ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ - ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΦΙΕΡΟ / ΜΑΘΑΙΝΩ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ / Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΕΡΑΝΗ


Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Σαντιάγο Εστέινου (Τα χρόνια του Φιέρο), Ζαν-Μισέλ Ντισάρ (Μαθαίνω την Αμερική) και Ντρου Τέιλορ (Ο άνθρωπός μας στην Τεχεράνη).
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, αυτό των εφήβων μεταναστών που ζουν στην Αμερική και τον τρόπο που υποδέχεται τα παιδιά αυτά η χώρα, διερευνά ο Ζαν – Μισέλ Ντισάρ στο ντοκιμαντέρ Μαθαίνω την Αμερική. Η ταινία διαδραματίζεται στο Διεθνές Λύκειο του Λαφαγιέτ, δημόσιο σχολείο του Μπρούκλιν, όπου φοιτούν έφηβοι μετανάστες από όλο τον κόσμο. «Όταν βρέθηκα στο Διεθνές Λύκειο μου έκανε φοβερή εντύπωση πόσο ασφαλές ήταν το περιβάλλον για τα παιδιά. Αποφάσισα να περάσω ένα χρόνο στο σχολείο αυτό, κάνοντας γυρίσματα. Τα παιδιά φάνηκαν ανοιχτά, άνετα μπροστά στην κάμερα. Πιστεύω ότι καταλύτης σε αυτό ήταν ο χρόνος που περάσαμε μαζί. Τους αφήσαμε χρόνο να συνηθίσουν τα γυρίσματα. Τελικά βγήκε κάτι πολύ φυσικό, καθώς η παρουσία του συνεργείου σταδιακά δεν τους έκανε καμία εντύπωση. Δημιουργήθηκε γρήγορα μία αμφίδρομη σχέση με τα παιδιά, γίναμε φιλαράκια», αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης. Στην ταινία, ο κ. Ντισάρ παρουσιάζει τις ιστορίες πέντε μαθητών του σχολείου. Για τη διαδικασία επιλογής των ηρώων της ταινίας ο ίδιος διευκρίνισε: «Δεν τα διαλέξαμε εμείς τα παιδιά. Εκείνα μας διάλεξαν. Κάποια από αυτά, όπως ήταν φυσικό, έδειξαν μεγαλύτερη περιέργεια για το τι κάναμε. Φροντίσαμε να τα κινηματογραφήσουμε όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στα σπίτια τους και μέσα από αυτή την ευκαιρία, γνωρίσαμε την πολωνική κουζίνα, όπως κι αυτήν της Γουατεμάλας, ενώ επίσης συνομιλήσαμε με τους γονείς τους. Τελικά, οι μαθητές μας μίλησαν για πράγματα που δεν είχαν εκμυστηρευθεί ούτε στους γονείς ούτε στους φίλους τους». Ανάμεσα στους ήρωες του ντοκιμαντέρ είναι και ένα παιδί από τη Γουατεμάλα, που ζει στην Αμερική από τα 11 χρόνια του, χωρίς να έχει δει τη μητέρα του από όταν ήταν ενός έτους και χωρίς να έχει καταφέρει να αποκτήσει μέχρι σήμερα επίσημα έγγραφα. Το πρόβλημα αυτό είναι γενικό στις ΗΠΑ, εξήγησε ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας: «Η Αμερική είναι χώρα μεταναστών, κι εγώ ο ίδιος είμαι μετανάστης. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά βρέθηκαν στην Αμερική χωρίς να το επιλέξουν, επειδή ήρθαν μαζί με τους γονείς τους. Η Αμερική όμως είναι η μόνη χώρα που ξέρουν, η πατρίδα τους. Παρόλα αυτά, δεν έχουν έγγραφα. Το διάστημα αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη μία κίνηση από διάφορους ‘’ονειροπόλους’’ που προωθούν το ζήτημα της αλλαγής νομοθεσίας για τους μετανάστες στις ΗΠΑ κι ελπίζω ότι οι πολιτικοί θα αποφασίσουν αυτή την αλλαγή. Η ταινία προσπαθεί να δώσει ελπίδα σε αυτούς τους ανθρώπους».
Στη συνέχεια, τον λόγο πήραν ο Ντρου Τέιλορ, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Ο άνθρωπός μας στην Τεχεράνη (συν-σκηνοθεσία με τον Λάρι Ουάινσταϊν) και η παραγωγός του φιλμ, Έλενα Σεμίκινα. Η ταινία φέρνει στο φως νέα στοιχεία για την υπόθεση του Καναδού Πρέσβη Κεν Τέιλορ και της ΣΙΑ, καθώς και για τις μυστικές συμφωνίες ανάμεσα στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Καναδά, με στόχο τη διάσωση έξι φυγάδων Αμερικανών διπλωματών, κατά τη διάρκεια της κρίσης των Αμερικανών ομήρων στο Ιράν το 1979. Η ιστορία είναι γνώριμη σε όσους έχουν παρακολουθήσει το βραβευμένο με Όσκαρ φιλμ Argo του Μπεν Άφλεκ, ωστόσο οι συντελεστές του καναδικού ντοκιμαντέρ διευκρινίζουν ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με αυτό περιορίζεται απλώς στον βασικό κορμό της ιστορίας. Ο Ντρου Τέιλορ παρατήρησε σχετικά: «Όταν αρχίσαμε να γυρίζουμε το ντοκιμαντέρ μας, δεν είχε καν κυκλοφορήσει το Argo. Συζητώντας με τον Κεν Τέιλορ, καταλάβαμε ότι πολλές από τις λεπτομέρειες της υπόθεσης δεν ήταν γνωστές στο ευρύ κοινό, παρότι είχαν γυριστεί κάποιες ταινίες τη δεκαετία του '80 με αυτό το θέμα. Εντέλει, το Argo δεν μας πτόησε, αν και προκαλεί δέος να νιώθεις ότι είσαι ένας φτωχός Καναδός που καταπιάνεται κινηματογραφικά με ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει μια μεγάλη εταιρεία όπως η Warner». Και οι δύο συντελεστές του ντοκιμαντέρ τόνισαν ότι πρόθεσή τους ήταν να παρουσιάσουν τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. «Ο τέως πρωθυπουργός του Καναδά Τζο Κλαρκ παρέστη στην πρεμιέρα της ταινίας, λέγοντάς μας “δεν υπάρχει καλύτερη ιστορία από την αλήθεια”. Αντλήσαμε πολλές πληροφορίες από το βιβλίο Ο άνθρωπός μας στην Τεχεράνη του Ρόμπερτ Ράιτ και μιλήσαμε με πολλούς από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων εκείνης της εποχής, κάνοντας χιλιάδες ώρες συνεντεύξεων. Θέλαμε να παρουσιάσουμε την ιστορία από μία ευρεία σκοπιά. Η κρίση των ομήρων συνέβη ακριβώς πριν από την ιρανική επανάσταση και γι’ αυτό θέλαμε να ακουστεί η φωνή των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί, να ακουστεί η ιστορία από πρώτο χέρι», είπε η Έλενα Σεμίκινα. Από την άποψη αυτή, ο Ντρου Τέιλορ θεωρεί τελικά ότι το ντοκιμαντέρ είναι μία απάντηση στο Άργκο. «Για να μάθεις τι συμβαίνει σε μία υπόθεση, πρέπει να μιλήσεις με τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, διαφορετικά κάνεις ταινία μυθοπλασίας», τόνισε ο σκηνοθέτης.
Στις αμερικανικές φυλακές και συγκεκριμένα στο κελί όπου βρίσκεται έγκλειστος ένας θανατοποινίτης, μεταφέρει τους θεατές η ταινία Τα χρόνια του Φιέρο του Σαντιάγο Εστέινου. Το 1980 ο Μεξικανός μετανάστης Σέσαρ Ρομπέρτο Φιέρο Ρέινα καταδικάστηκε σε θάνατο για τη δολοφονία ενός ταξιτζή στο Ελ Πάσο. Παραμένει στη φυλακή μέχρι σήμερα, περιμένοντας να εκτελεστεί. Ο σκηνοθέτης επεσήμανε για τον ήρωά του: «Ο Φιέρο περιμένει την ημερομηνία εκτέλεσής του εδώ και 35 χρόνια, επιμένοντας πάντα ότι είναι αθώος. Παράλληλα, ζητά επανεξέταση της υπόθεσής του, καθώς διατείνεται ότι η ερμηνεία του νόμου υπήρξε εσφαλμένη. Υπάρχουν στοιχεία ότι η αστυνομία τον εξανάγκασε να ομολογήσει, ενώ δεν είχε δικηγόρο που να μιλάει τη γλώσσα του. Ακόμα και το Διεθνές Δικαστήριο έχει αποφανθεί υπέρ της επανεξέτασης της υπόθεσής του». Ο σκηνοθέτης πέρασε περίπου ενάμιση χρόνο κάνοντας γυρίσματα στις φυλακές όπου κρατείται ο ήρωας. «Το πρόβλημα είναι ότι οι επισκέψεις διαρκούν υποχρεωτικά μέχρι 45 λεπτά. Έτσι, μέχρι να στήσουμε την κάμερα, πίσω από το γυαλί που μας χώριζε με τον Φιέρο, περνούσε αρκετός χρόνος. Για να χτιστεί η εμπιστοσύνη μεταξύ μας, κάναμε αρκετές συναντήσεις μαζί του, περίπου κάθε τρεις μήνες όλο αυτό το διάστημα και διαπιστώσαμε ότι το γεγονός ότι πηγαίναμε ξανά και ξανά για να τον δούμε, του έδινε χαρά», εξήγησε ο κ. Εστέινου. Από την άποψη αυτή, ο σκηνοθέτης παραδέχτηκε ότι υπάρχει ένα συναισθηματικό δέσιμο των δημιουργών του ντοκιμαντέρ με τον ήρωα: «Είναι δύσκολο να παραμείνεις αποστασιοποιημένος, σταδιακά εμπλέκεσαι συναισθηματικά. Αυτό που μας ενδιέφερε περισσότερο ήταν να δείξουμε την απόδοση της δικαιοσύνης, τον εγκλεισμό και τις συνέπειές του. Πώς μπορείς να διανοηθείς ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται για πάνω από 35 χρόνια σε ένα κελί περιμένοντας να εκτελεστεί; Υποθέσεις όπως αυτή του Φιέρο υπάρχουν πολλές στις ΗΠΑ. Κάνοντας σχετική έρευνα, εντοπίσαμε πάνω από 50. Η επόμενη εκτέλεση θανατοποινίτη έχει προγραμματιστεί για τις 9 Απριλίου. Αυτός ο άνθρωπος ισχυρίζεται ότι και στην περίπτωσή του, οι ΗΠΑ έχουν παραβιάσει διεθνείς συμβάσεις. Όσο για τον Φιέρο, εκείνος δεν γνωρίζει ημερομηνία εκτέλεσης. Γι’ αυτό και νιώθει ότι όλα αυτά τα χρόνια η υπόθεσή του έχει ‘’κολλήσει’’. Δεν αποφασίζει κανείς να την επανεξετάσει. Ελπίζω ότι η ταινία μου θα βοηθήσει τουλάχιστον στο να εκτεθεί αυτή τη υπόθεση».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ - Η ΝΟΝΑ / ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ-ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ / ΑΡΙΚΑ.Α. / Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Στέλιος Κούλογλου (Η νονά), Ηλίας Γιαννακάκης (Καλάβρυτα-Άνθρωποι και σκιές), Μένιος Καραγιάννης (ΑΡΙΚΑ.Α.) και Μπάμπης Τσούτσας (Η ζωή στη χώρα των συνόρων).
Αρχικά το λόγο πήρε ο Μένιος Καραγιάννης, ο οποίος στο ντοκιμαντέρ του ΑΡΙΚΑ.Α σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός ξεχωριστού ζωγράφου, του 80χρονου σήμερα Δημήτρη Ανδριανόπουλου, ο οποίος αρνείται να πουλήσει τους πίνακες του, δεν πραγματοποιεί εκθέσεις, δεν κάνει δημόσιες σχέσεις και υπογράφει με το όνομα της συζύγου του, Αγγελικής Αρίκα, ως ένδειξης ευγνωμοσύνης προς εκείνη που τον στηρίζει με κάθε τρόπο προκειμένου να ζωγραφίζει όλα αυτά τα χρόνια. Ο σκηνοθέτης γνώρισε τυχαία τον καλλιτέχνη και χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. «Όταν έμαθα ότι δεν εκθέτει τους θαυμάσιους πίνακές του, έγινα έξω φρενών, γιατί πίστευα ότι κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί μέσα από τη δουλειά του να συνομιλήσει με το κοινό. Είχαμε έντονες συζητήσεις και τελικά του πρότεινα, εφόσον δεν εκθέτει το έργο του, τουλάχιστον να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τον ίδιο», εξήγησε ο κ. Καραγιάννης. Ο λόγος που ο ήρωάς του δέχτηκε να κινηματογραφηθεί ήταν, όπως σημείωσε ο σκηνοθέτης, το ότι «στο ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει η υποκρισία των δημοσίων σχέσεων και της εμπορευματοποίησης της δουλειάς του, πράγμα που μου είπε ο ίδιος». Ο ήρωας της ταινίας ΑΡΙΚΑ.Α μοιάζει με τον ήρωα του προηγούμενου ντοκιμαντέρ του δημιουργού με τίτλο Σκάπετα, το οποίο εστίαζε σε έναν άνθρωπο το ίδιο μοναχικό και αφοσιωμένο σε αυτό που έκανε. «Με γοητεύουν οι άνθρωποι που δεν παρεκκλίνουν από την πορεία τους, που έχουν αγάπη και αφοσίωση και είναι αδιαπραγμάτευτοι σε αυτό που κάνουν. Ο Ανδριανόπουλος λέει κάπου στην ταινία ότι “εγώ και στην κόλαση θα ζωγράφιζα”. Αυτό το βρίσκω συναρπαστικό».
Στη συνέχεια, ο Ηλίας Γιαννακάκης μίλησε για την ταινία του Καλάβρυτα-Άνθρωποι και σκιές, ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ με αφορμή τα 70 χρόνια από το ολοκαύτωμα στην πόλη των Καλαβρύτων. Η Ένωση Καλαβρυτινών πρότεινε στο σκηνοθέτη να κάνει την ταινία, θέτοντας εξ αρχής ένα ζήτημα που απασχολεί και διχάζει έκτοτε την κοινωνία της πόλης: Οι αντάρτες είχαν αιχμαλωτίσει Γερμανούς, τους οποίους και εκτέλεσαν όταν ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Μετά από αυτό, άρχισαν από την πλευρά των Γερμανών τα φρικτά αντίποινα που γράφτηκαν στην Ιστορία. «Το θέμα αυτό ακόμα ‘’καίει’’ τους ανθρώπους της πόλης. Κάποιοι λένε ότι εάν δεν είχε προηγηθεί η εκτέλεση, δεν θα συνέβαιναν τα αντίποινα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έτσι κι αλλιώς θα συνέβαινε, επειδή υπήρχε η εθνική αντίσταση. Σκοπός της ταινίας δεν είναι να δώσει απαντήσεις σε ιστορικά ερωτήματα, αλλά να εστιάσει σε αυτό που τα συνδέει, το ανθρώπινο δράμα που έχει σημαδέψει τον κόσμο», εξήγησε ο κ. Γιαννακάκης, σημειώνοντας επίσης ότι η σημερινή συγκυρία της κρίσης «φαίνεται σε αυτούς τους ανθρώπους παιδική χαρά, καθώς πέρασαν από την κόλαση». Όπως είπε ο σκηνοθέτης το σημαντικότερο πρόβλημα για εκείνον όσον αφορά στη δημιουργία της ταινίας, ήταν η συναισθηματική εμπλοκή του. «Παρότι δεν ήταν αρχικά δική μου η ιδέα, ένιωθα σαν να ήταν προσωπική επιθυμία μου να κάνω αυτή την ταινία για πολλά χρόνια. Δεν ξέρω αν ήταν για καλό ή για κακό το ότι δεν είχα την ευκαιρία και το χρονικό περιθώριο να αποστασιοποιηθώ», υπογράμμισε ο δημιουργός. 
Το σπονδυλωτό ντοκιμαντέρ Η ζωή στη χώρα των συνόρων υπογράφουν σκηνοθετικά πέντε δημιουργοί, οι Αγάθη Δαρλάση, Ελένη Λαμπροπούλου, Γιάννης Νικολάου, Μιχαήλ Αρμάν Πογοσιάν και Μπάμπης Τσούτσας, ο οποίος έδωσε το «παρών» στη συνέντευξη Τύπου. Στην ταινία πρωταγωνιστεί το νησί της Πάτμου, «ένας τόπος με ιδιαίτερη αύρα, την οποία θέλαμε εδώ και χρόνια να καταλάβουμε», όπως σημείωσε ο κ. Τσούτσας. Όπως εξήγησε ο ίδιος, το ντοκιμαντέρ προέκυψε στο πλαίσιο ενός ... όπου κάθε σκηνοθέτης παρατηρεί καθένα από τους διαφορετικούς χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στην ταινία και μέσω αυτών πρωταγωνιστεί το ίδιο το νησί. Πρόκειται είτε για ανθρώπους που έζησαν όλη τους τη ζωή στην Πάτμο είτε για καλλιτέχνες που ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο και έχουν το νησί ως βάση τους, αλλά και για μοναχούς της Πάτμου ή ανθρώπους που έφυγαν από την Αθήνα και αποφάσισαν να ζήσουν μόνιμα σε αυτό τον ιδιαίτερο τόπο. Ο κ. Τσούτσας σημείωσε ότι προκειμένου να είναι ενιαίο το τελικό αποτέλεσμα, «χρησιμοποιήσαμε τον ίδιο εξοπλισμό, συζητήσαμε αρκετά πάνω στους χαρακτήρες και αποφασίσαμε ότι θα εστιάσουμε στην επιλογή τους να ζήσουν στην Πάτμο - μια επιλογή ελευθερίας ή και φόβου».
Αλλάζοντας κλίμα, το ντοκιμαντέρ Η νονά του Στέλιου Κούλογλου είναι ένα διαφορετικό πορτρέτο της καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ. «Είχα την απορία πώς μια άσημη χημικός που δεν ενδιαφερόταν για πολιτική, και μάλιστα όταν έπεφτε το Τείχος του Βερολίνου προτίμησε να πάει για σάουνα, κατάφερε να γίνει η ‘’βασίλισσα’’ της Ευρώπης και η πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο, που ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις. Για να εντοπίσουμε κάτι αντίστοιχο, θεωρώ ότι πρέπει να πάμε πίσω στην εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης», σχολίασε ο δημιουργός. Η έρευνά του συνέπεσε με την έκδοση του βιβλίου «Νονά» της Γερτρούδης Χέλερ, μιας συγγραφέα που ανήκει στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και γνώριζε από κοντά τη Μέρκελ. «Δεν είχα πολύ καθαρή εικόνα, δεν ήξερα γιατί κινείται με αυτό τον τρόπο ή πώς διαμόρφωσε την προσωπικότητά της. Η συγγραφέας μου εξήγησε γιατί η ίδια θεωρεί ότι η Μέρκελ χρησιμοποιεί μαφιόζικες μεθόδους», ανέφερε σχετικά ο κ. Κούλογλου. Στην ταινία του μιλούν άνθρωποι που γνώρισαν την καγκελάριο από την παιδική της ηλικία. Ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Μέρκελ αναπαράγει τακτικές της Ανατολικής Γερμανίας, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Η Μέρκελ συμπεριφέρεται στους Γερμανούς σαν να είναι παιδιά. Αυτή είναι  η λογική της Ανατολικής Γερμανίας, κάτι μεταξύ φυλακής και παιδικού σταθμού όπου παρέχεται τροφή και ασφάλεια. Από την Ανατολική Γερμανία, η Μέρκελ έμαθε τις τεχνικές οικοδόμησης συναίνεσης, παραχωρώντας ορισμένα πράγματα και τονώνοντας το εθνικό συναίσθημα». Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, «οι ανατολικογερμανοί δεν έκαναν αυτοκριτική για τα εγκλήματα των ναζί, ούτε  είχαν ευρωπαϊκή οπτική, όπως οι δυτικοί, που είχαν την ιδέα μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας. Η Μέρκελ ανέστρεψε αυτή την κατάσταση, δημιουργώντας μια Γερμανική Ευρώπη». Η ταινία αποτυπώνει χαρακτηριστικές εικόνες της κρίσης. Ως προς αυτό, ο κ. Κούλογλου σχολίασε: «Η Μέρκελ αντιμετωπίζει την πολιτική ως χημικός, κάνοντας πειράματα στον ευρωπαϊκό Νότο. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ πολύ τις χώρες του Νότου, για να δείξω ότι εφαρμόζεται περίπου η ίδια πολιτική  παντού, μια πολιτική που εξυπηρετεί το σύστημα της οικονομικής ολιγαρχίας στη Γερμανία. Τα χρήματα που δίνουν οι Γερμανοί γυρίζουν την ίδια μέρα στη Γερμανία, αλλά στις τσέπες λίγων ολιγαρχών οι οποίοι στηρίζουν τη Μέρκελ. Ένα κομμάτι της γερμανικής αστικής τάξης ανησυχεί σοβαρά για την πολιτική της Μέρκελ, ενώ πολιτικοί όπως ο Γκένσερ, ο Σμιτ ή ο Κολ είναι έξαλλοι με την πολιτική που ακολουθεί απέναντι στην Ελλάδα».

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 18/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τρίτη 18 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Γιαέλ Αντρέ (Όταν θα γίνω δικτάτορας), Ίβα Ραντιβόγιεβιτς (Εξατμιζόμενα σύνορα), Έμιλυ Γιαννούκου και Αλέξανδρος Παπανικολάου (Στο νήμα), Νικόλαος Βεντούρας (Παλικάρι-Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου), Έρικ Φίλιπς-Χορστ, Άνταμ Πογκόφ και Μπράιαν Τσανγκ (Άρχισαν τα όργανα) και Τιερί Μισέλ (Η ακαταμάχητη άνοδος του Μοΐζ Κατούμπι).
Οι δημιουργοί κατέθεσαν τις απόψεις τους για το ρόλο του σεναρίου στη δημιουργία των ταινιών τους. Το λόγο πήραν αρχικά η Έμιλυ Γιαννούκου και ο Αλέξανδρος Παπανικολάου, οι οποίοι στο ντοκιμαντέρ Στο νήμα παρακολουθούν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, στην προεκλογική του εκστρατεία. Η κ. Γιαννούκου σημείωσε: «Ζούμε στο Παρίσι και θέλαμε να δούμε τι συνέβαινε προεκλογικά στην Ελλάδα από κοντά. Ξεκινήσαμε άμεσα. Γράφαμε και γυρίζαμε ταυτόχρονα. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να παρακολουθήσουμε την προεκλογική καμπάνια εκ των έσω. Είχαμε πολλές διαφωνίες, κάναμε πολλές συζητήσεις, γράφαμε και ξαναγράφαμε, προσπαθούσαμε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στις σκηνές και να είμαστε όσο πιο ουδέτεροι γίνεται. Νομίζω ότι το κύριο μέρος του σεναρίου διαμορφώθηκε στο μοντάζ». Ο κ. Παπανικολάου συμπλήρωσε: «Όσον αφορά στο σχεδιασμό, κάναμε τα γυρίσματα άμεσα. Γνωρίσαμε τον Αλέξη Τσίπρα την 31η Μαΐου στο Παρίσι και δύο ημέρες μετά, κάναμε γυρίσματα στην Ελλάδα. Αποφασίσαμε να ολοκληρώσουμε τα γυρίσματα όταν θεωρήσαμε ότι έκλεισε ένας κύκλος, ένα χρόνο μετά. Αφού ο Τσίπρας έχασε τις εκλογές, πιστέψαμε ότι είναι άδικο να σταματήσουμε τα γυρίσματα και συνεχίσαμε να τον παρακολουθούμε ως αντιπολίτευση».
Πολιτικής υφής είναι και το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ Παλικάρι-Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου του Νικόλαου Βεντούρα, το οποίο εστιάζει στο εν λόγω ιστορικό γεγονός που σημάδεψε το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ, με ήρωα τον Λούι Τίκα, έναν έλληνα μετανάστη, συνδικαλιστή και επικεφαλής των εργατικών αγώνων των ανθρακωρύχων στο Λάντλοου του Κολοράντο το 1914. «Η ταινία αφηγείται την ιστορία αυτού του ανθρώπου, των συναδέλφων του και της κληρονομιάς που άφησαν πίσω. Από πλευράς παραγωγής, είναι μία ‘’χειροποίητη ταινία’’, όπως την αποκαλούμε, καθώς ο προϋπολογισμός ήταν ο μικρότερος δυνατός και κάναμε τα πάντα οι ίδιοι - γυρίσματα, μοντάζ και μουσική. Δεν περίμενα ότι θα βρεθεί η ταινία στο Φεστιβάλ, είχε καλή υποδοχή στην πρεμιέρα της και ελπίζω ότι αυτή είναι μια καλή αρχή για επόμενες ταινίες», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος επεσήμανε για το υλικό του ντοκιμαντέρ: «Εξαιτίας της έλλειψης οπτικού υλικού λόγω της παλαιότητας των γεγονότων, η ταινία βασίστηκε πολύ σε συνεντεύξεις. Είχαμε γράψει το σενάριο και η παραγωγός Λαμπρινή Χ. Θωμά συμμετείχε στη διεξαγωγή της ιστορικής έρευνας της εποχής, έτσι ώστε να θέσουμε τα ερωτήματα και τα ζητήματα των συνεντεύξεων. Και στην περίπτωσή μας, το βασικό γράψιμο έγινε στο στάδιο του μοντάζ, όπου έπρεπε να συμπυκνώσουμε το υλικό μας».
Σε εκρηκτικές μουσικές διαδρομές μυεί το θεατή το ντοκιμαντέρ Άρχισαν τα όργανα της κολεκτίβας «...», τρία μέλη της οποίας –οι Έρικ Φίλιπς-Χορστ, Άνταμ Πογκόφ και Μπράιαν Τσανγκ- έδωσαν το παρών στο «Κουβεντιάζοντας». Η ταινία ακολουθεί τρεις μπάντες -μια αμερικανική, μια σέρβικη και μια ρουμάνικη-, ενώ διαγωνίζονται στο μουσικό φεστιβάλ στη Γκούτσα της Σερβίας. «Eίμαστε από τη Νέα Υόρκη, μέλη της κολεκτίβας «...», η οποία αποτελείται από δέκα σκηνοθέτες-συγγραφείς. Η ταινία μας δημιουργήθηκε με αντισυμβατικό τρόπο: Πέντε από εμάς πήγαμε στη Σερβία, φέραμε το υλικό, το είδαμε όλοι μαζί, πήραμε τις αποφάσεις όσον αφορά στην αφήγηση και την πλοκή και ανάλογα έγινε και το μοντάζ. Ο τρόπος που δουλεύουμε δεν είναι παραδοσιακός, αλλά είναι ο τρόπος που αναπτύξαμε τα τελευταία χρόνια για να δημιουργούμε ταινίες», σημείωσε ο κ. Τσανγκ. Από την πλευρά του, ο κ. Φίλιπς-Χορστ μίλησε για τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας: «Αφού καταλήξαμε στην αμερικάνικη μπάντα και διακρίναμε σε αυτή τους πιο δυνατούς χαρακτήρες που θα ήταν ανοιχτοί σε εμάς, ακολουθήσαμε το συγκρότημα για περίπου εννέα μήνες». Ο κ. Πόγκοφ συμπλήρωσε: «Κινηματογραφήσαμε για τέσσερις-πέντε εβδομάδες στη Σερβία και είχαμε στρατηγικό σχέδιο. Κάναμε επαφές με την τοπική κοινότητα και με μπάντες, η μία εκ των οποίων τελικά πήγε καλά στο φεστιβάλ, οπότε καλώς της είχαμε δώσει προσοχή. Στο μικρό δωμάτιο όπου μέναμε, κάναμε ό,τι θα κάναμε στο στούντιο μοντάζ, συγκεντρώναμε υλικό για τους χαρακτήρες και συζητούσαμε, ενώ επίσης κάναμε τα γυρίσματα σε βάρδιες γιατί το φεστιβάλ είναι 24ωρο. Γενικά, ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Καλούμασταν να γράφουμε στη στιγμή, ο χρόνος μας πίεζε γιατί το φεστιβάλ είχε δεδομένη διάρκεια και όλη διαδικασία ήταν σαν ένα τεστ».
Στη συνέχεια, πήρε το λόγο η Ίβα Ραντιβόγιεβιτς, σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ Εξατμιζόμενα σύνορα, το οποίο καταγράφει με ποιητικό τρόπο ιστορίες μεταναστών που ζητούν άσυλο στην Κύπρο. Η ίδια ανέφερε παρουσιάζοντας την ταινία της: «Ζω στη Νέα Υόρκη, αλλά είμαι Γιουγκοσλάβα. Η ταινία μου είναι ένα δοκίμιο για τους αιτούντες ασύλο στην Κύπρο, όπου έχω βρεθεί και η ίδια ως μετανάστρια, άρα πρόκειται για μία προσωπική ματιά επάνω στο θέμα. Γύρισα τα πλάνα και έκανα το μοντάζ μόνη μου, καθώς εργάζομαι και ως μοντέρ στη Νέα Υόρκη. Είναι ένα αργό, μη παραδοσιακό, ποιητικό οπτικά ντοκιμαντέρ, που απαιτεί υπομονή. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι το τρίτο στο οποίο συμμετέχω με αυτή». Αναφερόμενη στη διαδικασία δημιουργίας του ντοκιμαντέρ, η κ. Ραντιβόγιεβιτς επεσήμανε: «Ευτυχώς λατρεύω το να κινηματογραφώ και να μοντάρω. Για εμένα τα γυρίσματα είναι μία διαισθητική διαδικασία, καθώς οι εικόνες δεν είναι κυριολεκτικές, αλλά υπονοούν πράγματα. ‘’Χάνομαι’’ στην κινηματογράφηση και κρατάω σημειώσεις. Πριν το μοντάζ, έγραψα το σενάριο με τη μορφή γράμματος σε ένα φίλο, περιλαμβάνοντας τις συνεντεύξεις των προσώπων που κινηματογράφησα».
Ο Μοΐζ Κατούμπι, μια ξεχωριστή περίπτωση ηγέτη, πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ Η ακαταμάχητη άνοδος του Μοΐζ Κατούμπι του Τιερί Μισέλ. Ο σκηνοθέτης σημείωσε σχετικά: «Εδώ και είκοσι χρόνια έχω κάνει πολλές ταινίες σε διάφορες χώρες, με θέμα την κρατική εξουσία. Το ντοκιμαντέρ για τον Κατούμπι διαφέρει γιατί αυτός ανέλαβε την εξουσία μέσω εκλογών, κάτι νέο στις αφρικανικές χώρες. Πρόκειται για έναν Αφρικανό επιχειρηματία, ο οποίος κατάφερε να αποκτήσει εξουσία ως κυβερνήτης και παράλληλα να είναι πρόεδρος μίας ποδοσφαιρικής ομάδας. Επίσης, η περιοχή στην οποία ασκεί εξουσία είναι πλούσια σε μεταλλεύματα, συγκεντρώνοντας το 80% του πλούτου του Κονγκό. Η ταινία αναφέρεται στη χειραγώγηση των μαζών και το δημοκρατικό μακιαβελισμό. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς προκύπτει αυτή η καινούρια μορφή διακυβέρνησης στην Αφρική, γνωρίζοντας ότι τέτοιοι ισχυροί άνθρωποι υπάρχουν και σε άλλα μέρη του κόσμου και εκμεταλλεύονται την οικονομική τους δύναμη για να αναλάβουν την κρατική εξουσία». Ο σκηνοθέτης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει κατά καιρούς σε γυρίσματα ταινιών, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ο κογκολέζος βοηθός μου, που είναι δημοσιογράφος, ετέθη υπό την προστασία των Ηνωμένων Εθνών. Εκεί τελείωσαν τα γυρίσματα και αναγκάστηκα να ολοκληρώσω την ταινία με πλάνα που απέκτησαν διακριτικά οι συνεργάτες μου εκεί. Σε μία άλλη ταινία, είχα συλληφθεί στην Κινσάσα και μου είχε αφαιρεθεί η βίζα. Ήταν πολύ δύσκολα. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Κονγκό μου απάγγειλε κατηγορίες και προσπάθησε να σταματήσει τη διανομή της ταινίας μου. Ο Υπουργός Εξωτερικών με συμβούλευσε να μη διανείμω την ταινία και όταν αρνήθηκα, με απείλησε ότι θα καταστρέψει την καριέρα μου. Το παράξενο είναι ότι πλήρωσαν τον Τύπο, όχι μόνο στο Κονγκό αλλά και στην Ευρώπη για να γράψει τις κριτικές της ταινίας».
«Ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας» χαρακτηρίζει η Γιαέλ Αντρέ την ταινία της Όταν θα γίνω δικτάτορας. Η ίδια σημείωσε χαρακτηριστικά: «Συγκέντρωσα υλικό σε κάμερα super 8 μαζί με φιλμ, όπου κινηματογραφούσα τον εαυτό μου επί δέκα χρόνια. Έγραψα μία ιστορία μυθοπλασίας και προσπάθησα να ενσωματώσω σε αυτή την εικόνα. Είναι δύσκολο να μιλήσω γι’ αυτή την ταινία, γιατί πρόκειται για δέκα ταινίες σε μία, αφού κάθε εικόνα αφηγείται την ιστορία της. Αποκαλώ αυτές τις εικόνες ‘’άγριες’’, γιατί είναι εικόνες που είχαν χαθεί και βρέθηκαν σε μία υπαίθρια αγορά. Επίσης, το ντοκιμαντέρ είναι κατά μία έννοια και μία ιστορία αγάπης, καθώς αναφέρεται σε ένα φίλο μου που δεν ζει πια». Όπως είπε η ίδια, η δυσκολία που αντιμετώπισε κάνοντας την ταινία, αφορούσε κυρίως στο μοντάζ και ειδικότερα στην τοποθέτηση των σωστών εικόνων στο σωστό σημείο της ιστορίας.
Στη συνέχεια οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στη σχέση του ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αλλά και τη δημοσιογραφία. Η κ. Ραντιβόγιεβιτς παρατήρησε χαρακτηριστικά: «Όπως έγραψε ο κριτικός Λουτσιάνο Μπαρισόνε υπάρχουν δύο τρόποι να δεις το ντοκιμαντέρ: σαν φορμάτ, δηλαδή για την πληροφοριακή του αξία ή ως κινηματογραφική έκφραση, δηλαδή για τη συναισθηματική του δυναμική. Το ντοκιμαντέρ εξαρτάται από τον προσωπικό τρόπο έκφρασης του δημιουργού». Ο κ. Μισέλ σημείωσε: «Το ζητούμενο είναι να βρεις την καλή αφήγηση, την αληθινή μυθοπλασία μέσα στην πραγματικότητα. Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία, αντλούσα την έμπνευσή μου από το Σαίξπηρ. Ήταν σαν να κινηματογραφώ πολιτική κωμωδία, πολιτικό θέατρο και έπρεπε να βρω την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό και την τραγωδία του θέματος. Το ντοκιμαντέρ δείχνει αυτό που δεν μπορείς να δεις κανονικά. Βρίσκει την πτυχή που οι άνθρωποι δε θέλουν να δείξουν. Ανθρωπολογική τέχνη». Στο ίδιο θέμα, ο κ. Τσανγκ τόνισε: «Οι κατηγοριοποιήσεις μυθοπλασία-ντοκιμαντέρ είναι χρήσιμες, αλλά εάν κοιτάξεις πολύ κοντά αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή. Σε κάθε είδους ταινία παίρνεις υλικό πολλών ωρών και το συμπυκνώνεις σε μία-δύο ώρες. Λειτουργούμε με κάποιες συμβάσεις των ταινιών τεκμηρίωσης και ελπίζουμε να παρουσιάζουμε όσο καλύτερα αυτό που θέλουμε. Συνέχεια πρέπει να αναρωτιέσαι αν παραπλανάς το κοινό σου». Από την πλευρά της, η κ. Ραντιβόγιεβιτς επεσήμανε: «Είναι πάντα θέμα πλαισίου και εξαρτάται από το ποιος λέει κάτι. Το ντοκιμαντέρ είναι εξίσου μυθοπλασία ή η μυθοπλασία είναι εξίσου αληθινή». Ο κ. Βεντούρας διευκρίνισε ως προς αυτό: «Έχοντας εμπειρία ως φωτορεπόρτερ, είμαι επηρεασμένος από το είδος. Με ενδιαφέρει να παίρνω την αλήθεια από την πραγματικότητα, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς επιπρόσθετη ποίηση ή τέχνη. Το σημαντικό είναι να αποκαλύψεις στο θεατή την ποίηση που ήδη υπάρχει. Τα πάντα είναι υποκειμενικά, όπως και η αντίληψή μας. Ωστόσο, δεν είναι η υποκειμενικότητα έννοια αντίθετη με την αλήθεια». Από την σκοπιά του πολιτικού ντοκιμαντέρ, ο κ. Μισέλ παρατήρησε: «Κάθε είδος διαθέτει διαφορετικές πτυχές. Υπάρχει μεγάλη ηθική υποχρέωση στο πολιτικό ντοκιμαντέρ. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη δημοσιογραφία αλλά όχι μόνο, καθώς υπάρχουν επίσης πολλές άλλες πτυχές: η δραματουργία, η ψυχανάλυση, η ανθρωπολογία. Δε συμφωνώ απολύτως με αυτή τη διχοτομία μεταξύ δημοσιογραφίας και ντοκιμαντέρ. Μεγάλοι δημοσιογράφοι όπως ο Άλμπερτ Καμί, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Βίκτωρ Ουγκώ χρησιμοποίησαν αυτή τη μέθοδο για να είναι ακριβείς και να γράψουν για την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Οι δημοσιογράφοι τώρα όμως δεν έχουν το χρόνο να αναπτύξουν το θέμα τους και να το ερευνήσουν γι’ αυτό και προκύπτουν καρικατούρες. Πρέπει να θέσουμε τα ερωτήματα και να δείξουμε την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, προσωπικά είμαι ιδιαίτερα θυμωμένος με τον τρόπο που οι δημοσιογράφοι μεταδίδουν την κατάσταση στην Ουκρανία. Χρειάζεται έρευνα για την ιστορία της χώρας και αυτής της διαμάχης».
Αμέσως μετά, οι δημιουργοί σχολίασαν το θέμα των προσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στον ντοκιμαντερίστα και τους χαρακτήρες που κινηματογραφεί. Ο κ. Φίλιπς-Χορστ εξήγησε: «Θέτω όρια μεταξύ μας, για να μη γίνουμε φίλοι και να μην μάθω εκ των προτέρων για το παρελθόν του. Επίσης, θέλω την πρώτη φορά που μου διηγείται κάτι να κινηματογραφείται, γιατί νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη φορά. Επιδιώκω να υπάρχει απόσταση μεταξύ μας και ως δημιουργοί να μένουμε στο παρασκήνιο». Ο κ. Πόγκοφ συμπλήρωσε: «Προσωπικά, μου αρέσει η στιγμή στην οποία μόλις έχει ολοκληρωθεί η ταινία κι επιτέλους μπορείς να είσαι ο εαυτός σου με τους ανθρώπους που κινηματογραφείς»...

Δεν υπάρχουν σχόλια: