ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΥΠΟΥ

ΤΣΑΡ... ΤΟ ΝΗΣΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑ / ΑΝΤΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Σόουραβ Σάρανγκι (Τσαρ... Το νησί φάντασμα) και Ντίτερ Ζάουτερ (Αντίο Κωνσταντινούπολη).
Η ταινία Τσαρ... Το νησί φάντασμα του Σόουραβ Σάρανγκι αφηγείται την ιστορία ενός εφήβου και μέσω αυτού την ιστορία ενός νησιού ανάμεσα σε Ινδία και Μπαγκλαντές, το οποίο δεν ανήκει σε καμία από τις δύο χώρες, αλλά βρίσκεται ακριβώς πάνω στο φυσικό τους σύνορο, τον Γάγγη ποταμό. Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, όταν η Ινδία διακήρυξε την ανεξαρτησία της από το αποικιοκρατικό καθεστώς, δημιουργήθηκαν το Πακιστάν, το Ινδουιστάν (Ινδία) και το Ανατολικό Ινδουιστάν (Μπαγκλαντές). Ως σύνορο μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν ορίστηκε ο Γάγγης, το οποίο θεωρήθηκε σταθερό όριο. Οι άνθρωποι δημιούργησαν ένα φράγμα για να ελέγξουν τη ροή του ποταμού, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Όταν υπερχείλισε ο Γάγγης κάλυψε ολόκληρες περιοχές και οι άνθρωποι έχασαν τα σπίτια και τη γη τους. Όταν τα νερά επανήλθαν, ο ίδιος ο ποταμός είχε δημιουργήσει ένα νησάκι ανάμεσα στις δύο όχθες του, το Τσαρ, που βρίσκεται ακριβώς πάνω στα σύνορα. Το νησί ελέγχεται από τους στρατούς και των δύο χωρών, αλλά δεν αναγνωρίζεται από καμία από τις δύο κυβερνήσεις κι έτσι «οι άνθρωποι είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα», όπως σημείωσε ο κ. Σάρανγκι. Ο ίδιος επισκέφτηκε την περιοχή δεκάδες φορές την περίοδο 2002-2004, γνώρισε πολλούς κατοίκους του Τσαρ και επέλεξε ως πρωταγωνιστή του τον Ρούμπελ, έναν έφηβο που μεγάλωσε εκεί από τεσσάρων ετών. «Αυτό το παιδί  ήταν έφηβος και ενήλικας μαζί. Εγώ στα 15 μου πήγαινα στο σχολείο, ενώ αυτός συμμετέχει στο λαθρεμπόριο ρυζιού μεταξύ των δύο χωρών. Ξέρει τι σημαίνει δωροδοκία και διαφθορά και ζει την οικογένειά του. Κάνει πράγματα που κάνουν ενήλικες, αλλάζει ρόλους μεταξύ παιδιού και ενήλικα», υπογράμμισε ο κ. Σάρανγκι. Ερωτώμενος για το πού βρίσκεται τώρα ο ήρωάς του, ο σκηνοθέτης τόνισε: «Ο πρωταγωνιστής σε ‘’ακολουθεί’’ και μετά το ντοκιμαντέρ, όπως τον ακολουθείς και εσύ. Σήμερα ο Ρούμπελ έχει φύγει 2.500 χλμ. μακριά από το νησί-φάντασμα και προσπαθεί να χτίσει τη ζωή του σε νέα βάση. Είναι ένας δυναμικός, θετικός χαρακτήρας που θέλει να εξερευνήσει τη ζωή και δίνει τον αγώνα του. Φιλοδοξία του ήταν να πάει σχολείο και μετά να σπουδάσει. Όσο ήταν στο νησί δεν είχε άλλη επιλογή, έλεγε ότι ‘’η εκπαίδευση δεν είναι για μένα’’. Η απόφασή του να φύγει ήταν συνειδητή, όπως αυτή ενός ενήλικα», κατέληξε ο δημιουργός.
Ο γερμανός σκηνοθέτης Ντίτερ Ζάουτερ ζει στην Κωνσταντινούπολη τα τελευταία 22 χρόνια. Στο 13ο ΦΝΘ είχε παρουσιάσει τη φωτογραφική έκθεση «Ανθρώπινα Τοπία», που φιλοξενούσε πορτρέτα με φόντο την πόλη. Φέτος επιστρέφει στο 15ο Φεστιβάλ με ένα ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες της Πόλης, το Αντίο Κωνσταντινούπολη. «Σκέφτηκα ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη σημερινή Κωνσταντινούπολη, εάν δεν ξέρει την ιστορία της. Διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει ολοκληρωμένο ντοκιμαντέρ για ιστορία των Ελλήνων της Πόλης, η οποία επηρέασε την εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και πολύ περισσότερο του ελληνικού κράτους. Σήμερα στην Κωνσταντινούπολη ζουν 2.000 έλληνες, μια ομάδα ανθρώπων που δεν αναφέρεται σε κανένα βιβλίο ιστορίας, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Τουρκία. Οι άνθρωποι αυτοί μεγαλώνουν, γερνάνε και κάποια στιγμή δεν θα υπάρχουν πια», επεσήμανε σχετικά ο κ. Ζάουτερ. Μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, οι περισσότεροι Έλληνες της Πόλης έφυγαν όπως-όπως για την Ελλάδα αλλά, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, «οι περισσότεροι δεν είναι ευτυχισμένοι, νιώθουν ακόμη θλίψη». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Αυτοί οι άνθρωποι ζουν ανάμεσα σε δυο πατρίδες, νιώθουν ότι δεν ανήκουν στην νέα τους πατρίδα και ξέρουν ότι δεν μπορούν να επιστρέψουν στην παλιά». Ο ίδιος συνάντησε ορισμένους από αυτούς σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου που πραγματοποιείται κάθε δύο χρόνια στην Αθήνα, από πρώην κατοίκους της Πόλης, οι οποίοι του είπαν: «Εμείς δεν είμαστε Έλληνες, είμαστε Κωνσταντινουπολίτες Έλληνες. Ήμασταν εκεί 2.000 χρόνια, έχουμε εκείνον τον πολιτισμό. Όσα βιώσαμε βρίσκονται ακόμη εκεί, πολύ δύσκολο για μας να νιώσουμε ότι αυτό είναι το σπίτι μας». Ο σκηνοθέτης ερωτήθηκε γιατί δεν συμπεριέλαβε στην ταινία και την άποψη των Τούρκων που κάποτε ζούσαν δίπλα-δίπλα με τους Έλληνες. «Είναι μια μονοδιάστατη ταινία, αλλά αυτό έγινε εσκεμμένα. Ο πρωταρχικός μου στόχος ήταν να δώσω στους Έλληνες της Πόλης τη δυνατότητα να μιλήσουν, διότι κανείς δεν είχε ακούσει τη φωνή τους. Μια ταινία έχει πεπερασμένο χρόνο, επομένως εάν έβαζα και την άποψη των Τούρκων, τα 90 λεπτά δεν θα επαρκούσαν. Ήθελα να μιλήσω με τους Έλληνες και μετά να ξεκινήσω μια συζήτηση με τους Τούρκους γύρω από το θέμα». Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε και νέους ανθρώπους που επιλέγουν να φύγουν από την Ελλάδα και να ζήσουν στην Πόλη. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε ο κ. Ζάουτερ, «πρόκειται για έναν εντελώς νέο πληθυσμό. Οι Έλληνες Κωνσταντινουπολίτες γεννήθηκαν και έζησαν όλη τη ζωή τους εκεί. Αυτή η παλιά κοινότητα κάποια στιγμή θα εκλείψει, αφού ο πληθυσμός γερνά και δεν γεννιούνται παιδιά. Τέτοιες αλλαγές συμβαίνουν στην Ιστορία».

ΜΕΡΗ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ / ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΠΑΝΚ /
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΓΚΟΥΡΚΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Διέγο Γκουτιέρες (Μέρη μιας οικογένειας), Τζέι Πι Πάσι (Το σύνδρομο του πανκ – συν-σκηνοθεσία με τον Γιούκα Κάρκαϊνεν) και Κεσάνγκ Τσετέν (Ποιος θα γίνει Γκούρκα).
Αρχικά, το λόγο πήρε ο Διέγο Γκουτιέρες, ο οποίος στην ταινία του Μέρη μιας οικογένειας διερευνά τη σχέση των γονιών του ως ζευγάρι. «Υποθέτω ότι το γεγονός πως εκτός από σκηνοθέτης είμαι και ο γιος των κεντρικών χαρακτήρων, προσέθεσε κάτι στην ταινία, ακόμη κι αν εγώ δεν εμφανίζομαι σε αυτή. Επειδή τους παρουσιάζω εγώ, διαφαίνονται, μεταξύ άλλων, οι σχέσεις μητέρας – γιου και πατέρα - γιου». Πώς προσεγγίζει ο δημιουργός τον χαρακτήρα του; «Ποτέ δεν κάνω συνεντεύξεις, ακόμη κι αν κάποιες κουβέντες φαίνονται σαν συνεντεύξεις. Θέλω να δίνω το έναυσμα. Για παράδειγμα, στην ταινία ήθελα να μιλήσω με τη μητέρα μου σχετικά με το πώς νιώθει που περνούν τα χρόνια και βλέπει τον εαυτό της να έχει αλλάξει. Δεν την ρώτησα πώς την επηρεάζει αυτό, αλλά της έδειξα παλιές φωτογραφίες της ενώ συζητούσαμε και περίμενα τις αντιδράσεις της. Χρησιμοποιώ κάποιες τέτοιες ανθρώπινες τεχνικές. Δεν ένιωσα ότι οι γονείς μου ανοίχτηκαν στη διάρκεια της ταινίας, αλλά ότι είχα μια κανονική σχέση μαζί τους και απλά συζητούσα», εξήγησε ο κ. Γκουτιέρες. Απαντώντας στο πώς αντέδρασαν οι γονείς του βλέποντας το ντοκιμαντέρ, επεσήμανε: «Και οι δύο μου είπαν ότι η ταινία είναι πολύ θλιβερή, αλλά ότι ήταν σημαντικό να προβληθεί. Ο πατέρας μου είπε: ‘’το σημείο όπου μιλάς για εμάς είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, σε διπλανά σπίτια, στους φίλους σου’’. Η μητέρα μου σχολίασε ότι ο κόσμος πρέπει να δει την ταινία για να δει πώς μπορεί κάποιος να ‘’ρημάξει’’ τη ζωή του».
Αλλάζοντας κλίμα, η συνέχεια ανήκε στο ντοκιμαντέρ Το σύνδρομο του πανκ, που εστιάζει στο φινλανδικό πανκ συγκρότημα Pertti Kurikan Nimipäivät, τα μέλη του οποίου αντιμετωπίζουν διανοητικά προβλήματα. Ο Τζέι Πι Πάσι, ένας εκ των δύο σκηνοθετών, ο οποίος έδωσε το παρών στη συνέντευξη Τύπου, ανέφερε σχετικά: «Την ταινία έχουμε σκηνοθετήσει εγώ και ο Γιούκα Κάρκαϊνεν, ο οποίος είχε δει τη μπάντα μετά τη δεύτερη συναυλία της σε ένα μικρό σποτ στην τηλεόραση. Νομίζω ότι αυτό που τράβηξε και τους δυο μας στο συγκεκριμένο συγκρότημα ήταν η ενέργεια των μελών του». Ο κ. Πάσι πρόσθεσε: «Υπάρχει κάτι αληθινά θετικό σε αυτούς. Τσακώνονται, ένας από εκείνους έχει αυτοκτονικές τάσεις, υπάρχει πολύ θυμός αλλά και θλιβερές στιγμές, ωστόσο κυριαρχεί η θετική στάση». Αναφερόμενος στη διαδικασία κινηματογράφησης του ντοκιμαντέρ, ο δημιουργός υπογράμμισε: «Ακολουθήσαμε τη μπάντα για περίπου 18 μήνες. Η προσέγγιση ήταν πολύ εύκολη και αρχίσαμε αμέσως τα γυρίσματα. Την επόμενη φορά που τους επισκεφτήκαμε μετά το πρώτο γύρισμα, μας ρώτησαν εάν η ταινία ήταν έτοιμη για να τη δουν». Όσο για την πλευρά της διασημότητας που απολαμβάνει το συγκρότημα, ο σκηνοθέτης επεσήμανε: «Έχουν επίγνωση της δημοφιλίας τους, όμως επειδή ζουν σε ιδρύματα, με τους γονείς τους ή σε ειδικά διαμερίσματα, διαθέτουν περιορισμένη ανεξαρτησία για να χαρούν αυτή τη δημοσιότητα. Είχαμε ξαναβρεθεί στο παρελθόν με άτομα με αναπηρία και ξέραμε ότι κάθε μέρα είναι διαφορετική. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τους ...
Και από τη Φινλανδία, στο Νεπάλ μας ταξιδεύει η ταινία Ποιος θα γίνει Γκούρκα του Κεσάνγκ Τσετέν, με θέμα την ταξιαρχία των Γκούρκα, μια ειδική μονάδα του βρετανικού στρατού όπου επιστρατεύονται οι πιο μαχητικοί νεαροί νεπαλέζοι στρατιώτες. Πώς ήταν η διαδικασία των γυρισμάτων για τον σκηνοθέτη; «Ήταν πολύ εύκολη, παρότι δεν το περιμέναμε. Κανείς δεν είχε ζητήσει άδεια πριν για να κάνει γυρίσματα στο στρατόπεδο όπου γίνεται η επιλογή των Γκούρκα. Δε μας περιόρισαν καθόλου, ωστόσο. Όταν έκανα την προβολή της ταινίας στο Κατμαντού, ήταν παρόντες αξιωματούχοι της βρετανικής πρεσβείας και φοβήθηκα μήπως έχουν αντιρρήσεις, όμως οι θετικές αντιδράσεις τους με εξέπληξαν», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Όσο για τις αντικρουόμενες γνώμες σχετικά με τους Γκούρκα, ο κ. Τσετέν υπογράμμισε: «Δε στηρίζω καμία από τις απόψεις. Οι λόγοι που σχετίζονται με την ύπαρξη των Γκούρκα είναι ιστορικοί και περίπλοκοι. Οι διανοούμενοι του Νεπάλ υποστηρίζουν ότι είναι ντροπή να πολεμάς για ξένο στρατό, αλλά από την άλλη, οι κοινότητες λένε ότι κάποια στιγμή τις έστειλε το κράτος εκεί και δεν βρίσκουν το λόγο να σταματήσουν. Δε θέλησα να αναφερθώ στο θέμα του σωστού και λάθους, απλά ήθελα να δείξω τη σωματική διαδικασία, τη σχέση ισχύος μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου, κατά μια έννοια». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Η διαδικασία επιλογής των Γκούρκα θυμίζει ριάλιτι σόου, όπου τους δίνεται μια ευκαιρία να αλλάξουν εντελώς τη ζωή τους. Οι επιλεγμένοι πηγαίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, πληρώνονται σαν βρετανοί στρατιώτες και μετά από τέσσερα χρόνια αποκτούν αγγλική υπηκοότητα. Είναι σαν να κερδίζεις το λαχείο. Αντί να γίνουν δικηγόροι ή μηχανικοί, χτίζουν ένα καλό σώμα και προσπαθούν να επιλεχθούν. Είναι μια ιστορία μετανάστευσης κατά κάποιο τρόπο». Κλείνοντας, ο κ. Τσετέν παρατήρησε: «Το σλόγκαν: είναι ‘’κυνηγάμε το χρήμα’’. Παλιά, όταν επιλέγονταν περισσότερα άτομα στη ταξιαρχία, υπήρχε πιθανώς δωροδοκία και παράνομες διαδικασίες. Τώρα υπάρχουν σχολές που εκπαιδεύουν εκατοντάδες ανθρώπους έναντι 20-30 χιλιάδων ρουπίων, προκειμένου να είναι ανάμεσα στους λίγους 120-150 που θα επιλεχθούν».

ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ/ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ/ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), Στεφανί Άργκεριτς (Παλιοκόριτσο) και Ίριτ Γκαλ (Λευκή νύχτα).
Παίρνοντας πρώτη το λόγο, η Λόρα Γκάμσι μίλησε για την ταινία της Οι δημιουργοί (συν-σκηνοθεσία με τον Ζακ ντε Βιλιέ), ένα ζωντανό και διεισδυτικό πορτρέτο των νέων καλλιτεχνών από τη Νότια Αφρική. «Το ντοκιμαντέρ αφηγείται πέντε διαφορετικές ιστορίες, ισάριθμων καλλιτεχνών. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για έναν αυτοδίδακτο τενόρο, ο οποίος έμαθε ιταλικά από το μοναδικό πράγμα που του άφησε ο πατέρας του όταν τον εγκατέλειψε στα τέσσερά του, ένα cd του Παβαρότι. Μιμούμενος τον Παβαρότι, προσέγγισε τη μουσική αυτή και μπόρεσε τραγουδώντας μαζί με φίλους του να κερδίζει κάποια χρήματα στη γειτονιά όπου ζει. Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται επίσης ένα δίδυμο άφρο-μπλουζ και μια καλλιτέχνιδα γκραφίτι. Ο καθένας από τους ήρωες κουβαλά μια διαφορετική ιστορία και κληρονομιά, ωστόσο όλες οι ιστορίες καταλήγουν στο παρόν και το παρελθόν της χώρας, καθώς και την πραγματικότητά της μετά τη λογοκρισία που επέβαλλε το καθεστώς», εξήγησε η δημιουργός. Η ίδια συμπλήρωσε: «Με ενδιέφερε πολύ πώς η μουσική, το θέατρο και το γκραφίτι αναγκάστηκαν να κωδικοποιήσουν τα μηνύματά τους για να παρακάμψουν τη λογοκρισία, τι είχαν να πουν αυτά τα δίκτυα και πώς συνέχισαν μετά την πτώση του Απαρτχάιντ». Ως προς την επίδραση του Απαρτχάιντ στη σημερινή Νότια Αφρική, η κ. Γκάμσι σημείωσε: «Καταρχάς, το ότι η κυβέρνηση είχε ιδρύσει γραφείο λογοκρισίας, δείχνει από μόνο του τη δύναμη που μπορεί να έχει η Τέχνη και πώς μπορεί να ενώσει το λαό, πράγμα το οποίο και έγινε. Τα φαντάσματα του Απαρτχάιντ υπάρχουν ακόμη εκεί. Το προσδόκιμο ζωής έχει μειωθεί περίπου κατά δέκα χρόνια, η ψαλίδα πλούσιων και φτωχών έχει ανοίξει και υπάρχουν πολλές αιτίες για αυτά τα προβλήματα, ωστόσο νομίζω οι ρίζες τους εντοπίζονται στις φυλετικές διακρίσεις και το εκπαιδευτικό σύστημα». Αναφερόμενη στους χαρακτήρες της και τι την συνεπήρε σε αυτούς, η σκηνοθέτιδα παρατήρησε: «Ο καθένας τους εκφράζει μια διαφορετική υφή της πραγματικότητας. Για μένα, κάποιος που μεγαλώνει σε μια τενεκεδούπολη, χρειάζεται να έχει εκπληκτική δύναμη, ζώντας μέσα σε ένα σύστημα που ευθύνεται για το χαμό δικών του ανθρώπων και παρόλα αυτά να θέλει να συντηρήσει την οικογένειά του τραγουδώντας όπερα, όπως ο τενόρος της ταινίας. Το δίδυμο άφρο-μπλουζ επίσης, ξεκίνησε τη λειτουργία ενός ωδείου το οποίο παρέχει τη μόνη εκπαίδευση που μπορούν να λάβουν τα παιδιά της περιοχής. Για μένα, όλα αυτά είναι παραδείγματα αυτονομίας».
Τη σκυτάλη στη συνέντευξη Τύπου πήρε η Στεφανί Άργκεριτς, η ταινία της οποίας Παλιοκόριτσο εστιάζει στους γονείς της, δύο «ιερά τέρατα» της κλασικής μουσικής διεθνώς. «Πρόκειται για μια προσωπική ταινία. Εξιστορεί την ιστορία των γονιών μου και κυρίως της μητέρας μου, κορυφαίας πιανίστριας, Μάρτα Άργκεριτς, μιλώντας επίσης και για τη σχέση μου μαζί της. Μπόρεσα να ολοκληρώσω την ταινία τώρα, παρότι είχα ξαναπροσπαθήσει πριν από 15 χρόνια. Ακολουθούσα με την κάμερα τη μητέρα μου σε κάποια ταξίδια της, αλλά εκείνη δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή και έχασα το κίνητρό μου. Μετά τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού, βρήκα το θάρρος να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα θέματα και αποφάσισα να το κάνω σωστά, βρίσκοντας παράλληλα και παραγωγό», εξήγησε η δημιουργός. Αναφερόμενη στις ιδιαιτερότητες που υφίστανται για ένα σκηνοθέτη που κινηματογραφεί την οικογένειά του, η κ. Άργκεριτς σημείωσε: «Υπήρχαν αρκετές δυσκολίες. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου δυσκολευόταν να αποδεχτεί τη δημιουργία της ταινίας και υπήρχε ένταση, γι’ αυτό και δεν έχω πολλές σκηνές μαζί του. Η ουσιαστική δυσκολία όταν κινηματογραφείς κοντινούς σου ανθρώπους είναι ότι συνήθως δεν υπάρχει όριο στην επαφή και πρέπει να το θέσεις εσύ. Αν δεν το κάνεις, καταλήγεις με ατελείωτες ώρες υλικού που πρέπει να ταξινομήσεις». Όσον αφορά σε μια ενδεχόμενη ψυχαναλυτική λειτουργία της ταινίας της, αλλά και τα κοινά στοιχεία της σκηνοθέτιδας με τους γονείς της, η κ. Άργκεριτς επεσήμανε: «Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσω για ψυχαναλυτική λειτουργία. Είναι μια διαδικασία εν εξελίξει, καθώς η ταινία προβάλλεται τώρα. Σίγουρα υπάρχει κάτι θεραπευτικό σε αυτή. Δεν είναι τόσο ότι ανακάλυψα πράγματα που δεν ήξερα, όσο ότι αντιμετώπισα θέματα που μου ήταν δύσκολα. Επίσης, η ταινία έφερε κοντά την οικογένειά μου, η οποία είναι αρκετά απομακρυσμένη. Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ακούγεται η φωνή μου και έγκειται στο θεατή να εντοπίσει ομοιότητες μεταξύ των μελών της οικογένειάς μου – από ασήμαντες μέχρι πολύ σημαντικές».
Στη συνέχεια, το λόγο είχε η ισραηλινή σκηνοθέτιδα Ίριτ Γκαλ, η οποία στην ταινία της Λευκή νύχτα παρακολουθεί μια ομάδα παλαιστίνιων γυναικών που διανύουν κάθε βράδυ μια πολύωρη επικίνδυνη διαδρομή προκειμένου να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ, όπου εργάζονται. «Ζω στην Ιερουσαλήμ, η οποία απέχει περίπου δεκαπέντε λεπτά με το αυτοκίνητο από τον οικισμό όπου ζουν αυτές οι γυναίκες, πρόσφυγες τρίτης γενιάς. Ένα πρωί, πολύ νωρίς, είδα κάποιους άντρες να κοιμούνται στους κήπους σπιτιών. Τους ρώτησα το λόγο και μου είπαν ότι περνούν παράνομα τα σύνορα για να δουλέψουν στο Ισραήλ και διανυκτερεύουν εκεί. Έμαθα ότι αντίστοιχα έρχονται και γυναίκες, τις οποίες και συνάντησα στη συνέχεια», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. Αναφερόμενη στις συνθήκες και την επικινδυνότητα των γυρισμάτων, η δημιουργός εξήγησε: «Η κατάσταση ήταν περίπλοκη από την αρχή: εγώ, μια Ισραηλινή, κι εκείνες, Παλαιστίνιες, περνούσαμε μαζί το φράχτη των συνόρων. Κάποιες φορές η παλαιστινιακή αστυνομία κυνηγούσε εμένα και το συνεργάτη μου και τρέχαμε να ξεφύγουμε. Τελικά αποφασίσαμε να μένουμε μαζί με τις γυναίκες ό,τι και αν συμβαίνει. Ήταν πιο επικίνδυνο γι’ αυτές, γιατί μερικές φορές οι στρατιώτες ανοίγουν πυρ. Τεχνικά, υπήρχαν επίσης δυσκολίες, διότι όλη την ώρα περπατούσαμε και ήμασταν χωρίς φως». Πώς ήταν η σχέση που ανέπτυξε η σκηνοθέτιδα με τις ηρωίδες της; «Ούτε αυτό ήταν απλό. Από τη μια μεριά, γίναμε φίλες και εκτός κάμερας και κάποιες φορές χρειάστηκε να τις βοηθήσω, όπως όταν με έπαιρναν τηλέφωνο μέσα στη νύχτα εάν είχαν συλληφθεί. Από την άλλη, δε μιλώ αραβικά και όταν είδα κατόπιν το μεταφρασμένο σπικάζ της ταινίας, ανακάλυψα ότι υπήρχαν στιγμές που όταν μας κυνηγούσαν, κάποιες γυναίκες έλεγαν ότι επειδή είμαι Ισραηλινή έφερα εγώ τους στρατιώτες για να έχω καλές σκηνές στην ταινία. Νομίζω ότι συμφώνησαν να κάνω την ταινία επειδή είμαι Ισραηλινή, διότι ήταν σημαντικό για αυτές να δείξουν στους Ισραηλινούς τι βιώνουν. Εάν ήμουν Παλαιστίνια, δε θα το έκαναν», επεσήμανε η κ. Γκαλ. Στην πορεία, η σκηνοθέτιδα ανακάλυψε ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από το θέμα: «Αρχικά ήμουν σίγουρη ότι οι ισραηλινοί στρατιώτες δεν ήξεραν για τις μετακινήσεις αυτών των γυναικών, αλλά τελικά όλοι γνωρίζουν. Δεν κυνηγούν τους παλαιστινίους κάθε φορά που περνούν παράνομα τα σύνορα, γιατί στο Ισραήλ τους χρειάζονται, ενώ άλλες φορές τους κυνηγούν για να τους κρατούν φοβισμένους. Επίσης, με εντυπωσίασε πραγματικά πώς αυτές οι γυναίκες μπορούσαν να δουλεύουν όλη μέρα μετά από την ολονύχτια πεζοπορία. Εγώ ήμουν εξαντλημένη μετά το γύρισμα. Κάποιες από αυτές είναι αρκετά μεγάλες σε ηλικία, δεν ξέρω καν πώς τα καταφέρνουν».

ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ / ΜΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ: ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ελιάνα Αμπραβανέλ, Δημήτρης Αθυρίδης (Ένα βήμα μπροστά), Κυριακή Μάλαμα (Μια κληρονομιά: Με την ψυχή στο στόμα) και Αλέξης Πόνσε και Κώστας Πλιάκος (Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου).
Αρχικά, τον λόγο πήρε η Κυριακή Μάλαμα, η οποία εξήγησε ότι η ταινία της αποτελεί μέρος της σειράς ντοκιμαντέρ εννέα επεισοδίων της ΕΤ3 με τίτλο «Η Κληρονομιά». Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο το ντοκιμαντέρ της Με την ψυχή στο στόμα συνδέει το παρελθόν με το παρόν, η σκηνοθέτιδα σύστησε τα δύο πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτό: τον Κυριάκο Ποιμενίδη, ο οποίος θυμάται όσα έζησε το 1920, όταν πολλές οικογένειες Ελλήνων εξορίστηκαν από τα περίχωρα της Σαμψούντας στο νότο της Τουρκίας, και παράλληλα, έναν άλλο άντρα –στο ντοκιμαντέρ τον ερμηνεύει ο ηθοποιός Ακύλας Καραζήσης-, ο οποίος προσπαθεί να εισχωρήσει σήμερα στον κόσμο του πρόσφυγα. «Υπάρχει μία σχέση καθρέφτη ανάμεσα στον ηθοποιό και τον αφηγητή», εξήγησε η κ. Μάλαμα. Και πρόσθεσε: «Κινητήρια δύναμη για την ταινία υπήρξε η θεατρική πράξη. Ο Ακύλας Καραζήσης κλήθηκε να ερμηνεύσει μέσα από την Οδύσσεια του παππού του τον τρόπο με τον οποίο βιώνει σήμερα ο ίδιος αυτά που ακούει. Μεταφέραμε λοιπόν την αφήγηση στο παρόν δίνοντας νόημα στο τι σήμαινε η Οδύσσεια του '20 όπως καθρεφτίζεται στις σημερινές Οδύσσειες προσφύγων». Σε ερώτηση για το αν η διατήρηση της μνήμης μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή λαθών σήμερα, η δημιουργός παρατήρησε: «Η Ιστορία μας διδάσκει ούτως ή άλλως, έτσι ώστε να αποφεύγουμε τα συλλογικά λάθη. Σε άλλα επεισόδια της σειράς διαφαίνεται πιο έντονο το μήνυμα αυτό για το σήμερα. Είτε μιλάμε για τον πόλεμο του '20 είτε για τον σύγχρονο οικονομικό πόλεμο, είναι το ίδιο. Ο πόλεμος είναι πόλεμος».
Σε εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, η ταινία ... της Ελιάνας Αμπραβανέλ αφηγείται τη συναρπαστική ζωή μιας ασυνήθιστης ηρωίδας, της Μπάμπι, από τις Φιλιππίνες, που δουλεύει ως κομμώτρια στην Αθήνα. Μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε το θέμα της, η σκηνοθέτιδα εξήγησε: «Για 3,5 χρόνια “μετακόμισα” στις Φιλιππίνες, καθώς το σπίτι μου απέχει λίγα λεπτά από το κομμωτήριο της Μπάμπι. Μπήκα στον όμορφο κόσμο της ηρωίδας, παρακολούθησα τη ζωή της και εντυπωσιάστηκα από το κέφι της. Η Μπάμπι βιώνει τρομερές δυσκολίες επιβίωσης και έναν υφέρποντα ρατσισμό, χωρίς ωστόσο να την καταβάλλει τίποτα. Η ηρωίδα είναι τρανσέξουαλ κι αυτό κάνει την ιστορία της πιο περίπλοκη κι ενδιαφέρουσα». Σε ερώτηση για το εάν ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη ζωή η Μπάμπι θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο, η κ. Αμπραβανέλ απάντησε: «Νομίζω πως ναι. Η Μπάμπι δεν κάνει μαθήματα στον θεατή, αλλά προσπαθεί να επιβεβαιώσει τις δικές της επιλογές. Στον καθρέφτη της βλέπει την οικογένειά της, που είναι κάθε άλλο παρά παραδοσιακή: την αποτελούν μία μαμά – άντρας, ένα υιοθετημένο παιδί κι ένας σύντροφος στις Φιλιππίνες. Ουσιαστικά εκείνη υποδύεται τους ρόλους της μάνας, της κόρης και της συζύγου από μακριά, μέσω Skype. Έχει ωστόσο εκπληκτική ηρεμία και αποφασιστικότητα».

Ένας θρύλος της ελληνικής μουσικής σκηνής, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας ... των Αλέξη Πόνσε και Κώστα Πλιάκου, ενός καθαρόαιμου μουσικού ντοκιμαντέρ. «Δεν μας ενδιέφερε να παρουσιάσουμε ροζ ιστορίες, πράγματα λίγο πολύ γνωστά, αλλά να αναδείξουμε όλη την γκάμα των μουσικών του τότε και του σήμερα. Συμπεριλάβαμε στην ταινία αρκετό αρχειακό υλικό, ποιήματα και animation», εξήγησε ο κ. Πόνσε. Ο κ. Πλιάκος πρόσθεσε: «Μέρος του αρχειακού υλικού μας το παραχώρησε η οικογένεια του Σιδηρόπουλου, ενώ άλλο το βρήκαμε από συνεργάτες του, ξεχασμένο σε συρτάρια - κυρίως κείμενα, φωτογραφίες και ένα μικρό βίντεο. Βασιστήκαμε κυρίως σε αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή, καθώς και άλλων, που πήραν τη σκυτάλη και συνεχίζουν τη μουσική κληρονομιά του». Σύμφωνα με τον κ. Πόνσε, αυτό που έκανε ξεχωριστό τον καλλιτέχνη ήταν ότι «έκανε κάτι επαναστατικό βάζοντας ελληνικό στίχο στη ροκ». Ο ίδιος διευκρίνισε: «Δεν προσπαθήσαμε να ωραιοποιήσουμε το πρόσωπο, να κάνουμε έναν μύθο, αλλά να δείξουμε την πραγματικότητα». Στο σημείο αυτό, ο κ. Πλιάκος συμπλήρωσε: «Ο μύθος του Σιδηρόπουλου, όπως διαμορφώθηκε κυρίως μετά θάνατον, εξηγείται με σαφή τρόπο: ήταν αποτέλεσμα ενός εναλλακτικού μάρκετινγκ. Ο άνθρωπος αυτός πειραματίστηκε με τη δημοτική κουλτούρα, το λαϊκό τραγούδι, τη δεκαετία του '70, όταν δύσκολα γινόταν αυτό από άλλους καλλιτέχνες. Έβαλε με ολοκληρωμένο τρόπο τον ελληνικό στίχο στη ροκ φόρμα». Όσο για το εάν ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι επίκαιρος σήμερα, ο κ. Πλιάκος τόνισε: «Το πνεύμα της πλατείας Εξαρχείων που τροφοδότησε με ενέργεια τις επόμενες γενιές, αναβιώνει σήμερα. Πολύς κόσμος ψάχνει το παρελθόν και ανακαλύπτει αυτούς τους ανθρώπους. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Σιδηρόπουλος μιλάει για τον Αλί, μετανάστη από τις αραβικές χώρες, το '87- '88, εποχή που δεν υπήρχε ακόμη μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα, αυτός όμως το έβλεπε ήδη από τότε να έρχεται».

Δεν υπάρχουν σχόλια: