ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

KOYBENTIAZONTAΣ 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Σ.Σ."Χ.Κ".: Εμετική εντύπωση προκαλεί το γεγονός στο Φεστιβάλ, ότι όλα τα ελληνικά ντοκιμαντέρ φέρουν ξιπασμένους αρλουμποφράγκικους τίτλους (οι δημιουργοί τους γράφουν στις αρχιδάρες τους την Ελληνική γλώσσα μεσ' το σπίτι της), και όλα τα ξένα... ελληνικούς! Η περίπτωση δε, του "Ένα Τραγούδι για τον Γιουσούφ", αποτελεί καραμπινάτη κλεψίτυπη έκδοση του "Ένα τραγούδι για τον Αργύρη" του Ελβετού Στέφαν Χάουπτ, που προβλήθηκε εδώ πριν από λίγα χρόνια.

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014. 
Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Αλεξάνδρα Άνθονυ, Ντέμπορα Πέρκιν (Μπάσταρδα), Σόνι Κόεν (Η έπαυλη), Οράθιο Αλκαλά (Ακουμπώντας τον ουρανό), Άξελ Σαλβατόρι–Σινς (Οι Σεμπάμπ του Γιαρμούκ), Μπιλ Σίγκελ (Οι δοκιμασίες του Μοχάμεντ Αλί) και Μπέρναρντ Ντίτσεκ (Το Καλούς που νόμιζα πως ήξερα).

Στο ξεκίνημα της συζήτησης, την οποία συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου, οι κινηματογραφιστές έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους. Αρχικά το λόγο πήρε ο Σόνι Κόεν, ο οποίος αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ του Η Έπαυλη, που εκτυλίσσεται στην ομώνυμη οικογενειακή επιχείρηση: ένα επαρχιακό στριπτιζάδικο, το οποίο ο πατέρας του αγόρασε όταν εκείνος ήταν έξι ετών. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο δημιουργός άρχισε να κινηματογραφεί την οικογένειά του και το κατά πόσο η συγκεκριμένη επαγγελματική ενασχόληση έχει επηρεάσει τον τρόπο ζωής τους. Ο ίδιος κατέληξε σχολιάζοντας: «Μέσα από αυτή την ταινία ήρθαμε πιο κοντά ως οικογένεια. Νιώθω περήφανος για τους γονείς μου». 
Από την πλευρά του, ο Οράθιο Αλκαλά στο ντοκιμαντέρ Ακουμπώντας τον ουρανό εστιάζει στον κόσμο του τσίρκου, όχι όμως σε αυτό που περιλαμβάνει ζώα, αλλά σε θιάσους τσίρκου και ιστορίες ακροβατών. Αυτό που τράβηξε το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη ήταν το «πώς συνηθισμένοι άνθρωποι φτάνουν να κάνουν υπεράνθρωπες πράξεις», όπως σημείωσε. Για τον ίδιο, η ταινία περιέχει έναν συμβολισμό για το πώς οι άνθρωποι μπορεί να προσεγγίσουν ακόμη και τα πιο άπιαστα όνειρά τους. Ο σκηνοθέτης είπε ότι για να γυρίσει την ταινία χρειάστηκε να κάνει έρευνες επί δύο χρόνια, αναζητώντας ακροβάτες σε έντεκα χώρες, ενώ η κινηματογράφηση του ντοκιμαντέρ διήρκεσε άλλα πέντε χρόνια.
Για τον Μπιλ Σίγκελ, ο Μοχάμεντ Αλί ήταν ένας παιδικός ήρωας. Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ του Οι δοκιμασίες του Μοχάμεντ Αλί παρακολουθεί τον διάσημο πυγμάχο έξω από το ρινγκ, ως αγωνιστή που αρνήθηκε να πάει στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και ως έναν άνθρωπο που μίλησε ανοιχτά κατά του πολέμου και του ρατσισμού. «Η ταινία τελικά αναφέρεται στο πώς αυτός ο άνθρωπος έγινε αυτό που ήταν, δηλαδή ο Μοχάμεντ Αλί», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.
H Ντέμπορα Πέρκιν αποφάσισε έπειτα από 25 χρόνια στη τηλεόραση του BBC να κάνει μια ταινία όπως η ίδια την ονειρευόταν, χωρίς περιορισμούς και προδιαγραφές που έθεταν άλλοι αντί για εκείνη. Το ντοκιμαντέρ της με τίτλο Μπάσταρδα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο 16ο ΦΝΘ. Ηρωίδα του ντοκιμαντέρ είναι μια κοπέλα από το Μαρόκο που παντρεύτηκε στα 14 της χωρίς τη θέλησή της, εκδιώχθηκε ενώ ήταν έγκυος και ανακάλυψε ότι ο γάμος της –και το παιδί της- δεν αναγνωρίζονταν για τυπικούς λόγους. Τελικά, έκανε έναν δικαστικό αγώνα 18 μηνών προκειμένου να αναγνωριστεί το παιδί της. «Ήταν σαν σαπουνόπερα, μόνο που πρόκειται για αληθινή ιστορία», υπογράμμισε η δημιουργός. 
Το ντοκιμαντέρ της Αλεξάνδρας Άνθονυ αφηγείται μια επίσης ασυνήθιστη ιστορία: Την περιπέτεια του ξαδέλφου της σκηνοθέτιδας, του Λουκά, ο οποίος απήχθη από τη μητέρα του σε ηλικία 5 ετών από την Ελλάδα, και εντοπίστηκε λίγο πριν από τα 16α γενέθλιά του στις ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, ο πατέρας του Λουκά δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την μητέρα του παιδιού και πήγε στις ΗΠΑ για να τον πάρει πίσω. Μαζί του ήταν και η δημιουργός, η οποία κινηματογραφούσε τα γεγονότα. Τα γυρίσματα κράτησαν 18 χρόνια, καταγράφοντας την πορεία του Λουκά προς την ενηλικίωση και την αυτογνωσία, με αποκορύφωμα τη στιγμή που γίνεται ο ίδιος πατέρας.
Μια προσωπική οικογενειακή ιστορία πρωταγωνιστεί και στο ντοκιμαντέρ Το Καλούς που νόμιζα πως ήξερα του Μπέρναρντ Ντίτσεκ. Ο πατέρας του σκηνοθέτη μετανάστευσε στον Καναδά το 1949 και δεν επέστρεψε ποτέ στη γενέθλια πόλη του, το Καλούς της Πολωνίας, το οποίο υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν ήταν παιδί, ο σκηνοθέτης άκουγε συνεχώς ιστορίες για το Καλούς και όταν ο πατέρας του πέθανε, αποφάσισε να κάνει για λογαριασμό του το ταξίδι της επιστροφής. «Άκουγα για αυτό το μέρος όλη μου τη ζωή και η εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου ήταν διαφορετική από την πραγματικότητα. Νομίζω ότι η ταινία άγγιξε το κοινό γιατί πολλοί άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη έχουν τα ίδια βιώματα. Νιώθω σαν να υπάρχει κι εδώ ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν έχει ειπωθεί», τόνισε ο δημιουργός.  
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των ντοκιμαντέρ, ο Άξελ Σαλβατόρι-Σινς αναφέρθηκε στο ντεμπούτο φιλμ του Οι Σεμπάμπ του Γιαρμούκ, το οποίο εστιάζει σε μια μικρή ομάδα νεαρών παλαιστινίων προσφύγων που ζουν στο στρατόπεδο Γιαρμούκ στη Συρία και καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην επιθυμία τους να ρισκάρουν και στην προοπτική μιας τακτοποιημένης ζωής.
Με αφορμή τη ρήση του Πίτερ Ουιντόνικ ότι ο κινηματογραφιστής θα πρέπει να τιμά ό,τι αρχικά τον ενέπνευσε, οι δημιουργοί κλήθηκαν να μιλήσουν για τη δική τους πηγή έμπνευσης. Για τον Μπιλ Σίγκελ, το γοητευτικό στην ιστορία του Μοχάμεντ Αλί είναι η διαδρομή, το ταξίδι που ακολουθεί κανείς μέχρι να εξελιχθεί ως άτομο. «Ως παιδί, ο Αλί ήταν ήρωας μου. Νόμιζα ότι ήξερα ποιος ήταν, αλλά μου έδειξε πόσο δρόμο είχα μέχρι να τον μάθω. Αυτό είναι το νόημα της ζωής, να βρεις πώς θες να αποτυπωθεί η πορεία της ζωής σου και να μείνεις πιστός στις αρχές σου» είπε ο σκηνοθέτης. Για την Ντέμπορα Πέρκιν, είναι σημαντικό να αγωνίζεσαι για να κάνεις τη διαφορά. «Μετά από τόσα χρόνια, νομίζω ότι έκανα τη διαφορά, όταν έφυγα από το BBC. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ταξίδι, έκανα εν τέλει κάτι για μένα και αυτό ήταν απελευθερωτικό» είπε η σκηνοθέτιδα. Από τη μεριά του, ο Μπέρναρντ Ντίτσεκ άντλησε έμπνευση από το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκε στην ταινία έδειχναν ενδιαφέρον για έναν τόπο για τον οποίον δεν είχαν ακούσει ποτέ, όπως ο ίδιος που μεγάλωσε με τις αναμνήσεις του πατέρα του. «Ήξερα ότι αν δεν έκανα εγώ αυτή την ταινία δεν θα την έκανε κανείς» είπε ο  Οράθιο Αλκαλά, σημειώνοντας ότι αν και πραγματικές, οι ιστορίες των ανθρώπων που αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ του, μοιάζουν σαν να είναι μυθοπλασία. Πηγή έμπνευσης για τον Άξελ Σαλβατόρι-Σινς ήταν οι πρωταγωνιστές της ταινίας του, συνομήλικοι με τον ίδιο, με το ίδιο πάθος για ζωή, αν και ζουν σε ένα τόσο διαφορετικό περιβάλλον. «Οι αληθινές ιστορίες είναι πιο περίεργες από τη μυθοπλασία» σχολίασε η Αλεξάνδρα Άνθονυ, η οποία εμπνεύστηκε από τα βιώματα της οικογένειάς της αλλά και από την ελληνική της καταγωγή. «Έχοντας τους ελληνικούς μύθους στο DNA μου, είχα την ελευθερία να κάνω μεταφορές που παραπέμπουν στον Ορφέα», σημείωσε η ίδια. 
Στη συνέχεια της συζήτησης, οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο τι ανακάλυψαν για τον εαυτό τους, μέσα από τη δημιουργία των ντοκιμαντέρ. «Έμαθα ότι πρέπει να συνεχίζεις, όποιο πρόβλημα κι αν συναντήσεις, να προσπαθείς όπως οι ακροβάτες, ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσεις εκεί που θες», είπε ο κ. Αλκαλά. «Έμαθα κάτι για τη ζωή του πατέρα μου, κι ας κατέληξα κάπου διαφορετικά από εκεί που νόμιζα όταν ξεκινούσα να κάνω την ταινία», σημείωσε ο κ. Ντίτσεκ. Για τον κ. Σίγκελ, το ντοκιμαντέρ του ήταν το μέσο για να διηγηθεί μια ιστορία την οποία διαφορετικά θα αγνοούσαν οι επόμενες γενιές. «Θα ήθελα να πολεμήσω την εξαφάνιση της ιστορίας», υπογράμμισε ο ίδιος. «Έμαθα να είμαι καλύτερος άνθρωπος, έμαθα για την οικογένειά μου και νομίζω ότι η ταινία μου ήταν σαν ένα είδος ψυχοθεραπείας», είπε ο κ. Κόεν. Για τον κ. Σαλβατόρι-Σινς η ταινία ήταν ένα  μάθημα για το πώς κάποιος που δεν έχει τις ευκαιρίες όσων ζουν στην Ευρώπη, προσπαθεί να εκπληρώσει τα όνειρά του και να διαμορφώσει ο ίδιος τη ζωή του. Όσο για την Αλεξάνδρα Άνθονυ, «Η αγάπη μπορεί να θεραπεύσει. Αυτό ήταν που έμαθα μέσα από την ταινία μου».
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με τους δημιουργούς να μοιράζονται το προσωπικό και κινηματογραφικό του μότο τους. «Μην το κάνεις για λεφτά, μη σε σταματήσει το ότι δεν έχεις λεφτά» είπε ο κ. Σίγκελ. «Λατρεύω την ιδέα να πάρω μια κάμερα και να πω την ιστορία μου. Τα λεφτά δεν θα μου δώσουν αυτή τη χαρά», συμπλήρωσε ο κ. Κόεν, ενώ ο κ. Ντίτσεκ σημείωσε: «Πρέπει να παίρνεις ρίσκα, να ακολουθείς το ένστικτό σου, να επενδύεις σε νέους ανθρώπους». Για την κ. Πέρκιν, ισχύει το εξής: «Να κάνεις κάτι που πιστεύεις, να ανάβεις ένα φως στους θεατές για έναν κόσμο που δεν ξέρουν ή δεν καταλαβαίνουν. Δεν είμαστε ποιητές, αφηγούμαστε ιστορίες και οι θεατές είναι μέρος αυτού του συνεχιζόμενου διαλόγου». Από την πλευρά της, η κ. Άνθονυ επεσήμανε: «Να μη χάνεις τη χαρά του να κρατάς την κάμερα, να μη χάνεις την έκπληξη της αρχής. Είμαι μαγικό το να κρατάς μια εικόνα στο χρόνο». Ο κ. Αλκαλά τόνισε: «Πρέπει να μπαίνεις ολόκληρος μέσα στην ιστορία σου με πάθος και γενναιότητα», ενώ ο κ. Σαλβατόρι-Σινς ανέφερε: «Το σημαντικό είναι να πιστεύεις στη δουλειά σου και να φτάνεις μέχρι το τέλος». 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΤΟ ΚΑΛΟΥΣ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΑ ΠΩΣ ΗΞΕΡΑ /
ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΑΣΤΕΡΙΕΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ / ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ 

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν τη Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ντέμπορα Πέρκιν (Μπάσταρδα), Μπέρναρντ Ντίτσεκ (Το Καλούς που νόμιζα πως ήξερα) και Τζέσι Ρόουσλερ (Πετώντας αστερίες στη θάλασσα).

Στην αρχή το λόγο πήρε η Ντέμπορα Πέρκιν, η οποία με αφορμή το ντοκιμαντέρ της Μπάσταρδα μίλησε για την κοινωνία του Μαρόκου, όπου όπως και στον υπόλοιπο ισλαμικό κόσμο, το σεξ εκτός γάμου θεωρείται παράνομο και οι ανύπαντρες μητέρες αντιμετωπίζονται με απέχθεια. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ηρωίδα της συγκεκριμένης ταινίας, όπως εξήγησε η σκηνοθέτιδα, προσθέτοντας: «Η κατάσταση στο Μαρόκο είναι πολύ διαφορετική από άλλες ισλαμικές χώρες, όπως η Αίγυπτος ή η Τουρκία. Η ταινία καταγράφει την ιστορία της νεαρής Ραμπά που υποχρεώθηκε από τους γονείς της να κάνει έναν εικονικό γάμο στα 14 της χρόνια, κακοποιήθηκε από τον σύζυγό της και πετάχτηκε στο δρόμο όταν έμεινε έγκυος. Την παρακολουθούμε δέκα χρόνια αργότερα, καθώς αγωνίζεται να νομιμοποιήσει το γάμο στον οποίο εξωθήθηκε, να εγγράψει την κόρη της στο ληξιαρχείο και να κάνει τον πατέρα του παιδιού να το αναγνωρίσει». Υποχρεωμένη να κρατάει απόσταση από το θέμα της, η σκηνοθέτιδα παραδέχτηκε ωστόσο ότι ένιωσε έντονη συναισθηματική εμπλοκή. Η ίδια τόνισε σχετικά: «Με ενόχλησε πολύ η ιστορία της ηρωίδας. Θύμωσα. Ήταν ένας συνδυασμός οργής και συμπόνιας. Δεν μπορούσα όμως να παρέμβω. Από την άποψη αυτή, πιστεύω ότι ίσως η μόνη ευκαιρία για να παρέμβει ένας κινηματογραφιστής είναι η δημοσιοποίηση του θέματος μέσω της ταινίας του». Η σκηνοθέτιδα έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη φιλανθρωπική οργάνωση L’Association Solidarite Feminine, που δρα στην Καζαμπλάνκα βοηθώντας ανύπαντρες μητέρες. «Ιδρύτρια της οργάνωσης είναι μία εξαιρετική γυναίκα, η Άισα Εχ Σάνα, η οποία τιμήθηκε για το έργο της με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλία. Επίσης, της απένειμε μετάλλιο ο βασιλιάς του Μαρόκου. Αυτό είναι ενδεικτικό της αλλαγής που συμβαίνει. Σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορείς να αλλάξεις το νόμο, αλλά μπορείς να αλλάξεις τις κοινωνικές νοοτροπίες. Το Μαρόκο, χώρα όπου δεν ξέσπασε καμία βίαιη επανάσταση τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σήμερα στα πρόθυρα μίας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής».
Στο παρελθόν μεταφέρει τον θεατή το ντοκιμαντέρ Το Καλούς που νόμιζα πως ήξερα του Μπέρναρντ Ντίτσεκ. Ο εβραϊκής καταγωγής Καναδός σκηνοθέτης ταξίδεψε στο Καλούς της Πολωνίας, την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας του, αναγκασμένος να την εγκαταλείψει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιλώντας για την ταινία, ο κ. Ντίτσεκ εξήγησε: «Είναι μία ταινία για τη μνήμη. Τις μνήμες που είχα εγώ ο ίδιος από ένα μέρος στο οποίο δεν είχα πάει ποτέ πριν. Τις μνήμες ανθρώπων που έζησαν εκεί και σήμερα είναι 90 ετών. Τη μνήμη μίας ολόκληρης περιόδου στην Ιστορία. Μνήμες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου από μία πόλη που θυμίζει πολύ τη Θεσσαλονίκη με τη μεγάλη της εβραϊκή κοινότητα και τον τρόπο που κλάπηκαν οι περιουσίες των μελών της». Με αφορμή το φιλμ, ο Καναδός σκηνοθέτης διαπίστωσε, όπως είπε, ότι πολλοί νέοι σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη δεν γνωρίζουν Ιστορία και πρόσθεσε: «Προσπάθησα να ενσωματώσω στην ταινία πολλές διαφορετικές οπτικές της ιστορίας. Μιλούν μπροστά στο φακό νέοι που δεν γνωρίζουν τα ιστορικά γεγονότα και ηλικιωμένοι που τα έζησαν, αλλά είναι απρόθυμοι να μιλήσουν γι’ αυτά. Ο πατέρας μου μετανάστευσε στον Καναδά το 1949 και δεν επέστρεψε ποτέ στο Καλούς, όμως οι αφηγήσεις του για την πόλη γέμιζαν τα παιδικά μου χρόνια. Μόνο όταν πέθανε, αποφάσισα να κάνω αυτό το ταξίδι και ανακάλυψα πράγματα που δεν γνώριζα γι’ αυτόν, όπως για παράδειγμα ποια ήταν η αγαπημένη του μπύρα. Στο μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια το Καλούς άλλαξε πολύ. Η πόλη που είχα στο μυαλό μου δεν είχε καμία σχέση με αυτήν που γνώρισα. Κι αυτό αποτελεί ένα ακόμη κομμάτι του περίπλοκου παζλ που σχηματίστηκε στο μυαλό μου με αφορμή αυτή την ιστορία».
Στο σήμερα και στον αγώνα τριών ανθρώπων να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους που πεινούν, μεταφέρει τους θεατές το ντοκιμαντέρ Πετώντας αστερίες στη θάλασσα του Τζέσι Ρόουσλερ. Ο σκηνοθέτης επεσήμανε σχετικά: «Άρχισα αυτό το ταξίδι όταν γνώρισα τον Άλαν Λο, έναν συνταξιούχο δάσκαλο από τη Μινεσότα των ΗΠΑ, ο οποίος γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη τη νύχτα μοιράζοντας σάντουιτς σε πεινασμένους ανθρώπους στο δρόμο. Είναι φοβερή η περίπτωσή του. Εδώ και 13 χρόνια ο άνθρωπος αυτός κοιμάται ελάχιστα τα βράδια για να κάνει αυτή τη δουλειά. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να πετάξει τα περισσότερα έπιπλα από το σπίτι του για να βάλει στη θέση τους ψυγεία, όπου αποθηκεύει χιλιάδες σάντουιτς. Ο κ. Λο, σύμβολο συμπόνιας κι αλληλεγγύης για τον συνάνθρωπο, με έκανε να αναζητήσω τους άλλους δύο χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ: έναν κορυφαίο σεφ στην Ινδία, μέλος της ανώτατης κάστας, που ρισκάρει το κοινωνικό του πρεστίζ μοιράζοντας καθημερινά δωρεάν γεύματα σε φτωχούς, καθώς και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι από τη Νότια Καρολίνα, που δημιουργεί συστηματικά λαχανόκηπους για να τροφοδοτεί τους πεινασμένους ανθρώπους της κοινότητάς της και όχι μόνο». Όπως είπε ο αμερικανός δημιουργός, το πιο σημαντικό στοιχείο των ηρώων αυτών είναι ότι παρά τα μεγάλα εμπόδια που συναντούν στις διαδρομές τους, βρίσκουν διαρκώς τρόπους για να συνεχίζουν. «Οι πράξεις των ανθρώπων αυτών έχουν μεγάλη επίδραση στις ζωές των γύρω τους. Εγώ ως σκηνοθέτης παρακολούθησα τις διαδρομές τους αποφεύγοντας να εμπλακώ προσωπικά σ' αυτές, με στόχο να τις παρουσιάσω στο κοινό», εξήγησε. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΑΛΥΚΕΣ / ΠΑΛΙΚΑΡΙ (Ο ΛΟΥΙΣ ΤΙΚΑΣ ΚΑΙ Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΛΑΝΤΛΟΟΥ)

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν τη Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ήρα Ντίκα και Γιώργος Σαβόγλου (Αλυκές), Δημήτρης Στατήρης (...) και Νικόλαος Βεντούρας (Παλικάρι – Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου).
Το ντοκιμαντέρ Αλυκές της Ήρας Ντίκα και του Γιώργου Σαβόγλου σκιαγραφεί το πορτρέτο των αλυκών Αγγελοχωρίου στη Βόρεια Ελλάδα. Παρόλο που διαμένει σε κοντινή περιοχή, η Ήρα Ντίκα ανακάλυψε, όπως είπε, τις αλυκές τυχαία και μαγεύτηκε από το θέαμα. «Αυτό που θέλαμε ήταν να αποτυπώσουμε στην οθόνη αυτή την αίσθηση. Στην πορεία, όταν δείξαμε σε έναν εργάτη των αλυκών τα πρώτα μας πλάνα από εκεί, δυσκολεύτηκε να καταλάβει ότι ήταν το ίδιο μέρος όπου δούλευε καθημερινά», τόνισε ο κ. Σαβόγλου. Η ταινία εστιάζει όχι τόσο στους ίδιους τους εργάτες, όσο στη δουλειά τους σε σχέση με τον τόπο αυτό. «Αφήσαμε τις εικόνες να μας μιλήσουν. Στο ντοκιμαντέρ οι άνθρωποι είναι εξίσου πρωταγωνιστές με το πουλί που περνά, τον ήχο της θάλασσας, τον ποδηλάτη που παρατηρεί» πρόσθεσε η κ. Ντίκα. Αναφερόμενος στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ο κ. Σαβόγλου σημείωσε: «Είναι μια σχέση ερωτική, με συγκρούσεις και μονιάσματα. Αυτό φαίνεται στις εικόνες, αλλά κυρίως στους ήχους: Οι ήχοι του μηχανήματος και της θάλασσας άλλοτε συγκρούονται μεταξύ τους κι άλλοτε καλύπτει ο ένας τον άλλο».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Δημήτρης Στατήρης. Ήρωας του ντοκιμαντέρ του με τίτλο (...), είναι ένας νέος άνδρας, ο Τζάκομπε Φραγκομένι, ο οποίος έπειτα από μια βίαιη παιδική και εφηβική ηλικία, περνά στον κόσμο των ναρκωτικών και μετά στρέφεται στην πυγμαχία, η οποία ουσιαστικά τον έσωσε από ένα αβέβαιο μέλλον. «Συνάντησα τον Τζάκομπε τυχαία. Μου τον σύστησαν κάποιοι φίλοι και στην αρχή ήμουν δύσπιστος γιατί δεν με ενδιαφέρει το μποξ», παραδέχτηκε ο σκηνοθέτης. Τελικά, ωστόσο, ο δημιουργός διαπίστωσε ότι η ζωή του χαρακτήρα του ήταν στα άκρα, στα «σχοινιά του ρινγκ», γι’ αυτό και ο υπότιτλος της ταινίας είναι «Χρονολόγιο μιας ζωής στα άκρα». «Δεν ξέρω αν ο Τζάκομπε κάνει υπέρβαση ή ξαναβρίσκει συνέχεια τον εαυτό του. Γεννήθηκε με μια αίσθηση υπερηφάνειας που τον κάνει να μην τα παρατά ποτέ. Έχει την ικανότητα να υπερβαίνει τις δυσκολίες, ανακαλύπτοντας ασυνείδητα για τον εαυτό του πράγματα τα οποία δεν ήξερε. Δεν φιλοσοφεί, δεν έχει απόψεις για τη ζωή και του αρέσουν τα απλά πράγματα» ανέφερε ο κ. Στατήρης. Στο ντοκιμαντέρ ο κεντρικός ήρωας εκτίθεται, λέγοντας σκληρά πράγματα για την οικογένειά του, ωστόσο δεν ζήτησε να κοπούν σκηνές. «Επί 2-3 μήνες βγαίναμε για φαγητό ή ποτό και αποκτήσαμε μεγάλη οικειότητα μαζί του. Έτσι, όταν ξεκινήσαμε τις λήψεις όλα ήταν τελείως φυσιολογικά» εξήγησε ο σκηνοθέτης. Στην ταινία υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή μέσα σε ένα μπαρ, η οποία ήταν δώρο για τον δημιουργό. «Ήταν τυχαίο, δεν το είχαμε οργανώσει κι αυτό είναι το ωραίο με το ντοκιμαντέρ: ξεκινάς και δεν ξέρεις πού θα φτάσεις. Μια μέρα, αφού είχαμε τελειώσει τα γυρίσματα, τρώγαμε μαζί με τον Τζάκομπε, έναν κάμεραμαν και έναν ηχολήπτη, σε ένα μπαρ υπό τους ήχους μουσικής χέβι μέταλ. Όταν ο Τζάκομπε άρχισε αυθόρμητα να διηγείται περιστατικά ενδεικτικά της βιαιότητας που υπήρχε μέσα στην οικογένειά του, είπα ‘’ας το γυρίσουμε’’. Κάναμε λήψεις επί 2-3 ώρες, η μπαταρία τελείωνε και δεν πιστεύαμε ότι τεχνικά θα υπήρχε κάτι ενδιαφέρον σε αυτές τις λήψεις. Τελικά όμως κράτησα αυτό το υλικό. Ήταν ένα δώρο, μια ωραία έκπληξη», τόνισε ο σκηνοθέτης.
Το ντοκιμαντέρ Παλικάρι – Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου του Νικόλαου Βεντούρα εστιάζει σε ένα καθοριστικό γεγονός του αμερικανικού εργατικού κινήματος, τη σφαγή στο Λάντλοου του Κολοράντο, μέσα από την ιστορία του έλληνα εργάτη Λούι Τίκα. Η ταινία προέκυψε μετά από ένα ρεπορτάζ που έκανε ο σκηνοθέτης το 2008, μαζί με τη δημοσιογράφο Λαμπρινή Θωμά. «Σκεφτήκαμε ότι άξιζε να διερευνήσουμε αυτή την ιστορία σε μεγαλύτερο βάθος. Θέλαμε να αποδώσουμε το κλίμα της εποχής  των αρχών του 20ού αιώνα, των μεταναστευτικών διεκδικήσεων και την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, ζητήματα που μας αφορούν και σήμερα. Θέλαμε να δούμε τι έχει μείνει στους απογόνους των απεργών και στην ιστορική μνήμη της κοινωνίας. Είναι και ένα είδος έμπνευσης για το πώς άνθρωποι πριν από εμάς αντιστάθηκαν και κέρδισαν» επεσήμανε ο κ. Βεντούρας. Η ταινία του, για την οποία σημείωσε ότι «είναι παντελώς χειροποίητη, έγινε εκ των ενόντων», έχει τρεις διαστάσεις: ιστορική, καλλιτεχνική και προσωπική. Η σφαγή του Λάντλοου ενέπνευσε τη φολκ μουσική και ένα από τα γνωστότερα τραγούδια που αναφέρεται σε αυτό το γεγονός είναι το «...» του θρυλικού Γούντι Γκάθρι. Με τη σειρά του, αυτό ενέπνευσε τον ιστορικό Χάουαρντ Ζιν να γράψει το βιβλίο «Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών», που παρουσιάζει την ανεπίσημη ιστορία των ΗΠΑ μέσα από τα εργατικά κινήματα. Η προσωπική διάσταση του ντοκιμαντέρ αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις των απογόνων των απεργών. «Οι γιοι των απεργών για πολλά χρόνια ένιωθαν μια αίσθηση ήττας, γιατί μετά τη σφαγή υπήρχε μεγάλη καταστολή, οι γονείς τους δεν έβρισκαν δουλειά. Όμως μέσα στην οικογένεια τους υπήρχε μια αίσθηση υπερηφάνειας», ανέφερε ο δημιουργός. Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Την ιστορία αξίζει να τη μελετάμε επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται. Τα γεγονότα του παρελθόντος μας δίνουν το μήνυμα για το πώς να τα αντιμετωπίζουμε στο παρόν. Στο τέλος, η απεργία στο Λάντλοου καταστάλθηκε, αλλά οι αργότερα πέρασαν ορισμένοι νόμοι για τα εργατικά δικαιώματα». 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ / ΜΑΣ ΒΓΗΚΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ / ΟΒΕΡΝΤΟΟΥΣ-ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ /ΟΛΓΚΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν τη Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ανναμαρία Γκαλόνε (Αυτή είναι ο σύζυγός μου), Πολ Άντερς Σίμα (Όλγκα), Γκάμπορ Φερέντσι (Όβερντοους-Τρέχοντας για ένα όνειρο) και Νταβίντ Αντρέ (Μας βγήκε πάνω στο τραγούδι).

Αρχικά το λόγο πήρε η Ανναμαρία Γκαλόνε, το ντοκιμαντέρ της οποίας Αυτή είναι ο σύζυγός μου καταγράφει την απόφαση του 52χρονου Αλεσάντρο να γίνει γυναίκα (Αλεσάντρα), μιλώντας παράλληλα για σχέση του με τη σύντροφό του, Ρομπέρτα. Η σκηνοθέτιδα εξήγησε σχετικά: «Η ιστορία της Αλεσάντρα ήταν πολύ ασυνήθιστη για μένα, διαφορετική από ό,τι είχα κάνει ως τότε. Η πρώτη μας συνάντηση μου άνοιξε μία πόρτα σε έναν καινούριο, άγνωστο κόσμο. Μου έκανε εντύπωση πόσο αποφασισμένη ήταν. Για πολλά χρόνια υπέφερε. Ήταν ένας επιτυχημένος δικηγόρος πολύ γνωστός στην πόλη του κι έτσι το να αποφασίσει στα 52 του να γίνει γυναίκα, συνιστά από μόνο του μία ιστορία εντελώς διαφορετική από τις περισσότερες ιστορίες για διεμφυλικά άτομα. Η Αλεσάντρα δεν πέρασε από την πορνεία, δεν είχε οικονομικούς περιορισμούς, ωστόσο απορρίφθηκε από την αστική οικογένειά της. Πρόθεσή μου δεν ήταν να αφηγηθώ την ιστορία ενός διεμφυλικού ατόμου, αλλά να δείξω την ερωτική ιστορία της Αλεσάντρα και της Ρομπέρτα. Προσπάθησα να μπω βαθιά στην ψυχή αυτών των δύο χαρακτήρων. Χωρίς σκανδαλοθηρικό ή νοσηρό τρόπο, ήθελα να αποτυπώσω μια ερωτική σχέση με όλες τις σκοτεινές και φωτεινές πλευρές της». Σύμφωνα με την άποψη της δημιουργού, το πιο σημαντικό στοιχείο της ταινίας είναι «η Ρομπέρτα στην ιστορία της Αλεσάντρα. Πιο πολύ με ενδιέφερε τι δεν έλεγε η Ρομπέρτα παρά τι έλεγε η Αλεσάντρα, και με γοήτευσε η αντίθεση των δυο χαρακτήρων». Η δημιουργός πρόσθεσε: «Ο γάμος τους ήταν επίσης πολύ ενδιαφέρων. Οι δημοσιογράφοι στην Ιταλία έγραψαν ότι είναι ο πρώτος γάμος ομοφυλοφίλων στην Ιταλία, ωστόσο αυτό δεν ισχύει, γιατί η Αλεσάντρα κράτησε το όνομα Αλεσάντρο προκειμένου να γίνει ο γάμος. Μέσα από το ντοκιμαντέρ, η Αλεσάντρα θέλησε να βοηθήσει με την ιστορία της ανθρώπους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση».
Στη συνέχεια, ο Πολ Άντερς Σίμα αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ του Όλγκα, με ηρωίδα μια κοπέλα που υποτίθεται ότι είναι διανοητικά καθυστερημένη και ορφανή, η οποία ακολουθεί τους βοσκούς ταράνδων κατά την αποδημία τους. Ωστόσο, πρόκειται για μια πολύ έξυπνη έφηβη και εξαιρετική αφηγήτρια, με μια ξεχωριστή ιστορία ζωής. Ο σκηνοθέτης αφηγήθηκε το πώς γνώρισε την Όλγκα: «Το μέρος όπου έκανα τα γυρίσματα είναι πολύ κοντά στην πιο βόρεια ορθόδοξη εκκλησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Όλγκα ζει 300 χιλιόμετρα ανατολικά από εκεί, στη ρωσική πλευρά των συνόρων. Γύρισα πολλές ταινίες στην περιοχή και κάποια στιγμή την είδα κοντά στους βοσκούς, να τρώει μαζί με τα σκυλιά τους. Τους ρώτησα γιατί δεν την καλούσαν να κάτσει μαζί τους και μου είπαν ότι κάνει τα πράγματα με τον τρόπο της, ότι είναι χαζούλα και κουφή. Μου φάνηκε παράξενο και δεν μπορούσα να το καταλάβω. Κατά τη διάρκεια μίας χιονοθύελλας που κράτησε τρεις μέρες, οι άντρες αυτοί έφυγαν και έμεινα με την Όλγκα. Της είπα ‘’καλημέρα’’ το πρώτο και το δεύτερο πρωινό, χωρίς να πάρω απάντηση, μέχρι που την τρίτη μέρα μου απάντησε. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να μου μιλάει, εγώ της έκανα ερωτήσεις και ήταν σαν ένα φράγμα που άνοιξε, απελευθερώνοντας ένα δυνατό ποτάμι. Όταν επέστρεψαν οι βοσκοί, ξαφνικά έγινε πάλι το χαζούλικο, κουφό κοριτσάκι». Ο σκηνοθέτης πρόσθεσε: «Είχα κινηματογραφήσει την Όλγκα για λίγο όταν μιλούσε και με συνεπήρε η αφηγηματική της ικανότητα και η γνωριμία μας. Έτσι αποφάσισα να ξαναπάω να τη βρω και να μάθω την ιστορία του κοριτσιού που λένε όλοι ότι δεν έχει τι να πει». Για την ξεχωριστή ιστορία της Όλγκα και το τι την προβληματίζει, ο κ. Σίμα εξήγησε: «Η Όλγκα ανήκει στους Σάμι, οι οποίοι είναι οι μόνοι γηγενείς Ευρωπαίοι που ζουν στη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Ρωσία. Οι Ρωσικές αρχές την πήραν από τους γονείς της και έμεινε σε ορφανοτροφείο μέχρι τα 16 της. Τότε γύρισε στο χωριό της, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για το παρελθόν της και το ότι δεν είναι Ρωσίδα. Είχε ξεμάθει τη μητρική της γλώσσα και στο χωριό της, ενώ βρήκε πολλούς συγγενείς της και ανήκε σε μία μεγάλη φυλή βοσκών ταράνδων, εκείνοι την έβλεπαν ως ξένη. Δε μιλούσε τη γλώσσα, γι’ αυτό και νομίζω ότι τη θεωρούν κωφάλαλη». Ερωτώμενος για τη μοναχικότητα της Όλγκα, ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Δεν θεωρώ ότι ζει μοναχικά. Εδώ και 5-6 χρόνια μένει στον καταυλισμό φροντίζοντας τα σκυλιά των βοσκών. Αγαπά πολύ τη φύση και συνδέεται με πολλά ζωντανά πλάσματα, όπως οι τάρανδοι και τα πουλιά. Οι άνθρωποι δεν την ενδιαφέρουν και τόσο».
Αμέσως μετά, ο ούγγρος σκηνοθέτης Γκάμπορ Φερέντσι αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ του Όβερντοους-Τρέχοντας για ένα όνειρο, το οποίο έχει ως θέμα ένα άλογο που ακούει στο όνομα Όβερντοους. «Το 2008 αυτό το άλογο κέρδισε 12 αγώνες σερί, χωρίς καμία ήττα και στην Ουγγαρία έγινε πολύ σημαντικό, το καμάρι της χώρας. Όλα τα μέσα ενημέρωσης στράφηκαν σε αυτό και σκέφτηκα ότι εάν αυτό το άλογο είναι σημαντικό για τη χώρα μου, τότε είναι και για μένα», είπε ο δημιουργός. Και πρόσθεσε: «Το ντοκιμαντέρ είναι ουσιαστικά μια ιστορία για τη σχέση δύο χαρακτήρων: του ιδιοκτήτη του αλόγου και του εκπαιδευτή του. Τους ακολούθησα με την κάμερα για τέσσερα χρόνια και μέσα από τη σχέση τους βλέπεις την κατάσταση της ίδιας της χώρας». Ο σκηνοθέτης μίλησε και για την εμπειρία που αποκόμισε από τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ: «Αυτό που έμαθα φαίνεται στην ταινία. Ο ιδιοκτήτης του αλόγου είναι ένας πλούσιος, καλός τύπος, ενώ ο εκπαιδευτής είναι ένας απλός επαγγελματίας από χωριό, επίσης συμπαθητικός, ο οποίος ωστόσο εφάρμοζε πολλά τεχνάσματα που έπρεπε να προσέχεις. Έπρεπε να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και εγώ μαζί τους. Ταυτόχρονα, η επαφή μας τελικά άλλαξε τη γνώμη που είχα για τους πλούσιους. Γενικότερα, έμαθα ότι πρέπει να παρατηρείς επί μακρόν κάποιον για να μάθεις κάτι για τους ανθρώπους».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη Τύπου, το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης Νταβίντ Αντρέ, το ντοκιμαντέρ του οποίου Μας βγήκε πάνω στο τραγούδι εστιάζει σε μία παρέα πέντε 17χρονων που κάνουν σχέδια, αλλά και ανησυχούν για το μέλλον. Ο κ. Αντρέ μίλησε για την ιδέα πίσω από την ταινία: «Είχα γυρίσει κι άλλες ταινίες για κοινωνικά ζητήματα και πρόθεσή μου ήταν να κάνω ένα ποιητικό έργο για τις ελπίδες της γενιάς των 18χρονων. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι η ιστορία μίας παρέας καλών φίλων που τελειώνουν το Λύκειο και των γονιών τους, ατόμων που προέρχονται κυρίως από την εργατική τάξη και ζουν σε μία μικρή γαλλική πόλη. Κάναμε γυρίσματα για ένα χρόνο. Παρακολούθησα το όραμα των παιδιών και τις προσδοκίες των γονιών τους και θέλησα να δείξω τη ρήξη μεταξύ των δύο. Γίναμε στενοί φίλοι με τα παιδιά μετά από ένα χρόνο που έμεινα εκεί και αποφασίσαμε να γράψουν κείμενα, να τα κάνουμε τραγούδια και να κινηματογραφήσουμε τους ίδιους να τα ερμηνεύουν σε ρεαλιστικά σκηνικά. Μέχρι την τελευταία μέρα του μοντάζ, πάντως, δεν ήξερα αν η ταινία θα ολοκληρωθεί ή εάν εγώ θα καταλήξω σε ψυχιατρική κλινική. Η συνεργασία μας ωστόσο αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρουσα και το αποτέλεσμα ποιητικό και ειλικρινές». Αναφερόμενος στη σχέση του με τους ανθρώπους που κινηματογράφησε, ο δημιουργός υπογράμμισε: «Αφιέρωσα πολύ χρόνο για να χτίσω σχέσεις εμπιστοσύνης με αυτά τα πρόσωπα. Το θέμα είναι να βρεις ένα σημείο συνάντησης ανάμεσα σε αυτό που θέλεις από τους άλλους και αυτό που εκείνοι νομίζουν ότι θέλεις. Το μεγαλύτερο άγχος μου ήταν εάν θα τους αρέσει η ταινία. Τους την έδειξα πριν από ένα μήνα και ήταν πολύ ικανοποιημένοι». Ο κ. Αντρέ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο πώς άλλαξε ο ίδιος μέσα από τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ: «Προσπάθησα να γίνω 17 χρονών, αλλά δεν τα κατάφερα! Ήταν μία δέσμευση εκ μέρους μου, μία διαδικασία που αρχίζει και τελειώνει. Φυσικά και είναι κάτι που σε αλλάζει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: