ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

KOYBENTIAZONTAΣ 19/3

O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τρίτη 19 Μαρτίου 2013 με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Στέλας Αλισάνογλου (Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο), Ντάνιελ Άμπμα (Πέρα από το Βρίτσεν), Αλίσια Κάνο (Η Μπέλα Βίστα), Χάρι Φρίλαντ (Στη σκιά του ήλιου), Βόλκερ Γκέτσε (Γκριό) και Διέγο Γκουτιέρες (Μέρη μιας οικογένειας).

Στην ιδιαίτερα ζωντανή και διαδραστική συζήτηση, θίχτηκαν μεταξύ άλλων θέματα όπως η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και τους χαρακτήρες του, ενώ αρχικά οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στους λόγους που τους ώθησαν να κάνουν τα ντοκιμαντέρ τους.

Με αφορμή την ταινία του Μέρη μιας οικογένειας, ο Διέγο Γκουτιέρες μίλησε για την κινηματογράφηση σαν τρόπο επικοινωνίας: «Μου αρέσει να φτιάχνω ταινίες επειδή έτσι μπορώ να αντέξω τη μοναξιά, είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι με άλλους ανθρώπους. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι ένα πορτρέτο των γονιών μου και της σχέσης τους ως ζευγάρι. Ο υποσυνείδητος λόγος που το έκανα θεωρώ ότι είναι επειδή η δεύτερη σχέση που βιώνει κάποιος, έπειτα από αυτή που έχει με τον γονιό του, είναι η σχέση των γονιών του μεταξύ τους. Με ενδιέφερε λοιπόν να εξερευνήσω την πολυπλοκότητά της».

Στο ντοκιμαντέρ Γκριό ο Βόλκερ Γκέτσε παρακολουθεί τη ζωή του περίφημου σενεγαλέζου τραγουδοποιού και «γκριό» (θεματοφύλακα των επικών ιστοριών της πατρίδας του) Αμπλαγέ Σισοκό. Ο σκηνοθέτης υπογράμμισε σχετικά: «Όντας και ο ίδιος μουσικός, ήθελα να μοιραστώ την ιστορία και την εμπειρία που είχα με αυτόν τον ξεχωριστό αφρικανό καλλιτέχνη, ο οποίος εκτός από μουσικός είναι και ζωντανός φορέας της παράδοσής του».

Με τη σειρά του, ο Ντάνιελ Άμπμα μίλησε για την ταινία του Πέρα από το Βρίτσεν, που εστιάζει στις ζωές τριών εφήβων μετά την αποφυλάκισή τους. Ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Ο λόγος που έκανα την ταινία είναι επειδή δούλευα σαν κοινωνικός λειτουργός στη συγκεκριμένη φυλακή και ήμουν μάρτυρας του μεγάλου αριθμού αποφυλακισμένων οι οποίοι εγκληματούσαν και επέστρεφαν ξανά εκεί, γεγονός που με προβλημάτισε. Θέλησα να δείξω τη ζωή μετά τον εγκλεισμό, καθώς και ότι κάτι δεν πάει καλά στη διαδικασία επανένταξης».

Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο Χάρι Φρίλαντ αναφέρθηκε στην ταινία του Στη σκιά του ήλιου, η οποία παρακολουθεί σε βάθος έξι ετών δύο αλμπίνους, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην Τανζανία, κόντρα στις προκαταλήψεις. «Έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ διότι ήθελα να πληροφορήσω και να ευαισθητοποιήσω το κοινό επάνω στο ζήτημα των αλμπίνων στην Αφρική. Θεωρώ ότι όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε εν μέρει με αυτό, καθώς έχουμε νιώσει μοναξιά και απομόνωση στις κοινότητές μας».

Σε διαφορετικό κλίμα εκτυλίσσεται η ταινία Η Μπέλα Βίστα της Αλίσα Κάνο, η οποία καταγράφει μια ασυνήθιστη ιστορία με φόντο ένα χωριό στην Ουρουγουάη. Η δημιουργός σημείωσε σχετικά με το κίνητρό της: «Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το ότι τρεις διαφορετικοί οργανισμοί οι οποίοι σχετίζονται με τις φαντασιώσεις μας - ένας οίκος ανοχής, μια εκκλησία και ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος - αγωνίζονταν να παραμείνουν στον ίδιο φυσικό τόπο, αυτό το σπίτι που καταγράφω στο ντοκιμαντέρ. Επίσης και τα τρία μέρη ανήκουν στην “ανδρική σφαίρα”, στην οποία ήθελα να εξερευνήσω σαν γυναίκα».

Ένα πορτρέτο του γιατρού και πεζογράφου Δημήτρη Παπαδούλη ο οποίος πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, σκιαγραφεί η Στέλα Αλισάνογλου στο ντοκιμαντέρ Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο. Η σκηνοθέτιδα επεσήμανε για τον ήρωά της: «Τον γνώρισα χάρη σε ένα κοινό φίλο και το σημείο επαφής μας ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, παρόλο που εκείνος είναι περιορισμένος στο σπίτι. Επειδή η ίδια είμαι πεσιμίστρια, μου έδωσε έμπνευση και δύναμη να νιώσω ότι η ζωή είναι ένα πραγματικό δώρο».

Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το ζήτημα της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τους χαρακτήρες του. Η Στέλα Αλισάνογλου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Χρειάζεται να είσαι 100% ειλικρινής, αλλιώς δε θα πετύχει αυτό που κάνεις. Στο πρώτο μας γύρισμα με τον Δ. Παπαδούλη ήμουν πολύ συντηρητική στον τόπο κινηματογράφησης. Μου πήρε είκοσι μήνες να το ξεπεράσω –όσο και ο χρόνος γυρισμάτων- αλλά ήμουν ο εαυτός μου, γι’ αυτό κι εκείνος ένιωσε ότι δεν είχε τίποτα να κρύψει».

Από την πλευρά του, ο Χάρι Φρίλαντ επεσήμανε ότι ξεκίνησε γυρίσματα έπειτα από δύο μήνες γνωριμίας με τους χαρακτήρες του και μετά από εκτεταμένη έρευνα, προσθέτοντας: «Επίσης, πιστεύω ότι το γεγονός ότι κινηματογραφούσα μόνος μου, χωρίς ένα μεγάλο επιτελείο, βοήθησε στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τους ήρωές μου». Η Αλίσια Κάνο σχολίασε ότι παίζει ρόλο η προσωπικότητα των σκηνοθετών: «Πιστεύω ότι πάντα κινηματογραφούμε την απόσταση που μας ενώνει ή μας χωρίζει με τους χαρακτήρες μας». Ο Ντάνιελ Άμπμα εξήγησε επάνω στο ίδιο θέμα: «Έχω την ανάγκη να βρίσκω πάντα κάτι που αγαπώ στους πρωταγωνιστές μου. Ο ένας από αυτούς έχει σκοτώσει και ήταν νεοναζί, πράγμα απαράδεκτο στην αντίληψή μου, ωστόσο βρήκα στοιχεία της προσωπικότητάς του που μπόρεσα να αγαπήσω, αλλιώς δε θα μπορούσα να συνεχίσω να τον κινηματογραφώ για τόσο καιρό».

Αναφερόμενοι στο ρόλο που διαδραματίζει η παρουσία της κάμερας στη διαμόρφωση της πραγματικότητας η οποία εκτυλίσσεται μπροστά της, αλλά και στην έννοια της αναπαράστασης, η Αλίσια Κάνο παρατήρησε: «Πάντα υποδυόμαστε - αναπαριστούμε τους εαυτούς μας, καθώς δεν είναι μια φυσική κατάσταση να βρίσκεσαι μπροστά από την κάμερα. Οι δικοί μου χαρακτήρες -οι τραβεστί και οι μάτσο ποδοσφαιριστές- ήταν ήδη κατά κάποιο τρόπο ηθοποιοί. Όταν ξεκίνησα να αφηγηθώ την ιστορία τους, λοιπόν, μάζεψα όλα τα στοιχεία με χρονολογική σειρά και πήγα στο πραγματικό μέρος να τα καταγράψω. Αυτό είναι το δύσκολο στο ντοκιμαντέρ, πώς να είσαι σινεματικός για το παρελθόν, πώς να κινηματογραφήσεις την απουσία».

Ως προς τη διαμόρφωση μιας ιστορίας, οι σκηνοθέτες συμφώνησαν στη ζωντανή εξέλιξη της ταινίας, με τον κ. Φρίλαντ να επισημαίνει ότι: «Η ιστορία μου με πήγε σε πολλές κατευθύνσεις, όμως δεν ήμουν δεμένος με μία ιστορία στο μυαλό μου». Ο κ. Γκέτσε σημείωσε: «Στη δική μου περίπτωση, πριν ξεκινήσω την ταινία είχα σκεφτεί να κινηματογραφήσω τον πρωταγωνιστή μου με τον πατέρα του, δείχνοντας πώς περνά η παράδοση από γενιά σε γενιά. Όμως όταν ο πατέρας του πέθανε πριν φτάσω, ήταν σαν κάποιος να μου τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις στο τέλος».

Πώς αλλάζουν οι ίδιοι οι σκηνοθέτες μέσα από την εμπειρία κινηματογράφησης; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, η κ. Αλισάνογλου υπογράμμισε: «Βρίσκω οικεία και συναρπαστική τη διαδικασία αυτής της εξερεύνησης». Από την πλευρά της, η κ. Κάνο παρατήρησε: «Όσο καιρό κάνω μια ταινία αναρωτιέμαι γιατί την κάνω και η απάντηση συνεχώς αλλάζει. Αυτό είναι από μόνο του όμορφο». Ο κ. Άμπμα ανέφερε ότι για εκείνον η ταινία λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία, εξηγώντας ότι: «Μεγάλωσα σε ένα χωριό και δεν ήταν εύκολη η εφηβεία μου. Μισούσα τύπους σαν τους χαρακτήρες μου και τώρα έκανα μια ταινία για αυτούς».

Κλείνοντας, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ευθύνη του κινηματογραφιστή προς τους χαρακτήρες του σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Ο κ. Γκουτιέρες ανέφερε: «Έδειξα την ταινία στους γονείς μου μόλις την ολοκλήρωσα, αλλά δεν ανησυχούσα για αυτό. Εάν διαφωνούσαν με κάτι, θα το άλλαζα». Από την άλλη, η κ. Κάνο σχολίασε: «Έδειξα την ταινία στους πρωταγωνιστές αφού είχε ολοκληρωθεί και ήταν αργά για οποιαδήποτε αλλαγή. Από την αρχή εξήγησα ότι πρόκειται για τη δική μου οπτική πάνω στην ιστορία και ένιωθα πολύ καλά με αυτό. Έκανα στον εαυτό μου πολλές ερωτήσεις περί ηθικής. Στο τέλος όμως ήξερα ότι ήμουν ειλικρινής μαζί της από την αρχή και καθ’ όλη τη διάρκεια».

KOYBENTIAZONTAΣ 20/3

O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Στεφανί Άργκεριχ (Παλιοκόριτσο), Ηλίας Χωραφάς (ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας), Τζέι Πι Πάσι (Το σύνδρομο του πανκ), Ντίτερ Ζάουτερ (Αντίο Κωνσταντινούπολη), Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον (Στάχτη) και Μπρινό Σουινάρ (Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής).

Τη συζήτηση άνοιξε η Στεφανί Άργκεριχ, η οποία αναφέρθηκε στην απόφασή της να καταγράψει με την κάμερα τη μητέρα της, τη διεθνούς φήμης πιανίστρια Μάρτα Άργκεριχ, στην ταινία της Παλιοκόριτσο. «Με ενδιέφερε πέρα από την σπουδαία καλλιτέχνιδα, την οποία γνωρίζει πολύς κόσμος, να δείξω τον άνθρωπο, τη μητέρα και να εστιάσω στις οικογενειακές σχέσεις, στη σχέση της μαζί μου», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.

Κεντρικοί ήρωες στην ταινία του Ηλία Χωραφά ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας, είναι τα τετράποδα της πρωτεύουσας. «Περισσότερο από τα ίδια τα ζώα, με ενδιέφερε να εστιάσω σε αυτό που συμβολίζουν τα αδέσποτα, την ανάγκη να μην σε κρατάει κανείς από ένα λουρί και να σε καθοδηγεί. Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια διαδήλωσαν πολλές φορές υπέρ της απελευθέρωσής τους από διάφορες δεσμεύσεις και τα αδέσποτα που διακρίνουμε συχνά να συμμετέχουν με τον τρόπο τους σ' αυτές τις πορείες, αντιπροσωπεύουν αυτό το αίσθημα», ανέφερε σχετικά ο σκηνοθέτης.

Για τον καναδό σκηνοθέτη Μπρινό Σουινάρ, η έμπνευση για το ντοκιμαντέρ Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής κρυβόταν σε μία... καμινάδα. «Ο ήρωάς μου είναι καπνοδοχοκαθαριστής, ένας ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος. Τον ακολούθησα με την κάμερα για περίπου 15 μέρες, κατέγραψα συναντήσεις του με πελάτες, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο τον σέβονται. Όταν τον πρωτοείδα να δουλεύει ανεβαίνοντας σε μια καμινάδα, καθηλώθηκα. Αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου ήταν σαν εικαστική τέχνη», σημείωσε ο κ. Σουινάρ.
Στις στάχτες, αυτή τη φορά όμως από ένα ηφαίστειο, επικεντρώνεται και ο Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον στο ντοκιμαντέρ Στάχτη. «Παρακολουθώ τρεις οικογένειες αγροτών που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις στη ζωή τους από την ηφαιστειακή έκρηξη στην Έιγιαφιαλαγέκουλ της Ισλανδίας το 2010», ανέφερε ο ισλανδός σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Γύρισα την ταινία για να εστιάσω το ενδιαφέρον μου όχι στο ίδιο το γεγονός της έκρηξης, αλλά στους ανθρώπους. Τους παρακολούθησα με την κάμερα για περίπου ένα χρόνο, τους γνώρισα, τους αγάπησα και κατέληξα με 90 ώρες υλικού. Ολοκλήρωσα την ταινία πριν από λίγους μήνες και εδώ, στη Θεσσαλονίκη, προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα, πράγμα το οποίο βρίσκω υπέροχο».

Το φινλανδικό πανκ συγκρότημα Pertti Kurikan Nimipäivät, τα μέλη του οποίου αντιμετωπίζουν διανοητικά προβλήματα, είναι οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ Το σύνδρομο του πανκ. Ο Τζέι Πι Πάσι σημείωσε ότι σκηνοθέτησε την ταινία από κοινού με τον Γιούκα Κάρκαϊνεν και παρατήρησε: «Καταγράφουμε την πορεία της μπάντας για περίπου 18 μήνες, περισσότερο όμως μας ενδιέφερε να δείξουμε στην οθόνη τις προσωπικές ιστορίες των μελών της, την ξεχωριστή ενέργεια καθενός από τους μουσικούς».

Ο γερμανός σκηνοθέτης Ντίτερ Ζάουτερ συμμετέχει στο 15ο ΦΝΘ με το φιλμ Αντίο Κωνσταντινούπολη. «Ζω στην Κωνσταντινούπολη πάνω από 20 χρόνια και θέλησα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ για να παρουσιάσω την ιστορία της εκεί ελληνικής κοινότητας, που ήταν πολύ ισχυρή μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Σήμερα δεν απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη παρά 600 οικογένειες Ελλήνων, που κι αυτές σταδιακά λιγοστεύουν. Με ενδιέφερε να δω πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι αυτοί που απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη και παράλληλα να διερευνήσω την ιστορία των Ελλήνων που ζούσαν εκεί».

Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το ερώτημα εάν αλλάζουν οι αντιδράσεις των προσώπων που βρίσκονται μπροστά στην κάμερα όταν αρχίζει η κινηματογράφηση. «Όταν μπαίνει η κάμερα, πράγματι οι συμπεριφορές αλλάζουν», επισήμανε ο Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον και πρόσθεσε: «Το πιο σημαντικό είναι να αφηγηθείς μέσα από την ταινία την αλήθεια σου. Αν υπάρχουν δέκα πρόσωπα σε μία ιστορία, θα εντοπίσεις δέκα διαφορετικές εμπειρίες και δέκα διαφορετικές αλήθειες. Εγώ, όταν γυρίζω μία ταινία, ξέρω ότι λέω τη δική μου αλήθεια». Με τη σειρά της, η Στέφανι Άργκεριχ παρατήρησε: «Διαπίστωσα ότι ακόμη κι όταν ξέρεις καλά ένα πρόσωπο, όπως εγώ τη μητέρα μου, όταν το παρακολουθείς με τον κινηματογραφικό φακό, το βλέπεις διαφορετικά, ανακαλύπτεις πράγματα που δεν είχες προσέξει μέχρι τότε». Ο Ντίτερ Ζάουτερ συμφώνησε: «Όταν γνωρίζεις καλά τα πρόσωπα που είναι μπροστά στην κάμερα, μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι από όσα δείχνουν είναι ψεύτικο και τι αληθινό. Μερικές φορές πάντως το πιο δύσκολο είναι να δεις την πραγματικότητα όπως συμβαίνει γύρω σου και όχι όπως την έχεις φτιάξει από πριν στο μυαλό σου».

Ιδιαίτερη σχέση ανέπτυξε με τους πρωταγωνιστές της ταινίας του και ο Ηλίας Χωραφάς. «Όταν γύριζα την ταινία ξυπνούσα πολύ νωρίς το πρωί και ακολουθούσα για ώρες τα αδέσποτα σκυλιά στο κέντρο της Αθήνας. Στην αρχή αυτά με κοίταζαν παραξενεμένα, όσο περνούσαν οι ώρες όμως, κατάλαβα ότι όχι μόνο με είχαν συνηθίσει, αλλά με έψαχναν με τα μάτια να δουν ότι συνέχιζα να τα ακολουθώ», επεσήμανε ο σκηνοθέτης.

Από την άλλη, εντελώς ανεπηρέαστα από την κάμερα ήταν τα μέλη της πανκ μπάντας στην ταινία Το σύνδρομο του πανκ, ωστόσο αυτός που κάποιες φορές είχε πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο δημιουργός, Τζέι Πι Πάσι. «Για έναν σκηνοθέτη συχνά είναι δύσκολο να παρακολουθεί ένα πρόσωπο με την κάμερα, να βρίσκεται τόσο κοντά του. Καμιά φορά μπορεί να νιώσεις άβολα, μπορεί να ντραπείς. Οι μουσικοί πάντως στην ταινία δεν είχαν κανένα πρόβλημα», είπε ο σκηνοθέτης.

Στη συζήτηση παρενέβη από το κοινό η σκηνοθέτιδα Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), που θέλησε να μάθει εάν οι σκηνοθέτες του πάνελ χρησιμοποιούν κάποια τρικ για να καθοδηγούν τα πρόσωπα που καταγράφουν. Οι περισσότεροι δημιουργοί απάντησαν αρνητικά. «Η μέθοδος που ακολουθώ είναι να κάνω πολλές ερωτήσεις στα πρόσωπα, αλλά να παραμένω διακριτικός ως παρουσία, να με αγνοούν σταδιακά», είπε ο κ. Σβέινμπγιορνσον. Με τη σειρά του, ο Ντίτερ Ζάουτερ υπογράμμισε: «Όταν γυρίζεις μία ταινία δεν υπάρχουν κανόνες και τρικ. Αυτό κάνει το ντοκιμαντέρ τόσο δύσκολο, αλλά και τόσο ενδιαφέρον». Από την πλευρά της, η Στεφανί Άργκεριχ εξήγησε ότι ένα τέχνασμα που χρησιμοποίησε όταν κινηματογράφησε την αδελφή της ήταν να ανατρέξει στο προσωπικό της άλμπουμ αναμνήσεων. «Αυτή ήταν η πιο οδυνηρή στιγμή της ταινίας για μένα, καθώς η αδερφή μου εγκαταλείφθηκε από τους γονείς μας όταν ήταν παιδί. Ήταν δύσκολο να αφηγηθώ την ιστορία της και αυτό που έκανα στην ταινία ήταν να θυμηθώ πώς εγώ η ίδια έμαθα την ιστορία της, να ανασύρω το δικό μου χρονολόγιο, τις δικές μου αντιδράσεις. Τελικά, όταν η αδερφή μου είδε την ταινία συγκινήθηκε, της άρεσε».

Στη συνέχεια, το ερώτημα που έθεσε η κ. Άργκεριχ στους συναδέλφους της είναι ο τρόπος που χειρίζονται στις ταινίες τους τα «αρνητικά» πρόσωπα ή τα δυσάρεστα θέματα. Ο Τζέι Πι Πάσι σημείωσε ότι το πρόσωπο που επέλεξε για την πρώτη ταινία του ήταν ένας άθλιος αν και δημοφιλής παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής. «Διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν απίστευτα ρατσιστής, σεξιστής και προκλητικός. Για να τον προσεγγίσω του είπα ότι με ενδιέφερε ως αμφιλεγόμενο πρόσωπο», είπε. Με τη σειρά του, ο Ηλίας Χωραφάς υπογράμμισε: «Το 2004, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, εξαφανίστηκαν από την Αθήνα τα αδέσποτα. Υπήρχαν φήμες ότι κάποιοι τα δηλητηρίασαν ή ότι τους έγινε ευθανασία. Θέλησα να εξετάσω και την πλευρά των ανθρώπων που δεν ήθελαν τα σκυλιά μέσα στην πόλη, κανείς όμως δεν ήθελε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο μπροστά στην κάμερα. Τελικά βρήκα κάποιον, με έντονα ρατσιστικό λόγο εναντίον των ζώων, δε θέλησα όμως να τον βάλω στην ταινία. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν τα σκυλιά στις πόλεις, δεν ήθελα όμως να τους εκπροσωπεί ένας τέτοιος άνθρωπος, ούτε ήθελα να δώσω φωνή σε κάποιον που δεν σέβομαι».

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ : «Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης:
Λάθη, διδάγματα και ελπίδες»

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης: Λάθη, διδάγματα και ελπίδες», με αφορμή το αφιέρωμα που πραγματοποιεί η φετινή διοργάνωση στον χιλιανό ντοκιμαντερίστα Πατρίσιο Γκουσμάν. Ο δημιουργός, ο οποίος δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη λόγω πρόσφατου ατυχήματος, συμμετείχε μέσω Skype στο πάνελ, το οποίο αποτελούνταν από τον σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Γιώργο Αυγερόπουλο, τον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιάννη Σταυρακάκη και τον μεξικανό δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό Φερνάντο Μορένο.

Στο ξεκίνημα της συζήτησης, ο συντονιστής Δημήτρης Κερκινός ανέφερε: «Το έργο του Πατρίσιο Γκουσμάν είναι συνυφασμένο με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στη Χιλή από τις αρχές του 1970 και μετά. Η πεμπτουσία του έργου του είναι η διάσωση της μνήμης. Σε αντίθεση με την επίσημη ιστορία της χώρας, τα ντοκιμαντέρ του διαφυλάσσουν τη μνήμη και λειτουργούν ως αντίβαρο στη μεθόδευση της αμνησίας». Με αφετηρία την εμπειρία της διακυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τις συνέπειες της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή, γεγονότα τα οποία καταγράφουν τα ντοκιμαντέρ του Π. Γκουσμάν, η συζήτηση κινήθηκε γύρω από τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, την ιστορική μνήμη, την οικονομική κρίση, τη δημοκρατία και τη στάση των λαών.

Ο Πατρίσιο Γκουσμάν αρχικά αναφέρθηκε στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που οδήγησε στην άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία. «Τη δεκαετία του '60 και του '70, η Χιλή ήταν μια φτωχή χώρα, δεν υπήρχε ανάπτυξη ούτε στη γεωργία ούτε στη βιομηχανία. Ο Αλιέντε πρότεινε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στη φτώχεια. Επίσης, πρότεινε να ανακτηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, όπως ο χαλκός και ο σίδηρος, καθώς και η ιδιοκτησία της γης να μην παραμείνει στα χέρια των λίγων. Όλες αυτές οι αλλαγές πρότεινε να γίνουν μέσω της συνταγματικής οδού. Στις εκλογές του 1972 έλαβε το 36% των ψήφων κι έτσι ξεκίνησε τις μεταρρυθμίσεις. Δύο χρόνια μετά κι ενώ οι ΗΠΑ του Κίσινγκερ τον χτυπούσαν ανελέητα, σταμάτησαν οι εισαγωγές πρώτων υλών, η αστική τάξη μποϊκόταρε τη διανομή τροφίμων και πλήρωσε τους οδηγούς φορτηγών για να κάνουν απεργίες, ενώ ο λαός είχε μείνει χωρίς τρόφιμα, θέρμανση και μέσα μεταφοράς. Στις εκλογές του 1972 ο Αλιέντε έλαβε το 43,4% των ψήφων, δηλαδή ψηφίστηκε σχεδόν από τον μισό πληθυσμό. Οι ΗΠΑ πανικοβλήθηκαν όταν θριάμβευσε, φοβήθηκαν μήπως μεταδοθεί αυτή η “συνταγματική επανάσταση”, η οποία δεν περνούσε μέσα από εμφύλιο και δεν κατέστρεφε τον κρατικό μηχανισμό. Δεν ήταν αντάρτικο, όπως στο Περού, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η συμμετοχή ήταν ανοιχτή για όλους, είτε ήταν μέλη του κόμματος είτε όχι», αφηγήθηκε ο κ. Γκουσμάν. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι εκείνη η εποχή τον σημάδεψε: «Ήταν μια εξαιρετική στιγμή λαϊκής κινητοποίησης γύρω από μια λαϊκά εκλεγμένη κυβέρνηση, με στόχο να χτυπήσει τον κοινό εχθρό. Μια χώρα βιώνει κάτι τέτοιο μια φορά στα 100 χρόνια».

Πόσο σημαντική είναι η ιστορική μνήμη για την κοινωνία στη Χιλή σήμερα; Ο Πατρίσιο Γκουσμάν επεσήμανε: «Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας, όπως ήταν κάποτε τα δικαιώματα των γυναικών, των αυτοχθόνων και των ομοφυλοφίλων». Όπως πρόσθεσε ο δημιουργός, μετά από τόσα χρόνια το 60% των υποθέσεων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή εξακολουθεί να μην έχει εκδικαστεί: «Γιατί η δικαιοσύνη δεν κινείται πιο γρήγορα; Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Αυτή είναι μια ανοιχτή πληγή στη Χιλή, αλλά όλοι κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, ο κόσμος λέει ‘’εγώ δεν ξέρω, δεν είδα’’. Είμαστε ένας λαός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρελθόν του». Ο ρόλος του ντοκιμαντέρ στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, είναι θεμελιώδης, σύμφωνα με τον κ. Γκουσμάν: «Αυτό συμβαίνει επειδή το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως αντιπληροφόρηση, μπορεί να πει ελεύθερα τα πράγματα που το κράτος και οποιοσδήποτε κύκλος εξουσίας αποσιωπά. Πολλά θέματα που η χιλιανή τηλεόραση δεν τολμά να θίξει –τις εκτρώσεις, την εκκλησία, κ.ο.κ.- μπορεί να τα αναδείξει μια ομάδα ντοκιμαντεριστών. Δεν αναφέρομαι στο ποιητικό ντοκιμαντέρ, αλλά για στο ντοκιμαντέρ άμεσης κινηματογράφησης, που μπορεί να γίνει με λίγα μέσα και να υπερβεί τα ΜΜΕ».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν η Ευρώπη και η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από την περίπτωση Αλιέντε, ο Πατρίσιο Γκουσμάν τόνισε: «Η διακυβέρνηση του Αλιέντε ήταν μια μοναδική στο είδος της εμπειρία, είναι πολύ δύσκολο να εξαχθεί ένα συμπέρασμα πιο γενικό. Κάθε χώρα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο. Ο Αλιέντε αναζήτησε τη δημοκρατική οδό, τη συναίνεση. Ήθελε να αποφύγει τις ρήξεις, προσπάθησε να συνενώσει όλες τις δυνάμεις, γιατί ήξερε ότι αν διαρραγεί ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να υπάρξει κρατική επανάσταση. Από την άλλη, η δεξιά ήθελε εμφύλιο. Το έσχατο μέσο του ήταν ένα λαϊκό δημοψήφισμα και τότε συνέβη το πραξικόπημα».

Το λόγο πήρε αμέσως μετά ο δημοσιογράφος Φερνάντο Μορένο, ο οποίος σημείωσε: «Όταν μιλάμε για μνήμη μπορούμε να πέσουμε στην κοινοτοπία ότι το παρελθόν ήταν καλύτερο. Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται δέσμιος της νοσταλγίας. Ένα ‘’αντίδοτο’’ για αυτό είναι να δουλεύεις με νέους ανθρώπους, γιατί μαθαίνεις από αυτούς. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η μνήμη είναι κάτι που διαμορφώνεται καθημερινά». Όπως είπε ο ίδιος, το Μεξικό δεν βίωσε πραξικόπημα, αλλά την κυριαρχία ενός κόμματος που ήταν στην εξουσία 70 χρόνια χωρίς καμία πολιτική εναλλαγή. Επίσης, παρέθεσε και ένα πρόσφατο γεγονός, ενδεικτικό του πώς η μνήμη ασκείται και βιώνεται από τους νέους: Το κίνημα ‘’Εγώ είμαι ο 132ος’’, που ξεκίνησε από τη διαμαρτυρία 131 φοιτητών κατά του τότε υποψήφιου –και νυν- προέδρου του Μεξικό, το οποίο εξαπλώθηκε ραγδαία με μαζικές διαδηλώσεις και αίτημα την ισότιμη πρόσβαση στην πληροφόρηση και τη διαφάνεια.

Με τη σειρά του, ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Γιώργος Αυγερόπουλος σχολίασε ότι εάν υπάρχει μια αόρατη γραμμή που συνδέει τη χούντα του Πινοσέτ με την Ευρώπη της κρίσης, αυτή ονομάζεται «νεοφιλελευθερισμός». «Ό,τι έζησε η Χιλή, που ήταν πειραματόζωο του Φρίντμαν και των ‘’παιδιών του Σικάγο’’, το ζει τρεις δεκαετίες μετά η Ευρώπη. Το 2008, η τόσο άπληστη νεοφιλελεύθερη οικονομία πυροβόλησε το ίδιο της το πόδι και για να γιατρευτεί αποφάσισε ότι χρειάζεται περισσότερος νεοφιλελευθερισμός», παρατήρησε. Και ανέφερε ως παράδειγμα την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων, που το νεοφιλελεύθερο δόγμα αντιμετωπίζει ως προϊόν και όχι κατ' ανάγκη ως δημόσιο αγαθό. Όπως είπε ο ίδιος, μεταξύ άλλων, το 1981 ο Πινοσέτ υπέγραψε τον λεγόμενο «κώδικα του νερού» που θεμελίωνε το νερό ως ιδιωτικό προϊόν και όχι ως δημόσιο αγαθό. «Έτσι κατέληξαν ιδιωτικές εταιρείες να κατέχουν ποτάμια και λίμνες, καθώς και τα ισόβια δικαιώματα χρήσης τους. Μπορεί οποιοσδήποτε ιδιώτης αν θέλει, να αγοράσει μια λίμνη και να μη αντλήσει καθόλου νερό, παρά να κερδοσκοπήσει μέχρι η τιμή του να ανέβει», εξήγησε.

Αμέσως μετά, ο Γιάννης Σταυρακάκης, ανατρέχοντας στους λόγους επικράτησης του πρώιμου καπιταλισμού, σημείωσε ότι ήταν εξαρχής πολιτικοί και όχι οικονομικοί, ενώ πρόσθεσε ότι το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Αλιέντε, θέτοντας σε κίνδυνο συμφέροντα του διεθνούς συστήματος και των εγχώριων ελίτ. «Δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ο Πινοσέτ ασπαζόταν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αλλά τον χρησιμοποίησε για να αναδιατάξει τα πάντα στη χώρα, μέσω της δικτατορίας. Πολλές χώρες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, από την αντίστροφη, δηλαδή ξεφεύγοντας από μια δικτατορία. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε μια οριακή περίπτωση. Θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις η σχέση δημοκρατίας και καπιταλισμού. Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά που συνέβησαν στη Χιλή ακούγονται οικεία. Είναι το ίδιο πλαίσιο, μόνο που αντί για τα ‘’παιδιά του Σικάγο’’ εδώ έχουμε τους τεχνοκράτες, με μπροστάρη το ΔΝΤ. Μέσα από το έργο του Π. Γκουσμάν, αναρωτιόμαστε μήπως τα πειραματόζωα του σήμερα έχουν κάτι από τα πειραματόζωα του χθες», επεσήμανε ο κ. Σταυρακάκης.

Στη συνέχεια της ανοιχτής συζήτησης, το κοινό συμμετείχε διατυπώνοντας ερωτήματα. Το πρώτο από αυτά αφορούσε στο εάν είναι πιθανή σήμερα μια δικτατορία λατινοαμερικάνικού τύπου στην Ελλάδα, όπου εντείνονται οι ταξικές διαμάχες, δημιουργούνται νέες αντιδράσεις και νέα κόμματα. «Νομίζω ότι δύσκολα θα υπάρξει δικτατορία στην Ευρώπη όπως αυτή του Πινοσέτ», εκτίμησε ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ο οποίος όμως επεσήμανε ότι το έλλειμμα ηγεσίας της Ε.Ε. που παραβλέφθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια οδηγεί σε οικονομική και πολιτική καταστροφή. «Δεν πρέπει να περιμένουμε από το κράτος, πρέπει οι πολίτες να βγούμε μπροστά και να παλέψουμε για καλύτερο κόσμο. Να μην κάτσουμε περιμένοντας την κ. Μέρκελ να διαχειριστεί την οικονομία, να βγούμε στους δρόμους» τόνισε χαρακτηριστικά. Από την πλευρά του, ο κ. Μορένο υποστήριξε ότι «είναι απίθανο να δούμε ίδιες δικτατορίες με αυτές του παρελθόντος, γιατί είναι διαφορετική η ιστορική στιγμή». Από την πλευρά του, ο κ. Αυγερόπουλος είπε: «Δεν χρειάζεται μια δικτατορία, γιατί ήδη το σύστημα έχει κάνει τη δουλειά του. Ο φόβος έχει απλωθεί παντού στη μεσαία τάξη, σε αυτούς που τρώνε αλύπητο ξύλο όταν διαμαρτύρονται. Εάν διαφωνήσεις με κυρίαρχη ιδέα, είσαι ‘’προδότης’’ της πατρίδας». Ο κ. Σταυρακάκης συμπλήρωσε: «Μιλάμε για το δίπολο δικτατορία-δημοκρατία, όμως δεν είναι όλες οι δημοκρατίες ίδιες. Θα πρέπει να δούμε και την ποιότητα της δημοκρατίας, αν δηλαδή διολισθαίνει και δεν διαφέρει πολύ από άλλους είδους πολιτεύματα».

Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση ερωτήθηκαν για το εάν τελικά το ντοκιμαντέρ συμβάλλει στο να περάσουμε στη δράση ή απλώς ενημερώνει για όσα αποκρύπτει η εξουσία. «Βλέπουμε πολλά ντοκιμαντέρ π.χ. για το ζήτημα του νερού ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είναι κακής ποιότητας, είναι βαρετά και τελικά δεν συγκινούν το κοινό», απάντησε ο κ. Γκουσμάν. Δεν μπορείς να κάνεις ντοκιμαντέρ μόνο με καλές προθέσεις, πρέπει να συγκινήσεις το κοινό, να χτίζεις την αφήγηση, να βρίσκεις χαρακτήρες που να συγκινούν το κοινό. Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ παρουσιάζουν απλά μια θέση, χωρίς ουσία. Το θέμα αυτό καθαυτό δεν εγγυάται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πρέπει να κάνουμε ποιητικά, δημιουργικά ντοκιμαντέρ, με φαντασία. Αυτό είναι το καθήκον μας», πρόσθεσε. Για τον Γιώργο Αυγερόπουλο, «το ντοκιμαντέρ είναι μια αμιγώς πολιτική πράξη. Είναι ουτοπικό να περιμένουμε όλοι να βγουν στο δρόμο μέσα από την προβολή ενός ντοκιμαντέρ, αλλά πιστεύω πως ναι, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, γιατί αλλάζει τον άνθρωπο, τη σκέψη».

Στην κουβέντα τέθηκε επίσης και το επίκαιρο ζήτημα για όσα συμβαίνουν τώρα στην Κύπρο. «Θα τη δούμε να ηγείται της απελευθέρωσης από την κακή Ευρώπη; Ή να υφίσταται δεινά που προαναγγέλλουν όσοι στηρίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική μνημονίων;» ρώτησε ένας θεατής. Ο Πατρίσιο Γκουσμάν συνέδεσε κατά μία έννοια τη Χιλή με την Κύπρο μέσα από την τέχνη του ντοκιμαντέρ, παρατηρώντας ότι στην ταινία Η μάχη της Χιλής υπήρχε έμπρακτη δράση, όπως υπάρχει δράση και στην περίπτωση της Λευκωσίας. «Όταν υπάρχει δράση και ο λαός είναι στους δρόμους, πρέπει να βγεις και εσύ στο δρόμο να κάνεις αυτό που λεμε άμεσο κινηματογράφο, αφήνοντας όμως χώρο στο θεατή για αντιληφθεί μόνος του τα πράγματα. Εγώ μπήκα στον πειρασμό, αλλά δεν έφτασα ποτέ να στρατευτώ σε κόμμα. Βέβαια, αντιμετωπίζω το ντοκιμαντέρ ως χώρο στοχασμού. Ας είναι υποκειμενικό, ποτέ δεν ήμουν αντικειμενικός, αλλά έδωσα λόγο και στους αντιπάλους. Όσο πιο υποκειμενικό, τόσο καλύτερο, πιο παθιασμένο και πειστικό. Αλλιώς δεν θα διαφέρει από τα πλάνα που τραβούν οι κάμερες στις τράπεζες».

Δεν υπάρχουν σχόλια: