ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 9-18 Μαρτίου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΜΠΑΖΟΓΛΟΥ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε ο Άγγελος Αμπάζογλου τη Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η φετινή διοργάνωση πραγματοποιεί αφιέρωμα στο έργο του ελληνογάλλου δημιουργού, προβάλλοντας χαρακτηριστικούς σταθμούς της φιλμογραφίας του.
Καλωσορίζοντας τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση, ο διευθυντής του ΦΚΘ Δημήτρης Εϊπίδης τόνισε στον χαιρετισμό του: «Μας τιμά η παρουσία του Άγγελου Αμπάζογλου στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Αποτελεί ιδιαίτερη χαρά για εμάς να προβάλλουμε σχεδόν το σύνολο του έργου του, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να προσεγγίσει τη δουλειά του σε βάθος. Η πορεία του στο χώρο του ντοκιμαντέρ είναι πολύ σημαντική και ελπίζω να τον έχουμε μαζί μας και στο μέλλον».
Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ του Άγγελου Αμπάζογλου διαθέτουν έντονο ελληνικό στοιχείο. «Εάν ζούσα στην Ελλάδα πιθανόν να μην είχα επιλέξει τα ίδια θέματα ή να είχα διαφορετική ματιά επάνω σε αυτά» ανέφερε ο σκηνοθέτης, σημειώνοντας ωστόσο ότι η προσέγγιση της ιστορίας είναι μια διαδικασία αυτογνωσίας και για τον ίδιο τον δημιουργό, είτε ζει στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, ενώ επίσης πρόσθεσε: «Σε τελική ανάλυση, οι ταινίες γίνονται για να καταλάβει κανείς τον εαυτό του, τις ρίζες του». Οι ρίζες του Άγγελου Αμπάζογλου βρίσκονται στην Τουρκία και την Ελλάδα, ενώ ο ίδιος έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. «Η γαλλική παιδεία με έκανε ορθολογιστή και ‘’τετράγωνο’’ σε λογική. Όμως κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελλάδα, ξαναγεννιέται το ένστικτο. Στο μυαλό μου συνυπάρχουν αυτά τα δύο, επικρατεί πότε το ένα και πότε το άλλο. Αυτός ο συνδυασμός μερικές φορές –όχι πάντα- γεννά ενδιαφέρουσες ταινίες». Κοινή μεθοδολογία στις ταινίες του δημιουργού δεν υπάρχει, αφού όπως επεσήμανε ο ίδιος: «Το καθένα ντοκιμαντέρ είναι πολύ διαφορετικό από το άλλο. Το μόνο κοινό συνδετικό μεταξύ τους είναι η τεράστια αγάπη που τρέφω για τους ανθρώπους. Ακόμα και η ταινία Βασίλης Ζαχάρωφ, ο Μυστηριώδης Έλληνας της Ευρώπης, που αφηγείται την ιστορία ενός εμπόρου όπλων ο οποίος είχε τόση επιρροή ώστε καθυστέρησε τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επί ένα χρόνο, παρότι ήταν τρυφερή, εξηγεί πώς η οικονομία επηρεάζει τη ζωή και το θάνατο».
Το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Άγγελου Αμπάζογλου Τα γλυκά όνειρα του Μουσταφά, το οποίο προσεγγίζει περισσότερο τη μυθοπλασία, συνδέει τον σκηνοθέτη με την παιδική του ηλικία και την καταγωγή του πατέρα του. «Ο πατέρας μου ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος. Έφυγε νεαρός από Κωνσταντινούπολη, πήγε στις ΗΠΑ και σε ηλικία 22 ετών κατείχε διδακτορικό τίτλο. Πάντα ήμουν στη σκιά του, πάντα προσπαθούσε να μου ‘’περάσει’’ όλα όσα ήταν. Θυμάμαι ότι στην πρώτη δημοτικού με ξυπνούσε στις 5 το πρωί και μέχρι να φτάσει η ώρα να πάω στο σχολείο, μου έκανε μάθημα για να μου μάθει θέατρο, αστρονομία, φυσική κλπ. Τον έχασα σε ηλικία 14 ετών και όταν ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πράγματα δεν τον είχα κοντά μου. Έτσι πήγα στην Τουρκία για να καταλάβω τι είχε μέσα του, πώς μεγάλωσε. Δεν είχα άλλο τρόπο να μιλήσω μαζί του. Και επειδή η παιδική ηλικία είναι η γλύκα, η καραμέλα, το γλύκισμα, βρήκα ένα εργαστήρια μπακλαβατζήδων όπου τα παιδιά από 10 χρονών μαθαίνουν την τέχνη του πατέρα τους. Συνάντησα καταπληκτικούς ηθοποιούς - στην πραγματικότητα δεν είναι ηθοποιοί, και άρα δεν γίνεται να τους πεις ‘’ξαναπές το’’, δεν είχαν κανέναν γραπτό διάλογο. Όμως ήταν σαν να ήταν συνδεδεμένοι με την κάμερα, ειδικά ο θείος του Μουσταφά», εξήγησε ο σκηνοθέτης. Το ντοκιμαντέρ Τα γλυκά όνειρα του Μουσταφά προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου. «Το συγκεκριμένο φεστιβάλ είναι πολύ λιγότερο φιλικό από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που έχει διαφορετική αύρα… Εδώ μπορεί να συναντήσεις 10.000 ανθρώπους. Στο Βερολίνο υπάρχει μια γιγάντια βιομηχανία, αλλά μπορεί να μην συναντήσεις παρά... τον εαυτό σου και μερικούς δημοσιογράφους. Οι αίθουσες τεράστιες, χωράνε 1200 άτομα και πρέπει να πω ότι το μεγαλύτερο δώρο για μένα ήταν όταν στο Q &A ο κόσμος δεν ήθελε να φύγει», παρατήρησε ο κ. Αμπάζογλου. Μαζί με τον σκηνοθέτη στο Βερολίνο βρέθηκε και ο πρωταγωνιστής του, ο Μουσταφά, ο οποίος ταξίδεψε για πρώτη φορά εκτός Τουρκίας και, όπως σχολίασε ο σκηνοθέτης, «ένιωθε σαν να ήταν σταρ, παντού φώναζαν το όνομά του».
Ο κ. Αμπαζόγλου ρωτήθηκε από το κοινό σχετικά με την οικονομική κρίση και το πώς τη βλέπει ο ίδιος, με την απόσταση του Έλληνα της διασποράς. «Αυτό που ζούμε εδώ και δυο χρόνια, με τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, συνέβη και αλλού, στη Γαλλία, στη Γερμανία… Μόνο που εκεί έγινε μέσα σε διάστημα 20 ετών, ενώ εδώ γίνεται μέσα σε μόλις ένα – δυο χρόνια, γι’ αυτό και το αισθανόμαστε πιο βίαια», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Και συμπλήρωσε: «Το πιο σημαντικό που συμβαίνει είναι η διάλυση του μοντέλου κράτους-έθνους. Μέχρι τώρα είχαμε μια εθνική οικογένεια και νομίζαμε ότι μπορούσαμε να ελέγχουμε το μέλλον μας, εκλέγοντας τους πολιτικούς - καλούς ή κακούς δεν έχει σημασία. Η Ελλάδα σήμερα είναι στο δοκιμαστικό σωλήνα, προκειμένου να διαπιστωθεί πώς θα ‘’σπάσει’’ εντελώς αυτό το μοντέλο, για να μην μπορούμε να ελέγχουμε δημοκρατικά αυτούς που παίρνουν αποφάσεις. Οι αποφάσεις παίρνονται αλλού, από ανθρώπους χωρίς όνομα, από κέντρα εξουσίας αόρατα και οι πολιτικοί είναι απλώς μαριονέτες. Να πετάξουμε πέτρες… αλλά σε ποιον; Να κάψουμε τράπεζες; Και; Ξέρουμε ούτως ή άλλως ότι οι αποφάσεις θα παίρνονται από αλλού, όχι από αυτούς που ψηφίζουμε».
Στην ταινία του Καλημέρα κύριε Μάρσαλ ο σκηνοθέτης αποτύπωσε την προσπάθεια αναδόμησης της Ελλάδας, που είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως υπογράμμισε ο ίδιος: «Η Ελλάδα ήταν η χώρα που καταστράφηκε πιο πολύ από όλες τις χώρες της Ευρώπης και στη συνέχεια με τον εμφύλιο. Η χώρα μας ξαναφτιάχτηκε με ένα πολύ παράξενο τρόπο, ο καπιταλισμός χτίστηκε εδώ με βάση ένα πολύ ιδιαίτερο μοντέλο». Όσο για το σήμερα, ο κ. Αμπάζογλου τόνισε ότι η ανασύνταξη θα έλθει «μόνο όταν ξεχάσουμε την τρομοκρατία που αισθανόμαστε. Φανταστείτε έναν συνταξιούχο των 500 ευρώ: του λένε ‘’δώσε μας τα 100 ευρώ’’, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του τα παίρνουν. Γλιστράμε προς μια σκλαβιά της οικονομίας». Απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο φταίνε για αυτή την κατάσταση οι ίδιοι οι πολίτες, ο δημιουργός παρατήρησε: «Δεν θέλω να πω ότι φταίμε, δεν είμαι εγώ ο δικαστής να πω ποιος ο καλός ο κακός, να δικάσω και να τιμωρήσω, ωστόσο είχαμε κάπως ξεφύγει». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Κάποια στιγμή είχαμε χάσει το μέτρο, είχαμε γίνει φοβεροί και τρομεροί, κερδίσαμε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, κάναμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες… Είναι καλό να αισθάνεσαι περήφανος για τη χώρα σου, αλλά χάσαμε το μέτρο και αρχίσαμε να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, με πανάκριβα αυτοκίνητα, βίλες, πισίνες… Βέβαια, αυτό συνέβη μετά από 50 χρόνια μιζέριας και η ‘’τιμωρία’’ είναι για αυτά τα λίγα παραπάνω. Και επειδή κανείς δεν καταλαβαίνει την ‘’τιμωρία’’ μας, γι’ αυτό και αισθανόμαστε τρομοκρατημένοι, φοβόμαστε για το πώς θα επιβιώσουμε, πώς θα πληρώσουμε τα χρέη μας. Αν φύγει από το μυαλό μας αυτή η τρομοκρατία, τότε θα σταθούμε στα πόδια μας και θα βρούμε λύσεις».

KOYBENTIAZONTAΣ 11/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012 με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Νάταλι Γιοχάνα Χάλα (Υπήρχε και η Γκαέλ), Στιβ Λίκταϊγκ (Κοινό μυστικό), Ήρας Ντίκα (Σταυρούλα) και της σεναριογράφου Νοεμί Ουάις (Καμηλιέρηδες της ερήμου), οι ταινίες των οποίων προβάλλονται στο διεθνές πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης.
Στη συζήτηση αρχικά οι παρευρισκόμενοι τοποθετήθηκαν σχετικά με τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στο δημιουργό και τον πρωταγωνιστή του έργου, καθώς και το κατά πόσο οι ίδιοι επηρεάζονται συναισθηματικά. «Συνδέομαι με τους πρωταγωνιστές μου και υποφέρω μαζί τους», παραδέχτηκε η Νοεμί Ουάις. Η ταινία Καμηλιέρηδες της ερήμου εστιάζει σε παιδιά που πέφτουν θύματα παράνομης διακίνησης με σκοπό να εργαστούν ως αναβάτες σε καμηλοδρομίες στη Μέση Ανατολή, ενώ στις σχολές εκπαίδευσης υφίστανται συστηματική κακοποίηση. «Τους έκαναν ενέσεις με ορμόνες για να μη μεγαλώσουν. Παιδιά 15 ετών έμοιαζαν με 7 χρονών. Σου σπάραζε την καρδιά να τα βλέπεις. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι αντικειμενικός, γιατί για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, μοιραία έρχεσαι πολύ κοντά μαζί τους. Νιώθεις υπεύθυνος που υποφέρουν, όταν σου αφηγούνται τα όσα πέρασαν, αλλά τελικά υπάρχει μια θεραπευτική πλευρά σε όλο αυτό. Έστω κι ένας από τους ήρωές σου να νιώσει έτσι, είναι μεγάλο κέρδος», υπογράμμισε η κ. Ουάις. Μιλώντας για τις συνθήκες παραγωγής του ντοκιμαντέρ, η ίδια εξήγησε ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έπρεπε να περάσει από ανάκριση και να δώσει εξηγήσεις για το τι κάνει στη χώρα και ποιος είναι ο σκοπός της ταινίας της. «Κατάγομαι από την Αργεντινή και αυτό μου θύμισε τις ημέρες της δικτατορίας στη χώρα μου», σχολίασε σχετικά η κ. Ουάις.
Για τον Στιβ Λίκταϊγκ «όλες οι ταινίες αποτελούν μια διαδικασία αυτοανακάλυψης και θεραπείας, αφού στο τέλος της διαδικασίας μεταβαίνεις σε ένα άλλο επίπεδο». Στο ντοκιμαντέρ του Κοινό μυστικό, πάντως, το στοιχείο της αυτογνωσίας είναι πιο έντονο, καθώς η ταινία αφηγείται την προσωπική του ιστορία. Στα 18 του ανακάλυψε ότι οι θετοί γονείς του ήταν στην πραγματικότητα οι παππούδες του, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή του ήταν στα αλήθεια η βιολογική του μητέρα. Αυτό το μυστικό το γνώριζε όλος ο περίγυρός του - φίλοι και γνωστοί - εκτός από τον ίδιο. Ως δημοσιογράφος ραδιοφώνου, ο Στιβ Λίκταϊγκ αντιμετώπισε την ιστορία σαν ρεπόρτερ. «Ήταν σαν να έκανα συνέντευξη με αγνώστους, έκανα σαν να μην ξέρω τίποτα και στην πραγματικότητα δεν ήξερα. Με ρωτούσαν γιατί δεν έβαλα πιο πολύ συναίσθημα, πιο πολλά δάκρυα στην ταινία. Ωστόσο, εγώ δεν είμαι έτσι, επομένως δεν θα ήταν αυθεντικό το φιλμ. Στην ταινία μου, τα συναισθήματα ‘’κοχλάζουν’’ κάτω από την επιφάνεια», τόνισε ο σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Δεν κατηγόρησα κανέναν από τους δικούς μου, τους ρώτησα απλώς για τη ζωή τους με σεβασμό και εντιμότητα. Νομίζω ότι η ταινία ήταν ένα δώρο: τους έδωσα την ευκαιρία να πουν την αλήθεια τους χωρίς να νιώθουν ότι τους δικάζω, ότι πρέπει να απολογηθούν».
Με τη σειρά της, Νάταλι Γιοχάνα Χάλα επεσήμανε: «Δεν ξέρω αν τελικά με ‘’διαλέγουν’’ οι ταινίες μου. Πάντα οι θεατές μου λένε ότι στις ταινίες μου κλαίνε». Το ντοκιμαντέρ της Υπήρχε και η Γκαέλ αφηγείται μια συγκινητική ιστορία με επίκεντρο μια ομάδα ισπανών διασωστών που συμμετείχαν σε αποστολή διάσωσης στην Αϊτή, μετά το σεισμό. «Δίνω στους πρωταγωνιστές μου τη δυνατότητα να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους και νομίζω ότι τα συναισθήματα είναι πιο σημαντικά από το ίδιο το θέμα του ντοκιμαντέρ. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να σεβαστώ τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, κρατώντας μια απόσταση με την κάμερα, ώστε να μη διαταράξω τη διαδικασία της λύτρωσης. Προσωπικά, πάντως, η εμπειρία αυτή με έκανε πιο δυνατή γιατί κατέγραψα δυνατές μαρτυρίες», τόνισε η κ. Χάλα.

Το ντοκιμαντέρ Σταυρούλα της Ήρας Ντίκα προβάλλεται στην ενότητα «Πορτραίτα» του 14ου ΦΝΘ και εστιάζει στη ζωή μιας ηλικιωμένης γυναίκας, αναδεικνύοντας τις στιγμές εκείνες που προκαλούν το στοχασμό του θεατή σε σχέση με το γήρας, το χρόνο και τη μνήμη. «Γνώριζα τη Σταυρούλα και πριν κάνω την ταινία, εξαιτίας της στενής σχέσης που είχε με την μητέρα μου. Όταν γύριζα το ντοκιμαντέρ, πραγματικά το διασκέδασα, ενώ ξαναβλέποντας το υλικό στο μοντάζ ανακάλυψα και άλλα πράγματα για τη γυναίκα αυτή», ανέφερε η σκηνοθέτιδα. Και συμπλήρωσε: «Η Σταυρούλα είναι μια ηλικιωμένη που μοιάζει σε πολλά με παιδί. Σκοπός μου ήταν μέσα από την ιστορία της να μιλήσω για την ίδια τη ζωή, για το πώς είναι να χάνεις τις αναμνήσεις μιας ζωής που έζησες και πώς βλέπεις τους άλλους ανθρώπους που γερνάνε».
Στη διαδικασία κινηματογράφησης μιας ανθρώπινης ιστορίας ανακύπτει πάντα το θέμα των ορίων και της ηθικής υποχρέωσης του δημιουργού απέναντι στον πρωταγωνιστή του και στην ίδια την ταινία. Η Νοεμί Ουάις «θυσίασε» σκηνές για να προστατεύσει τους ήρωές της. «Τα παιδιά μιλούσαν πολύ ανοιχτά, αλλά αποφασίσαμε να μην θίξουμε το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης. Δεν θέλαμε να καταπιαστούμε με τέτοιες λεπτομέρειες, όχι γιατί ήταν θέμα ταμπού, αλλά δεν υπάρχει λόγος για να βγάλεις το δράμα και το δάκρυ, το κοινό καταλαβαίνει. Κάποτε έκανα ένα φιλμ για την οικογενειακή βία, αλλά δεν δείξαμε τις γυναίκες με μελανιές, τις δείξαμε όμορφες γιατί είχαν τη δύναμη να πουν την ιστορία τους στο φακό. Όταν οι χρηματοδότες της ταινίας ζητούν δράμα, πρέπει να ξέρουμε μέχρι που να θέσουμε τα όρια και πόσο να αφήσουμε την ιστορία να ξεδιπλωθεί από μόνη της και να οδηγήσει τον θεατή», υπογράμμισε η κ. Ουάις.
Ο Στιβ Λίκταϊγκ βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα των ηθικών ορίων, αφού κινηματογράφησε μέλη της οικογένειάς του. «Νιώθεις ότι στην πραγματικότητα εκμεταλλεύεσαι τις ιστορίες τους. Κάποια στιγμή η βιολογική μου μητέρα είπε στη θετή μου μητέρα πράγματα που δεν ήθελε να ακουστούν. Αποφάσισα να τα χρησιμοποιήσω, όχι απλώς για να προσθέσω δράμα. Ήταν καλό για την ταινία να συμπεριλάβω τον συγκεκριμένο διάλογο, γιατί έδειχνε την αλλαγή στην ιστορία», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Από την πλευρά της, η Ήρα Ντίκα σκεφτόταν εάν θα έπρεπε να δείξει τις σκηνές όπου η Σταυρούλα ήταν γυμνή στο μπάνιο. «Τελικά έπρεπε, γιατί δεν ήταν ένα φιλμ για τη Σταυρούλα, αλλά για όλους τους ηλικιωμένους ανθρώπους», είπε η σκηνοθέτιδα.
Ένα ακόμη μείζον ζήτημα για τους δημιουργούς είναι και η χρηματοδότηση. «Κάθε φιλμ είναι ένα θαύμα. Όταν με ρωτούν, λέω ότι κάνω παραγωγή σε όνειρα! Τελικά δεν ξέρεις ποτέ από πού θα σου έρθει η χρηματοδότηση», ανέφερε η Νοεμί Ουάις, η οποία αφηγήθηκε μια προσωπική ιστορία: «Μια φίλη μου έκανε ένα ντοκιμαντέρ για τη θρησκεία και πήγα στο γύρισμα που έκανε σε μια εκκλησία. Εκεί, έπιασα κουβέντα με έναν κύριο, ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν ο ιερέας. Του μίλησα για την ταινία που γύριζα τότε και μετά από 10 μέρες, έλαβα ένα φάκελο με ένα σημείωμα που έλεγε ότι τον συγκίνησα κι ένα τσεκ με χρήματα που συγκέντρωσε από τα μέλη της ενορίας». Με τη σειρά του, ο Στιβ Λίκταϊγκ χρησιμοποίησε διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, από την πιστωτική του κάρτα μέχρι το crowd funding. Βρήκε χρήματα μέσω του site www.kickstarter.com , ενώ επίσης είχε σημαντική βοήθεια από το ίδρυμα Rosenthal. «Αυτή η γυναίκα ήταν σαν φύλακας άγγελος για μένα, βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης για την επικεφαλής του ιδρύματος. Για την Νάταλι Γιοχάνα Χάλα «η χρηματοδότηση δεν ήταν θέμα», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, καθώς το πρώτο της φιλμ έγινε με τον χαμηλότερο προϋπολογισμό, ενώ και το δεύτερο ήταν low budget, παρόλο που είχε δύο συμπαραγωγούς. Όσο για την Ήρα Ντίκα, η Σταυρούλα, πρώτη της σπουδαστική ταινία ήταν σχεδόν no budget. «Δεν ξέρω τίποτα για τις δυσκολίες της χρηματοδότησης, μιας και δεν υπήρχε εξαρχής τέτοιο θέμα», επεσήμανε η δημιουργός.
Η συζήτηση εστίασε και στο γεγονός ότι τα κινηματογραφικά φεστιβάλ αποτελούν για τους δημιουργούς ένα φιλόξενο κανάλι επικοινωνίας με το κοινό. «Τα φεστιβάλ δίνουν μια εκπληκτική ευκαιρία να έρθεις σε επαφή με ένα κοινό που αγαπά τα ντοκιμαντέρ, να δυναμώσεις τη φωνή σου, προβάλλοντας αυτό που κάνεις. Ένα ‘’ναι’’ για συμμετοχή σε φεστιβάλ μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή», ανέφερε χαρακτηριστικά η Νοεμί Ουάις. «Τα φεστιβάλ λειτουργούν πολύ θετικά, μου μεταδίδουν την ανταπόκριση του κοινού και μου δίνουν τη δύναμη να συνεχίσω. Και μόνο για αυτό το ‘’ναι’’ αξίζει να παίρνεις δέκα ‘’όχι’’», πρόσθεσε η Νάταλι Γιοχάνα Χάλα. «Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μου αρέσει το πόσο πολύ σεβασμό δείχνετε στους δημιουργούς. Βλέπω ότι αξίζει τον κόπο να κάνω και δεύτερη ταινία», σχολίασε από την πλευρά του ο Στίβ Λίκταϊγκ. «Θέλαμε να είμαστε περήφανοι για την ταινία που θα παρουσιάζαμε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, γιατί είναι ο σημαντικότερος θεσμός για τη χώρα», δήλωσε, τέλος, η Ήρα Ντίκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: