ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ - 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Σ.Σ."Χ.Κ".: Εμετική εντύπωση προκαλεί το γεγονός στο Φεστιβάλ, ότι όλα τα ελληνικά ντοκιμαντέρ φέρουν ξιπασμένους αρλουμποφράγκικους τίτλους (οι δημιουργοί τους γράφουν στις αρχιδάρες τους την Ελληνική γλώσσα μεσ' το σπίτι της), και όλα τα ξένα... ελληνικούς! Η περίπτωση δε, του "Ένα Τραγούδι για τον Γιουσούφ", αποτελεί καραμπινάτη κλεψίτυπη έκδοση του "Ένα τραγούδι για τον Αργύρη" του Ελβετού Στέφαν Χάουπτ, που προβλήθηκε εδώ πριν από λίγα χρόνια. 

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ «ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ»
/ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ / ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ
/ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 18 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ηρώ Σιαφλιάκη (Στιγμές της ζωής), Μύρνα Τσάπα (Στο φαρμακείο), Γιάννης Βαμβακάς (Παναγιώτης Τέτσης «Παίζοντας με τα χρώματα») και Μορτέζα Τζαφάρι (Τα όνειρα της δημοκρατίας).

Αρχικά το λόγο πήρε η Ηρώ Σιαφλιάκη, μιλώντας για το ντοκιμαντέρ της Ζενεβιεβ Κλανσί, Στιγμές της ζωής. Η ταινία σκιαγραφεί το πορτρέτο της γαλλίδας ποιήτριας και φιλοσόφου Ζενεβιέβ Κλανσί, μέσα από υλικό αρχείου, αλλά και μαρτυρίες ανθρώπων που μοιράστηκαν μαζί της την ανάγκη να απαντήσουν με δράση στα ζητήματα που τίθενται από τη σύγχρονη Ιστορία μας. «Η Κλανσί διατηρούσε σε όλη της τη ζωή συνέπεια μεταξύ έργου και δράσης, ήταν σαν το έργο της να αποτελεί συνέχεια της δράσης της. Δεν ξεχώριζε το προσωπικό από το δημόσιο», σημείωσε η κ. Σιαφλιάκη. Αναφερόμενη στην Κλανσί, η οποία υπήρξε στο παρελθόν καθηγήτριά της και στη συνέχεια φίλη της μέχρι το θάνατό της το 2005, η σκηνοθέτιδα σημείωσε χαρακτηριστικά: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν σε αφήνουν ανέγγιχτο. Δεν είσαι ο ίδιος μετά από τέτοιες συναντήσεις». Μιλώντας για τις συλλογικές δράσεις που εμπνέουν έργα όπως αυτό της Κλανσί, η δημιουργός επεσήμανε: «Είμαι πεπεισμένη ότι μόνο με συλλογική δράση μπορεί να γίνει κάτι σήμερα, δεν περιμένω κάτι από την πολιτική. Θα πρέπει να προτείνουμε εμείς μια άλλη ανάγνωση της Ιστορίας, να διαρρήξουμε το χαρακτήρα της κρίσης ως παντοδύναμης και αμετακίνητης, να κάνουμε μια διαφορετική πρόταση γι’ αυτά που τώρα αγνοούνται, να δείξουμε ότι μπορούμε να είμαστε συμμέτοχοι στην ίδια μας τη ζωή». Ως προς το ρόλο των διανοούμενων σήμερα, η σκηνοθέτιδα υπογράμμισε ότι σε αντίθεση με τη γενιά του Μάη του ’68, όταν η διανόηση έπαιρνε ενεργά θέση, σήμερα δεν είναι τόσο φανερή η θέση της. «Έχουμε την ανάγκη της διανόησης όχι για να δώσει λύσεις, αλλά για να εκφράσει την αλλαγή, τη ρήξη που πρέπει να γίνει», κατέληξε η δημιουργός.
Μια απεικόνιση της σύγχρονης Ελλάδας καταγράφει το ντοκιμαντέρ Στο φαρμακείο της Μύρνας Τσάπα. «Δεν ήταν στις προθέσεις μου να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την κρίση. Ήθελα να αποτυπώσω την κατάσταση στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, γιατί το φαρμακείο λειτουργεί ως καφενείο, όπου οι άνθρωποι συζητούν καθημερινά για την κατάσταση της χώρας. Ξεκίνησα να κινηματογραφώ πριν την υπογραφή του μνημονίου και στην πορεία η ταινία πήρε τη σημερινή της μορφή», ανέφερε η σκηνοθέτιδα. Στην ταινία απεικονίζονται οι τρόποι που βρίσκουν οι άνθρωποι για να αντεπεξέλθουν στην κρίση και τις καθημερινές τους δυσκολίες. «Ήθελα να δείξω το πώς η πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας επηρεάζει τις σχέσεις των ατόμων. Στην αρχή, οι ήρωες του ντοκιμαντέρ αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις με χιούμορ, στην πορεία όμως βλέπουμε ότι υπάρχει ένταση», υπογράμμισε η δημιουργός. Η ίδια διευκρίνισε και την επιλογή της να κάνει το ντοκιμαντέρ ασπρόμαυρο, λέγοντας ότι «στην Ελλάδα το ασπρόμαυρο είναι συνυφασμένο με την κωμωδία και δεν ήθελα το ντοκιμαντέρ να ‘’ρίχνει’’ ψυχολογικά τους θεατές».
Ο Παναγιώτης Τέτσης είναι ίσως ο μόνος έλληνας ζωγράφος της γενιάς του ’30 που αποτύπωσε τη ζωή με τόσο έντονα χρώματα. «Η σχέση του Τέτση με το χρώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και αντανακλάται στην προσωπικότητά του», είπε ο σκηνοθέτης Γιάννης Βαμβακάς για το ντοκιμαντέρ του Παναγιώτης Τέτσης «Παίζοντας με τα χρώματα». Όπως εξήγησε ο δημιουργός, οι ζωγράφοι της γενιάς του Π. Τέτση, επηρεασμένοι από τη βαυαρική σχολή, δεν εκφράστηκαν με πολύ έντονα χρώματα. Ο Τέτσης όμως, επηρεάστηκε από την ελληνική πραγματικότητα και το έντονο ελληνικό φως». Ο κ. Βαμβακάς δήλωσε επίσης ότι η ζωγραφική είναι το απωθημένο του, γι’ αυτό και αποφάσισε να κινηματογραφήσει κορυφαίους έλληνες ζωγράφους, έτσι ώστε να μιλήσουν οι ίδιοι για τα έργα τους. Κάνοντας λόγο για το πώς προσέγγισε τον σπουδαίο έλληνα ζωγράφο, ο σκηνοθέτης σημείωσε ότι ήταν δύσκολο εγχείρημα, καθώς «ο Τέτσης έπρεπε να πειστεί, να καταλάβει ότι θα γινόταν κάτι που θα έμενε στην ιστορία του ντοκιμαντέρ. Είχα μεγάλο δέος, σκεφτόμουν ‘’τι να του πεις;’’, ‘’πώς μπορείς να τον κατευθύνεις;’’ Έχει τις απόψεις του, είναι αυστηρός. Έπρεπε να προσπαθήσω να τον καταλάβω. Άλλοτε πήγαινα πλαγίως κι άλλοτε, αν χρειαζόταν, έκανα λίγο πίσω. Διαφορετικά, εάν πήγαινα κάπως κόντρα, δεν θα τα έβγαζα πέρα. Ποτέ όμως εκείνος δεν μου έκανε υποδείξεις στη δουλειά μου».
Το ντοκιμαντέρ Τα όνειρα της δημοκρατίας του Μορτέζα Τζαφάρι παρακολουθεί επτά Ιρανούς μετανάστες που αναζητούν μια διαφορετική ζωή στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, συνειδητοποιώντας όμως ότι η δημοκρατία δεν είναι αυτό που φαντάζονταν. Ο κ. Τζαφάρι είχε ως αφετηρία τη δική του προσωπική εμπειρία, αφού και ο ίδιος μετανάστευσε από το Ιράν στην Ελλάδα. «Δεν ήρθα εδώ για να κάνω σινεμά, αλλά για να γλιτώσω τη ζωή μου. Είμαι πρόσφυγας στην Ελλάδα», εξομολογήθηκε ο κ. Τζαφάρι. Οι ήρωές του είχαν το ίδιο κίνητρο, δηλαδή να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, αλλά φυλακίστηκαν και εγκλωβίστηκαν στη χώρα μας. Σήμερα, οι ίδιοι ζουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και χάρη στο ντοκιμαντέρ έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες. «Έχω κάνει πολλές ταινίες και γνωρίζοντας την πολιτική της ΕΕ ήμουν σίγουρος ότι θα τους βοηθούσα με αυτό το ντοκιμαντέρ», σημείωσε σχετικά ο σκηνοθέτης. Αναφερόμενος στη χώρα του, ο ίδιος είπε ότι «το Ιράν είναι μια χώρα πιο προχωρημένη τεχνολογικά και οικονομικά από πολλές χώρες της Ευρώπης, ωστόσο δεν υπάρχει δημοκρατία».
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ:ΟΤΑΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ / ΤΣΑΠΟΥΛΤΖΟΥ: ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΕΖΙ / ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΙΟ ΑΣΦΑΛΕΣ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 18 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Γιαέλ Αντρέ (Όταν θα γίνω δικτάτορας), Έντγκαρ Χάγκεν (Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου) και Κάρλο Πρεβόστι (Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί).
Aρχικά το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης Έντγκαρ Χάγκεν, το ντοκιμαντέρ του οποίου Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου ασχολείται με το πολυεπίπεδο ζήτημα της ταφής των πυρηνικών αποβλήτων. Ο σκηνοθέτης σχολίασε σχετικά: «Το θέμα αφορά όλους εμάς που χρησιμοποιούμε ηλεκτρική ενέργεια, η οποία σε πολλές χώρες προέρχεται από πυρηνικά εργοστάσια, και δεν σκεφτόμαστε ότι τα απόβλητά τους θα μείνουν ενεργά για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σε αυτό το θέμα, συνειδητοποίησα πόσο τεράστια είναι η διάστασή του. Έψαχνα ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να δώσει όχι μόνο την ελβετική προσέγγιση του ζητήματος, αλλά μία πιο παγκόσμια και το βρήκα τυχαία. Συναντήθηκα λοιπόν με τον Τσαρλς ΜακΚόμπι, έναν άνθρωπο που εργαζόταν είκοσι χρόνια στη βιομηχανία πυρηνικών στην Ελβετία, ο οποίος αναζητά λύση στο πρόβλημα ταφής των αποβλήτων και έχει επαφές με πολλές χώρες του κόσμου. Είναι Σκωτσέζος, μεγάλωσε γνωρίζοντας τη βρετανική πυρηνική βιομηχανία και έχει εντελώς διαφορετικό σύστημα αξιών από το δικό μου, καθώς είναι υπέρ των πυρηνικών. Ήθελα να υπάρχει αυτή η αντίφαση. Χάρη σ’ αυτόν κάναμε γυρίσματα στα συγκεκριμένα μέρη. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα γινόταν, καθώς πρόκειται για μυστικές τοποθεσίες». Ο κ. Χάγκεν δεν παρέλειψε να σχολιάσει και την αναλογία της διαπραγμάτευσης για τα πυρηνικά απόβλητα με τη συμφωνία του Φάουστ, που ακούγεται στην ταινία του: «Έχει ενδιαφέρον ότι ένας ιθαγενής Αμερικάνος κάνει αυτή την αναφορά. Για μένα η ταινία δεν μιλά μόνο για τα πυρηνικά, αλλά και για τους ανθρώπους και το πώς χρησιμοποιούν τους πόρους τους σε διάφορους τομείς. Τα πυρηνικά είναι εξαιρετικά ραδιενεργά απόβλητα, που παραμένουν ενεργά για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα. Και μπορεί ο Τσαρλς Μακ Κόμπι να λέει ‘’κανένα πρόβλημα, θα σου δείξω τη λύση’’, ωστόσο ο ιθαγενής έρχεται να πει ότι ο άνθρωπος είναι πολύ μικρός μπροστά σε αυτό το τεράστιο βάθος χρόνου». Για τον βασικό ήρωά του, ο κ. Χάγκεν εξήγησε: «Το κίνητρο του Τσαρλς ΜακΚόμπι για να βρει λύση για τα απόβλητα, είναι το να εξασφαλίσει το μέλλον των πυρηνικών. Ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, εργάζεται για εταιρείες στη Νότια Αμερική, την Ιαπωνία, την Κορέα και τα Αραβικά κράτη και επινοεί λύσεις για αυτές. Εγώ έχω σκεπτικιστική στάση, ωστόσο κάνω την ταινία και ταξιδεύω μαζί του για να θέσω ερωτήματα. Είναι προφανές ότι είμαι κατά των πυρηνικών, αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Δεν ήθελα να γυρίσω μία ταινία κατά των πυρηνικών, αλλά να θέσω τα σωστά ερωτήματα γύρω από αυτό το ζήτημα».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Κάρλο Πρεβόστι, ένας από τους πέντε σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί, που καταγράφει μέσα από πολλές διαφορετικές μαρτυρίες το κίνημα του πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη. Ο σκηνοθέτης μίλησε για το κίνητρο που ώθησε τον ίδιο και τους συν-σκηνοθέτες του -Μπενεντέτα Αρτζεντιέρι, Κλάουντιο Καζάτσα, Ντούτσο Σέρβι και Στέφανο Ζόγια- στη δημιουργία της ταινίας: «Θέλαμε να κατανοήσουμε τι είχε γίνει μερικές βδομάδες πριν το κίνημα στο Γκεζί. Έτσι, πέντε σκηνοθέτες και ένας δημοσιογράφος αρχίσαμε να δουλεύουμε με μικρές κάμερες χαμηλής ποιότητας. Τις επιλέξαμε για δύο κυρίως λόγους: Καταρχήν για το χαμηλό κόστος, επειδή θέλαμε να γίνει γρήγορα η παραγωγή, και κατά δεύτερον επειδή προτιμήσαμε να εστιάσουμε στις μαρτυρίες των ανθρώπων παρά σε εικόνες. Θέλαμε να μάθουμε το λόγο για τον οποίο διαμαρτύρονταν. Το πάρκο Γκεζί προφανώς είναι ένα σύμβολο, ένα μέρος όπου τόσοι άνθρωποι συναντήθηκαν για να αγωνιστούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και είναι άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους: από αριστεριστές από τη Δυτική Τουρκία μέχρι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Τουρκία είναι μία γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και τον Ισλαμικό πολιτισμό και είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει ο κόσμος προς τα πού θέλει να πάει η κυβέρνηση. Κάποιους μήνες πριν τις διαμαρτυρίες, φαινόταν ότι το κράτος θέλει να ανοιχτεί προς την Ευρώπη για οικονομικούς λόγους, αλλά μετά ξεκίνησε η απαγόρευση κατανάλωσης αλκοόλ στο δρόμο και η διάδοση της ιδέας ότι η θέση της γυναίκας είναι να μένει στο σπίτι και να μεγαλώνει τα παιδιά». Αναφερόμενος το ρόλο που έπαιξε το διαδίκτυο στη διάδοση του κινήματος στο Γκεζί, ο κ. Πρεβόστι παρατήρησε: «Στην Τουρκία υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης και ήταν αδύνατο να καταλάβουμε εμείς που ζούμε στην Ιταλία τι πραγματικά συμβαίνει, με εξαίρεση κάποιες πηγές και bloggers στο διαδίκτυο. Ταυτόχρονα, το διαδίκτυο ήταν ένας πολύ σημαντικός δίαυλος επικοινωνίας, ο οποίος μας επέτρεψε να ολοκληρώσουμε την ταινία, τόσο κατανοώντας τι συνέβαινε πριν τα γεγονότα όσο και αντλώντας υλικό. Το μοντάζ ήταν πιο δύσκολο από τα γυρίσματα. Επίσης, να αναφέρω ότι δείξαμε την ταινία στη Διεθνή Αμνηστία και τους άρεσε πολύ». Ερωτώμενος ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο κίνημα του Γκεζί και άλλα παρόμοια κινήματα, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Οι διαδηλωτές στο Γκεζί λένε ότι διαφέρουν από τις υπόλοιπες εκφράσεις της αραβικής άνοιξης και τα Αφρικανικά κινήματα. Η ισλαμική παράδοση είναι πολύ πιο ισχυρή στη Βόρεια Αφρική από ό,τι στην Τουρκία. Η Τουρκία βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην Ευρώπη και οι αντιθέσεις με αυτή δεν είναι τόσο έντονες. Στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου ήταν πολύ πιο σκληρός ο αγώνας, με πολλούς τραυματίες και νεκρούς. Προσωπικά, με την πλατεία Ταχρίρ δεν είμαι εξοικειωμένος, ενώ στο πάρκο Γκεζί ένιωθα κατά κάποιο τρόπο σαν να βρίσκομαι στην πλατεία Ντουόμο στο Μιλάνο». Όσο για τα διδάγματα του κινήματος, ο δημιουργός σχολίασε: «Είναι σημαντικά. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία με την Ιταλία, όπως π.χ. η άσκηση εξουσίας με σκληρό τρόπο και η επιδίωξη της εκάστοτε κυβέρνησης να ελέγξει τα ΜΜΕ σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Στην Ιταλία δεν υπήρξαν βίαιες διαδηλώσεις, όμως έχουν σημασία οι δίαυλοι με τους οποίους οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους διαδικτυακά, όπως το ... και το ... Και στην Τουρκία το ... και το ... ήταν χρήσιμα εργαλεία διαμαρτυρίας, σαν ένας ασύρματος για να συνδέονται μεταξύ τους οι διαδηλωτές».
Αμέσως μετά, η σκηνοθέτιδα Γιαέλ Αντρέ αναφέρθηκε στην ιδιότυπη ταινία της με τίτλο Όταν θα γίνω δικτάτορας, την οποία η ίδια χαρακτηρίζει ως «ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας». Η δημιουργός επεσήμανε: «Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω γι’ αυτό το έργο, είναι δέκα ταινίες σε μία. Θα προσπαθήσω να μιλήσω για μία από αυτές, λοιπόν. Ξεκίνησα να κινηματογραφώ τον εαυτό μου με κάμερα super 8 πριν από δέκα χρόνια. Το super 8 δίνει μία ιδιαίτερη κινηματογραφική ταυτότητα, μεταξύ ερασιτεχνικής και πιο προχωρημένης προσέγγισης. Επίσης, άρχισα να συλλέγω τέτοιο υλικό από υπαίθριες αγορές και οικογενειακές στιγμές. Ξεκίνησα να γράφω μία ερωτική ιστορία μυθοπλασίας και παράλληλα διάβαζα αστροφυσική». Αναφερόμενη στη σύνδεση κειμένου και εικόνων μέσα στην ταινία της, η κ. Αντρέ εξήγησε: «Στην ταινία υπάρχουν κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων είναι και μία υποθετική ζωή: της τέλειας μητέρας, της εξερευνήτριας, του αστροναύτη κλπ. Έτσι, σε καθεμιά από αυτές αντιστοιχούσα τις κατάλληλες εικόνες: στης μητέρας τις εικόνες του παιδιού που προσπαθεί να περπατήσει, στης εξερευνήτριας τις εικόνες της αποικιοκρατίας κοκ. Πρόκειται για τη δική μου ιστορία και ταυτόχρονα για την ιστορία που διηγούνται οι εικόνες από μόνες τους». Μιλώντας για τον τίτλο της ταινίας, η σκηνοθέτιδα διευκρίνισε: «Είναι ο τίτλος ενός από τα κεφάλαια του ντοκιμαντέρ. Έπρεπε να βρω μία δομή και να διαρθρώσω την ιστορία. Επίσης, ήθελα ο τίτλος να είναι αστείος και όχι βαρύγδουπος».
Κλείνοντας τη συνέντευξη Τύπου, ο κ. Πρεβόστι απάντησε σε ερώτηση για τα γυρίσματα της ταινίας Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί: «Δεν είχαμε οικονομικούς πόρους και επίσης δε μπορούσαμε να αφήσουμε τις δουλειές μας στο Μιλάνο για πολύ. Προσπαθήσαμε να ξαναπάμε στο πάρκο Γκεζί, αλλά δεν τα καταφέραμε. Για κάποιους μήνες τότε, τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Ωστόσο, μας έλειπε υλικό για την περίοδο πριν τα επεισόδια, το οποίο βρήκαμε στο διαδίκτυο. Μέρος του υλικού μας παραχωρήθηκε από την ομάδα ακτιβιστών videoccupy, η οποία διαθέτει και δικό της κανάλι στο youtube. Δε θέλαμε να κάνουμε μία ταινία για τη βία, καθώς θεωρούμε ότι ήδη η χρήση της βιντεοκάμερας είναι μία μορφή διαμαρτυρίας. Η αίσθηση του κινήματος και της ταινίας μας είναι η συμμετοχή και το να μοιράζεσαι. Πάντως, ελπίζω ότι η ταινία θα δώσει μία καλή εικόνα για το κίνημα και θα κάνει τους θεατές να διερωτηθούν πώς θα το καταλάβουν καλύτερα και να αναζητήσουν επιπλέον πληροφόρηση γι’ αυτό».
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ : ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ / ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ
/ ΑΡΧΙΣΑΝ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 18 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Άνταμ Πογκόφ και Μπράιαν Τσανγκ (Άρχισαν τα όργανα), Νεϊντίν Μούντο (Αμερικανικό κοινόβιο) και Νούρια Ιμπάνιες (Το γυμνό δωμάτιο).
Αρχικά τον λόγο πήραν οι Άνταμ Πογκόφ και Μπράιαν Τσανγκ, που υπογράφουν τη σκηνοθεσία του ντοκιμαντέρ Άρχισαν τα όργανα. Η ταινία παρακολουθεί ένα εκκεντρικό νεοϋορκέζικο συγκρότημα χάλκινων πνευστών, μια ομάδα βιρτουόζων Ρομά και Σέρβων μουσικών, καθώς ενώνονται με μισό εκατομμύριο θαυμαστές στο μεγαλύτερο φεστιβάλ τρομπέτας παγκοσμίως, στην Γκούτσα της Σερβίας. «Κανείς μας δεν είχε σχέση με τη Σερβία. Το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν η μουσική, το γεγονός ότι μαζεύονται τόσα σύνολα με τόσες πολιτιστικές διαφορές ανάμεσά τους σ’ αυτή την ανθηρή κοινότητα βαλκανικής μουσικής», εξήγησε ο κ. Τσανγκ. Για τον κ. Πογκόφ, ιδιαίτερη σημασία έχει ότι στο φεστιβάλ αυτό «μουσικοί και κοινό βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, επικρατεί ατμόσφαιρα γλεντιού». Από τα βασικά πρόσωπα στην ταινία είναι ο Ντέγιαν Πέτροβιτς, «ο πιο λαμπρός αστέρας του φεστιβάλ, τρομπονίστας τρίτης ή τέταρτης γενιάς, από τα παιδιά που γεννιούνται με μια τρομπέτα στο χέρι», όπως υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο κ. Τσανγκ. Στα γυρίσματα, τα οποία διήρκεσαν συνολικά δυόμισι χρόνια, η αμερικανική κινηματογραφική κολεκτίβα συνεργάστηκε με πέντε συν-σκηνοθέτες στη Σερβία, καθώς και με πολυάριθμα τοπικά συνεργεία.
Πέρα από τον Ατλαντικό, στην αγροτική περιοχή του Τενεσί, μεταφέρει τους θεατές η ταινία Αμερικανικό κοινόβιο, που υπογράφουν σκηνοθετικά οι αδελφές Ρίνα Μούντο Κροσέρ και Νεϊντίν Μούντο. Εκεί, το 1970, 1.500 χίπις και ο γκουρού τους, Στίβεν Γκάσκιν, ίδρυσαν ένα κοινόβιο. Τα μέλη παρέδωσαν τις οικονομίες τους, καλλιεργούσαν την τροφή τους, γεννούσαν στο σπίτι κι έτσι έχτισαν μια αυτάρκη κοινωνία. Οι αδελφές Ρίνα και Νεϊντίν, που μεγάλωσαν σ’ αυτήν την εναλλακτική κοινότητα, γνωστή και ως «Φάρμα», επέστρεψαν εκεί για πρώτη φορά μετά την αναχώρησή τους το 1985, προκειμένου να γυρίσουν το ντοκιμαντέρ. Η Νεϊντίν Μούντο, η οποία έδωσε το παρών στη συνέντευξη Τύπου, εξήγησε για αυτή την προσωπική της διαδρομή: «Καταρχήν, βρήκαμε πλούσιο αρχειακό υλικό, τόσο από τα μεγάλα κανάλια, όπως το BBC, που είχαν κάνει πολλά ρεπορτάζ για το κοινόβιο τη δεκαετία του '70, όσο και από το κινηματογραφικό υλικό που είχε συγκεντρώσει το ίδιο το κοινόβιο με το δικό του συνεργείο. Τα γυρίσματα για μένα και την αδερφή μου ήταν και μία προσωπική αποκάλυψη. Καθώς φύγαμε από τη Φάρμα στα δέκα μας χρόνια, αποφασίσαμε ως έφηβες να κρύβουμε το κοινοβιακό παρελθόν μας, επειδή τη δεκαετία του '80 η κουλτούρα των χίπις δεν ήταν γενικά αποδεκτή. Επιστρέφοντας στο κοινόβιο, ουσιαστικά ανακαλύψαμε ξανά την παιδική μας ηλικία, καταφέραμε να κατανοήσουμε τους ανθρώπους που ζουν εκεί και τα ιδανικά τους. Παράλληλα, ήρθαμε αντιμέτωπες με ερωτήματα που σχετίζονται με την κοινοβιακή ζωή όπως: ‘’Μπορείς να υπάρξεις σε μία ζωή όπου όλα είναι κοινά;’’, ‘’μπορείς να αντιμετωπίσεις την απώλεια της ατομικότητάς σου;‘’. Αυτά και άλλα ζητήματα θέτουμε ως ερωτήματα στον θεατή, προκειμένου να δώσει τις δικές του απαντήσεις».
Ένας κλειστός χώρος είναι το φόντο όπου διαδραματίζεται η ταινία Γυμνό δωμάτιο της Νούρια Ιμπάνιες. Πρόκειται για την αίθουσα όπου γίνεται η συμβουλευτική αγωγή σε νοσοκομείο παιδιών με ψυχολογικά προβλήματα, στην Πόλη του Μεξικού. Για να κάνει τα γυρίσματα, η σκηνοθέτιδα πήρε άδεια από το υπουργείο Υγείας του Μεξικού, όταν όμως έφτασε στο νοσοκομείο την περίμενε μία έκπληξη: αντίθετα με ό,τι πίστευε, τα παιδιά δεν προσπάθησαν να αποφύγουν το κινηματογραφικό συνεργείο. «Ξεκινώντας τα γυρίσματα, διαπιστώσαμε ότι τα παιδιά ήθελαν να μιλήσουν μπροστά στην κάμερα, ακόμη και για πράγματα μέχρι τότε απαγορευμένα. Εμείς, τα τρία μέλη του συνεργείου, ήμασταν παρόντες στις συνεδρίες απλώς ακούγοντας, βλέποντας και καταγράφοντας με την κάμερα, χωρίς να παρεμβαίνουμε. Στην πορεία, τα παιδιά μας συνήθισαν, μιλούσαν σα να μην ήταν μπροστά η κάμερα», υπογράμμισε η δημιουργός. Όπως εξήγησε η ίδια, τα γυρίσματα δεν ήταν εύκολα. Η ίδια επεσήμανε: «Η κινηματογράφηση ήταν δύσκολη, όπως και το μοντάζ, αφού είχαμε συγκεντρώσει ένα τεράστιο υλικό, έχοντας κινηματογραφήσει περισσότερες από 130 συνεδρίες, από τις οποίες δεν ξέραμε ποια να κρατήσουμε και ποια όχι. Ουσιαστικά όλη η διαδικασία των γυρισμάτων και της ολοκλήρωσης της ταινίας ήταν οδυνηρή. Τελικά, ακούγοντας αυτά τα παιδιά, που έψαχναν κάποιον για να του αφηγηθούν την ιστορία τους, ο θεατής έρχεται σε επαφή με τις ανθρώπινες αυτές ιστορίες, ενώ παράλληλα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την ίδια την Πόλη του Μεξικού, να μάθει πολλά για την κοινωνική της κατάσταση».
KOYBENTIAZONTAΣ
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε τη Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ανναμαρία Γκαλόνε (Αυτή είναι ο σύζυγός μου), Αναντά Ανρί-Μπιαμπό (Πετάει ο μάγος; Πετάει!), Τζέσι Ρόουσλερ (Πετώντας αστερίες στη θάλασσα), Γκάμπορ Φερέντσι (Όβερντοους-Τρέχοντας για ένα όνειρο), Δημήτρης Στατήρης (...) και Κώστας Πλιάκος (...).
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, αρχικά οι δημιουργοί «συστήθηκαν», μιλώντας για τα ντοκιμαντέρ τους, τα οποία προβάλλονται στη φετινή διοργάνωση. Στη συνέχεια, η κουβέντα επεκτάθηκε σε ευρύτερα ζητήματα, όπως η σχέση του ντοκιμαντερίστα με τους ήρωές του, το αν είναι εφικτό ο σκηνοθέτης να έχει αντικειμενική ματιά, αλλά και σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να προστατεύει τον πρωταγωνιστή ακόμη και σε βάρος της ταινίας.
Παρουσιάζοντας εν συντομία την ταινία του Πετώντας αστερίες στη θάλασσα, ο Τζέσι Ρόουσλερ σημείωσε ότι αναφέρεται στην «ιστορία τριών συνηθισμένων ανθρώπων –ενός συνταξιούχου δασκάλου από τη Μινεσότα, ενός κορυφαίου σεφ από τη Ινδία κι ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού από τη Νότια Καρολίνα-, που κάνουν ασυνήθιστα πράγματα, με στόχο να καταπολεμήσουν την πείνα των συνανθρώπων τους». Από την πλευρά του, ο Γκάμπορ Φερέντσι, το ντοκιμαντέρ του οποίου Όβερντοους-Τρέχοντας για ένα όνειρο εστιάζει σε ένα ξεχωριστό άλογο, υπογράμμισε: «Όβερντοους είναι το όνομα ενός θαυμάσιου αλόγου που το 2008 κέρδισε 12 αγώνες σερί και έγινε σύμβολο της τύχης στην Ουγγαρία, τόσο πολύ που όλοι νόμιζαν ότι θα μας σώσει από την οικονομική κρίση». Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ της Αυτή είναι ο σύζυγός μου, το οποίο καταγράφει την απόφαση του 52χρονου Αλεσάντρο να γίνει γυναίκα και τη σχέση του με τη σύντροφό του Ρομπέρτα, η σκηνοθέτιδα Ανναμαρία Γκαλόνε είπε: «Δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία ‘’κλειδαρότρυπας’’, αλλά να παρουσιάσω μια ερωτική ιστορία». Το ντοκιμαντέρ (...) του Κώστα Πλιάκου αποτυπώνει τη σημερινή κατάσταση στη Λιβύη μετά την αραβική άνοιξη, μέσα από την ιστορία του νεαρού Γιούσεφ, του διασημότερου ράπερ της χώρας. «Yπήρχαν πολλές αντιφάσεις στην ιστορία αυτή, όπως το πώς ένας νέος μουσουλμάνος που χρησιμοποιεί τη ‘’μουσική του σατανά’’ μπορεί να μιλά για την επανάσταση. Μέσω του Γιούσεφ παρακολουθώ τη γενιά του, που δεν είναι πολιτικοποιημένη, αλλά έχει όνειρα για το μέλλον», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης. Από την άλλη, στην ταινία Πετάει ο μάγος; Πετάει, η Αναντά Ανρί-Μπιαμπό παρακολουθεί τη ζωή τριών γυναικών σε μια φαβέλα στο Καράκας, οι οποίες προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματά τους καταφεύγοντας στη βοήθεια ενός μάγου. Όσο για το ντοκιμαντέρ Relentless του Δημήτρη Στατήρη, αυτό καταγράφει την ιστορία ενός ιταλού άνδρα που σώθηκε από τη βία και τα ναρκωτικά χάρη στην πυγμαχία. «Η αναζήτηση της πραγματικότητας του άλλου μέσω του ντοκιμαντέρ καταλήγει η δική σου περιπέτεια. Στο τέλος ανακαλύπτεις πολλά πράγματα για σένα», τόνισε σχετικά ο σκηνοθέτης.
«Μου αρέσει να ακούω ιστορίες ανθρώπων. Είναι δύσκολο να σου δείξει κάποιος την ψυχή του, αλλά όταν συμβαίνει είναι σαν να γίνεται ένα θαύμα», είπε η κ. Γκαλόνε, δηλώνοντας ότι αυτό που τη γοήτευσε στους ήρωες της ήταν «η αποφασιστικότητα και το πάθος τους». Από την άλλη, η βαθύτερη σχέση αγάπης και τρυφερότητας που βρίσκεται πίσω από την κίνηση του να δώσεις ένα σάντουιτς σε κάποιον που πεινάει, ήταν αυτό που συγκίνησε τον κ. Ρόουσλερ. «Ως ντοκιμαντερίστες θα πρέπει να καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους. Η όλη διαδικασία είναι μια εξερεύνηση των άλλων και του εαυτού μας», επεσήμανε ο κ. Φερέντσι. Για τον κ. Πλιάκο, όπως είπε, η πρόκληση ήταν να προσπαθήσει να καταλάβει μια χώρα του Ισλάμ, με την οποία δεν είχε ποτέ άλλοτε επαφή, να καταλάβει τον ήρωά του και μέσα από αυτή τη διαδικασία να μάθει πράγματα και για τον εαυτό του.
Γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ, οι σκηνοθέτες πρέπει να πείσουν τους ήρωες να τους βάλουν για λίγο στη ζωή τους. Η απάντηση όλων των δημιουργών στο πώς καταφέρνουν αυτό τον στόχο ήταν ότι περνούν χρόνο με τους ανθρώπους που κινηματογραφούν, ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. «Πρέπει να προσεγγίζεις τους πρωταγωνιστές σου πριν αρχίσεις τις λήψεις» είπε η κ. Γκαλόνε, προσθέτοντας ότι από την εμπειρία της, οι άνθρωποι δεν χρειάζονται κάποιο κίνητρο για να ανοιχτούν γιατί «σε όλους αρέσει να μιλούν για τον εαυτό τους». Για την κ. Ανρί-Μπιαμπό ήταν πιο εύκολο να πλησιάσει ανθρώπους που ζουν σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, δηλαδή «μακριά από τις κάμερες», ενώ αντιθέτως στη Γαλλία, για παράδειγμα, υπήρχε μεγαλύτερη επιφύλαξη. «Σχεδόν όλοι κινηματογραφούμε φτωχούς. Οι πλούσιοι δεν θέλουν να μιλούν μπροστά στην κάμερα», διαπίστωσε ο κ. Φερέντσι, σημειώνοντας ότι ο δημιουργός έχει ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους που θέλουν να δείξουν τη ζωή τους. Πολλές φορές οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν ηθικά διλήμματα. Για παράδειγμα, η οικογένειά της ηρωίδας στην ταινία της κ. Ανρί-Μπιαμπό ντρεπόταν για ορισμένες λήψεις της και ζήτησε να μην συμπεριληφθούν στην ταινία. «Ήταν δύσκολη επιλογή, αλλά όταν αυτοί οι άνθρωποι σου έχουν προσφέρει τόσα πολλά, δεν μπορείς να τους εκθέσεις», είπε η σκηνοθέτιδα. Αντίστοιχο παράδειγμα είχε να αφηγηθεί και ο κ. Ρόουσλερ. Ο ήρωας του από την Ινδία ονειρευόταν πάντα να αποκτήσει ένα δικό του εστιατόριο και λίγο πριν το ανοίξει οι αρχές το σφράγισαν. «Αν έδειχνα στην ταινία τη στάση των αρχών, ο ήρωάς μου ανησυχούσε ότι μετά θα του έκαναν τη ζωή δύσκολη. Και τότε προβληματίστηκα εάν αξίζει να ‘’σκοτώσεις’’ το καλό για κάτι καλύτερο». Στην περίπτωση του κ. Στατήρη, ο ήρωάς του ανοίχτηκε τόσο, ώστε ξεκίνησε να μιλά για τις περιπέτειες του ως έμπορος ναρκωτικών. «Αν έβαζα αυτό το απόσπασμα, η ταινία θα ήταν σοκαριστική, αλλά εκείνος θα είχε νομικά προβλήματα κι έτσι αποφάσισα να μην το συμπεριλάβω», διευκρίνισε ο σκηνοθέτης. Παρόμοιο πρόβλημα είχε και η κ. Γκαλόνε, καθώς η ηρωίδα της μιλούσε πολύ για την προσωπική της ζωή και μετά της έλεγε «σε παρακαλώ, μην το βάλεις». «Θα είχα μια πιο δυνατή ταινία αν είχα συμπεριλάβει αυτά τα αποσπάσματα, ωστόσο τώρα μπορώ να την κοιτώ στα μάτια», επεσήμανε η δημιουργός. Για τον κ. Πλιάκο η πιο δύσκολη επιλογή ήταν να κρατήσει τις ισορροπίες μιλώντας με έναν άραβα για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ένα ακόμη ζήτημα που τέθηκε προς συζήτηση ήταν το πώς οι δημιουργοί εντοπίζουν τα θέματά τους. Οι περισσότεροι απάντησαν ότι τα θέματα τους «συναντούν», περιγράφοντας τη διαδικασία σαν «κεραυνοβόλο έρωτα και πάθος». Όπως παρατήρησε ο κ. Φερέντσι, συνήθως οι ήρωες θέλουν να δείξουν την εικόνα που έχουν αυτοί για τον εαυτό τους ή αυτή που θα ήθελαν να έχουν οι άλλοι για εκείνους, κι αυτή είναι μια μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ντοκιμαντερίστας. Ανάλογη εμπειρία είχε και ο κ. Πλιάκος, όταν ο πρωταγωνιστής του σταματούσε στη διάρκεια μιας λήψης και του έλεγε ‘’μη με κάνεις να φαίνομαι κακός’.
Η διαδικασία δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ που δεν έχει προκαθορισμένο σενάριο όπως οι ταινίες μυθοπλασίας, συχνά κρύβει εκπλήξεις. Όπως όταν ο 80χρονος προπονητής του πυγμάχου στην ταινία του Δημήτρη Στατήρη παραλίγο να κλάψει ενθυμούμενος την πρώτη νίκη του νεαρού αθλητή, όπως αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης στη συζήτηση. «Επί για τρία χρόνια, κάθε μέρα έκρυβε μια έκπληξη για μένα», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Γκαλόνε για το δικό της ντοκιμαντέρ, ενώ για την κ. Ανρί-Μπιαμπό η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν ότι ολοκλήρωσε την ταινία της και συμμετείχε στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Από την πλευρά του, ο κ. Φερέντσι έζησε τη μεγαλύτερη έκπληξη όταν ανακάλυψε κατά τη διάρκεια του μοντάζ ότι δεν ήξερε ποιο θα ήταν το τέλος της ιστορίας του, ενώ για τον κ. Πλιάκο «μια χώρα σαν τη Λιβύη είναι γεμάτη εκπλήξεις, αν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά», όπως επεσήμανε ο ίδιος.
Στη συνέχεια, οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο εάν μπορεί ο δημιουργός να είναι αντικειμενικός παρατηρητής. «Ποτέ δεν είσαι αντικειμενικός. Αφηγείσαι μια μεγάλη ιστορία μέσα σε λιγοστό χρόνο και βρίσκεσαι πολύ κοντά στην πραγματικότητα για να βλέπεις με αντικειμενική ματιά», παρατήρησε η κ. Γκαλόνε. Και πρόσθεσε: «Υπάρχουν διαφόρων ειδών αλήθειες και η συναισθηματική είναι μία από αυτές. Τα πιο σπουδαία φιλμ δεν είναι αντικειμενικά». Για την κ. Ανρί-Μπιαμπό «το πιο συναρπαστικό είναι η σχέση της δικής μου ματιάς με την πραγματικότητα. Μέσα από την ταινία θέλω να ζωντανέψω τη δική μου πραγματικότητα». Ως προς αυτό, ο κ. Στατήρης πρόσθεσε: «Όταν πιάνεις την κάμερα τίποτα δεν είναι αληθινό. Ακόμα και η θέση της κάμερας αλλάζει την πραγματικότητα». Από την πλευρά του ο κ. Φερέντσι συμπλήρωσε χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει πραγματικότητα χωρίς κάποιον να την παρακολουθεί και η πραγματικότητα στον κινηματογράφο εξαρτάται από την οπτική γωνία παρακολούθησης και το μοντάζ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: