ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα 14-23 Μαρτίου 2014

ΑΠΟΝΟΜΗ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ
Μέσα σε φιλικό κλίμα, σε μια λιτή τελετή που πραγματοποιήθηκε στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ, απονεμήθηκαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014 στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι δυο υποτροφίες που χορηγούν για δεύτερη φορά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το ΙΕΚ ΑΚΜΗ, σε μαθητές του Διαπολιτισμικού Λυκείου Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Οι υποτροφίες παρέχουν τη δυνατότητα στους δύο μαθητές να εγγραφούν στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ και να πραγματοποιήσουν σπουδές στους τομείς του κινηματογράφου, της φωτογραφίας και της δημοσιογραφίας. 
Τις υποτροφίες απέσπασαν η Μαρινέλλα Μέκκα και ο Γκέρσι Αλίγια, μαθητές της Γ’ Λυκείου του Διαπολιτισμικού Λυκείου. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης, ο διευθυντής του ΙΕΚ ΑΚΜΗ Βορείου Ελλάδος κ. Σταύρος Καπελιώτης, η διευθύντρια του Διαπολιτισμικού Λυκείου κ. Δόμνα Ιωαννίδου, ο κ. Σπύρος Βούγιας, καθώς και πολλοί μαθητές και καθηγητές του σχολείου.
Στο χαιρετισμό του ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης έδωσε θερμά συγχαρητήρια στα παιδιά που διέπρεψαν με τις επιδόσεις τους και τους ευχήθηκε καλή επιτυχία και καλή σταδιοδρομία στις νέες τους σπουδές. Ο ίδιος σημείωσε επίσης: «Το Φεστιβάλ δίνει σε αυτά τα παιδιά ένα χέρι βοηθείας για να ξεφύγουν από την ανασφάλεια της μετανάστευσης, σε έναν τόπο όπου επίσης επικρατεί ανασφάλεια για το μέλλον». 
«Σήμερα ευοδώνεται μια προσπάθεια που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2010, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την έμπνευση και υποστήριξη του τότε υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Σπύρου Βούγια. Το ΙΕΚ ΑΚΜΗ στάθηκε αρωγός και το όνειρο έγινε πραγματικότητα», υπογράμμισε με τη σειρά της η Ελένη Ράμμου, υπεύθυνη γενικού συντονισμού του Φεστιβάλ.
Από την πλευρά του, ο διευθυντής του ΙΕΚ ΑΚΜΗ Β. Ελλάδος Σταύρος Καπελιώτης  τόνισε ότι ο εκπαιδευτικός οργανισμός δεν θα μπορούσε να μην είναι αρωγός σε αυτή την προσπάθεια του Φεστιβάλ. Ο ίδιος πρόσθεσε: «Εμείς οι Έλληνες θα πρέπει να θυμόμαστε ότι κάποτε ήμασταν στη θέση αυτών των ανθρώπων, ως μετανάστες στη Γερμανία, την Αυστραλία και τον Καναδά, και προσπαθούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας». Επιπλέον, ο ίδιος ανακοίνωσε ότι το ΙΕΚ ΑΚΜΗ θα συνεχίσει να παρέχει υποτροφίες σε μαθητές του Διαπολιτισμικού Λυκείου Ανατολικής Θεσσαλονίκης.
Το «παρών» στην εκδήλωση έδωσε και ο Σπύρος Βούγιας, ο οποίος απευθυνόμενος στους δυο υπότροφους, ευχήθηκε χαρακτηριστικά, αφού ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, να προβάλλουν στο μέλλον τις ταινίες τους στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 
Η διευθύντρια του Διαπολιτισμικού Λυκείου κ. Δόμνα Ιωαννίδου συνεχάρη το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το ΙΕΚ ΑΚΜΗ για την εξαιρετική πρωτοβουλία της χορήγησης υποτροφιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «ο βασιλικότερος τρόπος να αποκτήσεις φίλους είναι η ευεργεσία». Η ίδια τόνισε επίσης: «Κάθε μέρα σκέφτομαι πώς μπορούμε να ανοίξουμε δρόμους σε αυτά τα παιδιά. Είναι εξαιρετικά παιδιά, κοπιάζουν περισσότερο γιατί έχουν διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα, ενώ επιπλέον αντιμετωπίζουν κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες», και ευχήθηκε στα δύο παιδιά «να ακολουθήσουν το δρόμο της καρδιάς τους». 
Κλείνοντας την εκδήλωση, το λόγο πήραν οι δυο βραβευθέντες. «Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί το περίμενα πολύ καιρό. Τελικά όταν κάποιος βάζει στόχους μπορεί να τα καταφέρει. Ευχαριστώ το ΙΕΚ ΑΚΜΗ και ελπίζω να συνεχίσουν να δίνονται ευκαιρίες στους νέους για ένα καλύτερο αύριο», δήλωσε η Μαρινέλλα Μέκκα. Με τη σειρά του, ο Γκέρση Αλίγια εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την υποτροφία, προσθέτοντας «ελπίζω να καταφέρουμε να φανούμε αντάξιοί της».

ΜΑΣΤΕΡΚΛΑΣ
Στο πλαίσιο του Φόρουμ 2014 του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, μάστερκλας με τίτλο «Διανέμοντας ένα ντοκιμαντέρ του δημιουργού-μια μελέτη περίπτωσης τον ... με τον Μπεν Κέμπας».
Εισηγητής του μάστερκλας το οποίο αποτελεί συν-διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ ... και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν ο Μπεν Κέμπας, παραγωγός Μάρκετινγκ και Διανομής στο Ινστιτούτο Ντοκιμαντέρ της Σκωτίας και επικεφαλής της διανομής και προώθησης του διακεκριμένου ντοκιμαντέρ...
Στο ..., το οποίο συντόνισε ο..., έδωσε το «παρών» και η Έμα Ντέιβι, σκηνοθέτιδα του... (συν-σκηνοθεσία με τον Μόραγκ ΜακΚίνον). Ο Μπεν Κέμπας μοιράστηκε με το κοινό στρατηγικές και εργαλεία χάρη στα οποία μπορεί μια ταινία να συναντήσει μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Ο ίδιος αναφέρθηκε βήμα προς βήμα σε όλη τη διαδικασία παρουσίασης του ... σ’ ένα μεγαλύτερο κοινό, η οποία επικεντρώθηκε γύρω από το ... (Παγκόσμια Ημέρα Προβολών), ένα μεγάλο πείραμα συμμετοχικής διανομής που οδήγησε σε περισσότερες από 300 δράσεις σε 40 χώρες. Ανάμεσα στα ζητήματα που έθιξε στο ο κ. Κέμπας, ήταν η συνεργασία με πολλαπλούς εταίρους, η ανάπτυξη μιας «φορητής πλατφόρμας χρηματοδότησης» για κοινοτικές προβολές και δωρεές, η κατασκευή και διαχείριση μιας ομάδας υποστηρικτών πέρα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και τα καινοτόμα συστήματα διανομής ταινιών.
Όπως σημείωσε ο κ. Κέμπας στην εισαγωγή του, είναι δύσκολο οι δημιουργοί να είναι ταυτόχρονα και παραγωγοί, αλλά και να ασχολούνται με τη διανομή με το μάρκετινγκ της ταινίας τους. Ωστόσο, υπάρχουν διαδικτυακά εργαλεία τα οποία δημιουργούν διάδραση με το κοινό σε κάθε στάδιο δημιουργίας της ταινίας, με αποτέλεσμα όταν αυτή ολοκληρωθεί, να έχει ήδη δημιουργηθεί μια ομάδα υποστηρικτών που ιδανικά θα ακολουθεί τον δημιουργό από το ένα πρότζεκτ στο επόμενο. Ως ειδικός μάρκετινγκ διανομής, ο ίδιος προσπαθεί να βρίσκει νέες στρατηγικές για προσέγγιση και σύνδεση της ταινίας με το κοινό. «Όλοι έχουμε σελίδες στο ..., αλλά το ζητούμενο είναι να υπάρχει μια πλατφόρμα όπου να μπορείς να ελέγχεις το κοινό σου χωρίς να εξαρτάσαι από τρίτους», είπε ο κ. Κέμπας, δίνοντας ως παραδείγματα τις πλατφόρμες
Από την άλλη, το ... είναι μια πλατφόρμα που διαθέτει έναν player και βοηθά τους δημιουργούς να πουλήσουν την ταινία τους, καθώς υπάρχουν σχετικές επιλογές για ενοικίαση και αγορά σε διάφορες ποιότητες προβολής. Ο player αυτός μπορεί να ενσωματωθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Με αυτό τον τρόπο, ο δημιουργός μπορεί να δίνει στο κοινό μια πρόγευση της ταινίας του, να ενημερώνει για το πότε θα είναι διαθέσιμη, να βλέπει τα προφίλ των αγοραστών και να πληροφορεί για τα σημεία προβολής. Αυτό είναι κάτι που δεν παρέχει το ..., γιατί δεν σου λέει ποιος .. τη θετική ψήφο», υπογράμμισε σχετικά ο κ. Κέμπας. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι οι δύο αυτές πλατφόρμες μπορούν να «συνεργαστούν», με αποτέλεσμα όποιος εγγράφεται στο ... να εμφανίζεται αυτόματα και στο σύστημα του ...
Στη συνέχεια, ο Μπεν Κέμπας χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για μελέτη περίπτωσης το ντοκιμαντέρ, για το οποίο υπήρξε παγκόσμια κινητοποίηση μέσω των ... αλλά και άλλων εξειδικευμένων διαδικτιακών εργαλείων. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την ιστορία του 33χρονου Νιλ Πλατ, ο οποίος πάσχει από την ίδια, νευρολογικής φύσης ασθένεια, από την οποία πάσχει και ο βρετανός επιστήμονας Στίβεν Χόκινγκ. Ο Νιλ, ο οποίος έχασε τον πατέρα του από την ίδια ασθένεια, είχε μπροστά του έξι μήνες ζωής όταν γυριζόταν η ταινία. Επιθυμία του ήταν, μέσα στο χρόνο που του απέμενε, να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, έτσι ώστε να συγκεντρωθούν δωρεές που θα επιτρέψουν τη συνέχιση των ερευνών για τη θεραπεία της ασθένειας. Μέσω του μπλογκ του, είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο δίκτυο φίλων και κάλεσε σκηνοθέτες να προβάλλουν το θέμα κινηματογραφώντας τον. «Τελικά η κοινότητα που δημιουργήθηκε γύρω από το ντοκιμαντέρ έγινε η επέκταση της ταινίας», σημείωσε σχετικά η σκηνοθέτιδα Έμα Ντέιβι.
Αφού προβλήθηκε ένα απόσπασμα του ντοκιμαντέρ, ο Μπεν Κέμπας ανέλυσε τη στρατηγική προώθησής του, η οποία υλοποιήθηκε σε πολλά επίπεδα. Τα χρήματα που εξασφαλίστηκαν αρκούσαν μόνο για την παραγωγή της ταινίας και όχι για το μάρκετινγκ. Έτσι, η ομάδα της ταινίας απευθύνθηκε αρχικά σε ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν σχέση με την ασθένεια, όπως συγγενείς ασθενών, ιατρικό προσωπικό, ερευνητικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ένα από αυτά τα ιδρύματα, πρότεινε να γίνει την 21η Ιουνίου -παγκόσμια ημέρα ενημέρωσης για την ασθένεια- ένας παγκόσμιος κύκλος προβολών του ντοκιμαντέρ.
Επιπλέον, μέσω του ..., ενός ιδρύματος που υποστηρίζει την συνεργασία οργανισμών που αφορούν σε καλλιτεχνικά έργα, τεχνολογία και έρευνα, η ομάδα του ντοκιμαντέρ έλαβε χρηματοδότηση για την τεχνολογική ανάπτυξη του ... μέσω του οποίου ο κόσμος θα συμμετείχε στην χρηματοδότηση του ., θέτοντας σε εφαρμογή το γνωστό ... «Σκεφτήκαμε, για παράδειγμα, να δώσουμε ένα ποσοστό σε όποιον  ενσωμάτωνε τον ... στη σελίδα του, οπότε μέσω αυτού γινόταν η διανομή της ταινίας σε ένα ακόμη σημείο προβολής. Θέλαμε επίσης να είναι αυτόματη η ανταπόδοση στον μικροχρηματοδότη, παρέχοντάς του ως αντάλλαγμα, π.χ. κάποιο από τα προηγούμενα φιλμ μας, αφίσες, καθώς και διάφορες ποιότητες προβολής εάν έκανε μόνο ... ή επέλεγε αποστολή ... στο σπίτι του». 
Παράλληλα, όπως είπε ο Μπεν Κέμπας, «χρησιμοποιώντας το NationBuilder αρχίσαμε να συλλέγουμε δεδομένα για ανθρώπους που δουλεύουν σε οργανισμούς σχετικούς με την ασθένεια. Από μια μεγάλη αλυσίδα μηνυμάτων αλληλογραφίας με άτομα σε όλο τον κόσμο βρήκαμε 300 άτομα που μπορούσαν να φιλοξενήσουν την προβολή, σε κινηματογραφική αίθουσα, σε ιδιωτικό χώρο ή οπουδήποτε αλλού. Σκοπός μας ήταν να έχουμε όσο περισσότερες προβολές γινόταν εκείνη την ημέρα». Εκτός από τη διαδικτυακή καμπάνια ακολουθήθηκε παράλληλα και η «κλασική» οδός προώθησης της ταινίας μέσω των φεστιβάλ και των ΜΜΕ. «Είχαν προηγηθεί προβολές στο φεστιβάλ Εδιμβούργου και Λονδίνου, κάτι που μας έδωσε τη δυνατότητα να προβληθεί η ταινία στα μέσα ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι είχαν μια συγκλονιστική ιστορία να διηγηθούν, ενώ η σύζυγος του Νιλ βοήθησε στην προβολή του θέματος δίνοντας συνεντεύξεις σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές», υπογράμμισε η Έμα Ντέιβι.
Στο πλαίσιο του ..., ακολούθησε συζήτηση με το κοινό σχετικά με το κόστος και τη χρήση κάθε πλατφόρμας προώθησης, τις τεχνικές που προσελκύουν και διατηρούν το ενδιαφέρον του κοινού, τη μέθοδο του ..., καθώς και άλλα συγγενή θέματα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΚΑΝΤΟΣ/ΕΚΤΟΣ ΔΡΟΜΟΥ/ΙΣΟΒΙΑ ΔΕΣΜΑ/ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ελίζα Αμορούζο (Εκτός δρόμου), Τσάρλι Πέτερσμαν (Κάντος), Γιαρόν Σανί (Ισόβια δεσμά) και Ναβίνα Χατίμπ (Το σπίτι του φωτός).
Το ντοκιμαντέρ Το σπίτι του φωτός της Ναβίνα Χατίμπ (συν-σκηνοθεσία με την Αλεξάντρα Βελτς) καταγράφει την καθημερινότητα ενός ορφανοτροφείου στο Περού. Η κ. Χατίμπ αναφέρθηκε στο πώς προέκυψε το θέμα της ταινίας: «Η πρώτη μου επίσκεψη εκεί έγινε το 2007 ως εθελόντρια. Από τότε γεννήθηκε η ιδέα του ντοκιμαντέρ, αλλά δεν είχα τα χρήματα. Όταν επέστρεψα μετά από χρόνια, αρχικά κανείς δεν ήθελε να μου μιλήσει κι έτσι έμεινα παραπάνω και δημιούργησα φιλίες με τα άτομα που εργάζονταν εκεί. Τελικά το 2012 ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, έχοντας ως αρχική ιδέα να ασχοληθούμε με την ανακαίνιση του σπιτιού. Γρήγορα καταλάβαμε ότι η ιστορία του ήταν πολύ ευρύτερη. Μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, τα οποία ήταν δύσκολο να συνδυάσουμε και να συμπεριλάβουμε στο υλικό μας. Κατά ένα τρόπο, η ταινία δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του μοντάζ, όπου χρειάστηκε να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις για το τι θα συμπεριλάβουμε σε αυτή». Η μοντέρ της ταινίας Άνα Πεσαβέντο, η οποία έδωσε επίσης το «παρών» στη συνέντευξη Τύπου, συμπλήρωσε σχετικά: «Το μοντάζ διήρκεσε τρεις μήνες και η επιμέλεια του ηχητικού μέρους της ταινίας ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα μήνα». Όσο για το τι συμβαίνει στο ορφανοτροφείο τώρα, η σκηνοθέτιδα Ναβίνα Χατίμπ σημείωσε: «Είμαι καλή φίλη με όλους, ιδιαίτερα με τον υπεύθυνο του σπιτιού και διατηρώ επαφή μαζί τους. Ελπίζω ότι η ταινία θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου και ότι ενδεχομένως θα προσελκύσει οικονομική βοήθεια, γεγονός που ήταν και ένας από τους στόχους της εξαρχής: να βοηθήσουμε αυτά τα παιδιά».
Μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ντοκιμαντέρ Κάντος του Τσάρλι Πέτερσμαν, το οποίο εστιάζει σε τέσσερις ανθρώπινες ιστορίες με φόντο τη σημερινή Κούβα. «Το σκεπτικό ήταν να κάνω μία ταινία όχι για το καθεστώς της χώρας, αλλά για το πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι εκεί. Δεν ήθελα να είμαι σαφώς υπέρ ή κατά. Κατά τη διάρκεια της αραβικής άνοιξης άρχισε να με ενδιαφέρει όχι το πώς γεννιούνται οι επαναστάσεις, αλλά το τι έπεται αυτών», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Δεν είχα ξαναπάει στην Κούβα πριν. Με ενδιέφερε να κάνω μία ταινία όπου θα έπρεπε μόνος μου να καταλήξω στο πώς βλέπω τη χώρα, απαλλαγμένος από προκαταλήψεις. Έκανα έρευνα επί ένα μήνα και κατά τη διάρκεια της διαμονής μου εκεί, μπόρεσα πραγματικά να απαρνηθώ τις ιδέες που είχα εκ των προτέρων και να ανακαλύψω τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του θέματός μου, αυτά που βρίσκονται στη γκρι ζώνη και όχι στο άσπρο-μαύρο». Ο κ. Πέτερσμαν αναφέρθηκε και στο πώς ανακάλυψε τους χαρακτήρες του: «Ήθελα να κάνω τέσσερα πορτρέτα: ένα άτομο από κάθε γενιά Κουβανών, εκ των οποίων μία γυναίκα κι ένα παιδί. Η γυναίκα που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ είναι υπεύθυνη ενός μπλογκ που λειτουργεί παράνομα, κι έτσι κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί της και να με φέρει σε επαφή με άλλους bloggers και άτομα». Όσο για τον τίτλο του ντοκιμαντέρ, ο οποίος σημαίνει «τραγούδια», ο δημιουργός εξήγησε: «Στην κουλτούρα των Κουβανών η μουσική είναι πανταχού παρούσα, το ίδιο και στη ζωή των αντιφρονούντων που γνώρισα μέσω του διαδικτύου. Όσο ήμουν στην Κούβα, έτυχε να διαβάσω και μια φράση του Μπέκετ που λέει ‘’εάν είσαι μέχρι το λαιμό στα σκατά, το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να αρχίσεις να τραγουδάς’’, ρήση που με επηρέασε βαθιά και αποφάσισα ότι το ‘’...’’ θα ήταν ο ιδανικός τίτλος».
Πολιτική αλλά και βαθιά ανθρώπινη χροιά έχει το ντοκιμαντέρ Ισόβια δεσμά του Γιαρόν Σανί (συν-σκηνοθεσία με τη Νουρίτ Κεντάρ), το οποίο αναδεικνύει το ισραηλινοπαλαιστινιακό ζήτημα μέσα από μια απίστευτη οικογενειακή ιστορία. Ο κ. Σανί μίλησε για αυτή την περίπλοκη περίπτωση: «Ο ήρωας της ταινίας, Νίμερ Φάουζι, είναι ένας παλαιστίνιος με ισραηλινή υπηκοότητα ο οποίος τη δεκαετία του '60 ερωτεύτηκε μία Εβραία, την παντρεύτηκε παρά την αντίθεση των οικογενειών τους και απέκτησαν ένα γιο και μία κόρη. Στον πόλεμο του 1967, μέσα σε έξι ημέρες το Ισραήλ νίκησε επτά αραβικές γείτονες χώρες γκρεμίζοντας το παλαιστινιακό όνειρο. Ο Νίμερ ήταν εξοργισμένος και αποφάσισε να εκτελέσει ισχυρές τρομοκρατικές πράξεις μόνος του, χωρίς να είναι μέλος κάποιας οργάνωσης. Δεν το γνώριζε κανείς, ούτε καν η οικογένειά του, η οποία μετά τη σύλληψή του στιγματίστηκε. Η μητέρα άφησε τα δυο παιδιά σε ένα ορφανοτροφείο και έφυγε. Εκεί τα παιδιά κακοποιήθηκαν και ζούσαν αποκλεισμένα ως παιδιά τρομοκράτη. Η μητέρα επέστρεψε και τα πήρε μαζί της στον Καναδά, σε μία αυστηρή Εβραϊκή κοινότητα, αποκρύπτοντάς τους την καταγωγή τους. Όταν ο Νίμερ κατάφερε να τους επισκεφθεί μετά από χρόνια, μόνο τότε έμαθαν ότι έχουν πατέρα». Μιλώντας για το γιο της οικογένειας, στις μαρτυρίες του οποίου εστιάζει το ντοκιμαντέρ, ο κ. Σανί ανέφερε: «Σε αντίθεση με τη μητέρα και την κόρη, ο γιος του Νίμερ δε διάλεξε πλευρά. Ο πατέρας του έγινε ακραίος εθνικιστής, ενώ η μητέρα και η αδελφή του ακραία θρησκευόμενες Εβραίες. Εκείνος δεν πήρε το μέρος κανενός, γιατί αντιλήφθηκε ότι αυτά τα σύνορα είναι φαντασιακά, ήθελε απλά να είναι ελεύθερος. Πρόκειται για ένα μοναχικό άνθρωπο, χωρίς ταυτότητα και με τραυματική παιδική ηλικία. Δείχνοντας τη στάση του στην ταινία, προσπάθησα να εναντιωθώ στην καταπίεση και το πώς αυτή υπεισέρχεται στην καθημερινή μας ζωή, καθώς και να στείλω ένα μήνυμα για όσα πράγματα θεωρούμε δεδομένα αλλά μπορούν να προκαλέσουν τόσο πόνο. Ο ήρωας αυτός είναι ένας ευγενής, γενναίος και ήπιος άνθρωπος, δύσκολος να προσεγγιστεί, γιατί δεν είχε επαφή με τα συναισθήματά του. Του πήρε χρόνο να βρει τα λόγια να εκφράσει τον πόνο του».
Μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, αν και εντελώς διαφορετική, είναι και ο ήρωας του ντοκιμαντέρ Εκτός δρόμου της Ελίζα Αμορούζο. Πρόκειται για τον Πίνο, έναν μηχανικό αυτοκινήτων και οδηγό ράλι που γίνεται γυναίκα (Μπεατρίτσε) και παντρεύεται μία άλλη γυναίκα, τη Μαριάννα. «Τον / την βρήκα -δεν ξέρω σε τι γένος να μιλήσω-, μέσω μίας φίλης που πήγαινε στο συνεργείο του / της. Μόλις μπήκα στο γραφείο του, μου έκαναν εντύπωση οι τοίχοι: Από τη μία πλευρά έβλεπα φωτογραφίες του ως Πίνο και πρωταθλητή ράλι και από την άλλη φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρό, του ινδάλματός του. Υπήρχε μία τεράστια αντίθεση και κατάλαβα ότι εκεί υπήρχε μία ενδιαφέρουσα ιστορία», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια τόνισε: «Όταν του ζήτησα να μιλήσει για την ιστορία του, ο Πίνο μου είπε ότι πρώτα έπρεπε να πάρει άδεια από τη γυναίκα του. Όταν την πρωτογνώρισα με ζήλευε, όπως ζήλευε όλους όσοι προσέγγιζαν τον Πίνο ή τη θηλυκή πλευρά του, τη Μπεατρίτσε. Σιγά σιγά όμως η σχέση μου με τη Μαριάννα βελτιώθηκε. Τα γυρίσματα είχαν πλάκα και η ταινίας είναι πράγματι αστεία, γι’ αυτό και στην Ιταλία άρεσε πολύ». Η σκηνοθέτιδα μίλησε για τη γνωριμία του ζευγαριού: «Η Μαριάννα ήρθε στην Ιταλία από ένα μικρό χωριό της Ρουμανίας και φρόντιζε τη μητέρα του Πίνο. Έτσι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν, χωρίς όμως η Μαριάννα να μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει και χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει διεμφυλικό άτομο. Όταν τελικά παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, φορώντας και οι δύο νυφικά, ο Πίνο αναγκάστηκε να δείξει την ταυτότητά του που έγραφε Τζουζέπε για να γίνει ο γάμος. Εντυπωσιάστηκα από την ομορφιά της σχέσης τους και αυτή την ιστορία αγάπης. Οι δυο τους μπόρεσαν να φτιάξουν ένα νέο μοντέλο οικογένειας. Η Μαριάννα είχε ήδη ένα γιο δεκαπέντε χρόνων ο οποίος αποκαλεί τον Πίνο πατέρα». Αναφερόμενη στον ήρωά της, η δημιουργός συμπλήρωσε: «Ο Πίνο λέει ότι έχει τρεις ταυτότητες, τον Πίνο, τον Τζιρέλο -όπως τον γνωρίζουν στον κόσμο του ράλι- και τη Μπεατρίτσε. Δεν του αρέσουν οι ετικέτες. Θαυμάζω το θάρρος του να μην ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων, αλλά και την Μαριάννα που αγαπά σε εκείνον τόσο τον άνδρα όσο και τη γυναίκα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΩ Ή ΝΑ ΦΥΓΩ / ΗΘΟΠΟΙΟΙ: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΠΟΥΔΗΣ / ΣΤΟΡΓΗ ΣΤΟ ΛΑΟ / ΚΙΣΜΕΤ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μενέλαος Καραμαγγιώλης Να μείνω ή να φύγω), Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής), Βασίλης Δούβλης (Στοργή στο λαό) και Νίνα Μαρία Πασχαλίδου (Κισμέτ).
Η ταινία του Βασίλη Δούβλη έχει ως θέμα της τη λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο την περίοδο της δικτατορίας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης «η ερευνά κράτησε χρόνια γιατί το υλικό ήταν αταξινόμητο και διάσπαρτο, στην  Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Υπουργείο Εξωτερικών και αλλού». Στο ντοκιμαντέρ μιλούν πολλοί έλληνες δημιουργοί, ανάμεσά τους, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. «Η ταινία αποτυπώνει τη γελοιότητα και τον παραλογισμό της μισαλλοδοξίας αλλά και την προσπάθεια των δημιουργών να υπερβούν τα προβλήματα και να αρθρώσουν λόγο. Ο Αγγελόπουλος λέει πώς αυτή η συνθήκη επηρέασε την αισθητική του, ειδικά στην ταινία Μέρες του ’36 που χρησιμοποιεί πολύ τον έμμεσο λόγο», εξήγησε ο Βασίλης Δούβλης. Αυτό που τον εξέπληξε ήταν η επιχειρηματολογία που ανέπτυσσαν οι λογοκριτές στις εκθέσεις τους. Για παράδειγμα μια ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ κόπηκε γιατί ο λογοκριτής θεώρησε ότι στερείται καλλιτεχνικής αξίας, ενώ μια ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ χαρακτηρίστηκε ως αποκορύφωμα ασυναρτησίας.  Αναφορικά με τη λογοκρισία στις μέρες μας, ο σκηνοθέτης είπε: «Σήμερα λογοκρισία υπάρχει σε αρκετές χώρες στον κόσμο, όπου υπάρχουν ανελεύθερα καθεστώτα. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες υπάρχει μια άλλης μορφής λογοκρισίας. Με την επανεμφάνιση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας ομάδες φανατικών προσπαθούν να εμποδίσουν διάφορα έργα τέχνης που δεν ταιριάζουν στα πιστεύω τους να εκτίθενται, ενώ πολλές φορές δημιουργείται ένα κλίμα ζόφου που κάποιες φορές οδηγεί τον καλλιτέχνη σε αυτολογοκρισία».
Στην ταινία του Ηθοποιοί ημερολόγιο σπουδής ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος παρακολουθεί μια ομάδα νέων κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σε μια δραματική σχολή. Ο ίδιος, διδάσκει υποκριτική κινηματογράφου και γνωρίζει από πρώτο χέρι τη σκληρή δοκιμασία που περνούν όσοι επιλέγουν να γίνουν ηθοποιοί. «Ένα κρίσιμο σημείο στο ντοκιμαντέρ είναι πως καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους που κινηματογραφούμε. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν αφού νιώσαμε ότι είχαμε κερδίσει αυτή την εμπιστοσύνη. Ως σεναριακή προσέγγιση χρησιμοποιήσαμε ερωτήματα που επανέρχονται κατά τη διάρκεια των σπουδών των παιδιών. Με αυτό τον τρόπο παρατηρούσαμε πώς τα παιδιά αλλάζουν καθώς περνάει ο χρόνος και δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο αιώνιο ερώτημα πως γίνεται κανείς ηθοποιός. Η διαδικασία της σπουδής της υποκριτικής τέχνης είναι μια διαδικασία γνωριμίας με τον εαυτό τους, το σώμα τους», τόνισε ο σκηνοθέτης. Το ενδιαφέρον για τον ίδιο είναι πως «αν και οι νέοι γνωρίζουν ότι υπάρχει σχεδόν 90% ανεργία στο επάγγελμα, η απόφασή τους να γίνουν ηθοποιοί είναι συνειδητή. Ίσως ο τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτό που ζούμε σήμερα είναι να κυνηγάμε με πείσμα τα όνειρά μας», κατέληξε. 
Το ..., μια παράσταση θεάτρου ντοκουμέντου, ενέπνευσε τον τίτλο του ντοκιμαντέρ του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. «Βλέπουμε καθημερινούς ανθρώπους, στην Αθήνα και το Βερολίνο που παίρνουν κομμάτια της ζωής τους και τα κάνουν θέατρο, βλέπουμε το πως οι κανόνες του ντοκιμαντέρ μπορούν να μεταφερθούν και να γίνουν θέατρο. Το έργο στο θέατρο ντοκουμέντου γράφεται στις πρόβες», επισημαίνει ο σκηνοθέτης. Ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως εξηγεί είναι ότι, τόσο στην Αθήνα, όσο και στο Βερολίνο, οι παραστάσεις είναι soldout, κι αυτό ήταν κάτι απρόσμενο, καθώς σημαίνει ότι αφορά τον κόσμο. Το ντοκιμαντέρ ωστόσο δεν αναφέρεται μόνο στη θεατρική τέχνη αλλά και στη μετανάστευση. Το θέμα θίγεται μέσα από μετανάστες διαφορετικών γενεών: από τον 70χρονο γκασταρμπάιτερ, την γυναίκα που μετανάστευσε την περίοδο της δικτατορίας, μέχρι τους νέους μετανάστες που φεύγουν λόγω της κρίσης στην Ελλάδα. «Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ταινία τέχνης αλλά για μια ταινία για την κρίση. Οι νέοι μετανάστες διαχειρίζονται το θέμα με άλλο τρόπο, δεν ντρέπονται να πουν 'δεν έχω δουλειά'. Προσπαθούν να βρουν λύση και η παράσταση έστω και προσωρινά είναι για εκείνους μια λύση. Οι νέοι μετανάστες δεν κυνηγούν τα χρήματα ως αυτοσκοπό, μπορεί να καθαρίζουν σκάλες ή να κουβαλούν κρέατα στην αγορά, αλλά συνεχίζουν με έναν τρόπο να κυνηγούν αυτό που θέλουν», υπογράμμισε ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης.
Το ντοκιμαντέρ της Νίνας Μαρίας Πασχαλίδου, παρουσιάζει την επιρροή που έχουν οι τούρκικες σαπουνόπερες σε θέματα χειραφέτησης γυναικών στον αραβικό κόσμο. «Οι γυναίκες στις αραβικές χώρες εμπνέονται από τις ηρωίδες των τουρκικών σίριαλ και διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Για παράδειγμα μια γυναίκα στο Άμπου Ντάμπι που είχε υποστεί βία από τον άντρα της και είχε μείνει κλεισμένη στο σπίτι επί 12 χρόνια, με μόνη παρέα της τη Φατμαγκιουλ, αποφάσισε να ζητήσει διαζύγιο και να απελευθερωθεί από τη φυλακή του σπιτιού της. Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η Σαμίρα, γνωστή ακτιβίστρια στην Αίγυπτο που υπέστη σεξουαλική παρενόχληση από αξιωματούχους του στρατού, μήνυσε τον αιγυπτιακό στρατό και κατάφερε να σταματήσει τα τεστ παρθενίας στο Κάιρο», είπε η σκηνοθέτις. Στη συνέχεια εξήγησε ότι ειδικά στην Αίγυπτο, της έκανε εντύπωση ότι οι γυναίκες ψάχνουν για νέα πρότυπα και τα βρίσκουν στις ηρωίδες των τούρκικων σειρών.

MIA ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ / ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ / Ο ΚΑΛΟΣ ΓΙΟΣ / ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ / ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΖ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Σαμάνθα Γκραντ Ουίσλερ (Μια επισφαλής εμπιστοσύνη: λογοκλοπή, εξουσία κι ο Τζέισον Μπλερ στους Νιου Γιορκ Τάιμς), Σίρλι Μπέρκοβιτς (Ο καλός γιος), Άννα Μπρας (Αφήνοντας την Ελλάδα), Μάικλ Όμπερτ (Τραγούδι από το δάσος) και Εμίλ Λάνγκμπαλε (To αγόρι της πλαζ).
Αρχικά το λόγο πήρε η Σίρλι Μπέρκοβιτς, το ντοκιμαντέρ της οποίας Ο καλός γιος ακολουθεί τον νεαρό Ορ στο ταξίδι του στην Ταϊλάνδη όπου κάνει αλλαγή φύλου, χωρίς να το έχει πει στην οικογένειά του. Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε στη γνωριμία της μαζί του: «Ο Ορ είχε δει την προηγούμενη ταινία μου και ήρθε κυριολεκτικά στην πόρτα μου και με βρήκε, ζητώντας μου να τον ακολουθήσω στο ταξίδι του και να τον κινηματογραφήσω. Ήταν σαν να είχα κερδίσει το λαχείο. Ξεκίνησα άμεσα. Πούλησα το αυτοκίνητό μου, άφησα το σκύλο μου στο γείτονα, αγόρασα εισιτήριο και πήγα στην Ταϊλάνδη. Έμεινα μαζί του για ένα μήνα στον καναπέ του νοσοκομείου. Ήθελα να έχω όσο το δυνατόν περισσότερο ακατέργαστο υλικό». Αναφερόμενη στην απόφαση του ήρωά της, η κ. Μπέρκοβιτς σημείωσε: «Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση. Για να κάνει την εγχείρηση, πήρε χρήματα από τους γονείς του, λέγοντάς τους ότι θα σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αυτό είναι ενάντια στις αρχές μου, θεωρώ ότι το σωστό είναι να μιλάς ανοιχτά. Ωστόσο, όταν γνώρισα τον χαρακτήρα αυτό καλύτερα, κατάλαβα ότι δεν είχε άλλες επιλογές. Οι άνθρωποι δεν θα τον αποδέχονταν διαφορετικά. Είχε το θάρρος να κυνηγήσει το όνειρό του. Άρχισα να τον θαυμάζω που διαθέτει το θάρρος να κάνει αυτό που πιστεύει. Οι περισσότεροι απλώς το ονειρευόμαστε».
Αμέσως μετά, η Σαμάνθα Γκραντ Ουίσλερ αναφέρθηκε στo θέμα του ντοκιμαντέρ Μια επισφαλής εμπιστοσύνη: λογοκλοπή, εξουσία κι ο Τζέισον Μπλερ στους Νιου Γιορκ Τάιμς. Πρωταγωνιστής είναι ο Τζέισον Μπλερ, πρώην δημοσιογράφος των ..., ο οποίος προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο όταν αποκαλύφθηκε ότι έκλεβε και επινοούσε ψευδή στοιχεία στα ρεπορτάζ του. «Ο Τζέισον είναι ένα περίπλοκο και δύστροπο άτομο. Η σχέση μας δεν ήταν εύκολη. Η ιστορία του είχε καλυφθεί εκτεταμένα από τα μέσα ενημέρωσης, όμως δε θεωρούσα ότι είχε καλυφθεί σε βάθος. Υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες γνώμες κι αυτό ήθελα να δείξω στην ταινία μου. Ήθελα να δώσω λόγο σε όλους τους εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο, αλλά φυσικά όταν πρόκειται για σκάνδαλο κανείς δε θέλει να μιλήσει», είπε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια πρόσθεσε σχετικά: «Λειτούργησα ως δημοσιογράφος, βρήκα τις σωστές πηγές και έστειλα μέιλ στον Τζέισον, ζητώντας του την άποψη του για το θέμα. Δεν έλαβα απάντηση και συνέχισα για πολλές εβδομάδες χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που βρήκα τη διεύθυνσή του και του έγραψα ότι θα τον επισκεφθώ. Αυτό του τράβηξε την προσοχή και τελικά ένα χρόνο μετά, συμφώνησε να μου μιλήσει». Η κ. Γκραντ Ουίσλερ σχολίασε και τη στάση των ΜΜΕ απέναντι στο γεγονός: «Δεν ξέρω εάν ο Τύπος έχει καταλάβει τι πήγε στραβά σε αυτή την ιστορία. Ο Τύπος είναι σαν ένα ακέφαλο σώμα. Βρίσκω κυρίως προβληματικό το πώς καταγράφηκε και εξελίχθηκε η ιστορία του Τζέισον, αφού τα ΜΜΕ επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι είναι Αφροαμερικανός, πράγμα άσχετο με την ουσία του θέματος. Μέσα από την ταινία, το κοινό μπορεί να αντλήσει διδάγματα και να προβληματιστεί για τον ρόλο των ΜΜΕ».
Το ντοκιμαντέρ Το αγόρι της πλαζ του Εμίλ Λάνγκμπαλε μας μεταφέρει στην Αφρική εστιάζοντας στην επί πληρωμή σχέση ενός νεαρού Κενυάτη με μία μεσήλικη Βρετανίδα παραθερίστρια. «Κάποιοι ίσως θα αποκαλούσαν ζιγκολό αυτό τον νεαρό Κενυάτη, εγώ όμως θα τον έλεγα τυχοδιώκτη. Είναι ένας φτωχός άνθρωπος που δεν έχει επιλογές», εξήγησε ο σκηνοθέτης και συνέχισε: «Πηγαίνοντας στην Κένυα νόμιζα ότι θα συναντήσω έναν άντρα - θύμα της αποικιοκρατίας. Όταν όμως γνώρισα περισσότερο τον κόσμο εκεί, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μία παράξενη ισορροπία μεταξύ των δύο πλευρών. Ο ένας εκμεταλλεύεται τον άλλο, τον ταΐζει όνειρα και ψέματα. Αυτή η τουρίστρια έχει την οικονομική δύναμη, ενώ ο νεαρός Κενυάτης τη βιολογική. Δεν ήθελα να δείξω μία σκοτεινή πλευρά του αγοραίου έρωτα στις χώρες αυτές, όπως κάνει η ταινία μυθοπλασίας Παράδεισος του Έρωτα του Ούλριχ Ζάιντλ, που πραγματεύεται το ίδιο θέμα». Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε και στη γνωριμία του με το ζευγάρι: «Ήταν εύκολο να τους πείσω να κινηματογραφηθούν. Στην παραλία της Μουμπάσα συναντάς πολλά τέτοια ζευγάρια τα οποία συνήθως δε θέλουν να μιλήσουν. Τους συνάντησα σε ένα μπαρ μερικές φορές και νομίζω ότι κυρίως επειδή περνούσαμε καλά μαζί, συμφώνησαν να εμφανιστούν στην ταινία. Τα γυρίσματα είχαν πλάκα, παρά τη βαρύτητα του θέματος και νομίζω ότι υπάρχει και αρκετό χιούμορ στην ταινία».
Στη συνέχεια η σκηνοθέτιδα Άννα Μπρας μίλησε για το πώς καταπιάστηκε με το θέμα του ντοκιμαντέρ της Αφήνοντας την Ελλάδα, εστιάζοντας στους μετανάστες που φτάνουν στη χώρα μας με σκοπό να φύγουν για άλλες χώρες της Ευρώπης. «Με ενδιέφερε το πολιτικό πλαίσιο του θέματος. Δε γνώριζα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα για τους μετανάστες. Διαβάζοντας ένα άρθρο ενδιαφέρθηκα για το ζήτημα, καθώς έμαθα ότι πολλοί μετανάστες χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθεια διαφυγής τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αρχικά πήγα στη Λέσβο, όπου βρίσκεται το πιο γνωστό κέντρο υποδοχής μεταναστών, γνώρισα τους ανθρώπους που ζούσαν και εργάζονταν εκεί και εντόπισα τους χαρακτήρες της ταινίας μου», είπε η κ. Μπρας, δίνοντας στη συνέχεια άλλη μια διάσταση της ταινίας της: «Το ντοκιμαντέρ αφορά στο να είσαι πρόσφυγας, αλλά επίσης μιλά για τη φιλία και την αγάπη. Για παράδειγμα, ο ένας από τους ήρωες είναι ερωτευμένος με μία Γερμανίδα η οποία είναι έγκυος στο παιδί του, και προσπαθεί να πάει στη Γερμανία. Νομίζω ότι ένα σημαντικό πρόβλημα στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος είναι η ιδρυματοποίηση. Οι φορείς κάνουν τη δουλειά τους, αλλά με απρόσωπο τρόπο, παρόλο που κάθε μετανάστης έχει τη δική του, προσωπική ιστορία. Από την άλλη, είναι δύσκολο να λειτουργήσει κάποιος έτσι, γιατί θα εμπλακεί στην κατάσταση, όπως έγινε και με εμένα. Κρατώ ακόμα στενή επαφή με τους τρεις πρωταγωνιστές μου. Καταφέραμε να τους φέρουμε στη Γερμανία και τώρα νιώθω κάπως υπεύθυνη για αυτούς. Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν να μην έχει τελειώσει η ταινία».
Μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ Τραγούδι από το δάσος του Μάικλ Όμπερτ. Πρόκειται για τον αμερικανό Λούις Σάρνο, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει εδώ και πολλά χρόνια με μια φυλή πυγμαίων στην Αφρική. Ο σκηνοθέτης υπογράμμισε σχετικά: «Ο Λούις στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 άκουσε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, το οποίο τον συνεπήρε. Ψάχνοντας τι είναι, ανακάλυψε ότι ήταν της φυλής πυγμαίων Μπαγιάκα, η οποία ζει στην Κεντρική Αφρική και την επισκέφτηκε. Από τότε έμεινε εκεί, παντρεύτηκε μια ιθαγενή και απέκτησε ένα γιο, τον Σαμντί. Όταν ο γιος του ήταν πολύ μικρός, αρρώστησε βαριά και ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι εάν επιζήσει θα του δείξει από πού προέρχεται, δηλαδή τη Νέα Υόρκη. Δεκατρία χρόνια μετά, κάνουν αυτό το ταξίδι μαζί, από τη μία ‘’ζούγκλα’’ στην άλλη». Για τη ρομαντική διάσταση της ιστορίας του Λούις, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Αυτή η διάσταση σίγουρα υπάρχει στον πρωτόγονο τρόπο ζωής της φυλής, είναι κατά μία έννοια σαν τη ζωή πριν το διωγμό από τον παράδεισο. Από την άλλη, όμως, η ιστορία αγγίζει και άλλα θέματα πολύ γήινα, όπως ‘’πού είναι ο τόπος μου;’’, ‘’πώς θα βγω από το σύστημα;”. Ο Λούις είναι μία μοναδική περίπτωση, γιατί κατάφερε να ενσωματωθεί στη φυλή. Ξεκίνησε ως ο πιο άχρηστος, σαν βάρος σχεδόν, γιατί δεν ήξερε να κυνηγά και χανόταν στο δάσος, αλλά πλέον νομίζω είναι ο πιο χρήσιμος. Η φυλή βρίσκεται σε κίνδυνο, υπάρχουν πολλά προβλήματα στην περιοχή, όπως λαθροθηρία και μαφία στην Ακτή Ελεφαντοστού. Η ιστορία λοιπόν δεν είναι στ’ αλήθεια ρομαντική». Μιλώντας για τη σχέση του με τον Λούις, ο κ. Όμπερτ εξήγησε: «Είναι το ... μου, αγαπούμε και οι δύο τη φύση, τη μουσική και τα ταξίδια. Όμως εγώ έχω ανάγκη να επιστρέφω και να διηγούμαι τις εμπειρίες μου. Τον θαυμάζω πολύ που ζει εκεί και θεωρώ ότι αντιπροσώπευε πολλούς ρόλους για μένα – ήταν φίλος, αδερφός αλλά και πατρική φιγούρα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΦΙΛΙΜΠΕΡ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ο γάλλος δημιουργός Νικολά Φιλιμπέρ, με αφορμή το αφιέρωμα που παρουσιάζει η φετινή διοργάνωση στο έργο του. Το συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε ο Δημήτρης Κερκινός, ο οποίος επιμελήθηκε το αφιέρωμα. 
«Συγγνώμη, δε μιλάω ελληνικά, o πατέρας μου όμως είχε ασχοληθεί με τα αρχαία ελληνικά, κι αυτό ήταν κάτι που πάντα με εντυπωσίαζε», είπε καλωσορίζοντας το κοινό ο Νικολά Φιλιμπέρ. Μιλώντας για τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν τα ντοκιμαντέρ του, είπε χαρακτηριστικά: «Αυτό που κατ’ αρχάς συνδέει τις ταινίες μου είναι το γεγονός ότι προσπαθώ πάντα να εισέλθω, να «γλιστρήσω» σε μια ομάδα ανθρώπων. Οι ταινίες μου δείχνουν ανθρώπους που εργάζονται, αλλά πιστεύω πως κυρίως το έργο μου περιστρέφεται γύρω από τη γλώσσα, το λόγο, τη φωνή. Με ενδιαφέρει ο ήχος, οι θόρυβοι και η γλώσσα, αυτά είναι το κοινά στοιχεία των ταινιών μου. Επίσης, στις ταινίες μου πάντα υποβόσκει ένα θέμα πολιτικό, ένα θέμα ηθικής. Βασικά, τίθεται το ερώτημα: Τι στο καλό κάνω εδώ;»
Ο ίδιος πιστεύει ότι το θέμα δεν είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια ταινία. «Ζούμε σε έναν κόσμο της επικοινωνίας, της εικόνας και των ήχων. Εναπόκειται σε μας να θέτουμε ερωτήματα για αυτή τη χιονοστιβάδα των εικόνων και των ήχων που μας περιβάλλουν. Θεωρώ ότι εμείς θα πρέπει κάποια στιγμή να προτείνουμε να κόψουμε αυτή τη βρύση των εικόνων και των ήχων που ξεχύνονται γύρω μας. Το σινεμά μου ίσως να στρέφει το βλέμμα αλλού. Είναι περισσότερο ένα θεαθήναι. Με ποια έννοια; Υπάρχει πάντα ένα θέμα, ένα κεντρικό θέμα, αλλά λειτουργεί ως πρόσχημα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να κάνω ένα βήμα πέραν αυτού, να ασχοληθώ με την ανθρώπινη κωμωδία. Το θέμα είναι μια πύλη εισόδου. Οι καλές ταινίες είναι αυτές που είναι μεγαλύτερες από το θέμα που διαπραγματεύονται»
Όσον αφορά τη μέθοδο με την οποία εργάζεται, ο Νικολά Φιλιμπέρ ανέφερε: «Η αλήθεια είναι πως δε μου αρέσει να προετοιμάζομαι για μια ταινία. Όσο το δυνατόν λιγότερα ξέρω, ιδίως στην αρχή, τόσο το καλύτερο. Δε διαβάζω σχετικά, δε συναντώ ειδικούς και αναλυτές. Εκτιμώ τη δουλειά τους, σαφώς, αλλά προτιμώ να μη γνωρίζω πολλά. Θέλω να δουλεύω βάση της άγνοιάς μου, για να διατηρώ ανοιχτή την περιέργειά μου. Αλλιώς δεν θα είχα την όρεξη, τη διάθεση να κάνω μια ταινία. Για παράδειγμα, πριν κάνω τα γυρίσματα για το Παραμικρό, είχα επισκεφτεί την ψυχιατρική κλινική De La Borde. Την πρώτη φορά που είχα πάει, συναντήθηκα με το διευθυντή, ο οποίος με καλωσόρισε και αναρωτήθηκε αν θα γυρίσω εκεί ταινία. Εγώ του είπα ότι «δεν ξέρω, θα δούμε, θα το σκεφτώ». Εκείνος προσπάθησε να μου εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες του μέρους και τη φιλοσοφία του, αλλά εγώ τον σταμάτησα, δεν ήθελα να μου τα εξηγήσει όλα αμέσως. Όταν κάνω ταινίες δε θέλω να παρουσιάζω τη γνώση. Έτσι υπάρχει κίνδυνος να «χαθεί» το σινεμά. Γιατί ο κινηματογράφος δεν ανήκει στη σφαίρα της παρουσίασης γνώσης. Στην ουσία δε θέλω να υπερέχω του θεατή, να στέκομαι πάνω από αυτόν. Αν γνωρίζει κανείς πολλά, τότε, όταν έρθει η ώρα για τα γυρίσματα, προσπαθεί να τα ελέγξει βάσει όσων έχει αποκομίσει εκ των προτέρων. Προσωπικά με ενδιαφέρει όχι η άνεση στη βεβαιότητα, αλλά ο εύθραυστος χαρακτήρας του απρόβλεπτου. Η αθέατη πλευρά είναι που έχει ενδιαφέρον».
Σχετικά με το τι τον τράβηξε στο ντοκιμαντέρ, ο Φιλιμπέρ εξήγησε: «Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία σκέφτηκα να κάνω ντοκιμαντέρ γιατί θεωρούσα ότι θα ήταν πιο εύκολο από μια ταινία μυθοπλασίας. Έλεγα μάλιστα πως θα ξεκινούσα με ντοκιμαντέρ και μετά θα περνούσα στη μυθοπλασία. Αλλά μου άρεσε, είχα όρεξη και έκανα κι άλλο, και μετά άλλο ένα, κι άλλο ένα. Τώρα που βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη αντιλαμβάνομαι πως έχει εξελιχθεί πολύ η κατάσταση για το ντοκιμαντέρ, υπάρχει κοινό, οι αίθουσές σας είναι γεμάτες. Για πολύ κόσμο το ντοκιμαντέρ δεν είναι πραγματικό σινεμά. Έχω ένα θείο που έρχεται κάθε φορά στην πρεμιέρα των ταινιών μου. Του αρέσουν, αλλά κάθε φορά με ρωτά πότε θα κάνω επιτέλους αληθινή ταινία! Έχω μια θεωρία: Το ντοκιμαντέρ είναι ένας άλλος τρόπος να κάνεις μυθοπλασία. Όπως ακριβώς και οι αδελφοί Λιμιέρ στα τέλη του 19ου αιώνα».
Για τους λόγους που επιλέγει να κάνει τις συγκεκριμένες ταινίες, ο γάλλος δημιουργός εξήγησε: «Η αλήθεια είναι ότι πρέπει κανείς να υπερβαίνει τον εαυτό του. ‘Γιατί κάνω ταινίες;’, αναρωτιέμαι. Ίσως για να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου, να τοποθετηθώ σε σχέση με το θέμα μου. Η αλήθεια είναι ότι στο τέλος μιας ταινίας δεν γνωρίζω τελικά γιατί επέλεξα το συγκεκριμένο θέμα - άρα περνάω στην επόμενη ταινία! Για μένα τα πράγματα δεν είναι αυτονόητα. Τι σημαίνει άλλωστε να πας να τοποθετήσεις μια κάμερα σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου οι άνθρωποι δεν είναι καλά και τους χρειάζεται ηρεμία; Δεν είναι μια κίνηση χωρίς συνέπειες, είναι μάλλον παρεμβατική. Γιατί να γυρίσω μια ταινία για το ραδιόφωνο; Γιατί να κάνω μια ταινία για ένα μέσο η δύναμη και η ομορφιά του οποίου είναι στον αόρατο χαρακτήρα του; Τέτοιου είδους ερωτήματα με υποκινούν. Δεν ξέρω αν μπορώ να πάρω τις απαντήσεις, αλλά θέτω παρ’ όλ’ αυτά τις ερωτήσεις».
Τέλος, ο Νικολά Φιλιμπέρ αναφέρθηκε και στην βαθύτερη πολιτική διάσταση των ταινιών του. «Μια ταινία δεν είναι μια εικόνα που κάτι θέλει να πει. Προσωπικά δεν έχω κάποιο μεγάλο μήνυμα να δώσω στον κόσμο πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Δεν υπάρχει κάτι που εγώ πρέπει να εικονογραφήσω για να σας το παρουσιάσω γιατί πρέπει να το γνωρίζετε. Μπορεί κανείς να κάνει ταινίες με σχεδόν τίποτα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το θέμα, όσο το βλέμμα. Στο Σπίτι του ραδιοφώνου βλέπεις απλά ανθρώπους να δουλεύουν. Βλέπει όμως κανείς και τη ζωντάνια, το πάθος τους για δουλειά, το χιούμορ, αλλά και το ενδιαφέρον και την προσοχή τους για τους άλλους και τους καλεσμένους τους. Αυτές είναι οι μικρές, αλλά και οι σημαντικές λεπτομέρειες. Γιατί το ραδιόφωνο αφορά τη φωνή, αλλά και το πώς ακούμε τους άλλους. Σε έναν κόσμο μάλιστα όπου οι άνθρωποι ακούνε ολοένα και λιγότερο τους διπλανούς τους. Γι’ αυτό πιστεύω ότι υπάρχει μια σαφέστατη πολιτική διάσταση στην ταινία μου. Πάντα πιστεύω ότι υπάρχει αυτή η πολιτική διάσταση στις ταινίες μου, η οποία όμως δεν εκφράζεται ξεκάθαρα. Δε χρειάζομαι σλόγκαν. Το συγκεκριμένο ραδιόφωνο είναι μια μεγάλη επιχείρηση με 5000 υπαλλήλους. Θα μπορούσα να είχα κάνει μια πιο ανοιχτά πολιτική ταινία. Εγώ ήθελα να κάνω όμως ένα φόρο τιμής στο πώς ακούμε ο ένας τον άλλον, στην διαφορετικότητα και τη δημιουργικότητα που συνεχίζει να υφίσταται ακόμα και σ’ αυτόν το δύσκολο κόσμο. Όλα αυτά όμως είναι πολύ εύθραυστα γιατί αρχίζει να αναρωτιέται κανείς για πόσο ακόμα θα υπάρχει αυτός ο ραδιοφωνικός σταθμός. Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει σε έναν κόσμο που είναι ολοένα και πιο ομογενοποιημένος μια εκπομπή ειδικού τύπου, που επιτρέπει να ακούγονται φωνές που συνήθως δεν ακούγονται. Αν υπήρχε ένα σλόγκαν γι’ αυτήν την ταινία τότε αυτό ίσως να ήταν: Μακάρι να συνεχίσει να υφίσταται το δημόσιο ραδιόφωνο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: