ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 14-23 Μαρτίου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
H ΕΠΑΥΛΗ / ΑΚΟΥΜΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ / ΕΞΑΤΜΙΖΟΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ / Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ / ΟΙ ΣΕΜΠΑΜΠ ΤΟΥ ΓΙΑΡΜΟΥΚ


Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ίβα Ραντιβόγιεβιτς (Εξατμιζόμενα σύνορα), Νοθέμ Κογιάδο (Η γυναίκα και το νερό), Άξελ Σαλβατόρι–Σινς (Οι Σεμπάμπ του Γιαρμούκ), Οράθιο Αλκαλά (Ακουμπώντας τον ουρανό) και Σόνι Κόεν (Η έπαυλη).
Στο ξεκίνημα της εκδήλωσης, το λόγο πήρε ο Άξελ Σαλβατόρι–Σινς, ο οποίος αναφέρθηκε στην απόφασή του να ταξιδέψει ως τη Συρία, προκειμένου να καταγράψει στο ντοκιμαντέρ του τη ζωή των Σεμπάμπ, μίας ομάδας νεαρών Παλαιστινίων προσφύγων στο στρατόπεδο του Γιαρμούκ. Ο ίδιος επεσήμανε σχετικά: «Ολοκλήρωσα την ταινία πριν από δύο χρόνια. Όταν συνάντησα τους νεαρούς ήρωες του ντοκιμαντέρ διαπίστωσα ότι επειδή είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στη Συρία δεν ήθελαν να γυρίσουν στην Παλαιστίνη. Ήθελαν να βρουν έναν τρόπο να συνεχίσουν να ζουν στη Συρία, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά τους. Όταν τους γνώρισα ήταν 20 ετών και τώρα είναι 26. Στο μεταξύ, τα πάντα αλλάζουν και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον οι νέοι αυτοί ψάχνουν τον εαυτό τους. Με τον πόλεμο στη Συρία, η ταυτότητα των Σεμπάμπ υπέστη πολλές μεταβολές. Αυτή τη στιγμή, ο καταυλισμός όπου ζούσαν έχει καταστραφεί ολοσχερώς, θυμίζει Βερολίνο του ‘45. Ο Χασάν, ένας από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, πέθανε πριν από τέσσερις μήνες. Προσπαθούσε να δραπετεύσει, τον συνέλαβε το καθεστώς και τον υπέβαλλαν σε βασανιστήρια. Δύο άλλοι ήρωες του φιλμ διέφυγαν στη Χιλή, όπου σπουδάζουν κινηματογράφο, ενώ ένας τρίτος ζει στην Ευρώπη». Ο σκηνοθέτης συμπλήρωσε ότι αυτό το διάστημα ετοιμάζει τη νέα του ταινία, η οποία, όπως υπογράμμισε, θα έχει θέμα τον Λίβανο.

Το θέμα της μετανάστευσης προσεγγίζει και η ταινία Εξατμιζόμενα σύνορα της Ίβα Ραντιβόγιεβιτς, η οποία διαδραματίζεται στην Κύπρο. Η γιουγκοσλαβικής καταγωγής σκηνοθέτιδα, η οποία μεγάλωσε στη Μεγαλόνησο, καταγράφει την εμπειρία μεταναστών που ζητούν άσυλο εκεί. Αναφερόμενη στο ντοκιμαντέρ της, η δημιουργός τόνισε χαρακτηριστικά: «Πρόθεσή μου ήταν να κάνω μία προσωπική, υποκειμενική ταινία, έτσι ώστε ο θεατής να ξέρει από πού προέρχονται οι πληροφορίες που λαμβάνει. Το ντοκιμαντέρ αφορά στην αίσθηση του ανήκειν, την ταυτότητα και το πώς συμμετέχουμε σήμερα σε μία διαδικασία αδιαλλαξίας. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της μετανάστευσης είναι μεγαλύτερο. Στην Κύπρο διαπίστωσα ότι συχνά ταυτίζουν τους μετανάστες με τους Τούρκους, πράγμα που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Καθώς κατάγομαι από τη Γιουγκοσλαβία, έχω ζήσει στην Κύπρο και πλέον κατοικώ στη Νέα Υόρκη, δεν νιώθω ότι ανήκω πουθενά, προτιμώ να μην έχω μία, αλλά περισσότερες χώρες». Η ίδια πρόσθεσε: «Από την άποψη αυτή, πιστεύω ότι η ταινία μου θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν ξένο. Παράλληλα όμως, νιώθω και μία ταύτιση ως Κύπρια, καθώς μπορώ να κατανοήσω τη νοοτροπία του ντόπιου πληθυσμού».

Σε ένα διαφορετικό θέμα, οικολογικού και πολιτικού προσανατολισμού, εστιάζει το ντοκιμαντέρ Η γυναίκα και το νερό της Νοθέμ Κογιάδο. Η ταινία αναλύει τη σχέση των γυναικών με το νερό και θέτει ένα καίριο ερώτημα: ποιος έχει δικαίωμα στο νερό όταν αυτό σπανίζει; Η Ισπανίδα σκηνοθέτιδα μιλώντας για την απόφασή της να γυρίσει την ταινία, επεσήμανε: «Πιστεύω ότι το νερό είναι απολύτως απαραίτητο για τη ζωή. Κανείς δεν έχει βάλει τιμή στον αέρα που αναπνέουμε, ωστόσο ορισμένες ιδιωτικές εταιρίες βάζουν τιμή στο νερό. Στη νότια Ισπανία από όπου κατάγομαι, η ανομβρία μας ταλαιπωρεί επί σειρά ετών και το νερό σπανίζει. Έχουμε κρατικό ίδρυμα ύδρευσης και αντιμετωπίζουμε παρόμοιο πρόβλημα με τη Θεσσαλονίκη: Η κυβέρνηση σχεδιάζει να ιδιωτικοποιήσει την εταιρεία ύδρευσης. Διαπίστωσα ότι οι πολιτικοί βάζουν ένα ταμπελάκι με τιμή στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων». Για τις ανάγκες της ταινίας, η δημιουργός ταξίδεψε στην Ινδία, καταγράφοντας την ευθύνη των γυναικών να μεταφέρουν νερό σε περιοχές χωρίς ύδρευση. Η ίδια τόνισε: «Στην Ινδία το 46% του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό και το 80% αναγκάζεται να μεταφέρει νερό από πηγάδι. Οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες από ηλικία επτά ετών να μεταφέρουν νερό κι έτσι δεν πηγαίνουν σχολείο. Μεγάλες εταιρίες εμφιαλώνουν το νερό και το πωλούν. Λόγω αυτής της εκμετάλλευσης του νερού, συχνά οι ντόπιοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν». Ένα σοβαρό ζήτημα που θίγει επίσης η ταινία είναι αυτό της μόλυνσης των υδάτων. Η κ. Κογιάδο τόνισε σχετικά: «Η κατάσταση στην Ινδία είναι τραγική. Τα τελευταία χρόνια έχασαν τη ζωή τους 1,5 εκατ. παιδιά λόγω νερού που είναι μολυσμένο από αρσενικό και άλλες επικίνδυνες ουσίες». Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της «ενταγμένο στο κίνημα των κοινωνικών ανταρτών», όπως είπε. «Δεν βρίσκω εύκολα χρηματοδότηση και αναγκάζομαι να κάνω σχεδόν τα πάντα μόνη μου. Θεωρώ σημαντική την ευκαιρία να συμμετέχω σε φεστιβάλ και νιώθω ευγνώμων που βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη», πρόσθεσε η ίδια.

Σε διαφορετικό κλίμα κινείται το ντοκιμαντέρ Ακουμπώντας τον ουρανό του Οράθιο Αλκαλά, το οποίο επιχειρεί να φωτίσει το πάθος και τα κίνητρα που εμπνέουν τους καλλιτέχνες του τσίρκου. Η ταινία προσεγγίζει το θέμα μέσα από μία προσωπική ματιά, καθώς ο σκηνοθέτης υπήρξε και ο ίδιος μέλος μιας ομάδας τσίρκου. Ο ίδιος υπογράμμισε σχετικά: «Ήθελα να αλλάξω την αντίληψη του κόσμου για το τσίρκο, όχι αυτό με τα ζώα, αλλά το σύγχρονο τσίρκο, που είναι μείγμα θεάτρου, χορού και ακροβατικών. Χρειάστηκαν επτά χρόνια για να γυρίσω την ταινία και συνάντησα αρκετές δυσκολίες χρηματοδότησης. Λόγω της ιδιότητάς μου, είχα πρόσβαση σε μεγάλους θιάσους, όπως το Τσίρκο του Ήλιου. Έκανα γυρίσματα σε δέκα χώρες, από τον Καναδά και την Ισπανία ως την Παλαιστίνη». Ο δημιουργός συμπλήρωσε: «Το ντοκιμαντέρ μιλά για απλούς ανθρώπους που κάνουν εξαιρετικά πράγματα. Ήθελα να δείξω το πάθος και την αφοσίωση που φαίνεται στα μάτια τους. Δεν με ενδιέφερε τόσο να δείξω τα ακροβατικά νούμερα, όσο τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, γι’ αυτό και στρέφω την κάμερα πολύ κοντά τα πρόσωπά τους, απεικονίζοντας όσα δεν μπορούμε να διακρίνουμε στο τσίρκο». Για την ταινία, ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον κλαρινετίστα Σταύρο Παζαρέντζη από τη Νάουσα, τον οποίο, όπως είπε ο ίδιος, συγκαταλέγει στους σημαντικότερους μουσικούς του χώρου του παγκοσμίως.

Ένα στριπτιζάδικο είναι το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται το ντοκιμαντέρ Η έπαυλη του Σόνι Κόεν. Ο ίδιος προσεγγίζει αυτό το ασυνήθιστο θέμα μέσα από μια διπλή ιδιότητα: αυτή του σκηνοθέτη αλλά και του αφεντικού της εν λόγω επιχείρησης. Μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου, ο Καναδός δημιουργός υπογράμμισε: «Όταν ήμουν έξι ετών, ο πατέρας μου αγόρασε την ‘’Έπαυλη’’, ένα επαρχιακό στριπτιζάδικο. Απέφευγα την οικογενειακή επιχείρηση ως τα 30 μου χρόνια, οπότε και αποφάσισα για πρώτη φορά να δουλέψω εκεί. Παράλληλα, ξεκίνησα τα γυρίσματα της ταινίας, το βασικό θέμα της οποίας είναι εθισμός στην αγάπη, το σεξ, το φαγητό. Το θέμα αυτό το κατέγραψα σε σχέση με την οικογένειά μου: Η μητέρα μου αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανορεξίας, ενώ ο πατέρας μου ζυγίζει περίπου 180 κιλά. Μεταξύ άλλων, με απασχολούσε και το πώς συνέχισαν οι γονείς μου να ζουν μαζί τόσα χρόνια». Όπως επισήμανε ο κ. Κόεν, η διαδικασία των γυρισμάτων ήταν σε μεγάλο βαθμό παράδοξη, καθώς οι γονείς του ποτέ δεν πίστεψαν ότι θα γυριζόταν η ταινία κι έτσι ο ίδιος είχε απόλυτη ελευθερία να τους καταγράφει με την κάμερα. Ο σκηνοθέτης πρόσθεσε: «Δεν έδειξα την ταινία από πριν στους γονείς μου, μάλιστα έμαθαν γι’ αυτήν πολύ αργότερα, διαβάζοντας σε εφημερίδα ότι επρόκειτο να προβληθεί στο φεστιβάλ Hot Docs στον Καναδά. Τελικά, μέσα από την περιπέτεια της ταινίας, διαπίστωσα ότι οι σχέσεις στην οικογένειά μου συσφίχθηκαν. Για παράδειγμα, τώρα τρώμε συχνά μαζί, ενώ πριν αυτό δεν συνέβαινε καθόλου. Όσο για μένα, συνεχίζω και σήμερα να εργάζομαι στο στριπτιζάδικο».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΛΙΝΑΡ / ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΝ

Ο κύκλος των συνεντεύξεων Τύπου του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης άνοιξε την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014, με τους σκηνοθέτες Νάστια Ταράσοβα (Λίναρ) και Κρίστοφ Σάουμπ (Εκατομμύρια μπορούν να περπατήσουν).

Το ντοκιμαντέρ Λίναρ, το οποίο άνοιξε την αυλαία της φετινής διοργάνωσης, παρακολουθεί την ιστορία του Λίναρ, ενός μικρού αγοριού από τη Ρωσία το οποίο ταξιδεύει στην Ιταλία για να κάνει μεταμόσχευση καρδιάς, κάτι που στην πατρίδα του είναι παράνομο σήμερα. Για την παραδοξότητα αυτού του νόμου, η σκηνοθέτιδα Νάστια Ταράσοβα εξήγησε: «Στη Ρωσία απαγορεύεται η μεταμόσχευση οργάνων από παιδί σε παιδί, ενώ επιτρέπεται μεταξύ ενηλίκων. Έχουν εκφραστεί πολλές αντιδράσεις γι’ αυτό το θέμα. Η δεκαετία του ‘90 ήταν μια δύσκολη περίοδος στη Ρωσία, καθώς είχε αναπτυχθεί η μαφία και η μαύρη αγορά οργάνων, γι’ αυτό και η κυβέρνηση ψήφισε τη συγκεκριμένη νομοθεσία. Η ρωσική κοινωνία δεν έχει εμπιστοσύνη στην ηθική των γιατρών».

Μιλώντας για τη γνωριμία της με τον Λίναρ, η δημιουργός είπε: «Ο καθηγητής που του έκανε την εγχείρηση μου έδειξε μια φωτογραφία του με τα σωληνάκια, η οποία χαράχτηκε στο μυαλό μου. Αποφάσισα να γυρίσω το φιλμ γιατί το θέμα της απαγόρευσης μεταμοσχεύσεων δεν είναι ευρέως γνωστό». Η ίδια, αναφερόμενη στη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας καθώς και στο πώς διαμορφώθηκε η σχέση της με το μικρό αγόρι, επεσήμανε: «Τα γυρίσματα διήρκεσαν δύο χρόνια, με διαστήματα διακοπής. Δε θα τολμούσα να πω ότι θα μπορούσα να αντικαταστήσω τη μητέρα του Λίναρ, η οποία δεν βρισκόταν στο πλευρό του σε όλη τη διαδικασία, όμως του έλειπα και με περίμενε πάντα, τόσο εμένα όσο και το συνεργείο της ταινίας». Η κ. Ταράσοβα αναφέρθηκε επίσης στη διατήρηση των σωστών ισορροπιών σε ένα τόσο δραματικό θέμα: «Στην αρχή θεώρησα ότι θα ήταν εύκολο να συνεργαστώ με ένα παιδί, όμως τελικά ήταν πολύ δύσκολο να μην εμπλακώ και να κρατήσω τις ισορροπίες. Με τον κάμεραμαν συζητήσαμε και αποφασίσαμε ότι εάν πέθαινε ο Λίναρ δε θα κάναμε την ταινία. Θα ήταν τεράστια η συναισθηματική φόρτιση για εμάς».

Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης Κρίστοφ Σάουμπ, ο οποίος αναφέρθηκε στις ασυνήθιστες συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ Εκατομμύρια μπορούν να περπατήσουν. Η ταινία καταγράφει μια τεράστια πορεία διαμαρτυρίας εκατοντάδων Ινδών για το δικαίωμά τους στην κατοχή γης και, στην πραγματικότητα, την υπογράφουν δύο σκηνοθέτες. Ο κ. Σάουμπ εξήγησε σχετικά: «Συνεργάστηκα τελικά στη σκηνοθεσία με τον Καμάλ Μουσαλέ. Η ιδέα για αυτό το εγχείρημα γεννήθηκε το 2010, όταν ταξίδεψα για πρώτη φορά στην Ινδία. Τρεις μήνες πριν το ξεκίνημα των γυρισμάτων, ήθελα να ξαναπάω εκεί για να προετοιμαστώ, αλλά με σταμάτησαν στο αεροδρόμιο της Βομβάης, μου είπαν ότι είμαι στη μαύρη λίστα, πως δεν μπορώ να εισέλθω στη χώρα και με έστειλαν πίσω στην Ελβετία, με το ίδιο αεροπλάνο μάλιστα. Ακόμα δεν ξέρω ακριβώς τι συνέβη. Από όσα έμαθα έπειτα από την ελβετική πρεσβεία στο Δελχί, υποτίθεται ότι ήμουν σε επαφή με ομάδα ανταρτών, η οποία μάχεται για το δικαίωμα των αγροτών στην κατοχή γης. Πρόκειται για μικρή οργάνωση για τα δεδομένα της Ινδίας, αλλά για μεγάλη γενικότερα, η οποία εμπλέκεται σε βίαια επεισόδια. Μετά την απαγόρευση αυτή, εξακολούθησα να θέλω να γυρίσω την ταινία, καθώς πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με τον Καμάλ Μουσαλέ, οποίος μιλούσε ινδικά και ζούσε εκεί. Αφού είχα κάνει την προετοιμασία, εκείνος έκανε τα γυρίσματα και εγώ το post production. Είναι παράξενο ο σκηνοθέτης να μην μπορεί να είναι παρών στα γυρίσματα. Μέσω διαδικτύου και Skype έβλεπα άμεσα το υλικό, ωστόσο όταν κάνεις ένα ντοκιμαντέρ παίρνεις διαρκώς αποφάσεις που πρέπει να εκτελούνται άμεσα. Ήταν μια παράξενη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία».

Στο ερώτημα «πώς μπορεί η Ινδία να γίνει υπερδύναμη αν δε σέβεται τα δικαιώματα των φτωχών;», ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Υπάρχουν μεγάλες αντιφάσεις στην Ινδία. Αφ’ ενός είναι αναπτυγμένη κι αφ’ ετέρου υπάρχει εκτεταμένη φτώχεια. Είναι δύσκολο ένας φτωχός να καταλάβει ότι είναι φτωχός και δεν έχει κοινωνική περίθαλψη, αλλά ταυτόχρονα και ότι η χώρα του έχει πυρηνικούς πυραύλους». Κλείνοντας, ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε στο μέλλον του αγώνα των Ινδών αγροτών: «Η έκβαση της πορείας ήταν επιτυχής, πράγμα εντυπωσιακό. Χρειάζεται όμως σύνεση, γιατί η πολιτική δεν είναι δίκαιη. Οι πολιτικοί υπόσχονται πολλά, αλλά αυτά δεν υλοποιούνται. Αυτό το γνωρίζετε και εσείς στην Ελλάδα».

Αμέσως μετά, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, το λόγο πήρε η Νάστια Ταράσοβα, αναφερόμενη στο πού βρίσκεται ο Λίναρ τώρα: «Είναι μια χαρά και ζει μια φυσιολογική ζωή. Στα 20 του θα χρειαστεί να υποβληθεί εκ νέου σε μεταμόσχευση καρδιάς, γιατί θα χρειαστεί καρδιά ενήλικα». Όσον αφορά στις ιατρικές δαπάνες της επέμβασης του αγοριού, η δημιουργός επεσήμανε: «Τα ιατρικά έξοδα καλύφθηκαν πλήρως από το Υπουργείο Υγείας. Ήταν η πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς τέτοιου τύπου και τράβηξε έντονα την προσοχή των μέσων ενημέρωσης». Τέλος, μιλώντας για το μήνυμα του ντοκιμαντέρ και την επίδρασή του στους συμπατριώτες της, η κ. Ταράσοβα είπε χαρακτηριστικά: «Με χαρά διαπίστωσα ότι μετά την προβολή της ταινίας πολλοί άνθρωποι δήλωσαν πρόθυμοι να γίνουν δωρητές ώστε να σώσουν άλλες ζωές».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΣΤΟ ΝΗΜΑ / Ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Έμιλυ Γιαννούκου και Αλέξανδρος Παπανικολάου (Στο νήμα), Στάθης Γαλαζούλας (Ο άλλος άνθρωπος), Αλεξάνδρα Άνθονυ και Κώστας Πλιάκος.

Αρχικά τον λόγο πήρε ο Στάθης Γαλαζούλας, ο οποίος αναφέρθηκε στο πώς επέλεξε ως κεντρικό ήρωα της ταινίας του τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο, εμπνευστή της κοινωνικής κουζίνας «Ο άλλος άνθρωπος», ο οποίος στήνει την φορητή του κουζίνα σε διάφορα σημεία της Αθήνας για να προσφέρει τροφή κι αλληλεγγύη σε όσους έχουν ανάγκη. «Είδα τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο για πρώτη φορά στο Σύνταγμα και έμεινα άναυδος από το έργο του. Στη συνέχεια έκανα μία μικρή έρευνα, αναζήτησα ειδήσεις γι’ αυτόν. Τελικά τον γνώρισα στα πρώτα γενέθλια της κουζίνας, όπου μάλιστα άρχισα να συνεργάζομαι ως εθελοντής, ενώ παράλληλα ήμουν στο δεύτερο χρόνο της σχολής κινηματογράφου όπου φοιτούσα κι έψαχνα θέμα για να γυρίσω ταινία. Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος είναι ένας ευχάριστος και φιλικός άνθρωπος. Ολοκλήρωσα τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ μέσα σε τέσσερις μήνες». Το ζήτημα της αλληλεγγύης, όπως αναδεικνύεται μέσα από το έργο του πρωταγωνιστή της ταινίας, είναι αυτό που ενδιέφερε τον σκηνοθέτη. «Γι’ αυτό γύρισα την ταινία. Πιστεύω ότι είναι ένας νέος τρόπος αντίδρασης στην κρίση. Η αλληλεγγύη είναι κάτι πολύ σημαντικό στις μέρες μας, αυτό με κινητοποίησε. Η κοινωνική κουζίνα στηρίζεται στην προσφορά συνανθρώπων μας, που δίνουν φαγητό και χρήματα και με αυτόν τον τρόπο αφυπνίζονται συνειδήσεις. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι στις μέρες μας δίνουμε βάση σε λάθος πράγματα, όπως είναι τα υλικά αγαθά, ενώ οι ήρωες που βλέπουμε στην ταινία προέρχονται από ένα πολύ φτωχικό υπόβαθρο, πράγμα που σε κάνει να σκεφτείς διαφορετικά», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Γαλαζούλας.

Παραμένοντας στο στίγμα της εποχής, ωστόσο σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα, οι δημιουργοί της ταινίας Στο νήμα, Αλέξανδρος Παπανικολάου και Έμιλυ Γιαννούκου, έστρεψαν την κάμερα σε έναν πρωταγωνιστή της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής, τον Αλέξη Τσίπρα. Το ντοκιμαντέρ τους παρακολουθεί τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ για περίπου ένα χρόνο από το καλοκαίρι του 2012 ως το καλοκαίρι του 2013. «Αποφασίσαμε να γυρίσουμε την ταινία λίγο πριν τις πρώτες εκλογές του Μάη του '12, καθώς βλέπαμε ότι τα πράγματα θα άλλαζαν, βλέπαμε έναν νέο πολιτικό να αναδεικνύεται μέσα σε περίοδο κρίσης. Ζούμε στο Παρίσι και συναντήσαμε τον κ. Τσίπρα σε μια συνέντευξη τύπου του Ζαν Λικ Μελανσόν. Του προτείναμε να γυρίσουμε μία ταινία γι' αυτόν και μέσα σε πέντε λεπτά μας είπε “ναι”. Ο μόνος όρος που έθεσε ήταν ότι δεν ήθελε να προσεγγίσουμε την προσωπική του ζωή, την οικογένειά του», εξήγησε ο κ. Παπανικολάου. Η κ. Γιαννούκου συμπλήρωσε: «Πιστεύω ότι ο Αλέξης Τσίπρας ξαφνιάστηκε όταν τον πλησιάσαμε. Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι εκείνο το διάστημα συνέπεσε με μια περίοδο όπου σημειώθηκε μια έντονη αλλαγή στην πολιτική, καθώς το κόμμα του ανέβηκε γρήγορα. Μέσα από την ταινία θελήσαμε να δείξουμε τι γινόταν εκείνο το διάστημα στη χώρα και τι λεγόταν στο εξωτερικό». Για τον κ. Παπανικολάου, το πιο εντυπωσιακό πράγμα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν η ευκαιρία που δόθηκε στους δύο δημιουργούς να δουν ένα κόμμα εκ των έσω. Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, «παρακολουθήσαμε μεταξύ άλλων πώς ένα κόμμα αποφασίζει για μια καμπάνια, η οποία διαμορφώνεται μέρα με τη μέρα. Η ταινία ακολουθεί έναν ξέφρενο ρυθμό. Σκεφτείτε ότι φτάσαμε να έχουμε 19 ώρες τη μέρα την κάμερα στραμμένη πάνω στον Αλέξη Τσίπρα. Δεν είχαμε αποφασίσει από πριν σε ποιο σημείο θα ολοκληρώναμε τα γυρίσματα. Στην πορεία, αποφασίσαμε να βάλουμε τέλος με το κλείσιμο της ΕΡΤ». Σε ερώτηση σχετικά με το εάν πρόθεσή τους ήταν να «πριμοδοτήσουν» τον Αλέξη Τσίπρα με την ταινία, ο κ. Παπανικολάου απάντησε: «Δεν κάναμε αυτό το ντοκιμαντέρ για να καθοδηγήσουμε τον θεατή, δεν του λέμε ‘’ψήφισε τον Τσίπρα’’ ή ‘’μην τον ψηφίζεις’’. Η ταινία μάλιστα γυρίστηκε χωρίς έλεγχο από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είχαμε βάλει από την αρχή τον όρο να μην είμαστε υποχρεωμένοι να τους δείξουμε το ντοκιμαντέρ εκ των προτέρων».

Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται το ντοκιμαντέρ Χαμένος στην Μπιγουΐλντερνες Αλεξάνδρας Άνθονυ: Η ταινία αναφέρεται στην ιστορία του ξαδέλφου της σκηνοθέτιδας, τον Λουκά, ο οποίος απήχθη σε ηλικία 5 ετών από την Ελλάδα και εντοπίστηκε λίγο πριν από τα 16α γενέθλιά του στις ΗΠΑ. Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ, η σκηνοθέτιδα εξήγησε: «Μεγάλωσα με αυτή την ιστορία μέσα στην οικογένειά μου και όταν αποφάσισα να γράψω ένα σενάριο, η πραγματικότητα εισέβαλλε σε αυτό. Το παιδί, γιος ξαδέρφου μου, εξαφανίστηκε όταν το πήρε η μητέρα του φεύγοντας στην Αμερική κι έτσι χάθηκαν εντελώς τα ίχνη του. Για χρόνια τον έψαχναν η Σκότλαντ Γιαρντ και η Ιντερπόλ χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό ήταν ένα τραύμα για την οικογένειά μου, το γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε πού είναι αυτό το παιδί. Τελικά, ένα βράδυ τηλεφώνησε η μητέρα του Λουκά στον ξάδερφό μου και του είπε ότι ο Λουκάς είναι στην Αμερική. Πήρα μια κάμερα και πήγα μαζί με τον ξάδερφό μου στη συνάντηση. Από τότε συνέχισα να παρακολουθώ τους ήρωες, τους οποίους στην ταινία βλέπετε να μεγαλώνουν και να περνούν πολλά. Όταν βρήκαμε τον Λουκά ήταν 16 ετών, δεν μιλούσε ελληνικά. Ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα και ήρθε τελικά σαν ξένος για να ξαναμπεί στην οικογένειά του». Γυρισμένη κατά τη διάρκεια είκοσι χρόνων, η ταινία κλείνει έναν κύκλο, καθώς παρακολουθεί τον Λουκά μέχρι τη στιγμή που γίνεται και ο ίδιος πατέρας. Το "Χαμένος στην Μπιγουΐλντερνες", όπως παρατήρησε η κ. Άνθονυ, «είναι μία προσωπική ταινία, στην οποία όμως μπορούμε να βρούμε στοιχεία που αγγίζουν όλους μας. Είναι μια ταινία για τον χαρακτήρα των Ελλήνων και την οικογένεια, γεμάτη αγάπη. Στην Αμερική ακούνε πολλά για την ελληνική ιδιοσυγκρασία σε σχέση με τη σημερινή κρίση, πράγματα που δεν είναι αληθινά. Μου δίνει ικανοποίηση το να δείχνω μία άλλη εικόνα, την καλύτερη για την Ελλάδα και τους Έλληνες».

Μακριά από την Ελλάδα και συγκεκριμένα στην μετεπαναστατική Λιβύη, διαδραματίζεται το ντοκιμαντέρ Το Τραγούδι του Γιούσεφ του Κώστα Πλιάκου. Πρωταγωνιστής είναι ο Γιούσεφ, ένας νέος που συμμετείχε στην επανάσταση της Λιβύης και είναι ο διασημότερος ράπερ της χώρας. Μιλώντας για την ταινία του, ο κ. Πλιάκος επεσήμανε: «Οι βασικοί παράγοντες που με ώθησαν να γυρίσω αυτή την ταινία ήταν το ότι η Λιβύη υπήρξε για 42 χρόνια μια ερμητικά κλειστή χώρα, καθώς επίσης και ότι η ανατροπή έγινε με τα όπλα και με την ευθεία ανάμιξη του διεθνούς παράγοντα, την επέμβαση της Γαλλίας και του ΝΑΤΟ». Παρακολουθώντας το θέμα της αραβικής άνοιξης, ο σκηνοθέτης ήρθε σε επαφή, όπως εξήγησε, με τον Λίβυο στην καταγωγή και γεννημένο στην Ελλάδα Μοχάμεντ Μπεν Γκούζι, με τον οποίο συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας. «Καθώς αναζητούσαμε πώς θα προσεγγίζαμε το θέμα, ο Μοχάμεντ μου έδειξε τον Γιούσεφ, μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου που γράφει τραγούδια ακροβατώντας μεταξύ Ισλάμ και Δύσης. Είναι ένας ήρωας που ανταποκρίνεται στον μέσο Λίβυο, έχει όραμα για τη χώρα του. Πήγαμε στη Λιβύη, βρήκαμε τον Γιούσεφ και τον ακολουθήσαμε με την κάμερα». Μέσα από την περιπέτεια των γυρισμάτων, ο κ. Πλιάκος διαπίστωσε, όπως είπε, ότι «σε μία επανάσταση πρώτα αλλάζουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων και μετά όλα τα άλλα». Σε σχέση με τη θέση των γυναικών στη Λιβύη, θέμα που θίγει μεταξύ άλλων το ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης ανέφερε: «Υπάρχει ένας προβληματισμός ανάμεσα στις γυναίκες της χώρας, αναρωτιούνται πού πηγαίνουν τα πράγματα, φοβούνται το φανατικό Ισλάμ, δεν θέλουν να μετατραπούν σε Αφγανιστάν. Δεν θεωρούν ότι είχαν μεγάλες ελευθερίες επί Καντάφι, τώρα όμως φοβούνται το μέλλον, την αστάθεια, τη διαδικασία μετάβασης». Από την πλευρά του, ο Μοχάμεντ Μπεν Γκούζι πρόσθεσε: «Επί 42 χρόνια δεν υπήρχε παιδεία στη Λιβύη, ο λαός δεν γνωρίζει από ιδεολογίες. Η νέα γενιά είναι αυτή που έχει ελπίδα, οι νέοι είναι αυτοί που εξεγέρθηκαν, όχι οι γονείς τους. Στη Λιβύη οι άνθρωποι είναι θρησκόληπτοι, φοβούνται τον εξτρεμισμό, αλλά θέλουν να ακροβατούν ανάμεσα στον δυτικό τρόπο ζωής και την κουλτούρα του Ισλάμ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: