ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ DOX BOX

Το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα φιλοξένησε την Παγκόσμια Ημέρα DOX BOX, την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012, στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ.

Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ DOX BOX της Συρίας, το οποίο δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί στη χώρα εξαιτίας της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης και διοργανώνεται σε διάφορες χώρες σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η Ντιάνα Ελ Τζεϊρούντι και ο Όργουα Νιράμπια, δύο από τους ιδρυτές του Φεστιβάλ DOX BOX, έδωσαν το παρών στην εκδήλωση του 14ου ΦΝΘ, παρουσιάζοντας δύο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ: το Step By Step του βετεράνου δημιουργού Ουσάμα Μοχάμαντ και το Tournesols ενός νέου σκηνοθέτη που αυτοαποκαλείται Προσωρινά Ανώνυμος. Η είσοδος στις προβολές ήταν ελεύθερη για το κοινό.

Πρώτος πήρε το λόγο ο διευθυντής προγράμματος του Φεστιβάλ DOX BOX, Όργουα Νιράμπια, επισημαίνοντας: «Σήμερα είναι η πρώτη επέτειος της επανάστασης στη Συρία. Σε αυτό τον ένα χρόνο, πάνω από 10.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν έχουμε ούτε το χρόνο ούτε την κατάλληλη διάθεση για να δείξουμε ταινίες στη χώρα μας. Έτσι, αναζητούσαμε έναν τρόπο για να το πετύχουμε και σήμερα, πλέον, πιστεύουμε ότι το να παρουσιάσουμε στον υπόλοιπο κόσμο ταινίες συμπατριωτών μας, αποτελεί την καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να τους δώσουμε. Παράλληλα, επιδιώκουμε να γκρεμίσουμε τα στερεότυπα με βάση τα οποία ο υπόλοιπος κόσμος βλέπει τη Συρία». Ο κ. Νιράμπια συνέχισε κάνοντας μία εισαγωγή για το ντοκιμαντέρ Step by Step του Ουσάμα Μουχάμαντ, για το οποίο σημείωσε: «Αποτελεί μία πολύ προσεκτική ματιά για το πώς φτάσαμε ως εδώ, πώς χάσαμε την ανθρωπιά και τη συμπόνια μας, καθώς διαφθαρήκαμε από τη δύναμη και την στρατιωτική εξουσία. Η ταινία δεν έχει παιχτεί ποτέ στη Συρία, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευε η ζωή του σκηνοθέτη. Παρότι είναι γυρισμένη το 1978, πρόκειται για ένα δείγμα του πώς το στρατιωτικό καθεστώς καταδυναστεύει όλα αυτά τα χρόνια το λαό». Όσο για την ταινία Tournesols, ο κ. Νιράμπια επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Γυρίστηκε τον περασμένο Αύγουστο και από τότε ο ανώνυμος σκηνοθέτης της κρύβεται από τις Αρχές. Παρότι πρόκειται για μια σκληρή ταινία, η πραγματικότητα στη χώρα παραμένει ασύγκριτα σκληρότερη».

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των προβολών, πραγματοποιήθηκε συζήτηση μεταξύ των καλεσμένων και του κοινού. Ο κ. Νιράμπια παρατήρησε την απέχθεια που τρέφουν τα δικτατορικά καθεστώτα για τη μνήμη: «Το καθεστώς Άσαντ ευθύνεται για το ότι δεν έχουμε οπτική μνήμη ως χώρα. Καλά-καλά, δε μπορούμε να ανακαλέσουμε ούτε τη δική του μορφή. Είναι προφανές ότι οι δικτατορίες έχουν μεγάλο πρόβλημα με τη μνήμη και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τη σβήνουν. Αντίστοιχα γεγονότα με τα φετινά είχαμε και το 1982, τότε όμως δεν υπήρχε το youtube. Οι πολίτες πλέον κάνουν ό,τι μπορούν και χειρίζονται τα νέα μέσα έτσι ώστε να επικοινωνούν καλύτερα τόσο μεταξύ τους όσο και με τον έξω κόσμο». Παράλληλα, ο διευθυντής του Φεστιβάλ DOX BOX επικεντρώθηκε στο τραγικό περιστατικό που έλαβε χώρα πριν από λίγες εβδομάδες, όταν ένα τανκ επιτέθηκε κατά μέτωπο στον κύριο όγκο των διαδηλωτών «Δεν νομίζω ότι υπάρχει ανάλογο προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά. Όταν η κατάσταση φτάνει σε τέτοιο σημείο, είναι αναγκαίο να βρεις μία λύση, όσο δύσκολη κι αν είναι, ακόμη και αν είναι προφανές ότι η Δύση δεν έχει καμία διάθεση να παρέμβει στο μακελειό που προκαλεί το καθεστώς Άσαντ», σημείωσε ο ίδιος. Ωστόσο, ο κ. Νιράμπια δεν παρέλειψε να επισημάνει την έκρηξη δημιουργικότητας που διακρίνει στο λαό της Συρίας, ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη η επανάσταση. «Τόσο στον τομέα της μουσικής όσο και της κωμωδίας, υπάρχει μία πρωτοφανής άνθιση. Βλέπεις να αναδύονται σε τέτοιους χώρους απλοί άνθρωποι, που δεν τους ήξερε κανείς πιο πριν, οι οποίοι ασχολούνται με κωμικά happenings, γράφουν μουσική και δημιουργούν εκπληκτικές επανεκτελέσεις παραδοσιακών τραγουδιών», διευκρίνισε.

Από την πλευρά της, η Νταιάνα Ελ Τζεϊρούντι, μίλησε μεταξύ άλλων για το ρόλο των γυναικών στην επανάσταση της Συρίας: «Γενικά είναι υποτιμημένη η συνεισφορά των γυναικών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο συμμετοχικές, απλώς λειτουργούν υπό ορισμένους κανόνες και αναλαμβάνουν συγκεκριμένες αποστολές. Συχνά μεταφέρονται σε πιο ασφαλείς ζώνες, προκειμένου να προστατεύονται, αλλά και να προστατεύουν την επανάσταση. Για παράδειγμα, όταν οδηγώ εγώ ένα αυτοκίνητο που μεταφέρει ιατρικές προμήθειες, μπορώ να περάσω από ένα μπλόκο στο δρόμο χωρίς να με ελέγξουν, ακριβώς επειδή δε με υποψιάζονται».

Σε ερώτηση του κοινού για το εάν οι δυο συντελεστές του Φεστιβάλ DOX BOX ανησυχούν για ενδεχόμενες συνέπειες λόγω της δράσης τους, ο κ. Νιράμπια παρατήρησε: «Παραμένουμε σχετικά ασφαλείς όσο μας θεωρούν διανοούμενους. Κοινώς, πιστεύουν ότι κανείς δε δίνει σημασία σε ό,τι λέμε». Αντιθέτως, η κ. Τζεϊρούντι έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου: «Μέρα με τη μέρα το καθεστώς Άσαντ σκληραίνει τη στάση του. Η κατάσταση είναι πλέν πολύ ρευστή και πρέπει να δράσουμε άμεσα. Είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι είμαστε ασφαλείς».

ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΑΛΙ ΝΤΕΡΚΣ

Τα Μυστικά της Αγοράς, μια καινοτομία της Αγοράς Ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, συνεχίστηκαν την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012, στην αίθουσα Excelsior του Electra Palace, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με κεντρική ομιλήτρια την Άλι Ντερκς, διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ. Μετά την ομιλία, πραγματοποιήθηκε ειδική εκδήλωση προς τιμή της κ. Ντερκς, με απονομή τιμητικής πλακέτας για συνολική προσφορά της στο χώρο του ντοκιμαντέρ.

Η Άλι Ντερκς εστίασε στην προώθηση ταινιών στο δίκτυο των φεστιβάλ, ενώ επιπλέον αναφέρθηκε συγκεκριμένα στη γέννηση και το ρόλο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ (IDFA), εξηγώντας συνοπτικά τις διάφορες πτυχές του. «Το IDFA θεωρείται το μεγαλύτερο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στον κόσμο, ωστόσο δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ξεκινήσαμε, ήταν ένα πολύ μικρό φεστιβάλ, όπου πουλήθηκαν περίπου 2.000 εισιτήρια. Ήμασταν τρία κορίτσια που μοιραζόμασταν μία γραφομηχανή και ένα τηλέφωνο, δεν είχαμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και νομίζω ούτε καν φαξ. Μετά από 25 χρόνια, τα πράγματα έχουν βέβαια αλλάξει. Την περασμένη χρονιά επισκέφτηκαν το φεστιβάλ πάνω από 3.000 διεθνείς καλεσμένοι, παραγωγοί και κυρίως σκηνοθέτες», σημείωσε χαρακτηριστικά η κ. Ντερκς. Σχετικά με την πρόσκληση των δημιουργών στο φεστιβάλ, η ίδια σημείωσε: «Αυτή είναι μία από τις επιτυχίες της διοργάνωσης. Από το ξεκίνημα, πάντα πιστεύαμε ότι εφόσον προβάλλουμε την ταινία, θέλουμε να προσπαθήσουμε να έρθει και ο σκηνοθέτης της, γιατί το ντοκιμαντέρ είναι φυσικά η ιστορία και η αφήγηση, όμως έχει να κάνει επίσης και με την ανταλλαγή απόψεων και την εποικοδομητική συζήτηση. Γι’ αυτό έρχονται οι σκηνοθέτες και δέχονται ερωτήσεις μετά το τέλος της προβολής, πράγμα πολύ σημαντικό για αυτούς, αφού θέλουν να δουν τις άμεσες αντιδράσεις του κοινού στην ταινία τους». Κάνοντας λόγο για τις πρώτες διοργανώσεις του IDFA, η κ. Ντερκς αναφέρθηκε στο 1988 και την εποχή της Περεστρόικα, μιλώντας για τη συμμετοχή ταινιών από τη Σοβιετική Ένωση: «Οι Ρώσοι σκηνοθέτες ήρθαν στο φεστιβάλ συνοδευόμενοι από τη KGB, φέρνοντας ταινίες που βρίσκονταν στο συρτάρι για χρόνια, καθώς δεν επιτρεπόταν να προβληθούν στη Σοβιετική Ένωση ή στο εξωτερικό, επομένως ήταν μια μοναδική ευκαιρία να τις δούμε για πρώτη φορά. Ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός και μας βοήθησε πολύ και ως θεσμό, αφού την επόμενη χρονιά το κοινό μας διπλασιάστηκε και οι καλεσμένοι μας αυξήθηκαν».

Η κ. Ντερκς εξήγησε πως το 1992, όταν το IDFA σε συνεργασία με το Φόρουμ - το νυν Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ντοκιμαντέρ, EDN - ξεκίνησαν το πρόγραμμα συγχρηματοδότησης ντοκιμαντέρ, ήταν δύσκολη εποχή γιατί το ντοκιμαντέρ ως είδος σχεδόν δεν υπήρχε. Η ίδια διευκρίνισε επίσης ότι πάντα το φεστιβάλ ενδιαφερόταν για το «δημιουργικό ντοκιμαντέρ, αυτό που διαθέτει δυνατή αφήγηση και μια προσωπική οπτική για την πραγματικότητα και όχι για ταινίες ουδέτερης προσέγγισης». Η διευθύντρια του IDFA αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο θεσμό των Πίτινγκ Σέσσιονς, ένα εκ των οποίων παρακολούθησε με ενδιαφέρον στο πλαίσιο του "ΦΝΘ" 2012 του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τονίζοντας γενικότερα τη σημασία τους: «Όλοι νομίζουν ότι είναι εύκολο να μιλήσουν για τις ιστορίες των ταινιών τους, αλλά το να το κάνεις με το σωστό τρόπο χρειάζεται εκπαίδευση.

Σχετικά με τις ταινίες που υποβάλλονται στο ΙDFA, η κ. Ντερκς υπογράμμισε ότι υπάρχουν δύο προθεσμίες υποβολής κάθε χρόνο – η 1η Απριλίου και η 1η Αυγούστου - και διαβεβαίωσε: «Αν στείλετε μία ταινία στο IDFA, θα την παρακολουθήσουν τουλάχιστον δύο άτομα και αν είναι καλή τουλάχιστον τρία». Επιπλέον τόνισε: «Παραμένουμε ενεργοί όλο το χρόνο, τόσο μέσα από την ιστοσελίδα μας, όπου οι δημιουργοί μπορούν να υποβάλλουν συμμετοχή για την ταινία τους διαδικτυακά, όσο και μέσα από το "Ντοκ Για Πούλημα" μια αγορά ντοκιμαντέρ διαθέσιμη τόσο κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ όσο και έπειτα, διαδικτυακά, με τον ίδιο τρόπο». Η κ. Ντερκς αναφέρθηκε επίσης στα εκπαιδευτικά προγράμματα που πραγματοποιούνται όλο το χρόνο από το IDFA, δίνοντας ως παράδειγμα τη δράση που γίνεται σε σχολεία και περιλαμβάνει ντοκιμαντέρ φτιαγμένα από παιδιά για παιδιά, τα εργαστήρια ανάπτυξης της κριτικής ικανότητας των παιδιών απέναντι στα όσα παρακολουθούν, καθώς και την ύπαρξη της Ακαδημίας IDFA. Επιπλέον, ο θεσμός πραγματοποιεί σεμινάρια για Ολλανδούς σκηνοθέτες, οι οποίοι για μερικούς μήνες καθοδηγούνται στο να σχεδιάσουν ένα project και στο τέλος το καλύτερο προβάλλεται στην ολλανδική τηλεόραση.

«Αυτό που επιδιώκουμε στο IDFA είναι να τιμήσουμε το είδος του ντοκιμαντέρ, να το κάνουμε τόσο σημαντικό και καλό όσο και οι ταινίες μυθοπλασίας. Θεωρώ ότι είναι ένα κοινό μας επίτευγμα το γεγονός ότι στα προγράμματα μεγάλων φεστιβάλ όπως του Βερολίνου, της Βενετίας, του Σάντανς, αλλά και της Τραϊμπέκα περιλαμβάνονται ντοκιμαντέρ», επεσήμανε η κ. Ντερκς. Επίσης, συμπλήρωσε ότι στην παρούσα οικονομική συγκυρία, οι αγοραστές αφενός ταξιδεύουν λιγότερο, επομένως μία αγορά σαν το Docs for Sale είναι χρήσιμη, ενώ αφετέρου ενδεχομένως προτιμούν αντί για μία ακριβή ταινία μυθοπλασίας, να αγοράσουν πολλά ντοκιμαντέρ. Αναφορικά με την ουσία του ντοκιμαντέρ, η κ. Ντερκς σχολίασε: «Για εμάς, το ντοκιμαντέρ είναι ένας τρόπος να συζητήσουμε για την πραγματικότητα, αλλά και να συζητήσουμε και μεταξύ μας, δηλαδή να ανοίξει ένας διάλογος μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών. Αυτό είναι το σπουδαίο όσον αφορά στα φεστιβάλ, το ότι εκκινούν συζητήσεις. Ακόμα και αν δεν υπάρχουν χρήματα θα κάνουμε ντοκιμαντέρ, γιατί οι σκηνοθέτες έχουν σπουδαίες ιστορίες να πουν».

Στο πλαίσιο των Market Talks, η κ. Ντερκς έδωσε στους παρευρισκόμενους ποικίλες πρακτικές συμβουλές. «Όταν υπάρχουν, για παράδειγμα, δύο εκδοχές της ίδιας ταινίας - η 90λεπτη και η 58λεπτη - εμείς στο ΙDFA αξιολογούμε μόνο τη μία. Επομένως, πριν στείλετε την ταινία σας, αναρωτηθείτε και επιλέξτε ανάμεσα στις δυο, αναρωτηθείτε εάν η ταινία σας μπορεί να «κρατήσει» το κοινό για μιάμιση ώρα ή αν ταιριάζει περισσότερο στην τηλεόραση, σε μια πιο σύντομη εκδοχή». Ως προς τη συμμετοχή ταινιών σε φεστιβάλ, η ίδια τόνισε: «Σκεφτείτε προσεκτικά πού θέλετε να στείλετε την ταινία σας, πού επιθυμείτε να την τοποθετήσετε στην αγορά. Εάν θεωρείτε ότι η ταινία σας αξίζει, θα απευθυνθείτε στα κορυφαία φεστιβάλ Σάντανς, Bερολίνου, Τορόντο και Άμστερνταμ. Μια πρεμιέρα σε τέτοια φεστιβάλ διασφαλίζει ότι θα δουν την ταινία αγοραστές και υπεύθυνοι προγράμματος φεστιβάλ από όλο τον κόσμο. Αν ωστόσο δεν καταφέρετε να συμμετάσχετε σε αυτά, δοκιμάστε όλα τα μικρότερα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, όπως π.χ. το Sheffield, ακόμη και αν δεν λάβετε μέρος στο διαγωνιστικό τους τμήμα».

Έπειτα από την ολοκλήρωση της ομιλίας της Άλι Ντερκς στα Market Talks, το 14ο Φεστιβάλ Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τίμησε τη διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ σε ειδική εκδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Excelsior του Εlectra Palace.

Την εκδήλωση άνοιξε η προβολή ενός τετράλεπτου βίντεο, αφιερωμένο στο έργο της Άλι Ντερκς, φτιαγμένο με χιούμορ και αγάπη από το συνεργάτη της, τον καναδό παραγωγό και σκηνοθέτη Πίτερ Ουιντόνικ, ο οποίος δίνει επίσης το παρών στο 14ο ΦΝΘ. Στη συνέχεια, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης απένειμε τιμητική πλακέτα στην καλεσμένη της διοργάνωσης, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά: «Το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι η αγάπη και ο θαυμασμός μου για αυτή τη σπουδαία κυρία, η οποία έφερε το ντοκιμαντέρ στο διεθνές προσκήνιο, ενώ εδώ και 25 χρόνια με το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ ενέπνευσε τόσα άλλα Φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένου και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Τρέφω βαθύ θαυμασμό για τα επιτεύγματα της, έχει κατορθώσει να προβάλει το ντοκιμαντέρ σε ευρεία κλίμακα, προσελκύοντας χιλιάδες θεατές και επαγγελματίες, ενώ επίσης έχει βοηθήσει τους κινηματογραφιστές να διαδώσουν το έργο τους σε όλο τον κόσμο. Θέλουμε να την ευχαριστήσουμε που βρίσκεται εδώ μαζί μας και να της απονείμουμε αυτή την τιμητική πλακέτα».

Η κ. Ντερκς, εμφανώς χαρούμενη, ευχαρίστησε τον κ. Εϊπίδη για την τιμή και τον κ. Ουιντόνικ για το βίντεο, σημειώνοντας: «Πρόκειται για μια ομαδική δουλειά, δεν είναι κάτι που κάνω μόνη μου. Μην ξεχνάτε ότι έχω 25 συνεργάτες στο γραφείο μου, οι οποίοι δουλεύουν πολύ σκληρά για να πραγματοποιηθεί το IDFA και το κάνουν με αγάπη και πάθος. Ιδιαίτερα ευχαριστώ εσένα Δημήτρη, γιατί με ενέπνευσες, ήδη πριν από πολλά χρόνια. Σας ευχαριστώ όλους».

KOYBENTIAZONTAΣ 15/3

Το πέμπτο «Κουβεντιάζοντας» πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείο Electra Palace, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ρυγιά Αρζού Κοκσάλ (Μια χούφτα γενναίοι άνθρωποι), Μισέλ Βενζέρ (Τη νύχτα πετάω), Μίτσα Εξ Πέλεντ (Πικροί σπόροι), Γιούλια Ιβάνοβα (Οικογενειακό πορτρέτο σε άσπρο και μαύρο), Τόνι Ασημακόπουλος (Καλότυχος γιος), Ελισάβετ Λαλουδάκη και Μάσιμο Πιτσοκάρο (Perah Istar) και Δανάη Στυλιανού (To νησί που μοιραζόμαστε).

Η πολιτική πρόθεση των ταινιών τεκμηρίωσης και η εμπειρία των δημιουργών από την επαφή με τους χαρακτήρες των ντοκιμαντέρ τους, ήταν ορισμένες από τις θεματικές που συζητήθηκαν. Αρχικά, οι σκηνοθέτες παρουσίασαν εν συντομία τα θέματα που πραγματεύονται οι ταινίες τους. «Πείραμα συμβίωσης» χαρακτήρισε η Δανάη Στυλιανού το ντοκιμαντέρ της To νησί που μοιραζόμαστε, το οποίο παρακολουθεί τρεις Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους νέους, που συναντιούνται για πρώτη φορά και μοιράζονται ένα σπίτι για πέντε ημέρες, ταξιδεύοντας μαζί στη διαιρεμένη Κύπρο. «Η ταινία καταπιάνεται με το πώς η νέα γενιά και από τις δύο πλευρές της Κύπρου, βλέπει το Κυπριακό πρόβλημα και ποιες είναι οι σκέψεις της για το μέλλον. Παρακολουθούμε το ταξίδι αυτών των νέων ανθρώπων, καθώς και το πώς εξελίσσονται οι σχέσεις και τα συναισθήματά τους στη διάρκεια αυτού του πενθήμερου», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.

Στη Μαύρη Θάλασσα λαμβάνει χώρα το ντοκιμαντέρ Μια χούφτα γενναίοι άνθρωποι της Ρυγιά Αρζού Κοκσάλ, το οποίο καταγράφει τον αγώνα των ανθρώπων που ζουν στην περιοχή προκειμένου να προστατέψουν τον τόπο τους από κυβερνητικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενεργειακή αυτονομία της χώρας. «Μας πήρε τρία χρόνια να ολοκληρώσουμε την ταινία και ακόμα δεν έχει τελειώσει, όπως δεν έχει τελειώσει και ο αγώνας αυτών των ανθρώπων», είπε χαρακτηριστικά η δημιουργός.

Με τη σειρά της, η σκηνοθέτιδα Γιούλια Ιβάνοβα μιλώντας για το Οικογενειακό πορτρέτο σε άσπρο και μαύρο εξήγησε: «Είναι μια ταινία με θέμα μια ιδιότυπη οικογένεια με 17 μαύρους υιοθετημένους εφήβους και την ανάδοχη ουκρανή μητέρα τους. Ασχολείται με τις διαφορετικές πτυχές της ζωής τους και της κοινωνίας όπου ζουν, οπότε είναι ταυτόχρονα ένα οικογενειακό δράμα αλλά και η αντανάκλαση ενός ολόκληρου κόσμου σε ό,τι αφορά σε θέματα ρατσισμού και αποδοχής του άλλου». Ο θεσμός της οικογένειας δεσπόζει και στο αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ Καλότυχος γιος του Τόνι Ασημακόπουλου. «Είναι μια ιστορία αγάπης, ένα πορτρέτο της οικογένειάς μου και των γονιών μου», σημείωσε σχετικά ο σκηνοθέτης.

Με εντελώς διαφορετική θεματολογία, αλλά εξίσου ανθρωποκεντρική, η ταινία Τη νύχτα πετάω του Μισέλ Βενζέρ, αποτυπώνει την καθημερινότητα μιας ομάδας κρατουμένων στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Νιού Φόλσομ στην Καλιφόρνια. «Χρειάστηκαν 10 χρόνια να ολοκληρώσω το φιλμ. Θα έλεγα λοιπόν, ότι πρόκειται για την Τέχνη ως τεχνική επιβίωσης», υπογράμμισε ο ίδιος. Από την άλλη, στην ταινία Perah Istar των Ελισάβετ Λαλουδάκη και Μάσιμο Πιτσοκάρο πρωταγωνιστεί το πιο κοινό ζώο της πόλης, το περιστέρι, καθώς και «η σχέση του με τον άνθρωπο μέσα στο αστικό περιβάλλον», όπως διευκρίνισε ο κ. Πιτσοκάρο. « Ανακαλύψαμε ενδιαφέρουσες ιστορίες για τα περιστέρια προκειμένου να μάθουμε τι συνέβη στον “βασιλιά” της πανίδας της πόλης», πρόσθεσε η κ. Λαλουδάκη.

Με τη σειρά του, ο σκηνοθέτης Μίτσα Εξ Πέλεντ αφηγήθηκε πώς προέκυψε η ιδέα για το ντοκιμαντέρ του Πικροί σπόροι: «Πριν από έξι χρόνια, όταν βρισκόμουν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για την προηγούμενη ταινία μου, μια ινδή σκηνοθέτιδα με πληροφόρησε για το γεγονός ότι στην Ινδία κάθε 30 λεπτά ένας αγρότης αυτοκτονεί. Θεώρησα ότι υπερβάλλει, όμως όταν έμαθα ότι αυτό είναι αλήθεια, ταξίδεψα σε ένα χωριό της Ινδίας και εστίασα το φακό μου σε έναν αγρότη που πληρούσε όλα τα κοινά δημογραφικά στοιχεία με όσους αυτοκτονούν. Τον παρακολούθησα για να καταλάβω το λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτή η ανθρωπιστική κρίση».

Ως προς την πολιτική διάσταση του ντοκιμαντέρ, ο κ. Πέλεντ επεσήμανε: «Νιώθω άβολα με αυτό το χαρακτηρισμό. Στην ταινία μου δε θέλω να διδάξω το θεατή. Είμαι πάνω από όλα αφηγητής, παρόλο που στο φιλμ ενυπάρχει το στοιχείο της κριτικής, εφόσον θίγει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των μεταλλαγμένων σπόρων». Ο σκηνοθέτης ανέφερε ότι πρόσφατα έλαβε χρηματοδότηση και θα έρθει σε επαφή με ΜΚΟ προκειμένου να προωθήσει περαιτέρω το ντοκιμαντέρ, οπότε υπό αυτή την έννοια υπάρχει πολιτική διάσταση. «Το όνειρό μου είναι η ταινία να ταξιδέψει στα χωριά της Ινδίας, έτσι ώστε να τη δουν οι ίδιοι οι αγρότες και να μαγνητοσκοπήσω τις αντιδράσεις τους. Με ενδιαφέρει να μάθω εάν τη βρίσκουν αυθεντική και αληθινή, καθώς και τι πιστεύουν οι ίδιοι για την κρίση που βιώνουν», εξήγησε ο ίδιος.

Επάνω στο ίδιο θέμα, η κ. Στυλιανού σχολίασε: «Η ταινία μου είναι αρκετά πολιτική λόγω του συγκεκριμένου θέματος, όμως πρόθεσή μου δεν ήταν να πάρω συγκεκριμένη πολιτική θέση, αλλά να κάνω μια πρόταση που θα μπορούσε να εγγυηθεί μια ασφαλή διαβίωση στην Κύπρο». Σχετικά με την αλλαγή πλαισίου όταν η ταινία προβάλλεται σε ένα φεστιβάλ, η σκηνοθέτιδα παρατήρησε ότι σκέφτεται πως ίσως χρειάζεται να κάνει και μια δεύτερη εκδοχή της ταινίας, που να απευθύνεται περισσότερο σε ένα διεθνές κοινό, όχι και τόσο συνδεδεμένο με την ιστορία της Κύπρου.

«Με την ταινία μου δεν ήθελα να κάνω προπαγάνδα, αλλά να πληροφορήσω το κοινό για μία μάχη που είναι κοινή σε πολλά μέρη του κόσμου», παρατήρησε η κ. Κοκσάλ. Αντίθετα, η κ. Ιβάνοβα τόνισε: «Προερχόμενη από ένα πρώην σοβιετικό καθεστώς, μεγάλωσα με προπαγάνδα και ξέρω ότι μόλις διαισθανθεί κάποιος την προπαγάνδα, κλείνει τα αυτιά του. Ωστόσο, πιστεύω πως κάθε ταινία είναι κατά μια έννοια προπαγάνδα, απλά το κρύβουμε. Εξαρτάται πώς το κάνεις: διαλέγεις μία οικογένεια, μία ιδιαίτερη ιστορία, έναν άνθρωπο χαρισματικό και περίπλοκο, κ.ο.κ., έτσι ώστε το κοινό να νιώσει συμπόνια και ενδιαφέρον. Βάζεις στην ιστορία ό,τι θέλεις να πεις, ‘’ξεγελώντας’’ το θεατή».

Ο Τόνι Ασημακόπουλος, ο οποίος μέχρι το ντοκιμαντέρ Καλότυχος γιος έκανε ταινίες μυθοπλασίας, αναφέρθηκε στην εμπειρία του να είναι ο ίδιος ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας του: «Αρχικά δεν επρόκειτο να παίξω στην ταινία, καθώς ήθελα να εστιάσω στο πώς αντιμετώπισαν οι γονείς μου τον εθισμό μου στα ναρκωτικά, πριν από μερικά χρόνια. Έπειτα όμως, το θέμα της ταινίας μετατοπίστηκε στη σχέση με τους γονείς μου γενικότερα».

Αναφορικά με το υλικό που εξασφάλισαν για την ταινία τους, ο κ. Πιτσοκάρο εξήγησε: «Δεν μας πήρε ιδιαίτερο χρόνο. Αρκεί να σταθείς σε ένα μέρος με περιστέρια και να τα παρατηρήσεις, θα πάρεις πολύ ενδιαφέρον υλικό. Απλά συνήθως δεν τους δίνουμε σημασία». Η κ. Λαλουδάκη πρόσθεσε: «Επιθυμία μας ήταν να ερευνήσουμε το θέμα και να βρούμε ιστορίες που κυμαίνονται από την αγάπη στο μίσος για τα περιστέρια», ενώ επίσης σημείωσε την ιδιαίτερη σχέση των περιστεριών με τους μοναχικούς και φτωχούς ανθρώπους: «Το να τα ταΐζουν τους δίνει μία αίσθηση κοινωνικού επιτεύγματος».

Κλείνοντας, ο Μισέλ Βενζέρ έκανε λόγο για τη σχέση του με τους χαρακτήρες της ταινίας του, υπό το πρίσμα της προπαγάνδας και τις ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας του ντοκιμαντέρ. «Αντίστοιχη αντίδραση με αυτή προς την προπαγάνδα έχω στα θέματα τα οποία υπεραπλουστεύονται, αυτά τα οποία είναι φτιαγμένα σαν να στοχεύουν ακριβώς σε εμένα. Δεν ήθελα να κάνω αυτό στην ταινία μου. Απλά εξερευνούσα το περιβάλλον της φυλακής. Συνήθως θέλουμε να επιβεβαιώσουμε την εικόνα που ήδη έχουμε στο μυαλό μας, γι’ αυτό κι εγώ την πρώτη φορά που πήγα εκεί απλώς άκουγα. Με ενδιέφερε η προοπτική των κρατουμένων. Δεν ήθελα μόνο να δείξω πτυχές με τις οποίες είναι εύκολο να ταυτιστούμε, αλλά και πτυχές με τις οποίες δεν έχουμε συνηθίσει να σχετιζόμαστε».

Δεν υπάρχουν σχόλια: