ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 9-18 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ / ΠΛΟΥΣΙΟ ΒΟΥΝΟ, ΠΛΟΥΣΙΑ ΓΗ /
OYTE ΚΟΚΑΛΑ ΟΥΤΕ ΠΕΤΣΑ: ΜΙΑ ΡΟΚ ΜΠΑΝΤΑ ΕΝ ΠΛΩ / ΤΡΑΝΣ


Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν τη Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μάγκνους Γκέρτεν (Το λιμάνι της ελπίδας), Χουάν Βαγιέχο (Πλούσιο βουνό, πλούσια γη), Ίνγκβαρ Α. Θόρισον (Ούτε κόκαλα ούτε πέτσα: Μια ροκ μπάντα εν πλω) και Κρις Άρνολντ (ΤΡΑΝΣ), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Το ντοκιμαντέρ Το λιμάνι της ελπίδας του Μάγκνους Γκέρτεν πραγματεύεται τη διάσωση από το σουηδικό Ερυθρό Σταυρό χιλιάδων εβραίων που βρήκαν καταφύγιο στο λιμάνι του Μάλμε, αφού έφυγαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσον αφορά στη συγκέντρωση του υλικού του, ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Οφείλω να πω ότι ο πατέρας μου έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση της ταινίας. Όταν ήταν 15 χρονών και βρισκόταν στο λιμάνι του Μάλμε, της γενέτειράς μου, είδε τα πλοία να καταφτάνουν εκεί με χιλιάδες ανθρώπους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και πάντα μου έλεγε “πρέπει να κάνεις μια ταινία για αυτό”. Μετά ανακάλυψα ότι το Σουηδικό Εθνικό Κινηματογραφικό Αρχείο διέθετε υλικό για την αιχμαλωσία και τη διάσωση αυτών των ανθρώπων, ενώ περιέργως εντόπισα και υλικό διάρκειας 45’ στα επίκαιρα, τα οποία συνήθως δεν φυλάσσονται». Ωστόσο, ο σκηνοθέτης συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να ανακαλύψει ποιοι ήταν οι άνθρωποι που εμφανίζονταν σε αυτά τα αρχειακά πλάνα. «Πίστεψα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, αλλά ο πατέρας μου προσφέρθηκε να βοηθήσει και επί μήνες εξέτασε τις λίστες επιβατών, ανακαλύπτοντας στοιχεία». Μιλώντας για τις αντιδράσεις των ατόμων που πλησίασε, ο σκηνοθέτης είπε: «Ήταν σοκαριστικό για αυτούς. Το κορίτσι, η Ιρένε, δεν συζητούσε ποτέ αυτό το θέμα με τη μητέρα της και όσα θυμόταν δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν πραγματικές αναμνήσεις. Μια μέρα της έδειξα το υλικό από την άφιξή της στη Σουηδία και κατά ένα τρόπο έπρεπε να της αποδείξω ότι βρέθηκε εκεί. Αντίστοιχα συμβάντα υπήρξαν και με άλλους». Ο σκηνοθέτης τόνισε την πολυπλοκότητα του θέματος της απελευθέρωσης αυτών των ανθρώπων: «Έρχεται η στιγμή που απελευθερώνονται από τα στρατόπεδα και ξεκινούν μια νέα ζωή, όμως ακόμα βασανίζονται από το τι συνέβη και ίσως να μην μπορέσουν ποτέ να το αφήσουν πίσω τους. Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που ήθελα να απαντήσω στην ταινία». Σχετικά με τη συγκινητική σκηνή δύο φίλων που ξανασυναντιούνται, ο κ. Γκέρτεν εξήγησε: «Ο Στιγκ ήταν τότε 15 χρονών, εργαζόταν ως εθελοντής φροντίζοντας αυτούς που έφταναν στο Μάλμε και έτσι έγινε φίλος με τον Τζο, που ήταν επιζήσας. Το 1945 πέρασαν μαζί δύο βδομάδες, αλλά θυμούνταν αυτό το γεγονός σε όλη τους τη ζωή. Τους έφερα αρχικά σε τηλεφωνική επαφή και έπειτα ήρθαν και οι δύο στην πρεμιέρα της ταινίας στη Σουηδία. Παράλληλα ήρθε και η Ιρένε από το Γιοχάνεσμπουργκ και συναντήθηκαν όλοι. Κινηματογραφήσαμε τη βραδιά και μάλιστα το υλικό βρίσκεται στο bonus του dvd της ταινίας».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης Ίνγκβαρ Α. Θόρισον, δημιουργός του ντοκιμαντέρ Ούτε κόκαλα ούτε πέτσα: Μια ροκ μπάντα εν πλω, με θέμα ένα ισλανδικό μουσικό γκρουπ το οποίο αποτελείται από επαγγελματίες ψαράδες. «Αρχικά άκουσα ένα τραγούδι τους στο ραδιόφωνο στο Ρέικιαβικ και θέλησα να τους βρω, πράγμα που κατάφερα εύκολα», σημείωσε ο κ. Θόρισον. Ο ίδιος εξήγησε σχετικά με το θέμα της ταινίας του: «Το 40% των εξαγωγών της Ισλανδίας είναι ψάρια, συνεπώς αυτός ο τομέας είναι πολύ σημαντικός για την οικονομία, ωστόσο ποτέ κανείς δεν έκανε μια ταινία για τη ζωή των ψαράδων. Μου φάνηκε καλή ιδέα να κάνω ένα τύπου ρεπορτάζ και με αφορμή τη μουσική να μπω στον κόσμο τους και να πω την ιστορία τους», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος παρατήρησε ότι έχουν αλλάξει πολλά όσον αφορά στο ψάρεμα στην Ισλανδία: «Πριν από είκοσι με τριάντα χρόνια υπήρχαν περισσότερα πλοία, ενώ τώρα υπάρχουν λιγότερα αλλά μεγαλύτερα. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Πριν από δύο χρόνια ήταν η πρώτη χρονιά που δεν είχαμε ατυχήματα στις ψαρόβαρκες, ενώ φέτος χάθηκαν τρεις ζωές. Τα μεγάλα πλοία καταστρέφουν τους κοραλλιογενείς υφάλους γύρω από την Ισλανδία, ωστόσο από την άλλη μεριά υπάρχει έλεγχος και δεν γίνεται υπεραλίευση». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο σκηνοθέτης δεν παρέλειψε να σχολιάσει την ελληνική πραγματικότητα, λέγοντας: «Στην Ισλανδία τρέφουμε μεγάλη συμπάθεια για τους Έλληνες. Να σημειώσω ότι ο πρώην πρωθυπουργός μας μαζί με τέσσερις υπουργούς βρίσκεται υπόδικος για 100 υποθέσεις διαφθοράς και όμως ακόμα κατέχει χρήμα και δύναμη να επηρεάζει τα ΜΜΕ, παρά τα σκάνδαλα που έχουν γίνει».
Αμέσως μετά, πήρε το λόγο ο Χουάν Βαγιέχο, σκηνοθέτης της ταινίας Πλούσιο βουνό, πλούσια γη, ενός ντοκιμαντέρ ανθρωπολογικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα, με επίκεντρο τα ορυχεία της Βολιβίας. «Η παραγωγή της ταινίας υπήρξε μια αποκάλυψη για μένα. Μεγάλωσα στην Κολομβία και πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία για τις Άνδεις. Είναι σημαντικό ότι η κουλτούρα των αυτοχθόνων Ινδιάνων έχει μείνει σχεδόν άθικτη. Όταν εργαζόμουν, ενώ σπούδαζα, σε ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη βρήκα ένα βιβλίο με φωτογραφίες από τη ζωή στην περιοχή Σέρο Ρίκο όπου διαδραματίζεται η ταινία, και με αυτή την αφορμή μου ήρθε η ιδέα», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Υπάρχει υπερεκμετάλλευση του Σέρο Ρίκο εδώ και τουλάχιστον 500 χρόνια. Η πεδιάδα Σαλάρ ντε Ουγιούνι διαθέτει αποθέματα λιθίου και είναι σαν μια υπόσχεση πλούτου για το μέλλον». Μιλώντας για τους κατοίκους της περιοχής, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε: «Η ζωή των ανθρακωρύχων είναι πολύ σκληρή. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πού πηγαίνει όλος αυτός ο πλούτος και ποιοι τον εκμεταλλεύονται. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος». Σχετικά με τις τεχνικές δυσκολίες που αντιμετώπισε στα γυρίσματα ο σκηνοθέτης τόνισε: «Η περιοχή όπου κάναμε γυρίσματα βρίσκεται σε υψόμετρο 4.300 μέτρων και επομένως είναι δύσκολο να αναπνεύσεις. Δεν ήμουν προετοιμασμένος ψυχολογικά να αντιμετωπίσω τέτοιες συνθήκες. Κουβαλάς εξοπλισμό, υπερ-οξυγονώνεσαι από την προσπάθεια να αναπνεύσεις, μερικές μέρες δεν άντεχα να κατέβω». Κλείνοντας, ο σκηνοθέτης εξέφρασε τον σεβασμό τους για τους ανθρακωρύχους: «Θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Έχουν πλήρη επίγνωση των συνθηκών ζωής τους, είναι πολύ έξυπνοι αλλά δεν έχουν επιλογή, λόγω της βαθιάς ύφεσης της οικονομίας. Δεν θα ήθελαν το ίδιο μέλλον για τα παιδιά τους, αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμα εξακολουθούν να δουλεύουν και μικρά παιδιά στα ορυχεία».
Μια αποκαλυπτική ματιά στην κοινότητα των διεμφυλικών ατόμων και των ατόμων που βρίσκονται στη διαδικασία μετάβασης φύλου, αποτυπώνει στο ντοκιμαντέρ ΤΡΑΝΣ ο σκηνοθέτης Κρις Άρνολντ. «Στην ταινία θέλαμε να δείξουμε τις ζωές πολλών και διαφορετικών διεμφυλικών, ηλικίας από 7 έως και άνω των 50 ετών. Η εμπειρίες των ανθρώπων αυτών ήταν εντελώς διαφορετικές, ανάλογα με την εποχή που μεγάλωσαν. Ίσως είναι ένα θέμα ταμπού, ίσως όμως απλώς επειδή δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα για αυτό, δεν ξέρουμε τι σημαίνει να είσαι διεμφυλικός και τι αισθάνονται αυτά τα άτομα. Έχουμε ο καθένας τη δική του διαστρεβλωμένη εικόνα και άποψη», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. «Με την ταινία θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα δεσμό μεταξύ των διεμφυλικών ατόμων και του κοινού. Είναι ασυνήθιστοι και υπέροχοι άνθρωποι, που ονειρεύονται μια φυσιολογική ζωή. Είναι θαρραλέοι, αγωνίζονται και περνούν πολλές δυσκολίες για να γίνουν αυτό που είναι, ενώ όλοι γύρω τους τούς λένε ότι πρέπει να είναι κάποιος άλλος», συμπλήρωσε ο δημιουργός. Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό που συνέβη μετά την προβολή της ταινίας του στο 14ο ΦΝΘ. «Με πλησίασε ένα αγόρι, ο Tζέημς, ο οποίος μόλις είχε πει στην οικογένειά του ότι είναι διεμφυλικός. Ένας ήρωας της ταινίας, ο Κρις, ήταν ακριβώς στην ίδια φάση. Ο Κρις έμενε στο Λος Άντζελες και προσπαθήσαμε να τον στηρίξουμε, μιλήσαμε στους γονείς του οι οποίοι δεν ήξεραν τίποτα. Μας ρώταγαν “ποιο είναι το πρόβλημα με την Κριστίνα;” και εμείς απαντούσαμε ότι θέλει να τον λένε Kρις. Πρόσφατα ο Κρις μου έστειλε ένα γράμμα που έλεγε πόσο τον βοήθησα να αλλάξει τη ζωή του. Ο Τζέημς μένει στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο θα προσπαθήσουμε να τον βοηθήσουμε. Η οργάνωση W Path στηρίζει διεμφυλικά άτομα και θα ψάξουμε να βρούμε συμβούλους και στην Ελλάδα. Ο Τζέημς μόλις ξεκινά το ταξίδι του».

ΚΟΡΗ / ΜΙΣΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ/ ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ ΓΙΟΣ


Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν τη Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαρία Πας Γκονσάλες (Κόρη), Καρίμ Ελ Χακίμ (Μισή Επανάσταση) και Τόνι Ασημακόπουλος (Καλότυχος γιος), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Στην ταινία Κόρη η Μαρία Πας Γκονσάλες αποτυπώνει την προσωπική της ιστορία, κατά την οποία μαζί με τη μητέρα της διασχίζουν τη Χιλή αναζητώντας ένα συγγενή που δεν γνωρίζουν. Η σκηνοθέτιδα εξήγησε σχετικά: «Ως ένα σημείο το να παρουσιάσεις μια προσωπική ιστορία είναι αρκετά περίπλοκο. Ωστόσο, προσπάθησα να ξεπεράσω το προσωπικό στοιχείο και να δημιουργήσω μια αφήγηση η οποία τελικά είναι παγκόσμια. Έπρεπε να φτάσω σε εκείνο το σημείο όπου αυτό που θα παρουσιάσω να είναι κάτι περισσότερο από τη δική μου ιστορία, και αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι». Αναφερόμενη στο διπλό της ρόλο, δηλαδή μπροστά και πίσω από την κάμερα, η δημιουργός σχολίασε: «Είναι περίπλοκο να είσαι ο βασικός χαρακτήρας και αυτός που σκηνοθετεί. Η βασική δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει να ξεχωρίσεις τους δύο ρόλους, από τη μια τον ήρωα και από την άλλη τις σκηνοθετικές οδηγίες που θέλεις να δώσεις στον ίδιο το χαρακτήρα. Πρόκειται για μια δύσκολη ‘’μάχη’’ και έγκειται στην κατανόηση των δύο ιδιοτήτων. Οφείλεις να ξεπεράσεις τη μυθοπλασία για να την παραλληλίσεις με τα παρασκήνια της διαδικασίας. Αυτό που προσπάθησα να κάνω γενικότερα, πάντως, ήταν να μετατρέψω την ταινία σε μια εμβάθυνση στο γενικότερο θέμα της αναζήτησης της καταγωγής μας». Σχολιάζοντας τις συγκεκριμένες σκηνοθετικές επιλογές της, η ίδια εξήγησε: «Ενώ προέκυπταν όλα αυτά τα δύσκολα συναισθήματα σε προσωπικό επίπεδο σε σχέση με τη μητέρα μου, δεν επέλεξα να χρησιμοποιήσω ούτε voice over ούτε συνεντεύξεις μέσα στην ταινία, κάτι που έκανε τη διαδικασία ακόμη πιο έντονη».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Καρίμ Αλ Χακίμ, ο οποίος μαζί με τον Ομάρ Σαργκαουΐ σκηνοθέτησαν το ντοκιμαντέρ Μισή επανάσταση, όπου καταγράφουν την καθημερινότητά τους όπως τη βίωσαν στην έκρηξη της αιγυπτιακής επανάστασης. Σχετικά με το αρχικό κίνητρο των δυο σκηνοθετών, ο κ. Χακίμ υπογράμμισε ότι η ταινία προέκυψε σχεδόν τυχαία. «Αρχικά, θέλαμε να βγούμε στο δρόμο, να αποτυπώσουμε τι συμβαίνει και ίσως ενδόμυχα να τραβήξουμε υλικό που δεν μπορούσαν να βρουν οι δημοσιογράφοι και έπειτα να το ανεβάσουμε στο διαδίκτυο. Όταν η πρόσβαση στο διαδίκτυο διακόπηκε, αυτός ο σκοπός χάθηκε. Έτσι, συνεχίσαμε να μαγνητοσκοπούμε ανώνυμους ανθρώπους στο δρόμο, καθώς και συζητήσεις με την οικογένεια και τους φίλους μας». Ο σκηνοθέτης παρατήρησε ως προς τη διαμόρφωση της αφήγησης ότι ενώ κινηματογραφούσε τι συμβαίνει γύρω του, σύντομα συνειδητοποίησε πως έπρεπε να συνυφάνει αυτές τις διαφορετικές ιστορίες, δηλαδή την οικογενειακή ζωή και τη δημόσια. «Έξω γίνονταν μάχες. Δεν είχαμε πρακτικά την πολυτέλεια να αναζητήσουμε χαρακτήρες πέρα από τον εαυτό μας», υπογράμμισε ο κ. Χακίμ. Και πρόσθεσε: «Προσπαθούσα να παρακολουθώ τις ανθρώπινες αντιδράσεις, την αμφιθυμία, τα συναισθήματα στο σπίτι μου και στο δρόμο, αλλά δεν είχαμε πλήρη εικόνα του πράγματος μέχρι να συγκεντρώσουμε είκοσι με τριάντα ώρες υλικού. Η ταινία προέκυψε στο μοντάζ, όπου έπρεπε να βρούμε πως συσχετίζονται οι πιο σημαντικές σκηνές στο σπίτι και στο δρόμο». Ο σκηνοθέτης δήλωσε αισιόδοξος για το μέλλον της Αιγύπτου, καθώς, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι και η χώρα έχουν αλλάξει ριζικά. Όσον αφορά στον τίτλο της ταινίας, ο ίδιος παρατήρησε: «Ο τίτλος υπονοεί ότι η επανάσταση δεν έχει τελειώσει. Ο Μουμπάρακ έπεσε, αλλά το καθεστώς είναι εκεί. Κατά μια έννοια, ο τίτλος δείχνει στο δυτικό κοινό ότι η επανάσταση δεν έχει τελειώσει, σε αντίθεση με τον τρόπο που παρουσιάζουν το θέμα τα δυτικά ΜΜΕ. Προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε τη Δύση και να δείξουμε την ανάγκη να υποστηριχτούν οι μεταρρυθμίσεις, να ανοίξουμε ένα διάλογο για τη σχέση της Δύσης με την Αίγυπτο». Επιπλέον, κατά την άποψη του σκηνοθέτη «οι ξένες παρεμβάσεις δημιούργησαν κατά μια έννοια τον Μουμπάρακ και είναι συνυπεύθυνες. Νομίζω ότι χρειάζεται να προχωρήσουμε και να σκεφτούμε σε βάθος για τις σχέσεις της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, η οποία πρέπει να αλλάξει».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Τόνι Ασημακόπουλος, η ταινία Καλότυχος γιος του οποίου αποτυπώνει την ιστορία της οικογένειάς του και είναι αφιερωμένη στους γονείς του. Μιλώντας για την απόφασή του να μοιραστεί κάτι τόσο προσωπικό, ο σκηνοθέτης επεσήμανε: «Αρχική μου πρόθεση ήταν να τιμήσω κατά μια έννοια τους γονείς μου για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τον εθισμό μου στα ναρκωτικά, πριν από αρκετά χρόνια. Ήθελα να διηγηθώ αυτή την ιστορία και να τελειώνω, ωστόσο όταν ξεκίνησα να μαγνητοσκοπώ, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να είμαι και εγώ μέσα σε όλο αυτό, ότι δεν μπορούσα απλώς να είμαι αυτός που τους κάνει τις ερωτήσεις. Έτσι προέκυψε μια ταινία για τους τρεις μας και στη συνέχεια, καθώς το ντοκιμαντέρ εξελισσόταν και εγώ επρόκειτο να παντρευτώ, άλλαξε λίγο η ιστορία και μετατοπίστηκε και στο πώς η σχέση μου με τους γονείς μου επηρέαζε και τη σχέση μου με την αρραβωνιαστικιά μου». Ο κ. Ασημακόπουλος σχολίασε επίσης: «Υπήρξε μια δύσκολη μετάβαση από ένα ντοκιμαντέρ για το παρελθόν σε ένα είδους οικογενειακό δράμα - τραγωδία. Η ταινία διαθέτει δύο κυρίαρχα στοιχεία: το ιστορικό σκέλος, με συνεντεύξεις για το παρελθόν, και το οικογενειακό δράμα, που ξετυλίγεται με άξονα στον γάμο μου». Αναφερόμενος στον αντίκτυπο που είχε η ταινία στη ζωή του, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε: «Η διαδικασία αυτή με έφερε πιο κοντά στην οικογένειά μου και τον εαυτό μου. Οι γονείς μου, σαν καλοί Έλληνες γονείς, έκαναν τα πάντα για να με στηρίξουν στη δημιουργία της ταινίας που ήθελα και επίσης πίστευαν πως θα βοηθούσε αν έβλεπαν και άλλοι τον τρόπο που αντιμετώπισαν την κατάσταση». Ωστόσο, ο κ. Ασημακόπουλος δεν παρέλειψε να τονίσει ότι αυτή η διαδικασία ήταν περισσότερο δύσκολη για τη σύζυγό του: «Η Νάταλι υπέφερε περισσότερο από όλους, καθώς επί δύο χρόνια ήμουν με την κάμερα στο χέρι, μαγνητοφωνούσα τηλεφωνήματα, ήταν μια τρέλα. Η σχέση μας δοκιμάστηκε». Κλείνοντας, ο σκηνοθέτης συμπλήρωσε: «Την πρώτη φορά που είδα την ταινία μου σε αίθουσα ήταν στην πρεμιέρα. Αρχικά ανησυχούσα για τις αντιδράσεις των γονιών μου και των δικών μου που ήταν εκεί, όμως χάρηκα και ανακουφίστηκα όταν είδα ότι την απολάμβαναν. Στη συνέχεια, την παρακολούθησα πολλές φορές με κριτική ματιά και - το κυριότερο - είδα τις αντιδράσεις του κοινού και τα συναισθήματα που προκαλούσε. Αυτό με βοήθησε να προχωρήσω».

Δεν υπάρχουν σχόλια: