν να κάνουν ένα άμεσο σχόλιο πάνω στο σοβαρό αυτό φαινόμενο. «Μας ενδιέφερε περισσότερο να εστιάσουμε στους ανθρώπους και τη ζωή τους. Η κρίση στη ταινία ‘’βγαίνει’’ μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από τη χρήση της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου περνά στο κοινό», τόνισε η κ. Κουτσοσπύρου. Η ταινία διαδραματίζεται στο κλειστοφοβικό περιβάλλον των σπιτιών του χωριού, παράλληλα όμως, στα πλάνα βάζει τη σφραγίδα της η δραματική φωτογραφία. «Το διάστημα που κάναμε τα γυρίσματα, η περιοχή έζησε έναν από τους πιο βροχερούς Απριλίους των τελευταίων 20 ετών. Αντιμετωπίσαμε ένα βρεγμένο χωριό και για το λόγο αυτό βγαίνει κάτι ποιητικό στην εικόνα που μας άρεσε και το κρατήσαμε. Όταν ξεκινήσαμε τις δοκιμές είδαμε ότι το φως, τόσο το εξωτερικό όσο και μέσα στα σπίτια, δημιουργούσε μία ατμόσφαιρα από μόνο του, είχε κάτι μεσαιωνικό που μας άρεσε και πρόσθετε βαρύτητα στους χαρακτήρες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα. Σε ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο τον υποδέχτηκαν οι ντόπιοι στο χωριό τους, ο Άραν Χιουζ απάντησε: «Υπήρξε από την αρχή μία σύνδεση. Δεν νιώθω πλέον καθόλου ξένος εκεί, συνήθισα. Μου άρεσε μάλιστα τόσο πολύ η ζωή στο χωριό που θα έπαιρνα ίσως μερικές κατσίκες και θα ζούσα εκεί». Για το θέμα αυτό, η κ. Κουτσοσπύρου πρόσθεσε: «Οι Έλληνες είμαστε ζεστοί άνθρωποι. Οι ντόπιοι δεν άργησαν να καλέσουν τον Άραν στα σπίτια τους. Στην αρχή έπαιζα εγώ το ρόλο του διερμηνέα, σύντομα όμως βρήκαν το δικό τους τρόπο επικοινωνίας, αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένα είδος κατανόησης όπου δεν χρειαζόταν τη δική μου παρέμβαση».

Η ΓΗ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ / Η ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Νικόλα Ζαμπέλι
(Η γη του αύριο-Πώς αποφασίσαμε να γκρεμίσουμε το αόρατο τείχος – συν-σκηνοθεσία με τον Αντρέα Πάκο Μαριάνι), Τινατίν Γουρτσιάνι (Η μηχανή που κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται) και Νίκος Νταγιαντάς.
Η ταινία Η γη του αύριο – Πώς αποφασίσαμε να γκρεμίσουμε το αόρατο τείχος διαδραματίζεται στο παλαιστινιακό χωριό Ατ-Tουάνι, το οποίο δέχεται διαρκείς επιθέσεις από τους Ισραηλινούς εποίκους που ζουν στο γειτονικό συνοικισμό του Μαόν. Ως απάντηση, οι ντόπιοι έχουν αναπτύξει έναν τρόπο μη βίαιης αντίστασης, με «όπλο» τις κάμερες, καταγράφοντας τα τεκταινόμενα, όπως υπογράμμισε ο Νικόλα Ζαμπέλι, ένας εκ των δύο σκηνοθετών. «Μπαίνοντας στο χωριό παίρνεις μια πρώτη γεύση του τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη: πρόκειται για έναν  ψυχρό πόλεμο, αν και δεν συμβαίνουν εχθροπραξίες. Υπάρχουν ένα σωρό σημεία ελέγχου, η είσοδος είναι πολύ δύσκολη, αλλά το πιο απογοητευτικό είναι να συνηθίσεις ότι αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι εκεί. Τα ΜΜΕ επικεντρώνονται στις συρράξεις και όχι στη σκληρή καθημερινότητα κι αυτό είναι μια πολιτική απόφαση, γιατί οι πολιτικές ελίτ θέλουν να διαιωνίσουν τη σύρραξη, ενώ ο πληθυσμός υποφέρει», τόνισε ο κ. Ζαμπέλι. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας είναι ο εκφοβισμός που υφίστανται οι μαθητές καθοδόν προς το σχολείο. «Οι έποικοι δεν επέτρεπαν στα παιδιά να φτάσουν στο σχολείο και  γι’ αυτό οι γονείς τους ξεκίνησαν περιπολίες συνοδείας. Είναι συγκλονιστική ως εικόνα, αλλά το βασικό θέμα είναι ότι τους παίρνουν τη γη, με τη στρατηγική δημιουργίας ασφαλών περιοχών και τελικά την αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού», είπε ο σκηνοθέτης. Στην Παλαιστίνη πολλοί άνθρωποι έχουν βιντεοκάμερες για την καταγραφή πράξεων βίας και τις χρησιμοποιούν ως μέσο άμυνας. «Στη μη βίαιη στρατηγική είναι σημαντικό να καταγράφεις τα γεγονότα. Φυσικά και η αντίπαλη πλευρά κάνει το ίδιο. Πρόκειται για έναν ‘’πόλεμο αναπαράστασης’’, όπου νικητής είναι αυτός που αποτυπώνει την ιστορία», σημείωσε ο δημιουργός.
Το ντοκιμαντέρ Η μηχανή που κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται της Τινατίν Γουρτσιάνι είναι ένα κολάζ συνεντεύξεων από ανθρώπους που μιλούν για τη σύγχρονη Γεωργία. «Έζησα πολλά χρόνια στην Ευρώπη και όταν επέστρεψα στη χώρα μου ήθελα να κάνω μια ταινία μυθοπλασίας για να γεφυρώσω αυτό το χάσμα. Έκανα λοιπόν ένα κάλεσμα σε ακρόαση και είδα ότι κάθε πρόσωπο που ήρθε σε αυτή είχε και μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί. Έτσι αποφάσισα να γυρίσω την πραγματική ιστορία πραγματικών ανθρώπων», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. «Νομίζω ότι όσοι συμμετείχαν στην ακρόαση ήθελαν να μοιραστούν συναισθήματα και εμπειρίες ζωής, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι έντονα συγκινησιακό», σημείωσε η κ. Γουρτσιάνι. Στη διαδικασία αυτή, η έκπληξη για τη δημιουργό ήταν «ο τρόπος που οι άνθρωποι μπορούν να ανοιχτούν μπροστά στους άλλους, χάρη στη μαγεία του σινεμά». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ιστορία μιας κοπέλας που η μητέρα της την εγκατέλειψε όταν ήταν μικρή. «Ήθελε να συναντηθεί με τη μητέρα της και έψαχνε ένα λόγο για να ξεπεράσει το θυμό της. Τελικά διαπίστωσα ότι μητέρα και κόρη είχαν ανάγκη να υπάρχει κάποιος τρίτος στην κουβέντα». Όσο για το εάν το ντοκιμαντέρ είναι η εικόνα της σημερινής Γεωργίας, η κ. Γουρτσιάνι είπε: «Η ταινία δεν εστιάζει στη χώρα, είναι η δική μου υποκειμενική άποψη για αυτήν. Επέλεξα νεαρά άτομα έτσι ώστε να λειτουργήσω ως καταλύτης και να μου αφηγηθούν την κατάσταση στη χώρα. Νομίζω ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτή και δεν μπορούν να ξεκινήσουν τη ζωή τους εκεί». 
Παίρνοντας το λόγο στη συνέντευξη Τύπου, ο Νίκος Νταγιαντάς αναφέρθηκε στην ταινία του, που ακολουθεί τον 35χρονο Θοδωρή, ο οποίος με την έναρξη της κρίσης, εγκαθίσταται στην Ικαρία και μυείται στα μυστικά της αξιοσημείωτης μακροβιότητας των κατοίκων του νησιού. Όπως υπογράμμισε αρχικά ο σκηνοθέτης, επισκέφτηκε το νησί ιδιαίτερα αναστατωμένος. «Ο λόγος ήταν ότι μέχρι τότε στην επαγγελματική μου πορεία έκανα ό,τι μπορούσα για να επιβιώσω και συνειδητοποίησα ότι κρέμομαι από μια κλωστή. Αν κάποια στιγμή κατέρρεε η ΕΡΤ και δεν μπορούσα να κάνω ντοκιμαντέρ, μάλλον θα ασχολιόμουν με γάμους και βαφτίσεις για να επιβιώσω. Πήγα στην Ικαρία λοιπόν μην ξέροντας εάν θα έχω την ευκαιρία να κάνω άλλη ταινία μετά από αυτή. Ένιωθα ότι δεν έχω κανέναν έλεγχο στη ζωή μου.. Εκεί, όμως, διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι δεν μιλούσαν για κρίση, αλλά για πράγματα απλά: τα ζώα τους, τα χωράφια, το διπλανό χωριό που θέλει να αλλάξει όνομα... Εκεί οι άνθρωποι παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της τροφής τους και κάνουν περισσότερα από ένα επαγγέλματα. Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας έχει ζώα, ελιές, αμπέλια, μέλισσες, ένα μαγαζί, κάνει και μεταφορές. Σκέφτηκα λοιπόν ότι κι εγώ θα θελα να μάθω περισσότερα, να ξεφύγω από το ένα που ξέρω να κάνω», αφηγήθηκε ο κ. Νταγιαντάς. Στην πορεία προέκυψε και η φιλοσοφική αναζήτηση. «Οι ικαριώτες ζουν με βάση τις κύριες φιλοσοφικές θέσεις των αρχαίων Ελλήνων - ‘’τα πάντα ρει’’, ‘’παν μέτρον άριστον’’-, μόνο που γι’ αυτούς δεν είναι θεωρία, είναι βίωμα. Ήθελα όλα αυτά να τα συμπυκνώσω σε ένα ‘’χάπι’’ με μορφή ταινίας, προκειμένου να αλλάξει οπτική γωνία ο κόσμος επάνω στο θέμα», σημείωσε σχετικά ο σκηνοθέτης.

KOYBENTIAZONTAΣ 21/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ελιάνα Αμπραβανέλ, Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), Σόουραβ Σάρανγκι (Τσαρ... Το νησί φάντασμα), Κεσάνγκ Τσετέν (Ποιος θα γίνει Γκούρκα) και Πετρ Λομ (Πίσω στην πλατεία).
Αρχικά, κάνοντας μια εισαγωγή για την ταινία της Οι δημιουργοί, η Λόρα Γκάμσι υπογράμμισε: «Εστιάζει σε νέους καλλιτέχνες από τη Νότια Αφρική, ένα μέρος στιγματισμένο από φυλετικούς διαχωρισμούς. Έχει πολύ ενδιαφέρον η τέχνη που δημιουργούν οι ήρωές μου και το πώς εκφράζεται η ιστορία της χώρας μέσα από αυτούς. Αυτό με παρακίνησε να κάνω το ντοκιμαντέρ».
Σε μια άλλη γωνιά του κόσμου διαδραματίζεται η ταινία Τσαρ... Το νησί φάντασμα του Σόουραβ Σάρανγκι, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός εφήβου και μέσω αυτού την ιστορία ενός νησιού ανάμεσα σε Ινδία και Μπαγκλαντές, το οποίο δεν ανήκει σε καμία από τις δύο χώρες, αλλά βρίσκεται ακριβώς πάνω στο φυσικό τους σύνορο, τον Γάγγη ποταμό. «Πηγαίνοντας εκεί, είδα εικόνες που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Στο νησί αυτό εγκαταστάθηκαν άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους όταν παλιότερα είχε πλημμυρίσει ο ποταμός και ουσιαστικά από πολίτες, έγιναν μετανάστες», εξήγησε ο σκηνοθέτης.
Με φόντο το Νεπάλ, η ταινία Ποιος θα γίνει Γκούρκα του Κεσάνγκ Τσετέν, έχει ως θέμα την ταξιαρχία των Γκούρκα, μια ειδική μονάδα του βρετανικού στρατού όπου επιστρατεύονται οι πιο μαχητικοί νεαροί νεπαλέζοι στρατιώτες. Ο δημιουργός επεσήμανε σχετικά: «Ξεκίνησα να κάνω μια ταινία για τον ανδρισμό και είχα επιλέξει τέσσερα διαφορετικά περιβάλλοντα όπου αυτός κυριαρχεί, ανάμεσα στα οποία και ο στρατός. Τελικά αντιλήφθηκα ότι οι Γκούρκα έπρεπε να γίνουν μια ξεχωριστή ταινία. Δεν ήθελα να κάνω συνεντεύξεις -στο παρελθόν ήμουν δημοσιογράφος-, αλλά να παρατηρήσω και να εξερευνήσω».

Με τη σειρά της, η Ελιάνα Αμπραβανέλ μίλησε για την Μπάμπι, την ηρωίδα της ταινίας της. «Γνώρισα τη Μπάμπι, μια φιλιππινέζα που εργάζεται ως κομμώτρια στην Ελλάδα, εντελώς τυχαία, πηγαίνοντας μια φορά να κουρευτώ. Κατά κάποιο τρόπο δεν τη επέλεξα, αλλά το αντίστροφο. Στην αρχή μου έκανε εντύπωση η πολύπλευρη προσωπικότητά της και κάθε φορά που την επισκεπτόμουν ανακάλυπτα και κάτι διαφορετικό. Μου έλεγε την ιστορία της και αρχικά νόμιζε ότι θα την χρησιμοποιήσω για το σενάριο ταινίας μυθοπλασίας. Για λίγο διάστημα την άφησα να το πιστεύει και όταν της αποκάλυψα ότι θα την κινηματογραφούσα για ντοκιμαντέρ, είχαμε πλέον γίνει φίλες. Η Μπάμπι συντηρεί την οικογένειά στις Φιλιππίνες, πράγμα πολύ συνηθισμένο εκεί, ενώ κάτω από την ελκυστική γυναικεία εμφάνισή της, κρύβεται ένας άντρας, καθώς είναι τραβεστί».
Από διαφορετική αφετηρία ξεκίνησε και ο Πετρ Λομ, στο ντοκιμαντέρ Πίσω στην πλατεία. «Ενώ προετοίμαζα μια ταινία με θέμα τον νομπελίστα Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι, ξέσπασε η επανάσταση στην Αίγυπτο. Εκείνος πήγε εκεί, εγώ τον ακολούθησα και στην πορεία συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να εστιάσω στους απλούς ανθρώπους και στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνέβαινε εκεί. Έμεινα στην Αίγυπτο ένα χρόνο και η ταινία ολοκληρώθηκε το 2013. Χαίρομαι που προβάλλεται τώρα στο 15ο ΦΝΘ, αν και θα ήλπιζα όσα δείχνει να ήταν πλέον παρελθόν», τόνισε ο δημιουργός.
Παρόμοια εμπειρία αλλαγής προσανατολισμού βίωσε και η Λόρα Γκάμσι: «Με χρηματοδότηση του πανεπιστημίου επρόκειτο να κάνω μια ταινία με θέμα την τέχνη και τα κοινωνικά κινήματα στη Νότια Αφρική – πράγμα μάλλον βαρετό. Όταν έφτασα εκεί ήρθα αντιμέτωπη με πολλές διαφορετικές υφές της πραγματικότητας: Μπορεί να βρεθείς στο κέντρο της πόλης και να νομίζεις ότι είσαι στο Λονδίνο και δέκα λεπτά με το αμάξι από εκεί, να δεις ένα βρέφος να πεθαίνει. Υπάρχουν πολύ μεγάλες διακρίσεις και αντιθέσεις και θεώρησα ότι οι καλλιτέχνες θα ήταν το ιδανικό μέσο για να ασχοληθώ με το θέμα».
Από την πλευρά του, ο Σόουραβ Σάρανγκι σχολίασε: «Είναι πολύ φυσικό να αλλάζεις κατεύθυνση. Αν ξέρεις από την αρχή τι θέλεις να κάνεις και τα έχεις βάλει κάτω ακριβώς όπως τα θες, θα προκύψει μια εκπαιδευτική ταινία. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ σημαίνει μετάπλαση-μεταμόρφωση. Μια ιδέα μπορεί να αλλάξει όλο το φιλμ. Στη διαδικασία διαπραγματεύεσαι με τον εαυτό σου, ώστε να γίνει ξεκάθαρο το αντικείμενο σε σένα και μετά στους άλλους. Η απουσία ελέγχου είναι θεμελιώδης. Εάν τα ξέρεις όλα από την αρχή, η ταινία θα είναι βαρετή. Πρόκειται για εξερεύνηση, όχι για διδασκαλία. Δεν είναι μια συνέντευξη το ντοκιμαντέρ, αλλά μια συζήτηση. Έτσι όπως δεν ξέρεις πού θα καταλήξει μια κουβέντα, έτσι δεν γνωρίζεις πού θα καταλήξει το ντοκιμαντέρ».
Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το θέμα ύπαρξης ή όχι γραπτού σεναρίου, και οι σκηνοθέτες διατύπωσαν διάφορες απόψεις. Ο κ. Λομ παρατήρησε ότι το γραπτό σενάριο είναι προαπαιτούμενο και αναγκαίο κακό για τις αιτήσεις χρηματοδότησης, ενώ ο κ. Σάρανγκι σημείωσε: «Είναι μέρος της διαδικασίας και χρειάζεται για να δείξει ο σκηνοθέτης ότι έχει την ικανότητα να αφηγηθεί μια ιστορία. Το σενάριο είναι ένα σημείο αναφοράς, δεν είναι αυτό που τελικά θα κινηματογραφήσεις».
Μιλώντας για το απρόοπτο της δημιουργικής διαδικασίας, η κ. Αμπραβανέλ υπογράμμισε: «Κινηματογραφούσα την Μπάμπι για τρία χρόνια και πάντα προέκυπταν νέα στοιχεία. Για παράδειγμα, μου είχε πει ότι δούλευε στην Ιαπωνία σαν χορεύτρια και τραγουδίστρια, αλλά ότι δεν είχε καμία φωτογραφία από τότε. Έπειτα, όμως, θυμήθηκε ότι υπήρχαν κάποιες βιντεοταινίες κι ένα μήνα μετά, όταν μας τις έστειλε, σκονισμένες από το υπόγειο, ήταν σαν θησαυρός για μένα και χρησιμοποίησα μέρος τους. Νομίζω ότι όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας είναι πιο συναρπαστικά από το τελικό αποτέλεσμα». Ο κ. Σάρανγκι συμφώνησε: «Οι εκπλήξεις είναι η χαρά και η διασκέδαση στο να φτιάχνεις μια ταινία».

Μιλώντας για τις σχέσεις μεταξύ των κινηματογραφιστών και των χαρακτήρων τους, οι σκηνοθέτες ανέφεραν ποικίλα παραδείγματα. Η κ. Γκάμσι επεσήμανε: «Κατά τα γυρίσματα, οι φτωχοί άνθρωποι πάντα με καλούσαν σπίτι τους, τρώγαμε μαζί, κοιμόμασταν σπίτι μου και σπίτι τους και τελικά γίναμε φίλοι. Οι πλούσιοι κρατούσαν απόσταση και δε ήθελαν να δω το σπίτι τους, γιατί αυτό θα φαινόταν άσχημα στην ταινία. Σε μια προσπάθεια προσέγγισης, τους ρώτησα για την ακτιβιστική δράση των γονέων τους ενάντια στο Απαρτχάιντ, γιατί θεώρησα ότι αυτό θα τους έκανε να φανούν καλύτεροι στην ταινία, όμως η αντίδρασή τους δεν ήταν καλή. Θεώρησαν ότι θα το διαστρεβλώσω και δεν ήθελαν να μιλήσουν γι’ αυτό, θύμωναν και τελικά κατέληγαν κατά λάθος να μιλούν για το ακριβώς αντίθετο και για το πώς θεωρούν ότι στους λευκούς αξίζει η γη την οποία πήραν από τους Νοτιοαφρικανούς. Τελικά, κράτησα κάποιες στιγμές από αυτές και άλλες τις έκοψα».
Στο ίδιο θέμα ο Σόουραβ Σάρανγκι πρόσθεσε: «Υπάρχουν πάντα σχέσεις πολιτικής ανάμεσα στα δύο μέρη. Το να κινηματογραφείς είναι μια παρέμβαση και η ύπαρξη της κάμερας είναι συμμετοχή. Σε μια άλλη ταινία μου, ο πρωταγωνιστής ήταν ένα παιδί με τυφλούς γονείς. Είχα μεγάλη σύγκρουση μέσα μου για το πώς να τραβήξω τυφλούς ανθρώπους, παρόλο που δεν είχαν πρόβλημα οι ίδιοι. Τελικά τους είπα ότι όταν με ακούν ή με μυρίζουν -γιατί είχαν υπερευαίσθητη όσφρηση- ότι είμαι εκεί να θεωρούν ότι υπάρχει κάμερα, ότι εγώ είμαι η κάμερα». Με αφορμή την ιστορία του κ. Σάρανγκι, ο κ. Τσετέν σχολίασε επάνω στο ζήτημα της ηθικής: «Ηθικά ερωτήματα αντιμετωπίζει ο καθένας στη δουλειά του. Ο σκηνοθέτης ωστόσο έχει την εξουσία και ελέγχει το πώς θα είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς του».
Το πρωτοποριακό εγχείρημα «Ντοκιμαντέρ σε Ταυτόχρονη Μετάδοση» συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την προβολή των ελληνικών ταινιών του Νίκου Νταγιαντά και της Μαριάννας Οικονόμου, στην κατάμεστη αίθουσα Ολύμπιον.
Για τρίτη χρονιά, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εφαρμόζει το συγκεκριμένο πρόγραμμα σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ηλεκτροακουστικής και Τηλεοπτικών Συστημάτων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Γιώργου Παπανικολάου. Χάρη στις νέες τεχνολογίες, το ΦΝΘ «ταξιδεύει» σε 5 πόλεις της Ελλάδας - Κέρκυρα, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ξάνθη και Ρέθυμνο– καθώς και στη Λευκωσία της Κύπρου, σε συνεργασία με τα κατά τόπους Πανεπιστημιακά Ιδρύματα (Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Πανεπιστήμιο Πατρών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Ξάνθης, ΤΕΙ Κρήτης και). Η ταυτόχρονη μετάδοση αφορά στις προβολές του Φεστιβάλ που πραγματοποιούνται στο Ολύμπιον μέχρι και την Παρασκευή 22/3 στις 20.30.
Οι ταινίες των Νίκου Νταγιαντά και Μαριάννας Οικονόμου εστιάζουν στην ελληνική πραγματικότητα, μέσα από δυο διαφορετικές θεματικές. Στο ο Νίκος Νταγιαντάς ακολουθεί τον 35χρονο Θοδωρή, ο οποίος με την έναρξη της κρίσης, εγκαθίσταται στην Ικαρία με σκοπό να ζήσει από τη γη. Εκεί ανακαλύπτει μια νέα ζωή, αλλά και τα μυστικά της αξιοσημείωτης μακροβιότητας των κατοίκων του νησιού. Από την άλλη, στο Food for Love η Μαριάννα Οικονόμου θέτει στο επίκεντρο τρεις ελληνίδες μητέρες, οι οποίες στέλνουν τάπερ με σπιτικό φαγητό στα παιδιά τους που σπουδάζουν μακριά από το σπίτι, αναδεικνύοντας τους δεσμούς της ελληνικής οικογένειας.
Μετά την προβολή των ταινιών, ακολούθησε η διαδικασία των ερωταπαντήσεων, στις οποίες συμμετείχαν εκτός από το κοινό του Ολύμπιον και οι θεατές των πόλεων όπου πραγματοποιείται η ταυτόχρονη μετάδοση. Αρχικά, οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο πώς προέκυψε το θέμα των ταινιών τους. Ο Νίκος Νταγιαντάς σημείωσε σχετικά: «Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από μία πρόταση του καναλιού πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, για ταινίες που αφορούν στην Ελλάδα, με το σκεπτικό να ξεπερνούν τα στερεότυπα της κρίσης. Αναζητώντας το κατάλληλο θέμα, μια συνεργάτιδα πρότεινε την μακροζωία στην Ικαρία και καταλήξαμε εκεί». Με τη σειρά της, η Μαριάννα Οικονόμου επεσήμανε: «Αν κι εγώ δεν είχα εμπειρία με τα ταπεράκια που στέλνουν οι μαμάδες από την Ελλάδα στα παιδιά τους, οι φίλοι μου στην Αγγλία λάμβαναν τέτοια πακέτα. Τελευταία, μου ήρθε ξανά η ιδέα στο μυαλό, γιατί έβλεπα ότι το φαγητό στην Ελλάδα συνεχώς κινείται από τις μαμάδες στα παιδιά και από τις γιαγιάδες στα δικά τους παιδιά, αλλά και ότι γενικά παίζει κεντρικό ρόλο στη ζωή των Ελλήνων».
Μέχρι ποιο βαθμό φτάνει το φαινόμενο με τα τάπερ φαγητού και πώς επηρεάζει την προσωπικότητα των παιδιών; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, η κ. Οικονόμου παρατήρησε: «Δεν ξέρω σε τι ποσοστό συμβαίνει, αλλά συμβαίνει σαφώς πολύ περισσότερο από όσο περίμενα και εγώ. Ήταν μια έκπληξη το πόσες μαμάδες μπαίνουν σε τόσο κόπο και μαγειρεύουν τόσα φαγητά τα οποία στέλνουν στα παιδιά τους. Για το ρόλο που παίζει αυτό το φαινόμενο όσον αφορά στα ίδια τα παιδιά, είναι επίσης δύσκολο να πω. Πέρα από το φαγητό, αυτός ο ρόλος είναι συμβολικός, εσωκλείει την αγάπη και φροντίδα των μαμάδων. Από τη μια πλευρά βοηθά, αλλά από την άλλη ίσως δυσκολεύει τα παιδιά να γίνουν πιο ανεξάρτητα».
Στη συνέχεια, οι σκηνοθέτες απάντησαν στην ερώτηση εάν νιώθουν ότι είπαν όσα ήθελαν μέσα από την ταινία τους. Η κ. Οικονόμου υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Σαφώς υπάρχουν περισσότερα να πεις και μπορείς να δώσεις μεγάλο βάθος στο θέμα. Η αρχική ιδέα ήταν να συμπεριληφθούν και τα παιδιά στο εξωτερικό, αλλά για λόγους παραγωγής αυτό δεν έγινε». Από την πλευρά του, ο κ. Νταγιαντάς σχολίασε: «Κάθε σκηνοθέτης φυσικά και θα έλεγε ότι θα ήθελε μια μεγαλύτερη ταινία. Θεματικά, ό,τι ήθελα να πω το είπα -αν και πιστεύω ότι υπάρχει και μεγαλύτερη εκδοχή- όμως από εκεί και πέρα ίσως έχει να κάνει μόνο με τη φόρμα και με πιο πλούσια αφήγηση. Είμαι πάντως πολύ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα».
Απαντώντας στο ερώτημα για το αν κρίνει τη σχέση που παρουσιάζεται στην ταινία της ως προβληματική, η κ. Οικονόμου εξήγησε: «Χρειάζεται μια ισορροπία και από τις δύο πλευρές. Το οξύμωρο είναι ότι οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να προχωρήσουν και να σπουδάσουν, αλλά από την άλλη θέλουν να τα κάνουν να μην ξεχάσουν το σπίτι. Αυτό που είδα είναι ότι η χαρά των παιδιών είναι πάντα μεγάλη όταν λαμβάνουν τα πακέτα: τους θυμίζουν το σπίτι, τη μαμά τους και μια θαλπωρή – αυτά είναι όμορφα συναισθήματα».
Κλείνοντας, ο κ. Νταγιαντάς αναφέρθηκε στο πώς αντέδρασαν οι Ικαριώτες κατά τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ: «Ήταν οι πλέον άνετοι άνθρωποι που έχω συναντήσει σε τέτοια περίσταση. Το πιο δύσκολο ήταν να διεκδικήσεις το χρόνο τους, γιατί οι Ικαριώτες θέλουν να κάνουν κάτι όταν το θέλουν».

Στο πλαίσιο του 2013 του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, με τίτλο «Ανατομία της Πράξης του φόνου». Εισηγήτριες του, το οποίο αποτελεί συν-διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ EDN και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν η παραγωγός Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν και η αντιπρόσωπος πωλήσεων Φιλίπα Kοβάρσκι.

Αφορμή για το εργαστήριο στάθηκε Η πράξη του φόνου των Τζόσουα Όπενχαϊμερ, Κριστίν Σιν και ανώνυμου σκηνοθέτη, ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα ευρωπαϊκά ντοκιμαντέρ της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο προβάλλεται στη φετινή επετειακή διοργάνωση. Οι εισηγήτριες αποτελούν δύο από τους βασικούς συντελεστές που συνέβαλαν στην επιτυχία του φιλμ.
Πράξη του φόνου έχει προκαλέσει θόρυβο στους κύκλους της διεθνούς βιομηχανίας ντοκιμαντέρ το τελευταίο διάστημα, ενώ απέσπασε το βραβείο κοινού στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι πρώην εκτελεστές που έδρασαν στην Ινδονησία, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν η κυβέρνηση της χώρας ανατράπηκε με πραξικόπημα, οι οποίοι στο ντοκιμαντέρ αναπαριστούν με τη μορφή ταινίας και θεατρικού έργου τους φόνους που διέπραξαν.
Η παραγωγός και η αντιπρόσωπος πωλήσεων του ντοκιμαντέρ εξήγησαν βήμα-βήμα πώς εργάστηκαν στα διάφορα στάδια της δημιουργίας της ταινίας και στη συνέχεια στην προώθηση και διανομή της στη διεθνή αγορά. Πρόκειται για ένα δυνατό ντοκιμαντέρ, το οποίο όμως δεν «πουλάει» από μόνο του, λόγω της δύσκολης θεματολογίας του και γι’ αυτό χρειάστηκε πολλή δουλειά, όπως επισήμανε στην αρχή της συζήτησης ο εκπρόσωπος του EDN, Όβε Ρίσε Γιένσεν.
H Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν είναι διευθύνουσα σύμβουλος και παραγωγός της εταιρίας, που εδρεύει στην Κοπεγχάγη. Όπως εξήγησε η ίδια, η ενασχόλησή της με την ταινία άρχισε πριν από πέντε χρόνια. «Άκουσα για πρώτη φορά για αυτό το ντοκιμαντέρ στο πλαίσιο ενός workshop σε κάποιο φεστιβάλ. Αναζήτησα τον σκηνοθέτη, Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο οποίος βρισκόταν στην Ινδονησία, ρωτώντας τον εάν χρειαζόταν παραγωγό. Αυτός ξαφνιάστηκε και μου έστειλε τη διατριβή του, που σχετιζόταν με την κινηματογραφική του δουλειά. Τη διάβασα και του τηλεφώνησα ξανά και πιστεύω ότι η επιμονή αυτή που έδειξα –μου είπε ότι κανείς άλλος εκτός από εμένα και τον ίδιο δεν είχαμε διαβάσει τη διατριβή- τον έκαναν να πιστέψει ότι αξίζει να ασχοληθεί μαζί μου. Αρχίσαμε να μιλάμε, να βλέπουμε το υλικό που είχε συγκεντρώσει και να αναρωτιόμαστε πώς θα λειτουργούσε μια τέτοια ταινία σε ευρύ κοινό. Αυτή ήταν η μεγάλη μας πρόκληση».
Η ταινία είναι συμπαραγωγή Νορβηγίας και Βρετανίας, ενώ υποστηρίχθηκε οικονομικά από τηλεοπτικά κανάλια όπως το και το, καθώς και από το Δανέζικο και το Νορβηγικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. «Η διαδικασία των συμπαραγωγών είναι περίπλοκη, δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος για να εξασφαλίσεις χρηματοδότηση για τέτοια μεγάλα πρότζεκτ και να προσεγγίσεις το μεγάλο κοινό», παρατήρησε η κ. Σέρενσεν. Και πρόσθεσε: «Ήταν μία διαδικασία δύσκολη, που κράτησε χρόνια για μία ταινία που δεν έγινε με συνηθισμένο τρόπο. Ήταν δύσκολο να μιλάς για κάτι που ανάλογό του δεν είχε δει κανείς ως τότε». Περίπλοκη ήταν και η στρατηγική που ακολούθησαν οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ όσον αφορά στην προώθησή του. Η κ. Σέρενσεν ανέφερε σχετικά με αυτό το στάδιο: «Λίγο καιρό πριν ολοκληρωθεί το, αρχίσαμε να στέλνουμε επιστολές σε αντιπροσώπους πωλήσεων. Για να είμαι ειλικρινής δεν πήραμε πολλές απαντήσεις. Αναζητούσαμε κάποιον που θα καταλάβαινε την ταινία και θα την αγαπούσε, κάποιον που δεν θα ενδιαφερόταν μόνο να την πουλήσει σε τηλεοπτικά κανάλια, αλλά να την προωθήσει και σε φεστιβάλ και κινηματογραφικές αίθουσες. Ήμασταν τυχεροί που βρήκαμε το κατάλληλο πρόσωπο».
Εν προκειμένω, το κατάλληλο πρόσωπο ήταν η Φιλίπα Κοβάρσκι, που πήρε το λόγο αμέσως μετά, στο masterclass. «Αυτό το ντοκιμαντέρ δεν ήταν από τα πιο εύκολα, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν με ενδιαφέρουν τα εύκολα, δεν ξέρω πώς να τα χειριστώ. Με συγκίνησε όταν σε κάποιο ήρθε η Σίγκνε και μου είπε: ‘’αυτό το φιλμ αξίζει να το βάλεις στον κατάλογό σου’’. Κι όταν είδα το –κατά σύμπτωση στη διάρκεια μιας πτήσης- δεν μπορούσα να περιμένω να προσγειωθεί το αεροπλάνο για να αναλάβω δράση. Ήρθα σύντομα σε επαφή με τη Σίγκνε και ξεκινήσαμε αμέσως τις συζητήσεις για τη στρατηγική που θα ακολουθούσαμε για την προώθηση της ταινίας».
Δύο γεγονότα είχαν καίρια σημασία για την ταχύτατη διάδοση της φήμης του ντοκιμαντέρ: η προβολή του στα Φεστιβάλ του και του Τορόντο. «Το πρώτο είναι ένα σχετικά μικρό φεστιβάλ, που διαρκεί μόλις τρεις – τέσσερις μέρες, σε μία ορεινή περιοχή του Ντένβερ και δεν περιλαμβάνει πάνω από 20 ταινίες. Αν πας όμως εκεί, είναι σίγουρο ότι όλοι θα δουν την ταινία σου. Έτσι, όταν στη συνέχεια βρεθήκαμε σε μία πολύ μεγάλη διοργάνωση, το Φεστιβάλ του Τορόντο, είχαμε αποκτήσει «αποσκευές», καθώς είχε ήδη αρχίσει να υπάρχει μία φημολογία για την Πράξη του φόνου. Όλοι έλεγαν ‘’πρέπει να τη δεις αυτήν την ταινία’’», θυμήθηκε η κ. Κοβάρσκι. Και συνέχισε: «Στο Τορόντο η ταινία είχε να αντιμετωπίσει ισχυρό ανταγωνισμό, μεγάλες παραγωγές που δεν ανήκουν στον χώρο του ντοκιμαντέρ, όπως το Argo, αφίσες του οποίου κυκλοφορούσαν σε όλα τα λεωφορεία της πόλης». Παρά τον ανταγωνισμό, το ντοκιμαντέρ προκάλεσε αίσθηση και πήρε «διαβατήριο» για πολλά ακόμη μεγάλα φεστιβάλ, όπως η Μπερλινάλε, όπου πραγματοποίησε και την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της. «Από εκεί και πέρα, μας καλούσαν παντού», τόνισε η κ. Σέρενσεν, προσθέτοντας πάντως ότι «στο Βερολίνο, ανάμεσα σε τόσο μεγάλες ταινίες και διάσημα ονόματα, νιώσαμε κάπως έξω από τα νερά μας».
Επιπλέον, η κ. Σέρενσεν επεσήμανε ότι για την προώθηση ενός ντοκιμαντέρ όπως η Πράξη του φόνου δεν αρκεί ένα τυπικό «πακέτο», λέγοντας: «Δεν αρκούσε ένα τριών λεπτών. Έπρεπε να εξηγήσουμε όλη την ιστορία του φιλμ». Επάνω στο ζήτημα αυτό η κ. Κοβάρσκι συμπλήρωσε: «Καθώς τόσο ο Τζόσουα Οπενχάιμερ όσο και η Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν έχουν ακαδημαϊκό υπόβαθρο, είναι σε θέση αν γράψουν πολύ καλά κείμενα, πράγμα το οποίο εκμεταλλευτήκαμε στο σημείωμα της παραγωγής. Φυσικά δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να γράψει έτσι. Υπάρχουν όμως καλοί συγγραφείς παντού. Αν βρείτε έναν καλό συγγραφέα να ξέρετε ότι θα κάνετε καλύτερη εντύπωση στα ΜΜΕ, πράγμα που είναι κρίσιμο για τη διαδρομή μιας ταινίας».
Σε ερώτηση για τις δυσκολίες που συνάντησαν στα γυρίσματα, η κ. Σέρενσεν απάντησε: «Παραδόξως, δεν υπήρξε δυσκολία στο να κάνουμε τον βασικό ήρωα Ανουάρ Κόνγκο και τους φίλους του –όλοι τους μαζικοί εκτελεστές- να μιλήσουν. Συμφώνησαν πρόθυμα να μας πουν τις ιστορίες τους και μάλιστα με υπερηφάνεια. Κανείς δεν μας ζήτησε να βγάλουμε κάποια άδεια και μάλιστα η αστυνομία ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί. Δυσκολίες αντιμετωπίσαμε μόνο όταν χρειάστηκε να μιλήσουμε με οικογένειες θυμάτων». Η ταινία έχει ήδη παρουσιαστεί σε ειδικές προβολές στην Ινδονησία. Η κ. Σέρενσεν πρόσθεσε σχετικά: «Ήμασταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και συνεργαστήκαμε με οργανώσεις που εμπιστευόμασταν. Οι αντιδράσεις των θεατών ήταν απρόσμενες. Ο ίδιος ο Ανουάρ, που υποδύεται στην ταινία τον εαυτό του και αναπαριστά τις αποτρόπαιες πράξεις του, συγκινήθηκε στην προβολή. Ο άνθρωπος αυτός είναι διχασμένος, έχει αρχίσει να νιώθει τύψεις για τις πράξεις του. Δεν λέω ότι πρόκειται να δουλέψει σε... ανθρωπιστική οργάνωση, έχει αρχίσει όμως να αλλάζει».

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ Κ»

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος του Μουσείου Κινηματογράφου-Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης, η παρουσίαση του βιβλίου «Αναζητώντας τον Κ», της αυτοβιογραφίας του Ντίνου Κατσουρίδη.
Τη βιβλιοπαρουσίαση πραγματοποίησε ο κριτικός κινηματογράφου Νίνος Φένεκ Μικελίδης, παρουσία της σκηνοθέτιδας και συντρόφου του Ντίνου Κατσουρίδη Ισαβέλλας Μαυράκη, καθώς και της κόρης του, παραγωγού Σίβυλλας Κατσουρίδη. Στην εκδήλωση μίλησε ο σκηνοθέτης Περικλής Χούρσογλου, ενώ ο ηθοποιός Δημήτρης Κοτζιάς διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο. Έπειτα, ακολούθησε η προβολή του ντοκιμαντέρ Ντίνος Κατσουρίδης: Mια ζωή σαν σινεμά της Ισαβέλλας Μαυράκη, στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη.
«Κάθε φορά που μιλάω για τον Ντίνο Κατσουρίδη, θυμάμαι την ταινία The Playhouse, όπου ο Μπάστερ Κίτον ενσαρκώνει… όλη την εννεαμέλη ορχήστρα, τον βλέπουμε να παίζει όλα τα όργανα. Κάπως έτσι ήταν και ο Ντίνος: διευθυντής φωτογραφίας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός μαζί. Κουβαλούσε και τις μηχανές κι έκανε και το φωτογράφο του πλατό, μεταξύ άλλων. Ήταν τελειομανής, περνούσε ολόκληρα 24ωρα στο μοντάζ. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι καθόταν κάτω από την τέντα μας στην παραλία και διάβαζε ένα εγχειρίδιο για το avid. Είμαι σίγουρος ότι στις δώδεκα μέρες των διακοπών, το είχε μάθει απ’ έξω», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης. Όπως συμπλήρωσε ο ίδιος, «ο Ντίνος Κατσουρίδης ήταν ντόμπρος και επαναστάτης, δεν μασούσε τα λόγια του».
Ο Ντίνος Κατσουρίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1927. Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, όπως ήθελε ο πατέρας του. Ήταν όμως και σινεφίλ –«αντίθετα από τους σκηνοθέτες της εποχής του», όπως παρατήρησε ο κ. Μικελίδης- και άρχισε να τον ελκύει ο κινηματογράφος. Γράφτηκε στη σχολή Σταυράκου, όπου ταυτόχρονα ξεκίνησε να διδάσκει και μοντάζ, ενώ τις δεκαετίες ’50 και ‘60 συνεργάστηκε με τη Φίνος Φιλμ. «Αν και ο Φίνος ήθελε να έχει το, ο Ντίνος με επιμονή και πείσμα τον παραμέρισε κι άρχισε να επιβάλλεται, γιατί είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Στον Φίνο ανέπτυξε ο Ντίνος τα ταλέντα του σε κάμερα και μοντάζ. Παραδεχόταν την προσφορά του Φίνου στο ελληνικό σινεμά, αλλά παράλληλα έλεγε ότι δεν είχε σχέση με καλλιτεχνικό κινηματογράφο, ότι τον ενδιέφερε μόνο το εμπόριο», σχολίασε ο κ. Μικελίδης. Κάποια στιγμή ο Κατσουρίδης αποφάσισε να σκηνοθετήσει, αλλά τσακώθηκε με τον Φίνο και έτσι γύρισε αλλού την ταινία Έγκλημα στα παρασκήνια, από το μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή. «Ο Κατσουρίδης ήταν ο πρώτος που τόλμησε να κάνει φιλμ νουάρ στην Ελλάδα. Οι φωτισμοί, η ατμόσφαιρά του, δείχνουν πόσο μελέτησε τον αμερικάνικο κινηματογράφο», ανέφερε ο κ. Μικελίδης. Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι στην καλλιτεχνική πορεία του Ντίνου Κατσουρίδη ήταν η συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο. «Από τις πρώτες ταινίες, ξεχώρισε το ταλέντο του Θανάση και σκηνοθέτησε κάποια από τα καλύτερα φιλμ του μαζί του, όπως το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», υπογράμμισε ο κ. Μικελίδης.
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Ντίνος Κατσουρίδης συνεργάστηκε με νέους τότε κινηματογραφιστές, όπως ο Παντελής Βούλγαρης. «Θυμάμαι ότι ο Παντελής έψαχνε τον Ντίνο να τον βοηθήσει με τα μηχανήματα για την ταινία Το προξενιό της Άννας, την οποία ο Βούλγαρης σχεδίαζε να κάνει μικρού μήκους. Ο Ντίνος ανέλαβε παραγωγός και του πρότεινε να την κάνει μεγάλου μήκους και έπειτα η ταινία είχε την πορεία που είχε. Με τον Βούλγαρη και τον Βαφέα ξεκινά η συνεργασία του με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Θυμάμαι ότι από την τελειομανία του αγόρασε ένα μηχάνημα που άξιζε περισσότερο από την ταινία», είπε ο κ. Μικελίδης. Ο ίδιος θυμήθηκε ακόμη ότι στην πρώτη ταινία του Βασίλη Βαφέα Ο έρωτας του Οδυσσέα, ο Κατσουρίδης κρεμάστηκε από ελικόπτερο, δεμένος από τη μέση, για να γυρίσει μια σκηνή, όπως την είχε στο μυαλό του. «Ήταν τολμηρός, έβρισκε λύση, δεν τον ένοιαζε ο κίνδυνος. Βοηθούσε τους νέους, έδινε τα μηχανήματά του δωρεάν σε νέους σκηνοθέτες. Στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου προσπαθήσαμε μαζί να βοηθήσουμε νέα ταλέντα. Ο Ντίνος πρόσφερε πολλά στον κινηματογράφο, τόσο στον παλιό εμπορικό όσο και στον νέο», πρόσθεσε ο ίδιος.
Παίρνοντας το λόγο στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης Περικλής Χούρσογλου επεσήμανε: «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν δύο και  βάλε ζωές. Ο Ντίνος ήταν ένας από αυτούς. Τον χαρακτήριζε το πάθος για τον κινηματογράφο. Έχοντας μια καριέρα 60  ετών στο σινεμά, ενώνει τρεις γενιές κινηματογραφιστών». Μιλώντας για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κατσουρίδη, ο κ. Χούρσογλου σημείωσε ότι χαρακτηρίζεται από καταπληκτικό μοντάζ, ενώ σε ορισμένα σημεία είναι σαν να κάνει voice over, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ενώ σε άλλα μιλά για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο. Ο κ. Χούρσογλου αναφέρθηκε και στο καλλιτεχνικό όραμα του Ντίνου Κατσουρίδη, την αυστηρότητα, τη σοβαρότητα και την πειθαρχία που τον διέκρινε, σχολιάζοντας: «Στην ταινία μου Μάτια από νύχτα ένιωθα δέος που συνεργαζόμουν με τον Κατσουρίδη στο μοντάζ. Ήταν βέβαια και δύσκολο να του πεις ‘’όχι’’. Ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος  άνθρωπος. Όταν διάβασα το βιβλίο, διαπίστωσα ότι μιλά για τους ανθρώπους που συνάντησε στα 60 χρόνια της πορείας του. Μας ‘’σκάναρε’’, έγραψε την εκτίμησή του με αυστηρότητα αλλά και με συναίσθημα. Επίσης, μας έδωσε και από μια συμβουλή, λέγοντάς μας εμμέσως ‘’αυτό είναι το σημαντικό για σένα’’. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε και μου έμαθε».

Δεν υπάρχουν σχόλια: