ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΥ

Φαντάσου έναν καρεκλοκένταυρο με αποκολλημένα τα πισινά του, να έρπει προς το νέο του αξίωμα. Μοιάζει με αλλόκοτο μαλάκιο, αηδιαστικά απροστάτευτο και εμετικά θλιβερό. Την ώρα που πανικόσυρτο, σπεύδει να οχυρωθεί στο νέο του κέλυφος. Ίσως, γι' αυτό και κανένας από τους γυμνόποδες αδελφούς μου, δεν το πατάει. Τόσο πολύ το σιχαίνονται.
Κώστας Ι. Γιαλίνης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕ (Translate)

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΗΡΩΕΣ / ΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ / ΛΟΥΗΣ-ΕΠΤΑΦΟΡΕΣ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙΣ ΟΚΤΩ ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Αύρα Γεωργίου (Τα δολάρια του Αγίου), Γιώργος Ζέρβας (Λούης-Επτά φορές να πέφτεις, οκτώ να σηκώνεσαι), καθώς και οι σκηνοθέτες Καλλιόπη Λεγάκη και Άγγελος Κοβότσος αλλά και ο Ροβήρος Μανθούλης, από τους βασικούς συντελεστές του ντοκιμαντέρ Καιρός για ήρωες.
Αρχικά το λόγο πήρε η Αύρα Γεωργίου, το ντοκιμαντέρ της οποίας Τα δολάρια του Αγίου εστιάζει στο πενθήμερο διονυσιακό γλέντι που λαμβάνει χώρα με αφορμή το πανηγύρι του Άη Συμιού, το οποίο γίνεται κάθε χρόνο την Πεντηκοστή στο Μεσολόγγι, με τη συμμετοχή ντόπιων και τσιγγάνων. Η σκηνοθέτιδα ανέφερε ότι έψαχνε για χρόνια αυτό που είχε διαβάσει κατά τη διάρκεια των σπουδών της, δηλαδή έθιμα με εμφανή διονυσιακά στοιχεία, τα οποία τελικά βρήκε στο εν λόγω πανηγύρι. «Δεν είναι φολκλόρ, με την έννοια της αναπαραγωγής του παρελθόντος στο σήμερα, αλλά κάτι ζωντανό. Ο κόσμος εκεί, ζει όλο το χρόνο περιμένοντας αυτό το πανηγύρι, είναι η γιορτή των φτωχών και των ψαράδων» είπε η κ. Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού, οι κάτοικοι χορεύουν έναν εκστατικό χορό στους δρόμους της πόλης και δίνουν φιλοδώρημα στους μουσικούς –που είναι αποκλειστικά τσιγγάνοι-, οι οποίοι με αυτά τα χρήματα συντηρούν την οικογένειά τους για τον υπόλοιπο χρόνο. «Το χρήμα αλλάζει χέρια σε ένα εκστατικό επίπεδο και το έθιμο συντηρεί αυτή τη συνύπαρξη ντόπιων και τσιγγάνων», υπογράμμισε η σκηνοθέτιδα. Και συμπλήρωσε: «Αυτή η παραδοσιακή γιορτή διαθέτει πολλά επίπεδα. Έχει καθιερωθεί επιπλέον την ημέρα του Αγίου Πνεύματος να βαφτίζονται παιδιά τσιγγάνων κατά εκατοντάδες, μια πράξη αποδοχής και ένταξής τους στην τοπική κοινωνία». Στο Μεσολόγγι, όπως σημείωσε η κ. Γεωργίου, υπάρχει μια ιδιαίτερη «συνθήκη» ως προς το παραπάνω θέμα, καθώς μπορεί να μην υφίσταται «οργανωμένη κοινωνική υποδομή που αγκαλιάζει τους τσιγγάνους, αλλά υπάρχει κοινή αποδοχή. Ο ένας αποδέχεται τον άλλο με τις διαφορετικότητές του». Η σκηνοθέτιδα σχολίασε επίσης ότι η ταινία χρειάστηκε δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί, και ότι ήταν συμπαραγωγοί το ARTE και η ΕΡΤ, η οποία, όπως είπε η κ. Γεωργίου, «δεν τίμησε το συμβόλαιό της». 
Στο ντοκιμαντέρ Λούης-Επτά φορές να πέφτεις, οκτώ να σηκώνεσαι του Γιώργου Ζέρβα, ο πρωταγωνιστής Λεωνίδας Λάμπρου μπορεί να είναι 86 ετών, αλλά είναι γεμάτος από τη χαρά της ζωής. «Είναι άνθρωπος μιας άλλης εποχής, διαθέτει παλαιές αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η πίστη στο συνάνθρωπο, παρόλα αυτά ζει σε απόλυτη αρμονία με το σήμερα. Χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή, κάνει σχέδια για το μέλλον, είναι πάντα σε κίνηση», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Γεννήθηκε το 1928 και γνωρίζει καλά όλα τα ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα, τις αμφιθυμίες και τις συγκρούσεις που του προκάλεσαν. Σήμερα νιώθει ανεξάρτητος από όλα αυτά. «Ο Λούης -όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του- εξακολουθεί να είναι ενεργός πολίτης και διατυπώνει απόψεις για όλα τα θέματα. Όταν συναντιέται κάτω από τον πλάτανο με την παρέα των συνταξιούχων, ενώ εκείνοι συζητούν για στερεότυπα ζητήματα, όπως τις συντάξεις τους, τα κομματικά κλπ., ο Λούης τους μιλά για ό,τι έχει ανακαλύψει στο διαδίκτυο, όπως π.χ. ένα ντοκιμαντέρ για τον Κορνήλιο Καστοριάδη», περιέγραψε ο σκηνοθέτης. Όσο για τους νέους ανθρώπους, ο Λούης λέει ότι «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει ό,τι συμβαίνει κι εσείς να είστε παθητικοί, έχετε ευθύνη απέναντι στα παιδιά σας». Από τον πατέρα του, έναν αυτοδημιούργητο έμπορο που διατηρούσε πολυκατάστημα που πουλούσε από χαρτικά μέχρι φωτογραφικές μηχανές και γραμμόφωνα, ο Λούης κληρονόμησε την αγάπη για την τεχνολογία. Όταν ο σκηνοθέτης τον ρώτησε πώς και δεν είχε αποκτήσει κάποια κάμερα, ο Λούης θυμήθηκε ότι είχε όντως μια κάμερα super 8 με την οποία κινηματογράφησε κάποιες οικογενειακές στιγμές, τις οποίες δεν είχε ξαναδεί έκτοτε. Είδε αυτά τα πλάνα ξανά έπειτα από πενήντα χρόνια, την ώρα που τον κινηματογραφούσε ο Γιώργος Ζέρβας,  έτσι ώστε να καταγράψει τις αντιδράσεις του. Σκηνές από αυτά τα φιλμ εντάχθηκαν στην ταινία και εμπλούτισαν το απολαυστικό πορτρέτο του Λούη.
Σε μια ακόμη γοητευτική προσωπικότητα, προερχόμενη από εντελώς διαφορετικό χώρο, εστιάζει το ντοκιμαντέρ Καιρός για ήρωες της Καλλιόπης Λεγάκη και του Άγγελου Κοβότσου. Στη συνέντευξη Τύπου έδωσε το «παρών» και ο σπουδαίος έλληνας δημιουργός Ροβήρος Μανθούλης, ο οποίος στην ταινία συναντά τον Ηλία Δημητρακόπουλο, τον δημοσιογράφο που ζώντας στις ΗΠΑ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον αγώνα εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μέσα από την αποκάλυψη της ελληνικής πτυχής του σκανδάλου Watergate και την υποβολή μήνυσης κατά της CIA. Ο κ. Μανθούλης τον είχε συναντήσει παλιότερα, κατά τη διάρκεια συλλογής υλικού για το ντοκιμαντέρ του με θέμα τον ελληνικό εμφύλιο. Το 2009 πρότεινε στους δύο σκηνοθέτες να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του Δημητρακόπουλου και όπως είπαν οι ίδιοι «δεχτήκαμε γιατί η ιστορία είναι συνταρακτική. Το θέμα αγγίζει καυτά θέματα της ελληνικής ιστορίας και φτάνει έως το σήμερα. Επίσης, ο Ροβήρος Μανθούλης έχει την ικανότητα να ‘’ξεκλειδώσει’’ τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο. Χειριστήκαμε με μεγάλη προσοχή το υλικό στο μοντάζ, με σεβασμό απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και με στόχο να καταλάβουν οι νέοι την ιστορία και τον απόηχο της». Από την πλευρά του, ο κ. Μανθούλης επεσήμανε: «Ο Δημητρακόπουλος είναι ένας αδέκαστος άνθρωπος που πίστευε στην αλήθεια, πράγμα που δεν ισχύει πάντα με τους δημοσιογράφους. Καταπιάστηκε με ό,τι θεωρούσε πως ήταν άδικο στην πολιτική. Τόλμησε να ασχοληθεί με την προδοσία του Γοργοποτάμου, έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτιναχθεί η δικτατορία. Δεν σταμάτησε ποτέ». Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ, η κ. Λεγάκη τόνισε: «Όλη η ταινία εστιάζει στην ανίχνευση του ρόλου της προσωπικότητας στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Ειδικά σήμερα, που εκτός από οικονομική βιώνουμε και μια πνευματική κρίση και πολύς κόσμος αναζητά το Μεσσία, εμείς θέλαμε να δούμε το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει μια προσωπικότητα στα δρώμενα. Σήμερα δεν υπάρχουν οι επικοί ήρωες της εποχής του Ομήρου. Ζούμε σε άλλες εποχές. Οι άνθρωποι της αξιοπρέπειας και του θάρρους, αυτοί που με τις πράξεις τους αλλάζουν τα πράγματα, αυτοί είναι οι ήρωες. Τα πρόσωπα μπορεί να συμβάλλουν στην αλλαγή της Ιστορίας, πέρα από πολιτικούς και πολιτικάντηδες». Από την πλευρά του, ο κ. Κοβότσος σημείωσε: «Στόχος μας ήταν σε επίπεδο φόρμας, σεναρίου και δραματουργίας να αποκτήσει η ταινία το ύφος πολιτικού θρίλερ, καθώς και να συνδέσουμε το θέμα της με το σήμερα, γι’ αυτό και υπάρχουν ορισμένες σκηνές στην αρχή και στο τέλος που αναφέρονται στην επικαιρότητα της κρίσης, όπως για παράδειγμα το κλείσιμο της ΕΡΤ». Ο ίδιος τόνισε χαρακτηριστικά, ως προς αυτό: «Από τότε που έκλεισε η ΕΡΤ και μεταβίβασε το χρέος της προς τους σκηνοθέτες στο Υπουργείο Οικονομικών, η κατάσταση του ελληνικού ντοκιμαντέρ είναι τραγική. Παραγωγοί και δημιουργοί βρίσκονται στα όρια πτώχευσης. Από τις 60 ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 90% είναι αυτοχρηματοδοτούμενες. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξουμε, δεν ξέρω αν του χρόνου θα είμαστε εδώ». Από την πλευρά του, ο κ. Μανθούλης επεσήμανε: «Είμαι ευτυχής που υπάρχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Όταν γύρισα από την Αμερική κανείς από τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό το είδος τέχνης, γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ένα είδος τέχνης. Να σημειώσω επίσης, πως ό,τι γυρίζεται χωρίς ηθοποιούς δεν σημαίνει ότι είναι ντοκιμαντέρ, μπορεί να είναι απλώς ρεπορτάζ. Τότε κάναμε αγώνα για να πείσουμε, έστω τις κρατικές υπηρεσίες, να κάνουν ντοκιμαντέρ. Σήμερα βρεθήκαμε με εκατοντάδες ντοκιμαντερίστες και θεωρώ ότι μέσα από την ποσότητα προκύπτει και η ποιότητα».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ / Ο ΣΚΥΛΟΣ/ ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Άλισον Μπεργκ (Ο σκύλος), Μίκαελ Γκράβερσεν (Νεκρή ζώνη) και Νταν Μπρόνφελντ και Ίλαν Μόσκοβιτς (Απολλώνεια ιστορία).

Το λόγο πήρε αρχικά η Άλισον Μπεργκ, μιλώντας για το ντοκιμαντέρ Ο σκύλος, το οποίο υπογράφει σκηνοθετικά μαζί με τον Φρανκ Κερόντρεν. Η ταινία ακολουθεί τη ζωή του Τζον Ουόιτογουιτς, ο οποίος το 1972 προσπάθησε να ληστέψει μια τράπεζα για να πληρώσει την εγχείρηση αλλαγής φύλου του εραστή του. Η ιστορία του είναι ήδη γνωστή μέσα από την ταινία μυθοπλασίας Σκυλίσια μέρα με τον Αλ Πατσίνο. «Τόσο σε εμένα όσο και στον Φρανκ άρεσε αυτή η ταινία. Η πληροφορία που δίνεται στο τέλος ότι ο πρωταγωνιστής καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης είκοσι ετών, μας κίνησε το ενδιαφέρον για να τον βρούμε. Επικοινωνώντας μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχαν τόσα πολλά ενδιαφέροντα στην ζωή του εκτός από τη ληστεία αυτή», επεσήμανε η κ. Μπεργκ. Όσον αφορά στη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας, η ίδια διευκρίνισε: «Ξεκινήσαμε πριν από έντεκα χρόνια, θεωρώντας ότι τα γυρίσματα θα κρατούσαν ένα χρόνο, όμως όσο περισσότερο γνωρίζαμε τον Τζον και τη μητέρα του, τόσο περισσότερο εμπλεκόμασταν σε όσα τους συνέβαιναν. Δημιουργήθηκε ένας αληθινός δεσμός μεταξύ μας. Αρχίσαμε να κάνουμε αναδρομές στις δεκαετίες του ‘60 και του '70, να μαθαίνουμε για την ποπ κουλτούρα της εποχής, είχαμε ένα θησαυρό στα χέρια μας. Επίσης η ταινία ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη, οπότε δεν υπήρχε λόγος να σταματήσουμε τα γυρίσματα». Η κ. Μπεργκ εξήγησε πώς ο θάνατος του Τζον επηρέασε το ντοκιμαντέρ: «Όταν πέθανε ο Τζον το 2006, δυσκολευτήκαμε πολύ και αναρωτηθήκαμε εάν όντως έχουμε ταινία στα χέρια μας, καθώς είχαμε περάσει τον περισσότερο χρόνο μαζί του χωρίς την κάμερα να καταγράφει. Έξι μήνες αργότερα πέθανε και η μητέρα του και χρειαστήκαμε χρόνο για να ανακάμψουμε. Το 2008 αρχίσαμε να κινηματογραφούμε κι άλλους ανθρώπους, τους οποίους όταν ο Τζον ζούσε δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, καθώς εκείνος απαιτούσε την αμέριστη προσοχή μας. Επιπλέον, το πιο εκπληκτικό υλικό το αποκτήσαμε μόλις ένα μήνα πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας, συνεπώς δε νομίζω ότι ο χρόνος τελικά έβλαψε την ταινία μας». Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε επίσης στις εκπλήξεις που έκρυβε η ιστορία του Τζον: «Δεν είχαμε ιδέα για τη συμμετοχή του στο πρώιμο κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Νομίζω ότι αυτή η πτυχή έχει να διδάξει πολλά στο κοινό. Την εποχή εκείνη μπορεί να μην τον έπαιρναν σοβαρά μέσα στο κίνημα, όμως θεωρώ ότι τώρα φαίνεται πως ήταν ένα άτομο που πάλευε για ό,τι τον έκανε ευτυχισμένο. Η προοπτική που δίνει η χρονική απόσταση είναι σημαντική. Αν και ο Τζον δεν ήταν ή είναι ίνδαλμα, έχουμε να μάθουμε κάτι από αυτό τον τρελό, χαρισματικό, εγωιστικό άνθρωπο που χωρίς ντροπή έλεγε αυτό που ήθελε».
Αλλάζοντας κλίμα, ο Μίκαελ Γκράβερσεν μίλησε για το ντοκιμαντέρ του Νεκρή ζώνη, το οποίο παρακολουθεί τις συνθήκες διαβίωσης σε ένα κέντρο ανήλικων μεταναστών στη Δανία. «Με απασχολούσε το θέμα των ανήλικων μεταναστών και προσφύγων που μετακινούνται μόνοι τους κυρίως από το Αφγανιστάν στη Δανία. Ήθελα να κάνω μία ταινία όχι γι’ αυτούς που τελικά καταφέρνουν να πάρουν άσυλο, αφού άλλωστε αυτός ο αριθμός είναι μικρός. Πρόκειται για ένα δύσκολο περιβάλλον διαβίωσης. Τα μισά από τα αγόρια της ταινίας ζούσαν ήδη στο κέντρο ανηλίκων επί δύο χρόνια, σε αυτή την απολύτως μετέωρη κατάσταση. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εκτός από το να περιμένουν την απόφαση, η οποία περνά μέσα από μία μεγάλη γραφειοκρατική διαδικασία. Ήθελα να κάνω ένα πορτρέτο των αγοριών, των ατόμων που εργάζονται στο κέντρο, των σχέσεων μεταξύ τους και της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκεί γενικότερα», είπε ο κ. Γκράβερσεν. Αναφερόμενος στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, ο ίδιος εξήγησε: «Ήταν μία μακρά διαδικασία. Επειδή επρόκειτο για ανηλίκους, οι νόμοι είναι πολύ αυστηροί, όπως και η απόκτηση άδειας γυρισμάτων. Όταν τελικά εξασφάλισα άδεια από τα αγόρια, τους δικηγόρους και τους εργαζόμενους στο κέντρο, τότε μπόρεσα να ξεκινήσω. Ωστόσο η κατάσταση των ηρώων μου δεν τους επέτρεπε να μπορούν να δεσμευτούν απέναντί μου - τη μία μέρα μου έλεγαν ‘’ναι’’ και την επόμενη ‘’όχι’’. Τα γυρίσματα συνολικά διήρκεσαν οκτώ μήνες και μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας χρειάστηκαν άλλοι τρεις». Για το ζήτημα της εμπιστοσύνης μεταξύ δημιουργού και χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Κάθε αγόρι είχε διαφορετικές προσδοκίες από εμένα. Κάποιοι πίστευαν ότι η ταινία θα τους βοηθούσε να πάρουν άσυλο, άλλοι δεν είχαν ιδέα για την πολιτική κατάσταση στη Δανία και αρχικά θεωρούσαν ότι είμαι κάτι σαν κυβερνητικός κατάσκοπος. Χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο για να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Συνειδητοποιημένα όμως δεν ήθελα να υπεισέλθω σε βάθος στις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά να δείξω πώς ζουν στο κέντρο ανηλίκων».
Αμέσως μετά, οι Νταν Μπρόνφελντ και Ίλαν Μόσκοβιτς μίλησαν για την γνωριμία τους με το χαρακτήρα του ντοκιμαντέρ τους Απολλώνεια ιστορία, ο οποίος έφτιαξε το σπίτι του σε μια σπηλιά, σκάβοντας επί σαράντα χρόνια σε βράχο από ασβεστόλιθο σε μια παραθαλάσσια περιοχή του Τελ Αβίβ. Ο κ. Μπρόνφελντ ανέφερε: «Γνώρισα τον Νισίμ πριν από πέντε χρόνια όταν εργαζόμουν στην περιοχή αυτή ως φωτογράφος. Ήταν γνωστό το σπίτι του, όμως δεν είχε δώσει άδεια σε κανέναν να το επισκεφτεί. Μία μέρα τον ρώτησα αν θα μπορούσα να το φωτογραφίσω με αφορμή μία έκθεση, όμως μου αρνήθηκε. Δεν έφυγα, αλλά του πρότεινα να τον βοηθήσω ως εργάτης και δέχτηκε. Έζησα μαζί του για πέντε μήνες και έπειτα πρότεινα στον συν-σκηνοθέτη μου, Ιλάν Μόσκοβιτς, να συνεργαστούμε σκηνοθετικά επάνω σε αυτό το θέμα». Ο κ. Μόσκοβιτς πρόσθεσε: «Ο Νταν μου έδειξε καταπληκτικές φωτογραφίες από τη σπηλιά του Νισίμ πριν από δύο χρόνια. Όταν πήγαμε εκεί και τον γνώρισα, ένιωσα δύο πράγματα: από τη μία είναι πολύ σκληρός, εμμονικός, παθιασμένος και ταλαντούχος και από την άλλη ένας άνθρωπος που κουβαλά κάτι σκοτεινό και ζοφερό στους ώμους του. Αυτή ήταν η αφετηρία για να ανακαλύψουμε ποιος πραγματικά είναι». Μιλώντας για το θέμα της ταινίας, ο κ. Μόσκοβιτς ανέφερε: «Η ιστορία ήταν μία ευκαιρία να μιλήσουμε για πράγματα που μας απασχολούν όλους καθημερινά, όπως το ‘’είναι’’ των ανθρώπων, η αυτοέκφραση και η οικογένεια. Επιπλέον, μέσα από τον Νισίμ και την ταινία μπορέσαμε να μιλήσουμε για το χάος και τον ορισμό. Το χάος έχει μία μοναδική ομορφιά, μία σκοτεινή, παθιασμένη πλευρά, ωστόσο χωρίς ορισμό και πλαίσιο, ο κόσμος δεν μπορεί να κατανοηθεί». Όσο για τη δυναμική της σχέσης των σκηνοθετών με το χαρακτήρα τους, ο κ. Μπρόνφελντ επεσήμανε: «Στη σχέση μου με τον Νισίμ υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη και όταν του γνώρισα τον Ίλαν ίσχυσε το ίδιο. Όταν μπεις στον κόσμο του αισθάνεσαι ψυχρότητα και πρέπει να επιστρατεύσεις όλη σου την ευαισθησία για να καταλάβεις πώς νιώθει. Επιπλέον, η χαρακτηριστική σύγκρουσή του με το γιο του, Μοσέ, συνοψίζεται στο εξής: Ο Νισίμ του λέει: ‘’Βοήθησέ με να χτίσω και θα σε αγαπήσω’’, ενώ ο γιος του απαντά: ‘’Αγάπησέ με και θα σε βοηθήσω’’».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη Τύπου, οι δημιουργοί αναφέρθηκαν στις αντιδράσεις που είχαν οι χαρακτήρες των ντοκιμαντέρ τους όταν το είδαν. Ο κ. Μπρόνφελντ σημείωσε: «Ήθελα πολύ να δείξω την ταινία στον Νισίμ. Ήταν πολύ διαφορετική η σχέση μας από αυτή που είχε με τον γιο του. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι του άρεσε που είδε τον εαυτό του να φωνάζει στο γιο του στην ταινία». Ο κ. Γκράβερσεν κατέθεσε τη δική του εμπειρία: «Είχα συμφωνήσει με τα παιδιά ότι θα έβλεπαν την ταινία και εάν δεν ήθελαν, τότε δε θα την πρόβαλα. Την είδαν λοιπόν και μετά συζήτησαν γι’ αυτή μεταξύ τους, ενώ εγώ στο μεταξύ κόντευα να σκάσω από την αγωνία μου. Τελικά συμφώνησαν να τη δείξω, αν και ανέφεραν ότι αποτυπώνει στιγμές που δεν θα ήθελαν να δει ο κόσμος, όπως για παράδειγμα όταν έσκισαν τη σημαία της Δανίας πάνω στην απογοήτευση και το θυμό τους. Κάποια παιδιά είχαν εφηβικές αντιδράσεις, ντρέπονταν, αλλά μετά από μερικές προβολές της ταινίας στη Δανία ένιωσαν περηφάνια». Από την πλευρά της, η κ. Μπεργκ υπογράμμισε: «Νομίζω πως αν ο Τζον έβλεπε την ταινία, θα μας ρωτούσε γιατί συμπεριλάβαμε και άλλους ανθρώπους εκεί και όχι μόνο αυτόν! Τελικά πιστεύω όμως ότι θα ήταν ευχαριστημένος. Του άρεσε πολύ που βρέθηκε το 2005 στο Φεστιβάλ της Βιρτζίνια και νομίζω ότι θα ήθελε να βρίσκεται σήμερα και εδώ».

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ: Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ / BREF / ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ / ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Χριστίνα Πιτούλη (Μπρεφ), Αννέτα Παπαθανασίου (Παίζοντας με τη φωτιά), Γιώργος Αυγερόπουλος (Το χαμένο σήμα της δημοκρατίας) και η Ίλια Παπασπύρου, σεναριογράφος – παραγωγός της ταινίας Η τέχνη της κρίσης, η περίπτωση του θεάτρου της Κατερίνας Πατρώνη.
Το ντοκιμαντέρ Μπρεφ της Χριστίνας Πιτούλη προσεγγίζει το θέμα της κλειτοριδεκτομής μέσα από συζητήσεις με μετανάστες από την Αφρική οι οποίοι ζουν στην Ισπανία. Η σκηνοθέτιδα ανέφερε ότι προκειμένου να γυρίσει τη συγκεκριμένη ταινία επηρεάστηκε από παλαιότερο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου πάνω στο ίδιο θέμα. Η ίδια εξήγησε: «Ζω στη Βαρκελώνη, μία πόλη με μεγάλο αριθμό μεταναστών από την Αφρική. Γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, ενώ επίσης ήρθα σε επαφή με τους Γιατρούς του Κόσμου που προσπαθούσαν να οργανώσουν μία καμπάνια ευαισθητοποίησης στις αφρικανικές χώρες για το θέμα της κλειτοριδεκτομής». Στην ταινία καταγράφονται αντικρουόμενες απόψεις και εμπειρίες σχετικά με το ζήτημα αυτού του βάναυσου ακρωτηριασμού που έχει βαθιές ρίζες στην αφρικανική παράδοση και είναι αδιανόητος στον δυτικό πολιτισμό. Η κ. Πιτούλη επισήμανε σχετικά: «Στην ταινία εμφανίζονται άντρες που τοποθετούνται κατά της κλειτοριδεκτομής και γυναίκες που εκφράζονται υπέρ. Άρα δεν είναι θέμα φύλου το πώς τοποθετείται κανείς, είναι κάτι πιο περίπλοκο. Η ταινία μου δεν ήθελε να πληροφορήσει απλώς για το ζήτημα και τις συνέπειές του. Πρόθεσή μου ήταν με κάθε φράση, κάθε μαρτυρία, να ξεκινά ένα καινούργιο () κι αυτή η συζήτηση ίσως βοηθήσει την κατάσταση».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε η Ίλια Παπασπύρου, η οποία είχε την αρχική ιδέα, έκανε την έρευνα, έγραψε το σενάριο και ανέλαβε την παραγωγή στο ντοκιμαντέρ Η τέχνη της κρίσης – η περίπτωση του θεάτρου της Κατερίνας Πατρώνη. Στην ταινία εμφανίζονται καλλιτέχνες οι οποίοι, αντιμέτωποι με την κρίση, επινοούν τρόπους για να καθρεφτίσουν την πραγματικότητα γύρω τους. Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ, η κ. Παπασπύρου ανέφερε: «Η ιδέα ξεκίνησε το 2011 και αφορούσε σε ένα μεγαλύτερο πρότζεκτ για την τέχνη της κρίσης στην Ελλάδα σήμερα, σε τομείς όπως το σινεμά, η ζωγραφική και η μουσική. Ωστόσο, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και αφού έκλεισε η ΕΡΤ, κατέληξε να περιοριστεί στο θέατρο. Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται ομάδες που κάνουν θέατρο σε πλατείες, σε υπόγεια, σε διαμερίσματα, στο πουθενά. Οι άνθρωποι του θεάτρου δεν έκαναν πίσω στην κρίση, καθώς ήταν συνηθισμένοι στα λίγα χρήματα. Ως γνωστόν, οι ηθοποιοί είναι υποχρεωμένοι κάθε χρονιά να ψάχνουν δουλειά από την αρχή. Όλες αυτές οι ομάδες που εμφανίζονται στην ταινία έκαναν την κρίση ιστορία και την ιστορία θέατρο. Βλέπω να γεννιούνται γύρω μας πράγματα, δεν ξέρω όμως αν θα βρουν τρόπο να εξελιχθούν, καθώς δεν υπάρχει βοήθεια από την Πολιτεία. Οι καλλιτέχνες είναι μόνοι τους, δεν έχουν κανένα στήριγμα. Γίνονται σημαντικά πράγματα στον τομέα της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, αλλά δεν βγαίνουν προς τα έξω. Όλοι στο εξωτερικό νομίζουν ότι το μόνο που έχουμε να παρουσιάσουμε είναι αρχαίο θέατρο και μνημεία».
Στον χώρο του θεάτρου, σε διαφορετικό όμως περιβάλλον, αυτό του Αφγανιστάν και των κοινωνικών του απαγορεύσεων εις βάρος των γυναικών, διαδραματίζεται το ντοκιμαντέρ Παίζοντας με τη φωτιά της Αννέτας Παπαθανασίου. Όσες γυναίκες στο Αφγανιστάν έχουν την τόλμη να ασχοληθούν με το θέατρο, αντιμετωπίζουν σκληρή κριτική, κοινωνική αποδοκιμασία, ακόμα κι απειλές για τη ζωή και την οικογένειά τους. Την αρχική ιδέα για να γυρίσει την ταινία έδωσε στην κ. Παπαθανασίου η φωτογραφία μιας γυναίκας ηθοποιού που έπαιζε Μολιέρο στο Αφγανιστάν. Η δημιουργός επεσήμανε: «Έμαθα ότι στο Αφγανιστάν μετά τους Ταλιμπάν παρατηρήθηκε μία επιστροφή στις τέχνες, οργανώθηκε μάλιστα και φεστιβάλ θεάτρου. Έτσι έφτασα χαρούμενη στη χώρα, αλλά στη συνέχεια τρόμαξα, καθώς στο μεταξύ ο συντηρητισμός αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Η ιδέα περί προόδου που γεννήθηκε μετά το καθεστώς των Ταλιμπάν, τρόμαξε πολλούς. Μία γυναίκα που θέλει να κάνει τέχνη, θέατρο, θεωρείται πόρνη. Μεταξύ άλλων, απαγορεύεται στις γυναίκες να αγγίζουν το χέρι άντρα που δεν είναι συγγενής τους. Πώς να παίξεις θέατρο αν δεν μπορείς να αγγίξεις έναν άλλο ηθοποιό; Αν δεν βγάλεις τη μαντίλα πώς θα παίξεις Ίψεν;». Η κ. Παπαθανασίου είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στο Αφγανιστάν για να διδάξει αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. «Επέλεξα να παρουσιάσω την Αντιγόνη. Είχα ως φοιτητές 200 άντρες και 8 γυναίκες, που φοβούνταν να παίξουν. Το θετικό είναι ότι στο Αφγανιστάν υπάρχουν αυτή τη στιγμή νέοι που παλεύουν να αλλάξει η κατάσταση και συνεχίζουν να κάνουν θέατρο. Αυτό το παραλληλίζω με τον δικό μας αγώνα για την Τέχνη, για την οποία αισθάνομαι ότι βάλλεται. Δεν αρκεί να γκρινιάζουμε, πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξει αυτό, να εκπαιδεύσουμε τους νέους», σημείωσε χαρακτηριστικά...
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 19/3
Ο κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Αννέτα Παπαθανασίου (Παίζοντας με τη φωτιά), Μένιος Καραγιάννης (ΑΡΙΚΑ.Α), Στέλιος Κούλογλου (Η νονά), Νούρια Ιμπάνιες (Το γυμνό δωμάτιο), Σαντιάγο Εστέινου (Τα χρόνια του Φιέρο), Κάρλο Πρεβόστι (Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί) και Έντγκαρ Χάγκεν (Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου).

Αρχικά οι σκηνοθέτες έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους. Το λόγο πήρε πρώτος ο Κάρλο Πρεβόστι, ένας από τους πέντε σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί, το οποίο καταγράφει το κίνημα του πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη. «Νιώθω χαρούμενος που παρουσιάζω εδώ στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την ταινία μας, μία ταινία μηδενικού προϋπολογισμού, που γυρίστηκε σε μόλις πέντε ημέρες», εξήγησε ο Ιταλός σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Θελήσαμε να αποτυπώσουμε μια στιγμή μεγάλης αλλαγής στην Κωνσταντινούπολη. Όπως μου είπε και ένας θεατής που είδε την ταινία στη Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι σαν το Παρίσι του '68. Ελπίζω ότι φτιάξαμε ένα ντοκιμαντέρ για τις επόμενες γενιές».
Στη συνέχεια, ο Μένιος Καραγιάννης μίλησε για το ντοκιμαντέρ του ΑΡΙΚΑ.Α, στο οποίο σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός ξεχωριστού ζωγράφου, του 80χρονου Δημήτρη Ανδριανόπουλου. «Πρόκειται για μία ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη, ο οποίος αρνείται να εκθέσει και να πουλήσει τους πίνακες του, ενώ τους υπογράφει με το όνομα της συζύγου του. Αυτά τα στοιχεία ήταν που με τράβηξαν να γυρίσω την ταινία», τόνισε ο δημιουργός.
Από την πλευρά του, ο ελβετός σκηνοθέτης Έντγκαρ Χάγκεν στο ντοκιμαντέρ Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου διερευνά το περίπλοκο ζήτημα της ταφής των πυρηνικών αποβλήτων. Ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Το θέμα αφορά όχι μόνο στην Ελβετία, αλλά και πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο όπου η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από πυρηνικά εργοστάσια, τα τοξικά απόβλητα των οποίων θα μείνουν ενεργά για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ ήταν ένα τεράστιο πρότζεκτ που μου πήρε πέντε χρόνια να ολοκληρώσω».
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται το ντοκιμαντέρ Γυμνό δωμάτιο της Νούρια Ιμπάνιες. Η Ισπανικής καταγωγής σκηνοθέτιδα, που ζει και εργάζεται στο Μεξικό, εξήγησε: «Η ταινία διαδραματίζεται στην αίθουσα συμβουλευτικής αγωγής ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου παιδιών, στην Πόλη του Μεξικού. Δεν με ενδιέφερε τόσο η ψυχιατρική πλευρά του ζητήματος, όσο το να δείξω την κοινωνική μας πραγματικότητα».
Μεξικανικής παραγωγής είναι και η ταινία Τα χρόνια του Φιέρο, η οποία παρακολουθεί την υπόθεση ενός θανατοποινίτη μεξικανού μετανάστη που βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή του Τέξας. Ο σκηνοθέτης Σαντιάγο Εστέινου αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη περίπτωση του ήρωά του: «Ο Φιέρο –του οποίου το όνομα στα ισπανικά σημαίνει “σίδηρος”- είναι φυλακισμένος εδώ και 35 χρόνια και περιμένει την ημερομηνία εκτέλεσής του, επιμένοντας ότι είναι αθώος. Κι όλα αυτά τα χρόνια η εκτέλεση δεν έρχεται, διότι η περίπτωσή του είναι αμφιλεγόμενη».
Το ντοκιμαντέρ Παίζοντας με τη φωτιά η Αννέτα Παπαθανασίου εστιάζει σε μία ομάδα γυναικών ηθοποιών στο Αφγανιστάν. «Οι γυναίκες αυτές αγωνίζονται για τη ζωή και την τέχνη τους. Είναι ένα διαφορετικό φιλμ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην αρχή βλέπουμε τις ηρωίδες να παίζουν Μολιέρο και στο τέλος υποχρεώνονται να πολεμήσουν για τη ζωή τους, γιατί το θέατρο θεωρείται παράνομο κι αυτές χαρακτηρίζονται πόρνες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα, η οποία βρέθηκε στην Καμπούλ για να διδάξει αρχαίο ελληνικό δράμα και εμπνεύστηκε το ντοκιμαντέρ.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είναι το κεντρικό πρόσωπο στο ντοκιμαντέρ Η νονά του Στέλιου Κούλογλου. Ο ίδιος επεσήμανε: «Πρόκειται για μία ασυνήθιστη βιογραφία της Μέρκελ. Προσπαθώ να ερμηνεύσω τις πολιτικές της στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδίως το Νότο, ανατρέχοντας στη ζωή της, στα νεανικά της χρόνια στην Αν. Γερμανία. Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου η Μέρκελ ήταν 35 ετών. Στην ταινία θέλησα να ‘’συνδυάσω’’ τη ζωή και τις πολιτικές της, κατά τη γνώμη μου καταστροφικές για την Ευρώπη και την ίδια τη χώρα της».
Η συζήτηση στράφηκε στο ζήτημα των δυνατοτήτων που υπάρχουν για τους δημιουργούς ντοκιμαντέρ έτσι ώστε να δείξουν τη δουλειά τους στο ευρύ κοινό. Για το θέμα αυτό, ο κ. Κούλογλου παρατήρησε: «Η ταινία μου βγαίνει αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας. Δούλεψα για πολλά χρόνια στην τηλεόραση, πριν από το τρομερό κλείσιμο της ΕΡΤ, επομένως είχα διαφορετική σχέση με το τηλεοπτικό κοινό. Ωστόσο, άλλος είναι και ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει κανείς ένα ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και άλλος για τον κινηματογράφο. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να κρατάς το κοινό ώστε να μην κάνει ζάπινγκ, ενώ στη δεύτερη έχεις χρόνο να εκφράσεις καλύτερα τις ιδέες σου». Από την άλλη, ο κ. Καραγιάννης τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη «να πείσουν οι κινηματογραφιστές του χώρου τον κόσμο ότι το ντοκιμαντέρ δεν είναι απλώς μία αφήγηση ιστορίας -κάτι που θα το έκανε να θυμίζει ρεπορτάζ-, αλλά ότι είναι κινηματογράφος». Με τον Έλληνα σκηνοθέτη συμφώνησε η κ. Ιμπάνιες, προσθέτοντας ότι στο Μεξικό αυτό το διάστημα γίνονται ορισμένες κινήσεις για τη βελτίωση της διανομής των ντοκιμαντέρ στις αίθουσες. Στην κατάσταση στο Μεξικό αναφέρθηκε και ο κ. Εστέινου, παρατηρώντας ότι «σταδιακά ο κόσμος ανακαλύπτει ότι τα ντοκιμαντέρ δεν είναι βαρετά, όπως πίστευε μέχρι πρόσφατα». Μιλώντας για το ίδιο ζήτημα, η κ. Παπαθανασίου έκανε λόγο για τον ευεργετικό ρόλο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «Σε άλλα φεστιβάλ γενικότερης θεματολογίας έφτασα στο σημείο να ζητήσω να αφαιρέσουν τη λέξη “ντοκιμαντέρ”, γιατί ο κόσμος δεν ερχόταν να δει την ταινία. Πρέπει να εκπαιδευτεί το κοινό κι αυτό είναι κάτι που κάνουν τα Φεστιβάλ», είπε χαρακτηριστικά η σκηνοθέτιδα. Με τη σειρά του, ο κ. Πρεβόστι σημείωσε: «Στη χώρα μου τα ντοκιμαντέρ θεωρούνται βαρετά. Τα κανάλια δείχνουν κυρίως επιστημονικά ντοκιμαντέρ. Πάντως, για να προσελκύσω το ενδιαφέρον του κοινού, μου αρέσει να βάζω στις ταινίες μου κομμάτια στα οποία ο κόσμος γελάει». Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην Ελβετία, όπως εξήγησε ο κ. Χάγκεν, επισημαίνοντας: «Στη χώρα μου τα περισσότερα προβλήματα οφείλονται στην πολυγλωσσία του πληθυσμού. Δεν έχεις, για παράδειγμα, την ευκαιρία να προωθήσεις ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ με την ίδια ευκολία στο γαλλόφωνο ή στο γερμανόφωνο τμήμα της χώρας. Γι’ αυτό και εμείς οι κινηματογραφιστές προτιμάμε να γυρίζουμε ταινίες που καθρεφτίζουν την κοινωνία. Πιστεύω ότι το σινεμά είναι πάνω από όλα η προσπάθεια να αφηγηθείς μία ιστορία κι όχι απλώς να αραδιάσεις τα δεδομένα. Στην Ελβετία, πάντως, δουλεύουμε πολύ με τα σχολεία, δείχνουμε ντοκιμαντέρ στους μαθητές και ακολουθούν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις». Από την πλευρά του, ο κ. Κούλογλου αναφέρθηκε στην εμπειρία από το ταξίδι του στο Μεξικό, όπου προσκλήθηκε να παρουσιάσει την προηγούμενη ταινία του σε μεγάλο φεστιβάλ. «Με εντυπωσίασε το κοινό, που ήταν πολύ θερμό να παρακολουθήσει, πολύ ανοιχτό σε ιδέες, περισσότερο ίσως κι από τους θεατές εδώ στην Ευρώπη. Κι όλα αυτά σε μία χώρα την οποία γνωρίζουμε στην Ελλάδα σχεδόν μόνο για τα περιστατικά διαφθοράς και διακίνησης ναρκωτικών».
Το σημαντικό ζήτημα της χρηματοδότησης ταινιών απασχολεί τους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ, ωστόσο σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με τη χώρα όπου δραστηριοποιούνται. Ο κ. Χάγκεν διευκρίνισε ότι έλαβε κρατική χρηματοδότηση για το ντοκιμαντέρ του, προσθέτοντας επίσης ότι δεν θα απευθυνόταν σε ιδιωτικούς φορείς για να ζητήσει χρήματα, καθώς αυτή είναι η όλη ιδέα του να γυρίζει κανείς ανεξάρτητες ταινίες. Στο Μεξικό, όπως είπαν η κ. Ιμπάνιες και ο κ. Εστέινου, γίνεται μια προσπάθεια να ενισχυθεί η χρηματοδότηση ταινιών μέσω ενός συστήματος παρακράτησης φόρου από μεγάλες εταιρίες, κίνηση η οποία αναμένεται να επιφέρει αλλαγές στο μεξικανικό σινεμά. Στην Ιταλία, όπως είπε ο κ. Πρεβόστι, το σινεμά θεωρείται βιομηχανία. «Πρέπει να πουλάς για να σε χρηματοδοτήσουν», τόνισε ο ίδιος. Η κ. Παπαθανασίου αναφέρθηκε στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. «Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ και το “πάγωμα” των χρηματοδοτήσεων από το ΕΚΚ. Δεν χρηματοδοτούμαστε πια από το κράτος. Είμαστε δημιουργοί υπό απειλή. Επιπλέον, λόγω της κρίσης, ούτε οι ιδιωτικές εταιρίες δείχνουν ενδιαφέρον να μας χρηματοδοτήσουν. Το ντοκιμαντέρ επιβιώνει λόγω της επιμονής των δημιουργών κι αυτό δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα συνεχίσει να συμβαίνει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: